Μάντερλεϊ
Manderlay. Δανία, 2005.
Σκηνοθεσία-σενάριο: Λαρς φον Τρίερ. Ηθοποιοί: Μπράις Ντάλας Χάουορντ,
Γουίλεμ Νταφό, Αϊζακ ντε Μπανκολέ, Ντάνι Γκλόβερ, Λόρεν Μπακόλ, Ζαν-Μαρκ Μπαρ.
139 λεπτά.
Η Γκρέις φτάνει στη
φυτεία του Μάντερλεϊ αποφασισμένη να απελευθερώσει τους μαύρους για να
αντιμετωπίσει μίαν άλλη, αναπάντεχη αλήθεια, στη συγκλονιστική, στιλιζαρισμένη
αυτή αλληγορία (δεύτερο μέρος μιας τριλογίας) του Τρίερ.
Το
«Μάντερλεϊ» αποτελεί το δεύτερο μέρος της τριλογίας του Λαρς φον Τρίερ γύρω από
την Αμερική (το πρώτο ήταν το «Dogville», ενώ θα ακολουθήσει ένα τρίτο, η
«Ουάσιγκτον»). Γυρισμένη και πάλι σε στούντιο στη Δανία, πάνω σε μια πλατφόρμα
με αφαιρετικά σκηνικά (σπίτια χωρίς τοίχους, λέξεις που υποδηλώνουν δρόμους,
χώρους και διάφορα αντικείμενα), η ταινία ακολουθεί την Γκρέις (η Μπράις Ντάλας
Χάουορντ στο θέση της Νικόλ Κίντμαν που πρωταγωνιστούσε στο πρώτο μέρος) που το
1933 φτάνει στο Μάντερλεϊ, μια φυτεία της Αλαμπάμα του αμερικανικού Νότου, όπου
70 χρόνια μετά τον εμφύλιο πόλεμο οι μαύροι εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ως
σκλάβοι. Η Γκρέις, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα της (Γουίλεμ Νταφό),
αποφασίζει να παραμείνει, για να καλυτερεύσει όπως πιστεύει τη ζωή των μαύρων,
ενώ μετά το θάνατο της γριάς ιδιοκτήτριας (Λόρεν Μπακόλ), τους απελευθερώνει και
αρχίζει σταδιακά να τους διδάσκει τη λειτουργία και τις αρετές της δημοκρατίας
-έμμεση αναφορά στον Μπους και την προσπάθειά του να επιβάλει μια δικής του
έμπνευσης δημοκρατία στο Ιράκ.
Στο στόχαστρο του Τρίερ
είναι η Αμερική και οι αξίες της, τη φορά αυτή σ' ό,τι αφορά το ρατσισμό και την
κατάσταση των μαύρων. Στοιχεία που δυστυχώς εξακολουθούν και στις μέρες μας να
υπάρχουν στην Αμερική και όχι μόνο, σε μεγάλο μάλιστα βαθμό, και κάθε τόσο
βγάζουν το επικίνδυνο κεφάλι τους. Στοιχεία που ο Τρίερ ενσωματώνει με
δεξιοτεχνία σε ένα καλογραμμένο, σφιχτό σενάριο για να φτιάξει την πολιτική
αλληγορία του, εμπνευσμένη τη φορά αυτή όχι τόσο από την «Οπερα της πεντάρας»
του Μπρεχτ (όπως ήταν το «Dogville») όσο από τον πρόλογο ενός Γάλλου
διανοούμενου στο περιβόητο πορνογραφικό βιβλίο «Η ιστορία της Ο», πρόλογος που
αναφέρεται στην εξέγερση των μαύρων στο Μπαρμπάντος το 1838, εξέγερση με
αναπάντεχα αποτελέσματα - οι μαύροι, αφού σκότωσαν τους αφεντάδες τους,
επέστρεψαν στις φυτείες κι άρχισαν να συμπεριφέρονται σαν σκλάβοι.
