Ο πορτοφολάς Pickpocket. Γαλλία, 1959. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ρομπέρ Μπρεσόν. Ηθοποιοί: Μαρτέν Λα Σαλ, Μαρίκα Γκριν, Ζαν Πελεγκρί, Πιερ Λεϊμαρί. 75 λεπτά. Επανέκδοση της αριστουργηματικής ταινίας του Ρομπέρ Μπρεσόν, μια λεπτομερής, ιδιοφυής σπουδή γύρω από έναν νεαρό πορτοφολά αλλά και μάθημα σκηνοθεσίας για τους νέους (αλλά και παλιότερους) φιλόδοξους σκηνοθέτες μας. Ο Μαρτέν Λα Σαλ «πορτοφολάς» στο αριστούργημα του Ρομπέρ Μπρεσόν ΟΜισέλ είναι ένας ευγενικός, ήσυχος, φαινομενικά ντροπαλός νέος, που έχει αποφασίσει να βγάζει το ψωμί του με μικροκλοπές - «επάγγελμα» που έχει μετατρέψει σε μοναδική τέχνη. Κάποτε θα συλληφθεί από την αστυνομία και όταν αποφυλακιστεί, παρ' όλο που δύο φίλοι του του προτείνουν να τον βοηθήσουν, εκείνος προτιμά να επιστρέψει στις κλοπές, που θεωρεί τον μόνο σωστό τρόπο έκφρασης γι' αυτόν. Εξαίρετο δείγμα της ονομαζόμενης «μπρεσονικής» σκηνοθεσίας - με άλλα λόγια μιας σκηνοθεσίας λιτής, αυστηρής, με πλάνα στημένα με ξεχωριστή φροντίδα, όπου οτιδήποτε περιττό έχει αφαιρεθεί, σχεδόν με μια αφαιρετικότητα, συχνά χωρίς καμία μουσική υπόκρουση, με ηθοποιούς συχνά ερασιτέχνες (όπως εδώ με τον πρωταγωνιστή του, Μαρτέν Λα Σαλ, που ερμηνεύει τον «ήρωα»), που εκφέρουν, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του σκηνοθέτη, ουδέτερα τους διαλόγους τους. Ο θρίαμβος της Aσκητικής! Στη θέση τους; Θα έσκιζα το πτυχίο μου, θα επέστρεφα τις παχυλές αμοιβές μου και θα άλλαζα επάγγελμα. Πριν από 46 χρόνια ένας Γάλλος με το όνομα Pομπέρ Mπρεσόν και με μια ιστορία μόλις 75 λεπτών, πετάει στα καναβάτσα όλο το πληθωρικό, κινηματογραφικό «προϊόν»! Ladies and gentlemen, η στιγμή του «Pickpocket» (ή αλλιώς «Πορτοφολά») βάζει στη θέση του κάθε δήθεν... σκηνοθεταρά! Τα πράγματα - έλεγε διά μέσου των εικόνων του ο μακαρίτης και εντελώς φτωχούλης Ρομπέρ Μπρεσόν - είναι εντελώς ασκητικά. Με την εξής σειρά: ασκητική καλλιτεχνία, ασκητής καλλιτέχνης, ασκητική γραφή, ασκητικό αποτέλεσμα, ασκητική Τέχνη και Ζωή. Τι πα' να πει; Τελευταίως το ονομάζουν «μινιμαλισμό». Στην πραγματικότητα, η διαχρονική αξία του φέρει το χάρισμα της αφαίρεσης. Όχι εκείνης όπου ουδείς - ούτε καν ο σκηνοθέτης - καταλαβαίνει τι ακριβώς συμβαίνει επί της οθόνης, αλλά της άλλης. Αυτής με τις τέσσερις λέξεις: τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Τι σημαίνει αυτό; Δείτε, όχι μία, τουλάχιστον τρεις φορές τον «Πορτοφολά» να αφομοιώσετε το υπόδειγμα καλά και στη συνέχεια να το αντιπαραβάλλετε κάθε φορά με όλα τα τρέχοντα, πλούσια, μέτρια και κακά. Ίσως - λέω ίσως - έτσι (αν και δεν διατηρώ ελπίδα καμιά) με καλύτερους θεατές θα βλέπουμε λιγότερες μίζερες, άθλιες χαλκομανίες! Το σενάριο, ασκητικό κι αυτό, αποτελείται από τα εξής... ασκητικά: ένας ο πρωταγωνιστής, τρεις οι δεύτεροι ηθοποιοί, δυο-τρεις σταθμοί του παριζιάνικου Μετρό, ένα cafe και μια σοφίτα. Αυτά. Οι διάλογοι εντελώς στεγνοί και στο μεγαλύτερο μέρος εντελώς «τυπικοί». H δράση - α, η δράση! - είναι όλα τα λεφτά! Εκεί όπου κάθε χολιγουντιανός γκρεμίζει τη μισή Αμερική και δυναμώνει το ηχητικό «κουμπί». Εκεί όπου εκατομμύρια ντεσιμπέλ στραπατσάρουν τα τύμπανά σου. Εκεί όπου λαμαρίνες, τούβλα, τζάμια σωριάζονται επί της κεφαλής σου να αποσπάσουν, να καθηλώσουν την προσοχή σου. Εκεί όπου το σινεμά μεταβάλλεται σε νταμάρι, κομπρεσέρ και μάντρα υλικών, ο Μπρεσόν κάνει τα εξής απλά, ασκητικά και μαγικά: Πρώτα «παίζει» με τον θεατή τη γάτα με το ποντίκι. Θα πιάσουν τον πορτοφολά; Κα αφού ο αστυνόμος υποπτεύεται τον πορτοφολά, γιατί περιμένει και δεν κάνει τη ζημιά; Θα διαφύγει ο τύπος όπως διαφεύγει ύστερα από κάθε έφοδο στις τσέπες και τις τσάντες των περαστικών; Ύστερα (δεύτερο) αρκείται στην επιδεξιότητα των πέντε δακτύλων. Πώς κάνουν οι μάγοι με τα καπέλα και τους λαγούς; Έτσι ακριβώς. Δάκτυλα να γλιστρούν σαν χέλια μικρά. Δάκτυλα να ξεκουμπώνουν χωρίς να πάρεις είδηση καμιά. Δάκτυλα να εισβάλλουν και εναέρια να μετακινούν πορτοφόλια, λεφτά, ρολόγια, κοσμήματα, οτιδήποτε πολύτιμο βρουν μπροστά. Πλάνα κοντινά με πέντε δάκτυλα μαγικά. Πέντε δάκτυλα σκοτώνουν όλα τα χολιγουντιανά εφέ. Και τα ηχητικά και τα οπτικά. Θα μου πείτε, καλά όλα αυτά! Από «ψαχνό» τι γίνεται; Άφθονα. Αλλά για να τα ανακαλύψεις, να τα διασταυρώσεις, να τα συσχετίσεις και για να σχολιάσεις, πρέπει με προσοχή και επιμελώς να σκαλίσεις. Αυτή είναι και η γοητεία της πληρότητας της Ασκητικής. Όπως ο Μπρεσόν, έτσι και ο θεατής. Από το ελάχιστο να βρει, να ανακατέψει και να παίξει, ώστε να καταλήξει στο μάξιμουμ. Δηλαδή: Τρία τα «φιλοσοφικά» επίπεδα. Τρία αλλά, προσέξτε: όχι σχηματικά διαχωρισμένα και απλοϊκά. Όπως συμβαίνει με τα δάκτυλα, έτσι και με αυτά. Το ένα «καβαλάει», εξαφανίζει ή εξαφανίζεται από το άλλο. Μπλεγμένα, όχι μπερδεμένα. Τρία επίπεδα με ονομασία προέλευσης. Νίτσε το πρώτο, Ντοστογιέφσκι το δεύτερο, Χριστός το τρίτο. Το εξηγώ, για να μην παρεξηγηθώ: Ο Σιμόν (πορτοφολάς - Μαρτίν Λα Σαλ) επιδίδεται στο σπορ της κλοπής με ιδεολογική αφετηρία - τη δική του και κάθε χαρισματικού ατόμου - την υπεροχή. Κλέβει γιατί, λόγω ευφυΐας, μπορεί και διαφεύγει. Κλέβει γιατί όλο το οικονομικο-κοινωνικό σύστημα είναι της κλοπής. Κλέβει για να αποδείξει τη δική του ανωτερότητα απέναντι στο σύστημα καταστολής. Αν και σε όλα αυτά υπάρχουν, διάσπαρτα, σταγονίδια μαρξιστικά, εν τούτοις ο Νίτσε στο τέλος θριαμβεύει! Ο Σιμόν, όπως και ο Ρασκόλνικοφ στο «Έγκλημα και τιμωρία» - με την ίδια πάνω-κάτω ιδεολογία - παραβιάζουν τον νόμο και διαφεύγουν. Ο Σιμόν, όπως ο Ρασκόλνικοφ, συνάπτουν σχέση με τον ανακριτή τους και διασταυρώνουν τις ιδέες τους. Ο Σιμόν, όπως και ο Ρασκόλνικοφ με τη Μαρία, ελκύεται και στο τέλος ερωτεύεται τη δική του Μαρία με το όνομα Ζαν (προφανώς από το Ζαν Ντ' Αρκ). Και, τέλος, καταλύτης και του Νίτσε και του Μαρξ, ο Χριστός. H τελευταία φράση του Σιμόν προς τη Ζαν - «τι παράξενο μονοπάτι ακολούθησα προκειμένου να σε βρω» - είναι ομολογία άφεσης αμαρτιών. Όπως ο Ρασκόλνικοφ στη Σιβηρία, έτσι και ο Σιμόν στη φυλακή. Πίσω από τα σίδερα, λυτρωμένος, εξαγνισμένος, ερωτευμένος. Από την αμαρτία στη μετάνοια και από τη μετάνοια στην αγιοποίηση. Μπορεί, ιδεολογικά, να διαφωνώ. Αλλά η πυκνότητα της Ασκητικής είναι αναντικατάστατη και μοναδική! Μετρ, να γίνω χαλί να περάσεις από πάνω μου! |