Mies vailla menneisyytta. Φινλανδία, 2002. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ακι Καουρισμάκι. Ηθοποιοί: Μάρκου Πελτόλα, Κάτι Ούτινεν, Τζουχάνι Νιεμέλα. 97 λεπτά. Ενας αμνησιακός άντρας βρίσκει την κατανόηση και τον έρωτα κοντά σε περιθωριακούς ανθρώπους, σε μια ταινία δοσμένη με λιτότητα, χιούμορ και σουρεαλιστικές πινελιές. Από τις πιο ώριμες ταινίες του Φινλανδού σκηνοθέτη Ακι Καουρισμάκι. Ο απλός άνθρωπος είναι στο επίκεντρο των ταινιών του Φινλανδού σκηνοθέτη Ακι Καουρισμάκι. Ο άνθρωπος όμως τοποθετημένος σ' ένα συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον. Στη νέα του αυτή ταινία, από τις πιο ώριμές του κι ανάμεσα στις καλύτερες του φετινού Φεστιβάλ των Κανών (όπου κέρδισε το Μέγα Βραβείο της επιτροπής), γυρισμένη τέσσερα χρόνια μετά την προηγούμενη, τη «βουβή» «Juha», ο Καουρισμάκι αφηγείται μια ιστορία που κινείται ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο. Από τα πρώτα κιόλας πλάνα της ταινίας, ένας άντρας πέφτει θύμα ληστείας όπου τραυματίζεται θανάσιμα. Συνέρχεται όμως, ως εκ θαύματος, κι αρχίζει να περιπλανείται στην πόλη, χωρίς ταυτότητα, έχοντας πάθει αμνησία, ώσπου τον περισυλλέγουν περιθωριακοί, άστεγοι άνθρωποι. Κάποτε θα συναντήσει μια γυναίκα του Στρατού Σωτηρίας, που θα τον βοηθήσει, κι ανάμεσά τους αρχίζει ν' αναπτύσσεται ένα αίσθημα. Μη νομίζετε όμως ότι πίσω από τη σχέση τους αυτή υπάρχει καμιά μελοδραματική ιστορία, απ' αυτές που κάθε τόσο μάς παρουσιάζει το Χόλιγουντ. Κάθε άλλο. Ο Καουρισμάκι παραμένει ένας μοναχικός, πρωτότυπος σκηνοθέτης που αντιμετωπίζει το θέμα του με λιτότητα, αντικειμενικότητα κι ένα ιδιόμορφο, απολαυστικό χιούμορ. Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που ο σκηνοθέτης καταπιάνεται με περιθωριακούς ανθρώπους, πρόσωπα ενός λούμπεν προλεταριάτου («Η γυναίκα με τα σπίρτα», «Σκιές στον Παράδεισο», «Drifting Clouds»). Μέσα από αυτή την απλή, συγκινητική, δοσμένη με ζεστασιά και σουρεαλιστικές εικόνες, με μια όμως δόση μελαγχολίας, ιστορία έρωτα κι αλληλεγγύης, ο Καουρισμάκι κάνει και μια καυστική κριτική ενός κοινωνικού συστήματος που αδιαφορεί για το άτομο και την τύχη του, από τις πρώτες σκηνές της επίθεσης και της ληστείας μέχρι τις σκηνές όπου ο ήρωας συλλαμβάνεται επειδή βρέθηκε τυχαία στην τράπεζα στη διάρκεια μιας ληστείας και κρατείται στο τμήμα με διάφορες παράλογες δικαιολογίες. Ο Καουρισμάκι αποδείχνεται σκηνοθέτης που νοιάζεται για τον άνθρωπο, και τη μοίρα του, αλλά απεχθάνεται το «κατεστημένο» και την υποκρισία του, επιλέγοντας μέσα από τις απλές ιστορίες του, που δεν παύουν να μας εκπλήσσουν (τα σενάριά του τα γράφει συνήθως μέσα σε μερικές μέρες), να φωτίζει τα σοβαρά κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν κοινωνίες φαινομενικά ευημερούσες. Στις πολλές αρετές της ταινίας του και οι ερμηνείες των δύο θαυμάσιων ηθοποιών του: του Μάρκου Πελτόλα, που έχει κάτι από την έκφραση των κωμικών του βουβού κινηματογράφου, και της Κάτι Ούτινεν, που μάλιστα κέρδισε το βραβείο ερμηνείας στις Κάνες. Μια ταινία που δείχνει το σωστό δρόμο που πρέπει ν' ακολουθήσει ο κινηματογράφος αν θέλει να είναι ζωντανός και ανθρώπινος. Η καρδιά μας στον Καουρισμάκι Όλα όσα πιστεύω, αισθάνομαι, αναπνέω και για τα οποία αξίζει να υπάρχω και να παλεύω, διαδραματίζονται στην καλύτερη ταινία της φετινής χρονιάς, τον «Ανθρωπο χωρίς παρελθόν» του Aκι Καουρισμάκι! Μισή ώρα μετά την πρώτη προβολή της ταινίας στο τελευταίο Φεστιβάλ των Καννών - μόλις τον