Zatoichi, ο τυφλός σαμουράι Zatoichi. Ιαπωνία, 2003. Σκηνοθεσία-σενάριο: Τακέσι Κιτάνο. Ηθοποιοί: «Μπιτ» Τακέσι Κιτάνο, Τατανόμπου Ασάνο, Γκουανταλκανάι Τάκα, Γιούκο Τάικε, The Stripes. 116 λεπτά. Στην Ιαπωνία του 19ου αιώνα, ένας τυφλός, δεινός στο σπαθί, μασέρ μπαίνει ανάμεσα σε δύο αντιμαχόμενες συμμορίες, για ν' απονείμει τη δική του δικαιοσύνη, σε μια εικαστικά λαμπρή, διανθισμένη με άφθονο χιούμορ, ταινία. Υστερα από μια σειρά εξαιρετικές αστυνομικές περιπέτειες («Σονατίνα», «Πυροτεχνήματα»), ο Ιάπωνας σκηνοθέτης Τακέσι Κιτάνο στρέφεται με το «Zatoichi, ο τυφλός σαμουράι» σε μια, το ίδιο θαυμάσια, ταινία εποχής με σαμουράι, γύρω από ένα μυθικό ήρωα, τον Ζατόιτσι, για τον οποίο από το 1962 έχουν γυριστεί περίπου 30 ταινίες μαζί και μια τηλεοπτική σειρά. Πρόκειται για έναν ξανθό, τυφλό μασέρ που περιφέρεται στην ιαπωνική επαρχία του 19ου αιώνα, υπερασπιζόμενος τους αδύνατους και αποδεικνύοντας, όταν το φέρει η περίσταση, την απρόσμενη και εκπληκτική δεξιοτεχνία του στο σπαθί. Η περιπέτεια αρχίζει όταν ο Ζατόιτσι καταφτάνει σ' ένα χωριό όπου αντιμάχονται δύο συμμορίες για τον έλεγχο της πόλης κι όπου η μία απ' αυτές έχει προσλάβει έναν δεινό σαμουράι, τον Ζατόρι, που αρχίζει να εξοντώνει έναν έναν τους εχθρούς της. Τα πράγματα οξύνονται όταν ο Ζατόιτσι, που φιλοξενείται στο σπίτι μιας γριάς, παίρνει το μέρος δύο παιδιών που έχουν γλιτώσει από ένα φοβερό μακελειό και, έχοντας μεγαλώσει, μεταμφιέζονται σε γκέισσες για να εκδικηθούν τη δολοφονία των γονιών τους. Ο Κιτάνο εμπνέεται από τις ταινίες με σαμουράι της δεκαετίας του '60 -μαζί και εκείνες του Ακίρα Κουροσάβα, όπως το «Γιοζίμπο» και «Οι 7 σαμουράι»- αλλά και από τα σπαγγέτι γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε («Για μια χούφτα δολάρια») για να αφηγηθεί την ιστορία του, αντιμετωπίζοντας με χιούμορ και λεπτή ειρωνεία το είδος, προσθέτοντας σ' αυτό μια δόση λυρισμού και ποίησης. Από τις πρώτες κιόλας εικόνες της άφιξης του Ζατόιτσι στο χωριό, βλέπουμε σε εικόνες εικαστικά εκπληκτικές, τον ήρωα να διασχίζει ένα μονοπάτι ενώ σε πρώτο πλάνο χωρικοί εργάζονται στα χωράφια σκάβοντας στο ρυθμό μουσικής, ρυθμό που συνδυάζεται με το περπάτημα του Ζατόιτσι -πρέπει να τονίσω ότι στην ταινία η μουσική παίζει ένα πολύ σημαντικό ρόλο. Η ταινία είναι γεμάτη παρόμοιες εικόνες, με χρώματα απαλά, με έντεχνα τοποθετημένα φλας-μπακ που μας βοηθούν στην προσέγγιση και την ψυχολογία των χαρακτήρων, με χιουμοριστικές ανατροπές, αλλά και εικόνες όπου τα ψηφιακά εφέ χρησιμοποιούνται έξυπνα για να τονίσουν τη βία όταν αυτή ξεσπά, οδηγώντας μας στη σύγκρουση του Ζατόιτσι με τον σαμουράι