Back Up Next
Η δασκάλα του πιάνου

La pianiste. Γαλλία/Αυστρία, 2001. Σκηνοθεσία-σενάριο: Μίκαελ Χάνεκε. Ηθοποιοί: Ιζαμπέλ Ιπέρ, Μπενουά Μαζιμέλ, Ανί Ζιραρντό, Αννα Σιγκάλεβιτς, Σουζάν Λοτάρ. Διάρκεια: 130 λεπτά.

 

Με αυτή τη «Δασκάλα του πιάνου», ο Αυστριακός σκηνοθέτης Μίκαελ Χάνεκε («Το βίντεο του Μπένι», «Παράξενα παιχνίδια») επιστρέφει σε αγαπημένα του θέματα, θέματα γύρω από τις ακραίες ανθρώπινες καταστάσεις, βουτηγμένες πάντα σε μια σκοτεινή, μαύρη ατμόσφαιρα. Τη φορά αυτή στρέφεται στο ομότιτλο, επίμαχο βιβλίο της Ελφρίντε Γέλινεκ για να μας δώσει μιαν αρκετά πιστή διασκευή του. Πρωταγωνίστρια η Ερικα, δασκάλα του πιάνου στο Ωδείο της Βιέννης, που πλησιάζει τα σαράντα, που ζει με την υπερπροστατευτική μητέρα της (ο πατέρας της βρίσκεται σε άσυλο), λατρεύει τον Μπαχ και τον Μπραμς και περνά κάποιες ώρες της κρυφά παρακολουθώντας peep-show σε πορνομάγαζα. Κάποτε θα την πλησιάσει ένας τριαντάρης βιρτουόζος πιανίστας και λάτρης του χόκεϊ στον πάγο, ο Βάλτερ, που θ' αρχίσει να την πολιορκεί, ώσπου η Ερικα, μέχρι τότε εχθρική προς τους άντρες, αποφασίζει να του δοθεί υπό ορισμένους όμως όρους.

Εκείνο που βασικά φαίνεται να τράβηξε τον Χάνεκε στο φεμινιστικό βιβλίο της Γέλινεκ είναι το πορτρέτο μιας μορφωμένης, καλής κοινωνίας γυναίκας που η κοινωνική και σεξουαλική καταπίεση δεν μπορεί να δώσει λύση μέσα από την τέχνη, οδηγώντας την τελικά σε ακραίες καταστάσεις (σαδομαζοχισμό, μίσος για τη νεαρή μαθήτρια που της τραυματίζει το χέρι, ακόμη και δολοφονικά ένστικτα) και τελικά στην καταστροφή της. Πορτρέτο που ταυτόχρονα του δίνει την ευκαιρία να κάνει ένα σχόλιο πάνω στην ίδια την Αυστρία και την κοινωνία της -σε μια ταινία, πρέπει να σημειώσω, προφητική μια και γυρίστηκε πριν από την άνοδο στην πολιτική του νεοναζιστή Γιοργκ Χάιντερ.

Ο Χάνεκε προσπάθησε, όπως πάντα, να αφηγηθεί την ιστορία του όσο το δυνατό πιο αντικειμενικά, αποφεύγοντας να κάνει το οποιοδήποτε σχόλιο πάνω στη συμπεριφορά των χαρακτήρων του. Η Ερικα παρουσιάζεται ως μια γυναίκα που η συνεχής καταπίεση έχει οδηγήσει σε διαστροφές, που ο Χάνεκε παρουσιάζει με τρόπο γλαφυρό, στοιχείο που σόκαρε ορισμένους θεατές στην προβολή της ταινίας στις Κάνες: ο αυτοτραυματισμός με ξυραφάκι των γεννητικών της οργάνων, οι επισκέψεις της στα peep show όπου μυρίζει τα πεταμένα σε σκουπιδοτενεκέ χαρτομάντιλα, χρησιμοποιημένα από άντρες που αυνανίζονται, ή η σκηνή που ουρεί παρακολουθώντας ένα ζευγάρι να κάνει έρωτα μέσα σε αυτοκίνητο.

Ο Χάνεκε δεν χρησιμοποιεί παρόμοιες σκηνές για να σοκάρει, αλλά γιατί αυτές είναι αναγκαίες για να μας κάνει να δούμε το ολοκληρωμένο πρόσωπο της ηρωίδας του, που με το ίδιο χέρι που ακρωτηριάζει τα γεννητικά της όργανα, πλένει τα δόντια της, τρώει και παίζει πιάνο. Το καλό και το κακό, η τρέλα; Ισως. Φασισμός; Ισως. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στη Βιέννη της υψηλής κοινωνίας, εκείνης που ακούει Μπαχ, Σούμπερτ και Σούμαν. Στην ίδια Βιέννη όπου αρχίζει να παρουσιάζεται μια ανησυχητική άνοδος του φασισμού. Εκεί όπου η καταπιεσμένη ηρωίδα (προϊόν ενός αρρωστημένου πολιτισμού) προσπαθεί να απελευθερωθεί ακολουθώντας τον πιο λαθεμένο δρόμο: με σαδομαζοχιστικές και άλλες σεξουαλικές διαστροφές, προσπαθώντας άλλοτε να είναι ο εξουσιαστής κι άλλοτε ο εξουσιαζόμενος, βάζοντας σπασμένα γυαλιά στο παλτό μιας μαθήτριάς της που δεν χωνεύει, ακόμη και αυτο-τραυματιζόμενη με μαχαίρι όταν βλέπει ότι δεν έχει άλλη διέξοδο. Η Ιζαμπέλ Ιπέρ έφτιαξε ένα ρόλο συγκλονιστικό στην αλήθεια και την ακρίβειά του, με σπάνια δύναμη και εσωτερικότητα -ρόλο που δίκαια της χάρισε το βραβείο ερμηνείας στο φεστιβάλ των Κανών. Πλάι της εξαιρετικοί σε μικρότερους ρόλους η Ανί Ζιραρντό (στο ρόλο της καταπιεστικής μητέρας) και ο Μπενουά Μαζιμέλ (στο ρόλο του «κακού» σπουδαστή).

