Back Up Next
Η δούκισσα του Λανζέ

 

 

 

Ne touchez pas la hache.Γαλλία, 2007. Σκηνοθεσία: Ζακ Ριβέτ. Σενάριο: Πασκάλ Μπονιτζέρ, από νουβέλα του Μπαλζάκ. Ηθοποιοί: Ζαν Μπαλιμπάρ, Γκιγιόμ Ντεπαρντιέ, Μπουλ Οζιέ, Μισέλ Πικολί. 137'

Το επικίνδυνο ερωτικό παιχνίδι ανάμεσα σε μια κοκέτα δούκισσα κι έναν αφελή στρατηγό, στη Γαλλία του 19ου αιώνα, σε μια εικαστικά λαμπρή ταινία, βασισμένη σε νουβέλα του Μπαλζάκ και σκηνοθετημένη με φινέτσα και λεπτότητα από έναν από τους ιδρυτές της νουβέλ βαγκ.

Η νέα ταινία του 79χρονου σκηνοθέτη της νουβέλ βαγκ, Ζακ Ριβέτ, που, με καθυστέρηση δύο χρόνων, επιτέλους προβάλλεται και σε μας, είναι βασισμένη στη νουβέλα «Η δούκισσα του Λανζέ» του Ονορέ ντε Μπαλζάκ, γύρω από έναν στρατηγό του Ναπολέοντα ο οποίος, στη Γαλλία του 1820, επιστρέφει από τον πόλεμο, αφού έχει συλληφθεί και φυλακιστεί από τον εχθρό, κι ερωτεύεται μιαν όμορφη αλλά επικίνδυνη γυναίκα της αριστοκρατίας. Η ταινία εστιάζεται σ' ένα είδος παιχνιδιού «γάτας και ποντικού» που αρχίζει να παίζει η παντρεμένη, κοκέτα δούκισσα Αντουανέτ ντε Λανζέ στον κάπως αφελή, ρομαντικό, βασανισμένο από τον έρωτά του, Αρμάν, ο οποίος, κάποια στιγμή, αναγνωρίζοντας τελικά το παιχνίδι που παίζει σε βάρος του η δούκισσα, αποφασίζει να ανατρέψει τους όρους.

Με ένα σενάριο που αντλεί τους διαλόγους του από τον ίδιο τον Μπαλζάκ, με εικόνες εικαστικά λαμπρές (η εξαιρετική φωτογραφία είναι του Γουίλιαμ Λουμπτσάνσκι), ο Ριβέτ αφηγείται την ιστορία του μέσα από διάφορα φλας μπακ που καλύπτουν αρκετά χρόνια, χρησιμοποιώντας έναν αργό αλλά πάντα γοητευτικό ρυθμό, με τη σιγουριά του μάστορα που ξέρει να αναπτύσσει τις σκηνές του με φινέτσα, ξεχωριστή λεπτότητα αλλά και μιαν αυστηρότητα παραπλήσια μ' εκείνη του Ρομπέρ Μπρεσόν. Το κλασικό αυτό στιλ της ταινίας συμπληρώνουν οι έξοχες, συγκρατημένες ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών, του άδικα χαμένου πρόσφατα Γκιγιόμ Ντεπαρντιέ και της Ζαν Μπαλιμπάρ, που ο Ριβέτ καθοδηγεί με σιγουριά. Στις καλές ερμηνείες κι εκείνη του Μισέλ Πικολί στον ρόλο ενός ηλικιωμένου συγγενή της δούκισσας, που προσπαθεί να την προειδοποιήσει για το επικίνδυνο και άσπλαχνο παιχνίδι της, που αναπόφευκτα θα την οδηγήσει στην καταστροφή.

Ψιλοβελονιά Μπαλζάκ

Κι άλλη γαλλική προσφορά. «Η Δούκισσα του Λανζέ» («Νe touchez pas la Ηache») από το μυθιστόρημα του Ονορέ Ντε Μπαλζάκ (1799-1850) με σκηνοθέτη τον Ζακ Ριβέτ, που έχει κλείσει τα 80 παρακαλώ!