Χατόρι, σ' ένα εξαιρετικό φινάλε που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τις ταινίες του Κουροσάβα. Χωρίς να ξεχνάμε το θαυμάσιο επίλογο με όλο το καστ, στη γιορτή του χωριού, να χορεύει ένα διονυσιακό Σταπ-ντανς. Ο ήρωας του σούσι - γουέστερν Οι τρεις μεγάλες στιγμές στην εναέρια διαδρομή... ιπτάμενων περιπετειών είναι (κατά αξιολογική σειρά): «Ήρωας» του Ζανγκ Γιμού - «Τίγρης και δράκος» του Ανγκ Λι - «Zatoichi: Ο τυφλός Σαμουράι» του Τακέσι Κιτάνο. Όλα τ' άλλα, συμπεριλαμβανομένου του «Kill Bill», είναι απλώς μονομαχίες καρτούν, επιπέδου Σιλβέστερ με Τουίτι! Ο καθείς στο είδος του και οι Ασιάτες στις πολεμικές τέχνες. Γιατί φίλοι μου, παγκοσμίως και διαχρονικώς, δύο σχολές διασχίζουν οριζοντίως και καθέτως την 7η Τέχνη. H νεκροφιλία και η δημιουργία. Οι «μαθητές» της πρώτης, άρτια εκπαιδευμένοι, αλλά κοινωνικά και ιστορικά αδιάφοροι και παρηκμασμένοι, τοποθετούν στο νεκροτομείο το ζωντανό «σώμα» ταινιών που τους αρέσουν και το χειρουργούν για να το μάθουν και να το ανασυνθέσουν. Κάπως έτσι συντελείται η πράξη της νεκροφιλίας. Πολλές φορές άτεχνα και ακατέργαστα, μερικές (όπως στην περίπτωση του Ταραντίνο) δεξιοτεχνικά και ακροβατικά. Ιατροδικαστές υπήρχαν πολλοί, ο Καψάσκης όμως ήταν ένας. Οι μαθητές της δεύτερης σχολής (όπως ο Τακέσι Κιτάνο) δηλώνουν το πολιτιστικό στίγμα καταγωγής τους και επενδύουν στην τέχνη τους μυθικά στοιχεία από την παράδοσή τους. Παράδειγμα, τα σκηνικά και τα κοστούμια. Παράδειγμα ακόμα η κομψότητα και η φινέτσα με την οποία διαχειρίζεται τη βία. Παράδειγμα, επίσης, η ζωγραφική... μετακένωση του αίματος που μετεξελίσσεται σε μοντέρνα τέχνη με βασικά χρώματα το κόκκινο και το λευκό. Και τέλος, ο ίδιος ο συμβολικός χαρακτήρας του τυφλού Σαμουράι Zatoichi. Ένας ήρωας που έχει θρέψει γενιές Γιαπωνέζων και που η δράση του ορίζεται από δύο βασικά σημεία: την προφορική μυθολογία του Χθες και την κινηματογραφική μυθολογία του Σήμερα. Δηλαδή ο Σαμουράι είναι ταυτόχρονα δύο πράγματα μαζί. Και της Ασίας και της Δύσης. Και Τοσίρο Μιφούνε και Κλιντ Ίστγουντ. Δηλαδή, οι δύο προϋποθέσεις που έλαβε υπόψη του ο Κιτάνο είναι από τη μία το «Γιόζιμπο» του «αφέντη» του Ακίρα Κουροσάβα και το ριμέικ της ίδιας ταινίας σε στυλ σπαγγέτι-γουέστερν «Για μια χούφτα δολάρια». Από τη συνεύρεση αυτών των δύο προέκυψε ένα εύγεστο και εναέριο (στομαχικά)... σούσι-γουέστερν. Απολαύστε το! Zatoichi Ο τυφλός Ζατόιτσι είναι περιπλανώμενος χειροπρακτικός και την ίδια στιγμή, παρά την αναπηρία του, μανιώδης τζογαδόρος και απαράμιλλος χειριστής του σπαθιού. Σε ένα μικρό χωριό, «ιδιοκτησία» της αδίστακτης και αιμοσταγούς συμμορίας