Back Up Next
Το δωμάτιο του γιου μου

La stanza del figlio. Ιταλία, 2001. Σκηνοθεσία: Νάνι Μορέτι. Σενάριο: Λίντα Φέρι, Νάνι Μορέτι, Χέιντρουν Σλιφ. Ηθοποιοί: Νάνι Μορέτι, Λάουρα Μοράντε, Τζασμίν Τρίνκα, Τζιουζέπε Σανφελίτσε, Σίλβιο Ορλάντο. Διάρκεια: 99 λεπτά.

Ο αντίκτυπος της απώλειας του γιού στην οικογένειά του, ιδιαίτερα στον πατέρα, σε μια δοσμένη με ανθρωπιά και αληθινή συγκίνηση ταινία που δίκαια κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα των Κανών.

Ύστερα από δύο «αυτοβιογραφικές» ταινίες, ο Νάνι Μορέτι επιστρέφει ανανεωμένος με μια ταινία που σίγουρα θα τραβήξει ένα πολύ μεγαλύτερο κοινό. Η ιστορία στρέφεται γύρω από μια μεσοαστική οικογένεια με δύο παιδιά, που ξαφνικά χάνει τον έφηβο γιο της στη διάρκεια μιας κατάδυσης στη θάλασσα. Η ταινία ξεκινά με την οικογένεια να περνά τις μέρες της ήσυχα και μονιασμένη: ο Τζιοβάνι, ο πατέρας (ένας όπως πάντα πολύ καλός Μορέτι), είναι ψυχίατρος που όταν δεν δέχεται τους ασθενείς του στο ιατρείο του (μέρος του άνετου διαμερίσματος της οικογένειας) του αρέσει να κάνει τζόγκιν, η μητέρα εργάζεται στις εκδόσεις, ενώ τα παιδιά πάνε στο σχολείο - με το γιο να ασχολείται με το τένις και την κόρη με το μπάσκετ.

Ο θάνατος του γιου ανατρέπει τα πάντα. Ο Τζιοβάνι αρχίζει να χάνει το ενδιαφέρον του για τη δουλειά του, θεωρώντας άλλοτε υπεύθυνο τον εαυτό του για το θάνατο του γιου επειδή δεν βγήκε μαζί του, όπως είχαν αρχικά αποφασίσει, αφήνοντάς τον να πάει με τους φίλους του για κατάδυση, κι άλλοτε έναν ασθενή του επειδή δέχτηκε να πάει, εκτάκτως, στο σπίτι του να τον δει και να τον βοηθήσει. Το καθένα από τα μέλη της οικογένειας αρχίζει να απομακρύνεται από το άλλο, με κίνδυνο να διαλυθεί η οικογένεια.

Ο Μορέτι περιγράφει με επιμονή τις λεπτομέρειες εκείνες που μας αποκαλύπτουν και τονίζουν τον πόνο που ο θάνατος αυτός προκαλεί στην οικογένεια. Υστερα από ήρεμες, διανθισμένες κάπου κάπου με ένα λεπτό χιούμορ, σκηνές (ιδιαίτερα σ' εκείνες του ψυχιάτρου με τους ασθενείς του, αν και ακόμη και σ' αυτές διαφαίνεται η τραγική πλευρά τους), ο Μορέτι μας βυθίζει, σχεδόν απαρατήρητητα, στον πόνο της οικογένειας, αναγκάζοντάς μας να αντιμετωπίσουμε, μαζί με τον πρωταγωνιστή του, αυτό που ο ίδιος δεν μπορεί να καταλάβει ή να δεχτεί και που, θέλουμε ή δεν θέλουμε, είναι αναπόφευκτο. Ο Τζιοβάνι αναζητά απελπισμένα να φέρει πίσω το χρόνο (σε μία από τις σκηνές τον βλέπουμε να κάνει τζόγκιν με το γιο, όπως θα γινόταν την τραγική Κυριακή αν ο γιος δεν είχε πάει στη θάλασσα), αρχίζει να χάνει το ενδιαφέρον του για κάθε τι (για το τζόγκιν, για τη δουλειά του), ζώντας με τις τύψεις του, αποφεύγοντας ακόμη και τη γυναίκα του, θέλοντας να μονοπωλήσει τον πόνο για το χαμό αυτό. Η ταινία του έχει ένα τόνο ελεγειακό, μια προσέγγιση λεπτή, αφήνοντάς μας να γευτούμε σταδιακά το άγχος και τον πόνο του πατέρα, αλλά και της υπόλοιπης οικογένειας, να αισθανθούμε μαζί τους την κάποια ανακούφιση που προκαλεί η εμφάνιση της άγνωστης νεαρής, ερωτευμένης με το γιο, που δεν είχε πληροφορηθεί το θάνατό του, λέξη που όλοι αποφεύγουν να αναφέρουν (η μόνη φορά που η λέξη θάνατος αναφέρεται στην ταινία είναι όταν η μητέρα το ανακοινώνει στην κοπέλα στο τηλέφωνο), καταφέρνοντας τελικά, χωρίς να καταφεύγει στο μελοδραματισμό, να μας συγκινήσει. Εργο που σπάνια βλέπουμε στις μέρες μας, μια έξοχη, πέρα για πέρα ανθρώπινη, ταινία, από εκείνες που επιβεβαιώνουν την αναγκαιότητα του κινηματογράφου.