Με βάση την πλατφόρμα κι
ένα αφαιρετικό ντεκόρ, με ενδιάμεσους τίτλους κεφαλαίων και τη χρήση μπαρόκ
μουσικής για υπόκρουση, με επιμονή, συνέπεια και κριτικό μάτι, σε σκηνές
διανθισμένες με χιούμορ, συχνά και ειρωνεία, ο Τρίερ ακολουθεί την παράλληλη
πορεία της Γκρέις και των μαύρων, μαζί και των λευκών πρώην αφεντάδων τους,
οδηγώντας μας στην ανατροπή του φινάλε, με την Γκρέις να βρίσκεται μπροστά σε
αλήθειες που δεν γνώριζε ή που δεν ήθελε να παραδεχτεί. Αναφορά αξίζει να κάνω
στους τίτλους της ταινίας που πέφτουν στο φινάλε πάνω από φωτογραφίες
ρατσιστικών εκδηλώσεων και αστυνομικής βίας στη σημερινή Αμερική, με υπόκρουση
το τραγούδι Young Americans του Ντέιβιντ Μπόουι.
Ο Mαρξισμός ξανάρχεται!
Όποιος βιάστηκε να κηδέψει
τον Mαρξισμό δεν ξέρει πού πατάει και πού πηγαίνει. Tο «Μanderlay», δηλαδή η
συνέχεια του «Dogville», σε κρατάει διαρκώς στην τσίτα και αναστατώνει δόλια το
μυαλό σου με τις γραφές του προφήτη Kαρλ Mαρξ!
Ό,τι πρόλαβα να συγκρατήσω
και να εξηγήσω βλέποντάς το, μάλιστα, για δεύτερη φορά: Αφετηρία του μύθου η
χριστιανική θρησκεία. H Γκρέις - το κορίτσι του «Dogville», δηλαδή η Νικόλ
Κίντμαν και τώρα η Μπράις Ντάλας Χάουαρντ, η κόρη του σκηνοθέτη Ρον Χάουαρντ -
είναι η Χάρις, η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος. Όμως η γενεαλογική κοιτίδα της
Γκρέις είναι ένας Νονός! Ο Τρίερ χειρουργεί τον χριστιανικό μύθο με νυστέρι
Ιστορίας. Δηλαδή τυχοδιώκτες και πλιατσικολόγοι ήταν οι πρώτοι αφέντες αυτής της
γιγαντιαίας, φρέσκιας περιοχής. Όμως ο επίγονος, μορφωμένος, συγκροτημένος και
χορτασμένος από τις αρπαγές και τα πλούτη, επιβάλλει την εξουσία του με τον Λόγο
(Λογική) και λιγότερο με τη βία. Αυτή η εξέλιξη, ιστορικά, τοποθετείται στο
πέρασμα από τις φεουδαρχικές στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Γι' αυτό ο
πρώτος μύθος της τριλογίας («Dogville») ξετυλίγεται σε μια μικρή κοινότητα
αποίκων. Και γι' αυτό ο δεύτερος μύθος («Manderlay») αναφέρεται στον λαϊκό θρύλο
του Μπαρμπα - Θωμά και στην απελευθέρωση των Μαύρων από τη σκλαβιά. Και γι' αυτό
το «Manderlay» είναι πληρέστερη ταινία. Επειδή εκτός από την ιδεολογία
(ελευθερία) εμπεριέχει και την οικονομία (σχέσεις παραγωγής)!
H Γκρέις, λοιπόν, δεν
είναι μια μεταφυσική, άυλη οντότητα, αλλά μια συγκεκριμένη προσωπικότητα με
χαρακτηριστικά που προσδιορίζονται ιστορικά. Το «πνεύμα» με το οποίο
«ευλογείται» το Manderlay είναι ο πυρήνας των αρχών του Τζορτζ Ουάσιγκτον και
του Αβραάμ Λίνκολ. Προκειμένου ν' αναπτυχθεί η οικονομία, πρέπει απαραιτήτως να
μπουν στην παραγωγική διαδικασία τα μιλιούνια των Αφρικανών μαύρων που άφηναν τα
κόκαλά τους υπηρετώντας φεουδαρχικά παράσιτα και καλλιεργώντας τεράστιες φυτείες
(η κυρίαρχη αιτία του εμφυλίου πολέμου Βορείων - Νοτίων).
