Back Up Next
Και τα σπουργίτια τραγουδούν

Avaze gonjeshk-ha/The Song of Sparrows. Ιράν, 2008. Σκηνοθεσία: Μαζίντ Μαζίντι. Σενάριο: Μαζίντ Μαζίντι, Μεχράν Κασάνι. Ηθοποιοί: Ρεζά Ναζί, Μαριάμ Ακμπάρι, Κάμραν Ντέγκχαν. 96'

Η οδύσσεια ενός φτωχού οικογενειάρχη που για να ξεπληρώσει τα χρέη του μετατρέπεται σε ταξιτζή σε μια όμορφη, δοσμένη με χιούμορ και ποιητική διάθεση, συγκινητική ταινία.

Η διαφθορά ως αποτέλεσμα του καπιταλισμού και η ανεξέλεγκτη τεχνολογία είναι στο επίκεντρο της αλληγορικής αυτής, δοσμένης με ανθρωπιά και λυρισμό, ταινίας που σκηνοθέτησε ο Ιρανός Μαζίντ Μαζίντι («Τα παιδιά του ουρανού»). Η ταινία αφηγείται την ιστορία του Καρίμ, ενός μεσήλικα οικογενειάρχη, που, όταν απολύεται από εργάτης σε φάρμα στρουθοκαμήλων, μετατρέπει το μηχανάκι του σε ταξί, για να μπορέσει να ξεπληρώσει τα χρέη του. Δουλειά που τον φέρνει σ' επαφή με διάφορα πρόσωπα και, επηρεασμένος από τη ζωή ευημερίας της αστικής τάξης που βλέπει γύρω του, αρχίζει να μαζεύει και να στοιβάζει στην αυλή του διάφορα άχρηστα αντικείμενα. Μόνο ύστερα από ατύχημα, όταν αναγκάζεται να παραμείνει στο κρεβάτι, ο Καρίμ θ' ανακαλύψει τα ουσιαστικά πράγματα που του προσφέρει η ζωή.

Χρησιμοποιώντας ερασιτέχνες ηθοποιούς, ο Μαζίντι αφηγείται την ιστορία του με ωραίες, δοσμένες με οξυδέρκεια, συχνά με χιούμορ, σκηνές, από τις οποίες δεν λείπει και η ατόφια συγκίνηση. Ανάμεσα στις καλύτερες σκηνές, εκείνες με τα παιδιά -ανάμεσά τους και ο γιος του Καρίμ- που η δίψα για να αποκτήσουν χρήματα τους σπρώχνει να αρχίσουν να μαζεύουν χρυσόψαρα για να τα πολλαπλασιάσουν, χρυσόψαρα που, δυστυχώς, κάποια στιγμή, εξαιτίας ατυχήματος, τα χάνουν.