 

Το δωμάτιο του γιου μου

Από τώρα στοιχηματίζω: Στο τέλος «Το δωμάτιο του γιου μου» («La stanza del figlio») θα βρεθεί στις πρώτες θέσεις των καλύτερων επιλογών του φετινού «χειμώνα». Ο Νάνι Μορέτι ­που διεκδίκησε τον ρόλο του Γούντι Άλεν της Ιταλίας λόγω «Αγαπημένου ημερολογίου» («Caro diario»)­ επαναπροσεγγίζει το αθάνατο μελό με μιαν απίστευτη απλότητα.

Τέτοια εμπειρία σπανίως μου έχει συμβεί. Μεταδίδει αυθεντική συγκίνηση χωρίς να ερεθίζει εκβιαστικά τους δακρυγόνους αδένες του θεατή.

Πώς συμβαίνει αυτό; Μα επειδή κάθε κύτταρο της ύπαρξής του κολυμπάει μέσα σ' αυτήν την ιστορία που περιγράφει. Η μεταδοτική του ικανότητα οφείλεται στη βιωματική σχέση που έχει με τα δρώμενα. Είναι σαν να σου γράφει κάποιος επιστολή για την απώλεια του πιο αγαπημένου του, του πιο πολύτιμου πλάσματος της ζωής του. Ε, σε τέτοιες περιπτώσεις βουτάς την πένα στις φλέβες και στην καρδιά σου.

Έτσι ξαφνικά και απροσδόκητα ο θάνατος χτυπάει την πόρτα μιας τετραμελούς, ευτυχισμένης οικογένειας και παίρνει μαζί του τον 17χρονο γιο. Από τη μια στιγμή στην άλλη όλα έρχονται τούμπα. Ο πατέρας (Νάνι Μορέτι) χάνει εντελώς την αυτοκυριαρχία του και από αντικειμενικός, ισορροπημένος ψυχαναλυτής μεταμορφώνεται σε πανικόβλητο ράκος. Όλα και όλοι αλλάζουν. Για να το καταλάβετε, πρέπει να προσέξετε τις διαφορές ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο μέρος. Ο φακός στην αρχή, όταν η οικογένεια είναι «αρτιμελής» και διάγει εν (τυπική) ευτυχία, είναι στραμμένος από μέσα προς τα έξω, καταγράφοντας την «αντικειμενική», την επιφαινόμενη, την τηλεοπτική πραγματικότητα. Σαν να βλέπεις σκηνές από οικογενειακή σειρά. Στο δεύτερο μέρος, ο φακός αναδιπλώνεται προς τα μέσα και στρέφει το βλέμμα του προς τον εσωτερικό σπαραγμό. Ακόμα καλύτερα, στο πρώτο σαραντάλεπτο, η μοναδική αγωνία που κατοικεί στα ενδιαφέροντα του πατέρα είναι μερικές μικρολεπτομέρειες από τον χαρακτήρα του γιου του. Γιατί άραγε όταν το παιδί μου παίζει τένις πάντα χάνει; Μπας και παίζει μόνο για τη χαρά του παιχνιδιού και όχι για τη νίκη; Όταν όλα θα χαθούν, τότε η σκιά του Αντρέα, η μεγάλη αυτή απουσία, καταλύει το σύμπαν και σκουπίζει κάθε ίχνος μιζέριας, «ψυχραιμίας», συνήθειας και αφασίας.

Ο Μορέτι, χρησιμοποιώντας με βιωματική πειστικότητα μια τόσο συγκινητική ιστορία και επαναπροσεγγίζοντας με απλούς αισθητικούς όρους το αθάνατο μελό, σκαρώνει ένα ύπουλο παιχνίδι στον θεατή. Ένα παιχνίδι με μπάλα τον θάνατο και με γκολπόστ την παροιμιώδη αφασία μας.

Το περιεχόμενο αυτού του παιχνιδιού είναι πασίγνωστο σε όλους μας. Πασίγνωστο αλλά και παραμελημένο. Εδώ που φτάσαμε μόνο με τη σκιά, με το φάντασμα, με την απειλή του θανάτου μπορεί να συνέλθουμε και να ξαναβρούμε το αρχικό νήμα της ζωής. «Φεύγοντας» ο Αντρέας παίρνει μαζί του και την ασφάλεια, τη ρουτίνα, την άνεση, την καθημερινότητα των «Άλλων», των ζωντανών. Η απουσία του είναι μια πράξη συμβολική και εν μέρει ευεργετική.

Η θυσία της Ιφιγένειας επανέρχεται στο προσκήνιο με προορισμό τα θεμέλια της ύπαρξής μας. Αυτή τη φορά δεν είναι οι Έλληνες που ορμούν για να λαφυραγωγήσουν την Τροία. Είναι οι ζωντανοί που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την ασφάλεια μιας επίπλαστης και προσωρινής ευτυχίας για να καταδυθούν στην άβυσσο της ψυχής τους.

Back Home Up Next