Ο Τρίερ, από εδώ και κάτω,
στήνει με απίστευτη πανουργία έναν μηχανισμό πολέμου με αντίπαλες τις φίλιες
δυνάμεις. Από τη μια, η Γκρέις (η θεία Χάρις, ο φιλελευθερισμός, ο Ρούσβελτ ας
πούμε) και από την άλλη οι μαύροι σκλάβοι. Με τα δεδομένα του Μπαρμπα - Θωμά και
της κυρίαρχης αμερικανικής ιστορίας, αυτός ο πόλεμος ήταν ανύπαρκτος. Είναι
δυνατόν ποτέ ο σκλάβος να υποπτεύεται και να συνωμοτεί εναντίον του ελευθερωτή;
Κι όμως, λέει ο Τρίερ, είναι. Και το εξηγεί τόσο δραματουργικά (μέσα δηλαδή στην
κλασική αμερικανική μυθοπλασία) όσο και διαλεκτικά. Από τη μια, το αφηγείται,
από την άλλη το αναιρεί. Περίπου σαν να ξαναγράφει τον θρύλο του Μπαρμπα - Θωμά
με μαρξιστικούς όρους ιστορικού υλισμού. Απίστευτο!
H Γκρέις είναι η ζωντανή
ενσάρκωση του φιλελεύθερου ιδεαλισμού. Ενός ιδεαλισμού που στο πρώτο εμπόδιο για
την ειρηνική επίλυση μιας διαφοράς καταφεύγει στον χυδαίο υλισμό (βία). Έχουμε
και λέμε:
Πρώτον, σπάει τις αλυσίδες
των Μαύρων με την απειλή των όπλων και των γκάνγκστερ. Οι Θωμάδες αυτού του
κτήματος μιας φιλεύσπλαγχνης νεκρής αφέντρας (άρα, η φεουδαρχία είχε παρακμάσει
και εκπνεύσει από μόνη της) αποκτούν την ελευθερία τους διά της «εξωτερικής»
βίας. Προσέξτε την κολοσσιαία διαφορά. H Χάρις (ποιητική αδεία) δεν «φωτίζει»
όπως συμβαίνει σε μια ιδεαλιστική ταινία. H Χάρις «χαρίζει», που σημαίνει ότι η
μεταφυσική ως ιδεολογία είναι δύναμη υλική. H ελευθερία πρέπει από τα μέσα, από
τους ίδιους να κατακτηθεί!
Δεύτερον,
η Γκρέις επιβάλλει δικούς της κανόνες και νόμους στη διαχείριση της οικονομίας
(μετοχοποίηση της περιουσίας). Έτσι το «καπέλο» της αόριστης ελευθερίας και πάλι
προσδιορίζεται με βάση μια ξένη προς τους εργάτες οικονομία. H Χάρις «χαρίζει»
ελευθερία, «χαρίζει» μετοχές. Άρα η Χάρις δεν είναι πνεύμα, αλλά απλοϊκή θεωρία
οικονομίας.
Τρίτον, επομένως η
ιεράρχηση της εξουσίας παραμένει ίδια και αναλλοίωτη επί της ουσίας. Σκλάβοι με
την παλιά, σκλάβοι και με τη νέα αφέντρα. Με μια διαφορά. Στην πρώτη περίπτωση
έβρισκαν πάντα μια φέτα ψωμί στο τραπέζι τους. Τους ευτέλιζαν αλλά οι σκλάβοι
ζούσαν με μια σιγουριά. Αντάλλασσαν το μαστίγωμα με την ασφάλεια αυτής της
κλειστής οικονομίας. Στη δεύτερη περίπτωση, με αυτό το νέο και τόσο ξένο προς
αυτούς μοντέλο οικονομίας, αρχίζουν να τρέμουν από ανασφάλεια. Έτσι αυτού του
τύπου η ελευθερία είναι συνώνυμο μιας οικειοθελούς σκλαβιάς. Με τα χέρια τους να
βγάλουν τα μάτια τους!
Όπου δεν πίπτει λόγος
πίπτει ράβδος
Τέταρτον, μία προς μία
καταρρίπτονται οι δοξασίες αυτής της μεταφυσικής ελευθερίας. H Γκρέις
ανακαλύπτει το «ημερολόγιο καταστρώματος» της νεκρής αφέντρας, στο οποίο οι
δούλοι κατατάσσονται κατά κατηγορίες. Διπρόσωπος ο ένας, επιπόλαιος ο άλλος,
ύπουλος ο τρίτος. Φρικτό. Ανακαλύπτει ακόμα κάτι χειρότερο απ' αυτό. Συγγραφέας
της «μαύρης Βίβλου», είναι ο γηραιότερος (Ντάνι Γκλόβερ), ένας, ας πούμε,
συνεργάτης των Γερμανών. Ανατριχιαστικό. Έτσι, η Χάρις πετάει το καρότο και
πιάνει το μαστίγιο. Επί της γης και μέσα σε συνθήκες κόλασης δεν ευδοκιμεί το
είδος των αγγέλων, αλλά το αντίθετο, των άθλιων κολασμένων. H εξαθλίωση
μεταμορφώνει τον άνθρωπο σε κτήνος. Με άλλα λόγια, όσο η Γκρέις προδίδεται από
την ιδεαλιστική της δοξασία άλλο τόσο ο Τρίερ γρονθοκοπεί ανελέητα τη
χολιγουντιανή μεταφυσική του καλού, του κακού και του άσχημου!
Το φινάλε αυτής της
απρόβλεπτης δραματουργίας είναι μάθημα πολιτικής και ιδεολογίας. H Χάρις,
φυσικά, δεν είναι εκπρόσωπος του αγίου, αλλά του καπιταλιστικού πνεύματος. H νέα
εξουσία ακολουθεί το παράδειγμα της παλιάς. Αναμφίβολα είναι μορφωμένη,
συγκροτημένη, φωτισμένη. Αλλά όλα κι όλα. Όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος!
H ταινία του Λαρς φον
Τρίερ ακολουθεί κατά γράμμα και ανάσα το προζύμι της κλασικής αμερικανικής
δραματουργίας. Δεν υπάρχει περίπτωση, ακόμα και ο πλέον ανυποψίαστος να μη
σκοντάψει πάνω στα «Σταφύλια της οργής» και την καλύβα του Μπαρμπα - Θωμά.
Οτιδήποτε έχει καταγραφεί από το είδος των κοινωνικών, αμερικανικών, ταινιών με
άξονα τους Μαύρους και τη δουλεία, έχει στεγαστεί μέσα σ' αυτό το αριστοτεχνικό
αρχιτεκτόνημα του ιδιοφυούς Δανού. Ταυτόχρονα, τοποθετώντας την εξέλιξη του
μύθου πάνω σε μια γιγαντιαία σκηνή, εμπλέκει το θέατρο με την κινηματογραφική
γραφή (και τούμπαλιν).
Δεν τελειώσαμε ακόμα με τα
καλλιτεχνικά επιτεύγματα του δαιμόνιου ψηλού. Κοντά σε όλα αυτά και με τη χρήση
μιας κινούμενης μηχανής, συγκροτεί δεκάδες στιγμιότυπα συνόλου, αναφερόμενος
αυτή τη φορά στην αμερικανική ζωγραφική. Το στιγμιότυπο, ας πούμε, με την
συνουσία του θηριώδους κατάμαυρου Νέγρου με την πάλλευκη Γκρέις είναι κατάλληλο
για πινακοθήκη μοντέρνας τέχνης. Ο αθεόφοβος έβαλε ένα στοίχημα με τόσο υψηλό
ρίσκο όσο να θριαμβεύσει η Καλαμαριά επί της Μπαρτσελόνα... Δηλαδή
χρησιμοποιώντας τα μέγιστα της χολιγουντιανής γραφής και με επιθετικούς την πένα
του Μπρεχτ και το πνεύμα του Μαρξ, να γκρεμίσει τη μεταφυσική και τον ιδεαλισμό
στο γήπεδο το αμερικανικό. E, δεν θα το πιστέψετε. H Καλαμαριά κονιορτοποιεί την
Μπαρτσελόνα. Άντεστε και κατά τη διάρκεια της προβολής να μην ακούσω κιχ!
|