Ύμνος στον φουκαρά

Από το μακρινό Ιράν ο Ματζιντί επιχειρεί να συσχετίσει τον Γολγοθά ενός φουκαρά με το σημερινό Ιράν. Όπου εργάτης σε εκτροφείο στρουθοκαμήλων εγκαταλείπει τη δουλειά του και με ένα ξεχαρβαλωμένο δίκυκλο προσπαθεί να βγάλει μεροκάματο της προκοπής παριστάνοντας τον ταξιτζή. Από τη μια πρέπει να βρει λεφτά για να αγοράσει ακουστικό βαρηκοΐας για τη μεγάλη κόρη του. Από την άλλη και προκειμένου να αναπαλαιώσει το φτωχικό σπιτικό του κουβαλάει σκουπίδια, μετατρέποντας την αυλή του σε μάντρα χρησιμοποιημένων υλικών: από χαλασμένες κεραίες τηλεοράσεων μέχρι σκοροφαγωμένες πόρτες. Η αλληγορία ορατή διά γυμνού οφθαλμού. Στρουθοκάμηλος ο φουκαράς. Ο δικός του, ο παλιός κόσμος έχει τελειώσει πια. Χωμένος στα σκουπίδια μέχρι τ΄ αυτιά. Και ταυτόχρονα με όλα αυτά, ο μικρός του γιος να κοιτάει μακριά. Μαζί με συνομήλικούς του, καθαρίζουν μια γούβα από τον βούρκο και τη λάσπη για να τη μεταμορφώσουν σε λίμνη για χρυσόψαρα μικρά. Ένα παιδί μετράει τ΄ άστρα και ονειρεύεται έναν καινούργιο κόσμο χωρίς μιζέρια, φτώχεια και σκουπίδια από τα παλιά Η ιδεολογία του Ματζιντί χωρισμένη στα δύο. Από τη μια ο ρεαλισμός του ανθρώπινου σκουπιδοτενεκέ (πατέρας). Από την άλλη ο ιδεαλισμός μιας καθαρής λίμνης (γιος). Χάος απροσμέτρητο ανάμεσα στα δύο αφηγηματικά επίπεδα. Απόλυτος διχασμός. Όμως ο ιμάντας που παράγει απίστευτη ενέργεια και απέραντο θαυμασμό ακούει στο όνομα Μοχαμάντ Αμίρ Νατζί. Ηθοποιάρα μεγάλου βεληνεκούς. Βάζει κάτω πολλά από τα θηρία του παγκόσμιου σινεμά. Μερικές φορές θυμίζει τον Γιλμάζ Γκιουνέι από το «Κοπάδι» μια από τις απόλυτες ταινίες του λαϊκού σινεμά. Η ζωντανή τραμπάλα ανάμεσα στο γελοίο και το τραγικό. Με πρόσωπο άγριο και σκυθρωπό. Με καρδιά μαρουλιού. Αναμαλλιασμένος, ταλαίπωρος, ιδρωμένος και διαρκώς της αγάπης και της προσφοράς. Η ελεύθερη πτώση ενός ταλαίπωρου Αγά. Η ανθρώπινη επιτομή του Ιράν... Και μόνο γι΄ αυτό αξίζει τα λεφτά!

ΚΑΙ ΤΑ ΣΠΟΥΡΓΙΤΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ

Υπόθεση: Ο Καρίμ δουλεύει σε μια φάρμα με στρουθοκαμήλους στην επαρχία έξω από την Τεχεράνη. Όταν μία από αυτές του ξεφεύγει, χάνει τη δουλειά του γιατί θεωρείται υπεύθυνος για την απώλεια. Παρά το γεγονός πως αλωνίζει τη χώρα για να την βρει, ο εργοδότης του δεν αλλάζει γνώμη. Ο Καρίμ βρίσκεται σε δύσκολη θέση, μιας που πρέπει να θρέψει πολλά, πολλά στόματα. Παράλληλα, ένα άλλο εμπόδιο βρίσκεται στο δρόμο του: η μεγάλη κόρη του χάνει το ακουστικό της στην ίδια νερά όπου ο αδερφός της ονειρεύεται να εκθρέψει χρυσόψαρα… Όταν το ξαναβρίσκει, το ακουστικό έχει καταστραφεί και ο Καρίμ πρέπει να πάει στην πρωτεύουσα για να το φτιάξει. Εκεί λοιπόν θα διαπιστώσει πως μπορεί να βγάλει εύκολα και γρήγορα χρήματα δουλεύοντας μαύρα ως μεταφορέας. Ωστόσο, οι ρυθμοί και το περιβάλλον της μεγάλης πόλης δεν θα τον αφήσουν ανεπηρέαστο. Σύντομα θα ξεκινήσουν οι τριβές με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, και ο Καρίμ καταλαβαίνει πως χάνει κάτι από την ηρεμία της ψυχής του. Θα πρέπει να πάρει γρήγορα μια απόφαση που θα καθορίσει το υπόλοιπο της ζωής του.

Το ιρανικό σινεμά έχει καταφέρει μια εικοσαετή συνέπεια, τόσο σαν συνεχή παρουσία, όσο και σαν θεματολογία. Όσο και αν έχει επηρεαστεί τεχνικά από πιο μοντέρνες μεθόδους, δεν παύει να διατηρεί την δική του φόρμα και να είναι απίστευτα ανθρωποκεντρικό. Γιατί αν πούμε ότι ο ουσιαστικός κινηματογράφος είναι αυτός που υπηρετεί τον άνθρωπο, όπως ήταν και ο ιταλικός νεορεαλισμός, τότε η παγκόσμια καρδιά του σινεμά χτυπάει, πλέον, στην Τεχεράνη…