Πορνογραφία και Σούμπερτ

Το «φαίνεσθαι» και το «είναι». Η αρμονία και το χάος. Η πειθαρχία και η αυτοκαταστροφή. Παίζεις Σούμπερτ και βγαίνει Ντε Σαντ. Παίζεις Σούμαν και βλέπεις... θυρωρό της νύχτας. Ο Ναός της μουσικής Βιέννης στους φούρνους του ’ουσβιτς. Τα ίδια δάχτυλα, εκπαιδευμένα να παιανίζουν ακόμα και τα πιο δυσδιάκριτα ημιτόνια ενός τελειοποιημένου πολιτισμού, επιδίδονται τη νύχτα στο σπορ της πιο ακραίας σαδομαζοχιστικής πορνογραφίας. «Ποτέ δεν θα επιτρέψω στο συναίσθημά μου να νικήσει τη νοημοσύνη μου». Κάπως έτσι η «Δασκάλα του πιάνου» (Le pianiste) πετάει την καρδιά της στα σκουπίδια. Όχι μόνη της. Α, όλα κι όλα. Το ζήτημα που βάζει ο Αυστριακός Μίκαελ Χάνεκε δεν είναι προσωπικό, περιστασιακό, κλινικό. Φαίνεται προσωπικό, αλλά έτσι και ανασηκώσεις το κουρτινάκι, θα δεις το... παπαδάκι. Ένα ολόκληρο σύστημα αξιών γρονθοκοπεί τη δασκάλα ­ την κάθε... δασκάλα ­ προκειμένου να μεταλλάξει το συναίσθημα σε ναζιστική... χήνα.

Η πρώτη, η καλύτερη δασκάλα πιάνου ολόκληρης της Βιέννης, παραδίδει κατάλογο οδηγιών στον μοναδικό αρσενικό που την αγαπάει. Όχι, του λέει, όχι με την καρδιά, όχι με το στόμα, όχι με το σεξ. Αλλά; Με αλυσίδες, ντίλντο, μαστίγιο, ούρα, αυνανισμό, κοπρολαγνεία και σαδομαζοχισμό. Γιατί; Μα, για να τιμωρήσει και για να τιμωρηθεί. Για να ταπεινώσει αυτόν που χάραξε μια μικρή ρωγμή στη δύσμορφη, κακοφορμισμένη καθημερινότητά της. Αυτόν που τόλμησε να ταράξει την αρμονική συνύπαρξή της με την απροσμέτρητη στέρησή της. Αλλά και για να εξευτελιστεί και επομένως να εξιλεωθεί από τα εγκλήματα που διέπραξε στην καρδιά της. ’βυσσος η κατάσταση του Ανθρώπου. Απροσμέτρητη, αλλά και επιστημονικά, εξηγήσιμη άβυσσος.

Η σημασία της αβύσσου του Χάνεκε είναι ισότιμη με τα ανατριχιαστικά ντοκουμέντα από τις θηριωδίες του Χίτλερ. Τελειομανία σημαίνει αφοσίωση, αφοσίωση σημαίνει πειθαρχία και πειθαρχία ίσον στέρηση. Τους εξαερώνουμε με την ίδια προσήλωση, με την ίδια τελειομανία που η ορχήστρα μας εκτελεί μια συμφωνία του Μότσαρτ. Στο τέλος, από την άφθονη στέρηση, από την εξωφρενική πειθαρχία και από την απόλυτη αφοσίωση, καταλήγουμε στον ορισμό της τερατοποίησης. Τα ίδια αυτιά που μπορούν να ξεχωρίζουν ακόμα και το πιο ανεπαίσθητο φάλτσο από την οποιαδήποτε σονάτα που έχει γραφτεί στην οικουμένη, είναι ικανά να ηδονίζονται από τις κραυγές των βασανισμένων.

Απίστευτο; Καθόλου. Τα «αυτιά» μας είναι ασκημένα να ακούνε, όχι να... αισθάνονται. Τα μάτια μας εκπαιδεύονται για να χορταίνει η περιέργειά μας, όχι για να συγκινούμαστε. Με την ίδια τελειότητα που «παίζουμε» Σούμπερτ, εκτελούμε τα μονοπόδαρα πλάσματα του Αφγανιστάν. Κάθε μέλος του σώματός μας λειτουργεί ανεξάρτητα και πολλές φορές κόντρα στις ανάγκες των άλλων. Το θυμικό, η οργή, το κάθε συναίσθημα πρέπει να εξαφανιστεί από τη ρίζα του. Ο παίκτης πρέπει να μάθει να παίζει σαν τέλειο κουρδισμένο όργανο. Αυτιά χωρίς καρδιά, μάτια χωρίς δάκρυα, χέρια χωρίς ψυχή. Ιδού η άπιαστη, η ασύλληπτη αντίφαση του Δυτικού πολιτισμού. Έξω συγκροτημένοι, μέσα ξεχαρβαλωμένοι. Ξέρετε τι είμαστε, εμείς οι πρώτοι της μουσικής, της τεχνολογίας και της πολεμικής βιομηχανίας; Τελειοποιημένα εργαλεία ναι, ’νθρωποι όχι!

Back Home Up Next