Τι συμβαίνει εδώ; Κατ΄ αρχάς η ταινία αποστέλλεται ειδικά για ένα μικρό, ελάχιστο, απαιτητικό κοινό. Έχει σημασία αυτό. Ο λόγος ένας και απλός. Ο Ριβέτ, όπως στις περισσότερες ταινίες του, έχει βάλει στοίχημα και το έχει κερδίσει.

Να αποτυπώσει στην οθόνη το ύφος και το στυλ ενός λογοτεχνικού κειμένου (το έκανε αυτό αναφερόμενος στη ζωγραφική με κορυφαία την «Ωραία καβγατζού» του 1991). Ο Μπαλζάκ δεν πέθανε, λοιπόν. Ένα το κρατούμενο. Και είναι βασικό. Η ανάσα του, οι παύσεις του, οι ήρεμες εκρήξεις του, εγκατεστημένες στην οθόνη από μια περίτεχνη, καλλιεργημένη φόρμα που μόνο μερικοί, ελάχιστοι Γάλλοι είναι ικανοί για μια τέτοια τέτοια μετακίνηση από τον 19ο στον 21ο αιώνα.

Υποκλίνομαι στον μετρ. Για έναν ακόμα λόγο. Συναρπαστικό. Η αφήγηση, οι σχέσεις, τα συναισθήματα, τα πάντα, διαπλέκονται με δύο όλους κι όλους ήρωες σε ελάχιστους εσωτερικούς χώρους. Με μία ένσταση. Η ευλογία που προκύπτει απ΄ αυτή την ψιλοβελονιά γραφής και απ΄ αυτή τη σχέση την ακατάβλητη και νοσηρή, κλείνει και σφραγίζει το έργο του Μπαλζάκ σε ένα δράμα εντελώς ερωτικό, έξω σχεδόν από κάθε συνθήκη κοινωνική τής δικής του εποχής. Που πάει να πει, πως περισσότερο «διαβάζει» με ύφος μοναδικό παρά εμβαθύνει και αποκαλύπτει πέρα από το γράμμα το λογοτεχνικό.

Όμως χωρίς τα δύο ερμηνευτικά όργανα, τη Ζαν Μπαλιμπάρ και κυρίως τον Γκιγιόμ Ντεπαρντιέ, η παρτιτούρα του Ριβέτ θα έπεφτε σε γραντζουνίσματα ελληνικά. Όταν τους βλέπεις και τους δυο, είναι σα ν΄ ακούς ντουέτο πιάνου με βιολοντσέλο. Όταν ο Ντεπαρντιέ είναι μόνος, ακόμα καλύτερα. Σόλο βιολοντσέλου εξαιρετικό. Κρίμα. Το λέω και το εννοώ. Δύο ογκόλιθοι της κινηματογραφικής ερμηνείας, ο Χιθ Λέτζερ από την Αυστραλία, ο Ντεπαρντιέ από Γαλλία. Την ίδια χρονιά, το 2008 μας αποχαιρέτισαν οριστικώς. Οι καλοί πεθαίνουν Νέοι. Τι να πω!

Περισσότερα για την ταινία

Βασισμένη στο αριστούργημα του Ονορέ ντε Μπαλζάκ "H δούκισσα του Λανζέ", μία ιστορία πάθους στα ταραγμένα χρόνια της Μεταρρύθμισης από τον πολυβραβευμένο σκηνοθέτη Ζακ Ριβέτ ("Η Ωραία Καυγατζού").