Και ο κούκος του υπέρτιτλου δεν είναι άλλος από αυτόν που ανέλαβε τα σκήπτρα από τον Abbas Kiarostami στον θρόνο του ιρανικού σινεμά. Τον Majid Majidi τον γνωρίζουμε καλά από το 1996 και τον Πατέρα. Με τα Το Χρώμα του Παραδείσου και Βροχή μας έχει πείσει ότι είναι ο πλέον υπερβατικός πέρσης δημιουργός και πως έχει αυτό το κάτι να πάρει στα χέρια του το μέλλον των συμπατριωτών του. Ξέρει να διαβάζει όπως κάθε ιρανός συνάδελφος του τα ανθρώπινα συναισθήματα, αλλά αυτός είναι που γνωρίζει καλύτερη αλφαβήτα! Βλέπει, πιο πάνω από αυτά, την μεγάλη εικόνα που τα περικλείει, γνωρίζει να εμπλουτίζει τις εικόνες του, ώστε να σου κάνει και το πιο απλό, σύνθετο.

Τα Σπουργίτια δεν χρειάζεται να είναι η καλύτερη του ταινία για να την λατρέψεις. Είναι η έκρηξη της απλότητας, μέσα σε έναν καμβά πολλών χρωμάτων. Είναι η ανάδειξη της μικρής λεπτομέρειας σε μείζων γεγονός. Μην περιμένετε να σας διδάξει τίποτα περισσότερο από ανθρώπινη απλότητα. Όμως η ουσία της ταινίας είναι ό,τι ενώ σε εμάς φαντάζει ως σινεφίλ δημιουργία, στην πατρίδα του μεταμορφώνεται σε αυτό που είναι πραγματικά. Μια απλή, νεορεαλιστική κωμωδία, μια μίξη βισκοντικού σινεμά με Mario Monicelli.

Στην ίδια λογική ο Mohammad Amir Naji είναι ο νέος Toto. Δεν μένει στην καταπληκτικά εκφραστική του φάτσα, αλλά την εμπλουτίζει με μια αυθεντική ερμηνεία. Έχει τη δύναμη να σε κάνει να κλάψεις και να γελάσεις την ίδια στιγμή. Δεν θα σας κάνω λόγο για ένα νέο Σαρλό, αφού το σινεμά αυτών των χωρών ανακυκλώνει τους ηθοποιούς του και, ευτυχώς, δεν στηρίζεται σε αυτούς. Ίσως αυτό να είναι και το μικρό τους μυστικό…

Κριτική Σύνοψη

Ένα λυρικό διαμαντάκι, όπου «σκηνούλες», όπως ο χορός ενός στρουθοκαμήλου, μπορούν να σε χορτάσουν σινεμά. Ένα ιδανικό δείγμα εξέλιξης του ιρανικού κινηματογράφου, που δεν λέει να παραδοθεί σε φόρμες και θεματολογία, αλλά επενδύει πλέον περισσότερο στις εικόνες του. Ο Majidi είναι ο σημαντικότερος δημιουργός στη χώρα του και αυτό πρέπει να σας λέει πολλά. Εμείς ας την δούμε σαν ένα σινεφίλ υπόδειγμα ανθρωπισμού, αλλά κάτι θα «πιάσουμε» και από την αληθινή της ταυτότητα, που είναι η αυθεντική, νεορεαλιστική κωμωδία. Ιδανικό στις μέρες μας, όπου η ανθρωπιά έχει μπει στο στόχαστρο και πυροβολείται χωρίς ενδοιασμούς...

Περισσότερα για την ταινία

Αργυρή άρκτος καλύτερης αντρικής ερμηνείας για τον Mohammad Amir Naji στο 58ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου

Υποψήφια για Χρυσή Άρκτο στην ίδια διοργάνωση.

Βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας, μουσικής, μοντάζ και μακιγιάζ στο Fajr International Film Festival

Βιογραφικό του σκηνοθέτη:

Γεννήθηκε στην Τεχεράνη το 1959 από μια μεσοαστική οικογένεια. Μετά από την Ισλαμική επανάσταση του 1978, το ενδιαφέρον του για το σινεμά τον οδήγησε στην υποκριτική, πρωταγωνίστησε έτσι σε διάφορες ταινίες από τις οποίες ξεχωρίζει το «Boycott» του Mohsen Makhmalbaf.