του αφέντη Γκίνζο, θα συναντήσει δύο γκέισες (για την ακρίβεια μια γκέισα και τον μεταμφιεσμένο αδελφό της) που πιστεύουν πως ανάμεσα στα μέλη της συμμορίας βρίσκονται οι υπεύθυνοι για το σφαγιασμό της οικογένειάς τους και θα τις βοηθήσει να τους ανακαλύψουν και να τους εκδικηθούν... Ο χαρακτήρας του τυφλού σαμουράι Ζατόιτσι έκανε την πρώτη του κινηματογραφική εμφάνισητο 1962 και μέχρι τα μέσα της επόμενης δεκαετίας είχε αναδειχθεί σε έναν από τους δημοφιλέστερους ήρωες του ιαπωνικού σινεμά του είδους (ταινίες εποχής που εξιστορούσαν τις περιπέτειες ατρόμητων «ρόνιν») πρωταγωνιστώντας σε πάνω από είκοσι φιλμ και ένα πολύ πετυχημένο τηλεοπτικό σίριαλ. Όσοι έχουν δει την ταινία του ’62 (με τίτλο “Zatoichi Monogatari», σκηνοθέτη τον Κένζι Μισούμι και πρωταγωνιστή τον Σιντάρο Κάτσου, τον ηθοποιό που ταυτίστηκε με το ρόλο του Ζατόιτσι) λένε πως πρόκειται για μια έξυπνη «ανακύκλωση» του θέματος του “Yojimbo”, της ταινίας δηλαδή του Ακίρα Κουροσάβα που ενέπνευσε το «Για Μια Χούφτα Δολάρια». Θα μπορούσε λοιπόν να πει κανείς πως με το τωρινό «Ζατόιτσι» κλείνει ένας νοητός κύκλος, αφού ο δημιουργός του Τακέσι Κιτάνο δεν αποτίει έναν τυπικό «φόρο τιμής» σ’ αυτές τις ταινίες, αλλά επιχειρεί μια εκ βάθρων ανανέωση τους, ανάλογη με εκείνη που επέφερε ο Λεόνε στο «προς εξαφάνιση» αμερικανικό γουέστερν με τα δικά του «σπαγγέτι». Ο Κιτάνο δημιουργεί έναν ήρωα αινιγματικό και συναισθηματικά αποστασιοποιημένο (φέρνοντας αναπόφευκτα στο νου τον «Άνδρα Χωρίς Όνομα»), επενδύει το «δράμα» με ένα σαρδόνιο χιούμορ (που δεν διστάζει να γίνει και καθαρόαιμο σλάπστικ) χειρίζεται αριστοτεχνικά τη χορογραφημένη στυλιζαρισμένη βία, χτίζει επιδέξια τις εντάσεις του πάνω στη διαλεκτική των εικόνων (πλάνα «κουροσαβικής» συμμετρίας) με τους ήχους (φυσικούς και μουσική) ή την απουσία τους. Το αποτέλεσμα μπορεί να μην είναι αψεγάδιαστο – η ιστορία των δύο αδελφών μας αποκαλύπτεται μέσα από διαδοχικά φλας μπακ και αυτό το συνεχές «πήγαινε – έλα» αποδυναμώνει την ταινία δραματουργικά, ενώ η μουσική του Κέιτσι Σουζούκι δεν υποστηρίζει, κατά τη γνώμη μας, την ατμόσφαιρα της – είναι όμως πραγματικά απολαυστικό, η πρώτη φορά που ο «δυσπρόσιτος» Κιτάνο ανοίγεται σε ένα ευρύτερο κοινό. Ανάμεσα στις πολλές «γοητευτικές λεπτομέρειες» της ταινίας (που απέσπασε το βραβείο σκηνοθεσίας στο φετινό Φεστιβάλ Βενετίας) συγκαταλέγεται και το δεκάλεπτο, ξεσηκωτικό... μουσικοχορευτικό φινάλε της που, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, αποτελεί μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή του κλασικού, τραγουδιστικού happy end που είχαν οι ταινίες του είδους. |