Ο Σκηνοθέτης

Ο σπουδαίος σκηνοθέτης Ζακ Ριβέτ γεννήθηκε το 1928 στη Γαλλία. Παρόλο που ο Φρανσουά Τριφό έχει γράψει ότι η nouvelle vague ξεκίνησε "χάρη στον Ριβέτ", οι ταινίες του Γάλλου σκηνοθέτη δεν είναι ιδιαίτερα γνωστές. Ο Ριβέτ, όπως και οι συνάδερφοί του στο "Cahiers du Cinema" Φρανσουά Τριφό, Ζαν Λικ Γκοντάρ, Κλοντ Σαμπρόλ και Ερίκ Ρομέρ, πήρε πτυχίο στην κινηματογραφία, όμως, όπως και ο Ρομέρ, άργησε να αναγνωριστεί ως σκηνοθέτης. Γύρισε 2 ταινίες μικρού μήκους το 1949 και το 1950. Στα μέσα της δεκαετίας του '50 δούλεψε ως βοηθός πλάι στους Ζαν Ρενουάρ και Ζακ Μπέκερ. Το 1958, μαζί με τον Σαμπρόλ, ξεκίνησαν γυρίσματα για ταινία μεγάλου μήκους. Δίχως την οικονομική υποστήριξη ενός παραγωγού, ο Ριβέτ πήρε τους δρόμους με τους φίλους του και μια κάμερα 16mm. Ώσπου τελικά το 1960, μετά την εμπορική επιτυχία των φιλμ "Τα 400 Χτυπήματα" του Τριφό, "Χιροσίμα, Αγάπη μου" του Αλέν Ρενέ και "Με Κομμένη την Ανάσα" του Γκοντάρ, η ταινία του Ριβέτ "Paris nous appartient" βγήκε στους κινηματογράφους. Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Ριβέτ άνοιξε το μονοπάτι για τις ταινίες του που ακολούθησαν. Η πρώτη του ταινία ήταν ένα μνημειώδες εγχείρημα για τον Ριβέτ, με καστ που αποτελείτο από 30 περίπου ηθοποιούς (μεταξύ των οποίων και οι Κλοντ Σαμπρόλ, Ζαν Λικ Γκοντάρ και Ζακ Ντεμί). Η επόμενη ταινία του, "Ο Έρωτας μιας Μοναχής" (1966), ήταν κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Ντιντερό, που ο Ριβέτ είχε μεταφέρει και στο θέατρο το 1963. Το αληθινό ταλέντο του Ριβέτ έγινε εμφανές την περίοδο μεταξύ 1968- 1974. Εκείνη την περίοδο σκηνοθέτησε το 4ωρο "L' Amour fou", το 13 ωρών (!) "Out 1: Noli me tangere" (για τη γαλλική τηλεόραση, που τελικά δεν προβλήθηκε ποτέ, αλλά προστέθηκε σε ένα 4ωρο πρόγραμμα και μετονομάστηκε σε "Out 1: Spectre") και το 3ωρο "Celine et Julie vont en bateau", που ήταν η πιο διασκεδαστική ταινία του. Ακολούθησαν, μεταξύ άλλων, οι ταινίες "Ο Έρωτας καταγής", "Η Ωραία Καυγατζού", "Ποιος να Ξέρει...", "Η Ιστορία της Μαρί και του Ζιλιέν".

Οι Πρωταγωνιστές

Η Ζαν Μπαλιμπάρ γεννήθηκε το 1968 στο Παρίσι. Όταν ήταν παιδί, ήθελε να γίνει χορεύτρια. Θαύμαζε τις τραγουδίστριες της όπερας, όπως τη Μαρία Κάλλας. Άλλαξε όμως τα σχέδιά της τελευταία στιγμή και αποφάσισε να δώσει εξετάσεις για να μπει σε σχολή θεάτρου. Πήγε στη γαλλική ακαδημία για νέους ηθοποιούς και κατάφερε να περάσει τις δύσκολες εξετάσεις, χωρίς να έχει παίξει ποτέ σε θεατρικό έργο ή ταινία. Όταν τέλειωσε τις σπουδές της, δούλεψε για την "La Comedie Francaise", γνωστή γαλλική εταιρεία που κάνει την παραγωγή γαλλικών κλασικών έργων. Ξεκίνησε να παίζει στο γαλλικό σινεμά σε ταινίες σκηνοθετών, όπως οι Αρνό Ντεσπλεσέν και Ολιβιέ Ασάγιας. Η ταινία όμως που την έκανε περισσότερο γνωστή ήταν το "Ποιος να Ξέρει..." του Ριβέτ, όπου πήρε τον ρόλο, που αρχικά προοριζόταν για την Εμανουέλ Μπεάρ και κέρδισε κοινό και κριτικούς. Από το 2003 ασχολείται και με το τραγούδι. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε και η διεθνής καριέρα της, αφού συμμετείχε στο φιλμ "Κωδικός 46" του Μάικλ Γουιντερμπότομ. Ήταν παντρεμένη με τον ηθοποιό Ματιέ Αμαλρίκ, με τον οποίο απέκτησε 2 παιδιά.

