Road to Perdition. ΗΠΑ, 2002. Σκηνοθεσία: Σαμ Μέντες. Σενάριο: Ντέιβιντ Σελφ, από κόμικς των Μαξ Αλεν Κόλινς και Ρίτσαρντ Πίαρς Ρέινερ. Ηθοποιοί: Τομ Χανκς, Πολ Νιούμαν, Τάιλερ Χέτσλιν, Τζουντ Λο, Στάνλεϊ Τούτσι, Τζένιφερ Τζέισον Λι. 117 λεπτά. Ένας πατέρας, εκτελεστής της Μαφίας, προσπαθεί να σώσει το μικρό γιο του, παίρνοντας ταυτόχρονα εκδίκηση για τη δολοφονία της οικογενείας του, σε μια στιλιζαρισμένη, επικής πνοής, με εξαιρετικές ερμηνείες, γκανγκστερική περιπέτεια. «Ο δρόμος της απώλειας», η δεύτερη ταινία του Σαμ Μέντες, δημιουργού του βραβευμένου με 5 Οσκαρ «American Beauty», είναι μια γκανγκστερική περιπέτεια που αγγίζει τα όρια της αρχαίας τραγωδίας, θυμίζοντας το «Νονό» του Κόπολα. Μόνο που εδώ το θέμα δεν είναι η σχέση και οι διαπραγματεύσεις των «οικογενειών» μεταξύ τους και με τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά η σχέση ανάμεσα σε πατέρες και γιους, σχέσεις που καθορίζονται από μια αδυσώπητη μοίρα, μοίρα όμως όχι τόσο καθορισμένη από κάποια έξωθεν δύναμη, αλλά από τα ίδια τα πρόσωπα, από τη στιγμή που αυτά διαλέγουν το «δρόμο της απώλειας» ή, πιο σωστά, θα έλεγα το δρόμο προς την κόλαση. Η ιστορία εκτυλίσσεται στο χώρο της ιρλανδέζικης μαφίας, στο Σικάγο του 1931 και επικεντρώνεται στη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο άντρες, από τη μια το αφεντικό της Μαφίας, τον Τζον Ρούνι, κι από την άλλη τον Μάικλ Σάλιβαν, εκτελεστή που δουλεύει για λογαριασμό του. Δίπλα τους, οι δύο γιοι τους, ο 12χρονος Μάικλ Τζούνιορ και ο ενήλικας Κόνορ Ρούνι. Οταν αρχίζει η ταινία οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο οικογένειες είναι ομαλές, ώσπου ο μικρός Μάικλ γίνεται άθελά του μάρτυρας μιας εκτέλεσης από τη Μαφία, σπρώχνοντας τον Κόνορ Ρούνι να προσπαθήσει να εξοντώσει κι αυτόν και όλη την οικογένειά του. Η γυναίκα και η μικρή κόρη του Σάλιβαν σκοτώνονται, ο ίδιος όμως καταφέρνει να σωθεί, μαζί με τον 12χρονο γιο του, κι αρχίζει ένα ταξίδι με στόχο την εκδίκηση, κυνηγημένος από έναν αδυσώπητο εκτελεστή που φωτογραφίζει τα θύματά του αφού τα σκοτώσει. Η σχέση με το «Νονό» δεν είναι τυχαία. Ο 77χρονος Πολ Νιούμαν, έξοχος στο ρόλο του Τζον Ρούνι, ενός προστατευτικού, με απαλή φωνή και λαϊκή σοφία, πατέρα-αφέντη, φέρνει στο νου τον Κορλεόνε του Μπράντο, ενώ η καταγραφή της ατμόσφαιρας της Αμερικής της εποχής έχει την αυθεντικότητα και τη γεύση που συναντάμε στην ταινία του Κόπολα. Στη δημιουργία της ατμόσφαιρας συμβάλλει σίγουρα και η θαυμάσια φωτογραφία του παλαίμαχου Κόνραντ Χολ (συνεργάτης του Μέντες και στο «American Beauty»): Πρόσωπα που περιφέρονται σε βρεγμένους, λασπωμένους από λιωμένο χιόνι σκοτεινούς δρόμους, σε κρύα, με μουντά χρώματα σπίτια, θυμίζοντας παλιές φωτογραφίες ή γκραβούρες τής τότε δεκαετίας -δουλειά φτιαγμένη με λεπτότητα και λεπτομέρεια που της αξίζει το Οσκαρ. Η ψυχρότητα αυτή του ντεκόρ φαίνεται να έχει επηρεάσει και τον Τομ Χανκς που, στο ρόλο του Μάικλ Σάλιβαν, εντελώς αντίθετο μ' εκείνους που τον έχουμε συνηθίσει, μεταφέρει αυτή την ψυχρότητα (σε σημείο επικίνδυνο) και στην ερμηνεία του, δίνοντας από τη μια τον αδίστακτο γκάνγκστερ κι από την άλλη τον αφοσιωμένο οικογενειάρχη και πατέρα, αποφασισμένο να αποτρέψει το γιο του από το ν' ακολουθήσει το δρόμο της απώλειας. Μια παρόμοια ψυχρότητα, συνδυασμένη με δόση κυνισμού, κυριαρχεί στην ερμηνεία του Τζουντ Λο στο ρόλο του σατανικού φωτογράφου-εκτελεστή. Οι έξοχες στη σύνθεσή τους, επικής πνοής εικόνες, οι σιωπές με τα ξαφνικά ξεσπάσματα βίας (όπως η σκηνή όπου ο Μάικλ σκοτώνει τους γκάνγκστερ σ' έναν βροχερό, άδειο δρόμο), η ομορφιά μιας στιλιζαρισμένης σκηνοθεσίας, οι θαυμάσιες ερμηνείες και γενικά η όλη ατμόσφαιρα θυμίζουν, περισσότερο από το «Νονό», κλασικά γουέστερν όπως «Οι ασυγχώρητοι» του Ιστγουντ ή «Το πέρασμα του Μίλερ» των αδερφών Κοέν, την άλλη θαυμάσια γκανγκστερική ταινία. |