περασμένο Μάιο - και καθώς ήμουν πλήρως αφοπλισμένος και παραδομένος στην πιο ανιδιοτελή καρδιά που είδα τα τελευταία χρόνια, άκουσα από τα χείλη αυτού του αλκοολικού, χωρατατζή και περιθωριακού Φινλανδού μια φράση που ποτέ, μα ποτέ δεν πρόκειται να ξεχάσω: «Αν ένας σκηνοθέτης δεν νιώθει τον καημό του φτωχού ανθρώπου, τότε δεν αξίζει να λέγεται καλλιτέχνης. Για μένα είναι ζήτημα ύπαρξης». Πόσοι το διακηρύσσουν αυτό; Πολλοί. Πόσοι το κάνουν πράξη; Πολλοί. Πόσοι το πιστεύουν; Ελάχιστοι. Ο Καουρισμάκι οπωσδήποτε! Ένας τυχαίος, άγνωστος τύπος που κατεβαίνει από το τρένο σε μια άγνωστη πόλη δέχεται βίαιη επίθεση από συμμορία χουλιγκάνων. Στο νοσοκομείο διαπιστώνεται ο κλινικός του θάνατος. Όμως, εκείνος νεκρανασταίνεται και με μπανταρισμένο πρόσωπο καταλήγει στον σκουπιδοτενεκέ την πόλης. Μια οικογένεια άστεγων και περιφρονημένων τον περιθάλπει και μια ομάδα του Στρατού Σωτηρίας τού προσφέρει ένα πιάτο ζεστή σούπα και ένα χρησιμοποιημένο κοστούμι από την... Αιόλου. Κανείς δεν ξέρει το όνομά του, το επάγγελμά του, τον προορισμό του και το παρελθόν του. Ούτε εκείνοι ούτε ο ίδιος. Η μνήμη του μοιάζει με κοντέρ. Μηδενίζει τα χιλιόμετρα και αρπάζει την δεύτερη ευκαιρία. Για να νιώσεις, να συναισθανθείς μισό δράμι ανθρωπιάς και να καταθέσεις μισή σταλιά αλληλεγγύης στον διπλανό σου, πρέπει πρώτα να πιάσεις πάτο. Όσοι δεν έχουν να χάσουν τίποτα, μα απολύτως τίποτα, κάνουν το σκατό τους παξιμάδι και μοιράζουν την κόρα του ψωμιού τους. Όσοι έχουν τα πάντα, τσιγκουνεύονται και τη δεκάρα. Έτσι είναι, έτσι γίνεται. Μέχρι τη στιγμή που τα παιδιά ενός κατώτερου θεού θα μηδενίσουν το κοντέρ του πλανήτη και θα εκτελέσουν την Ιστορία. Οι Χριστιανοί το λένε «οι έσχατοι έσσονται πρώτοι». Οι άθεοι το λένε «φτωχοί όλου του κόσμου ενωθείτε». Και στις δύο περιπτώσεις - λέει ο Καουρισμάκι - το συμπέρασμα είναι ένα: Για να αγαπήσεις τον διπλανό σου, πρέπει πρώτα ν' αγαπήσεις τον εαυτό σου. Αλλά πώς ν' αγαπήσεις και ν' αγαπηθείς, όταν ολημερίς και ολονυχτίς βιώνεις το μίσος, την εχθρότητα, τον ανταγωνισμό και την απαξίωση κάθε ίχνους αξιοπρέπειας; Η μεγάλη τέχνη προκύπτει εκ του περισσεύματος του καλλιτέχνη. Και το περίσσευμα του Καουρισμάκι είναι άφθονο. Πρώτα η σύλληψη της ιδέας (για να εκτιμήσεις τη ζωή, πρέπει να... θανατωθείς). Κατόπιν η μινιμαλιστική, δωρική αφήγηση (χωρίς περιττά λίπη, φλυαρίες και πομπώδεις ρητορείες). Στη συνέχεια το σουρεαλιστικό χιούμορ, μετά οι πλάγιες - κινηματογραφικές - αναφορές στη μυθολογία και τη λαϊκότητα των αμερικανικών b movies (των σκουπιδιών) και, τέλος, η υπέρβαση του νατουραλισμού. Οι ασυνήθιστες, πρωτόγνωρες, οι απίστευτες αυτές καταστάσεις προέρχονται από συνανθρώπους μας που έχουν δρασκελίσει το κατώφλι της απελπισίας. Σας ορκίζομαι, είναι από τις σπάνιες στιγμές στη διαδρομή της Τέχνης, που τόσο ρακένδυτα πλάσματα αποτελούν τον ζωντανό ορισμό της αξιοπρέπειας, του αυτοσεβασμού, του ουμανισμού και της αλληλεγγύης. Μπροστά σ' αυτά τα πάμπτωχα, αδέκαρα ερείπια της Θατσερικής Ευρώπης, οι παροιμιώδεις τρόποι των μελών της Βουλής των Λόρδων φαντάζουν σαν σαβουάρ βιβρ των ζητιάνων της Βομβάης. Η σκηνή με την γραία του Στρατού Σωτηρίας να τραγουδάει ένα παλιό τανγκό με τη συνοδεία τεσσάρων παιδιών που παίζουν κιθάρες, μπάσο και ντραμς και που εκ του φυσικού της φέρει την ευγένεια ενός Σιρανό και το ήθος μιας Ηλέκτρας, ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που δέχτηκαν τα τελευταία χρόνια τα δάκρυά μου. Ακι. σ' ευγνωμονώ. |