Ο μοναδικός Γκιγιόμ Ντεπαρντιέ, γιος του σπουδαίου ηθοποιού Ζεράρ Ντεπαρντιέ, γεννήθηκε το 1971 στο Παρίσι. Ήταν παντρεμένος με την ηθοποιό Ελίζ Βεντρέ, με την οποία απέκτησε μια κόρη. Πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση ήταν το 1991 στο πλευρό του πατέρα του στο "Όλα τα πρωινά του Κόσμου" του Αλέν Κορνό. Έχει εμφανιστεί, μεταξύ άλλων, στις ταινίες "Wild Target", "The Story of a Boy who Wanted to be Kissed", "White Lies", "Pola X", "Love and Other Curiosities", "Like an Airplane", "A Loving Father", "Once Upon an Angel", "Process". Φέτος θα τον δούμε και στο φιλμ "Με Λένε Στέλλα" της Σιλβί Βερχέιντε. Πριν μερικά χρόνια κόλλησε μια μεταδοτική ασθένεια ενώ νοσηλευόταν σε νοσοκομείο για τραυματισμό στο πόδι από ατύχημα. Η ασθένεια αποδείχτηκε τελικά αρκετά ανθεκτική σε αντιβιοτικά, ώσπου ύστερα από σχεδόν 2 χρόνια, η μόνη λύση ήταν ο ακρωτηριασμός του ποδιού του. Πέθανε πρόωρα σε νοσοκομείο της Γαλλίας σε ηλικία μόλις 37 ετών, αφού υπέφερε από ισχυρή πνευμονία, ενώ είχε ξεκινήσει γυρίσματα στη Ρουμανία για την ταινία "L' Enfance d' Icare".

Με τα Λόγια του Σκηνοθέτη

Αρχική μας απόφαση ήταν να παραμείνουμε πιστοί όχι μόνο στο πνεύμα αλλά και στο κείμενο του βιβλίου του Ονορέ ντε Μπαλζάκ. Αυτό που συμβαίνει ανάμεσα στη Δούκισσα και τον στρατηγό Αρμάν ντε Μοντριβό δείχνει εμφανώς τα λάθη στους χειρισμούς μιας μικρής οικογένειας από μια γειτονιά του Παρισιού σε μια ιδιαίτερη περίοδο, στα χρόνια της Μεταρρύθμισης. Από πολύ νωρίς, αποφασίσαμε να παραμείνουμε όσο το δυνατόν πιο κοντά στο περιβάλλον της ιστορίας.

Από την αρχή, ο στόχος μας ήταν, όσο κι αν φανεί πομπώδης, να μεταφέρουμε τον τρόπο γραφής του Μπαλζάκ στην ταινία μας. Η γραφή του είναι γεμάτη από "ήρεμες εκρήξεις". Μεγάλες προτάσεις διάσπαρτες με παρενθέσεις, εκπληκτικές αλλαγές ταχύτητας, καθώς και ένας τρόπος εξιστόρησης γεγονότων που σχεδόν παραλείπει τα πιο σημαντικά πράγματα. Να γιατί ο Μπαλζάκ πρέπει να διαβάζεται λέξη λέξη. Η γραφή του είναι τριών διαστάσεων.

Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι ο Μπαλζάκ είναι ένας συγγραφέας που είχα μεγάλη δυσκολία να τον διαβάσω. Προσπαθούσα για περισσότερο από 30 χρόνια χωρίς επιτυχία! Στις αρχές του '50, ο Ρομέρ μου είχε πει "Αν θες να κάνεις ταινίες, υπάρχουν δύο συγγραφείς που πρέπει να διαβάσεις- ο Μπαλζάκ και ο Ντοστογιέφσκι". Έμαθα τον Ντοστογιέφσκι πολύ αργά. Όσο για τον Μπαλζάκ, τον "ανακάλυψα" μια νύχτα που ξαγρύπνησα διαβάζοντας το "Une Tenebreuse Affaire". Αυτό το μυθιστόρημα με άλλαξε και μου άνοιξε το δρόμο για τα επόμενα βιβλία του.

Back Home Up Next