Το ντεμπούτο του ως σεναριογράφου και σκηνοθέτη γίνεται το 1992 με το «Baduk» που παρουσιάστηκε εκείνη τη χρονιά στο Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών στις Κάννες. Τα «Παιδιά του Παραδείσου» (1997) κέρδισαν το βραβείο καλύτερης ταινίας στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Μόντρεαλ και προτάθηκε για το Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας. «Το Χρώμα του Παραδείσου» (1999) κέρδισε και πάλι το βραβείο καλύτερης ταινίας στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Μόντρεαλ. Η ταινία ψηφίστηκε από το περιοδικό Time και την New York Times ως μία από τις δέκα καλύτερες ταινίες για το 2000. Το «Baran» / «Η βροχή» κέρδισε και πάλι το βραβείο καλύτερης ταινίας στο 25ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Μόντρεαλ και προτάθηκε για το Ευρωπαϊκό βραβείο. Το 2001, κατά τη διάρκεια του πολέμου του Αφγανιστάν, γύρισε το ντοκιμαντέρ «Barefoot to Herat» για τα στρατόπεδα προσφύγων που κέρδισε το βραβείο της FIPRESCI στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Το 2005 σκηνοθέτησε το «The willow tree» που κέρδισε τέσσερα βραβεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Τεχεράνης. Έλαβε το βραβείο «Douglas Sirk» το 2001 και το βραβείο «Φίλοι του Vittorio de Sica» το 2003.

Η δήλωση του σκηνοθέτη:

«Η ιστορία μου ξεκίνησε με το ανθρώπινο ον. Ποιες είναι οι ανθρώπινες αξίες, οι αιώνιες αξίες; Δεν υπάρχει όριο όταν ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή με τις αιώνιες αξίες -το να είσαι ευγενικός, το να είσαι καλός άνθρωπος. Ο Θεός μας δημιούργησε αγνά πλάσματα. Η αγνότητα ζει μέσα μας. ΟΙ μεγάλες πόλεις σκοτώνουν αυτές τις αξίες. Ο εκσυγχρονισμός σκοτώνει αυτές τις αξίες. Οι άνθρωποι χάνουν χρόνο κάθε μέρα… Ο στόχος μου δεν ήταν το να μπω μέσα στα πολιτικά προβλήματα της χώρας μου, εγώ ήθελα να επικεντρωθώ στον άνθρωπο… Όσο για τον τίτλο; Τα πουλιά για μένα είναι μια μεταφορά που χρησιμοποιώ για την ομορφιά. Όσο για τις στρουθοκαμήλους, αυτές συμβολίζουν το ανθρώπινο πεπρωμένο. Είναι ανόητα ζώα, διαρκώς τρέχουν μακριά. Και είναι τα μόνα πουλιά που δεν μπορούν αν πετάξουν».

Διεθνής τύπος:

«Προσφιλή θέματα του Ιρανικού σινεμά σκηνοθετούνται με σιγουριά κι αυτοπεποίθηση σε ένα ευχάριστο πακέτο που θα μπορούσε να συναντήσει ένα παγκόσμιο κοινό. Οι χαμηλότονες, ρεαλιστικές ερμηνείες του θιάσου, που απαρτίζεται κυρίως από ερασιτέχνες, κάνουν την ιστορία να ρέει ήρεμα και γλυκά, με πινελιές ωραίου χιούμορ. Ο Ναγί, με το πρόσωπο του αισθητά χαραγμένο από τη μοναξιά, καθώς απομακρύνεται από την οικογένεια και τους φίλους του, χαρίζει στην ταινία ένα ισχυρό κέντρο βάρους.

(Deborah Young, The Hollywood reporter)

«Είναι ένας ασυνήθιστος τρόπος να βλέπει κανείς ταινία, αλλά γιατί όχι; Εγώ λοιπόν έκανα διαλογισμό κατά τη διάρκεια της προβολής του «The Song of Sparrows». Παίρνοντας βαθιές εισπνοές και καθαρίζοντας το μυαλό μου καθώς παρακολουθούσα υπέροχες εικόνες του ιρανικού τοπίου να ανοίγουν στην οθόνη και μετά να απομακρύνονται, σαν σε καλειδοσκόπιο».

(Karin Badt, Huffington Post)

«Ο μόνος Ιρανός σκηνοθέτης που υπήρξε υποψήφιος για όσκαρ (για τα «Παιδιά του Παραδείσου») επιστρέφει με μια ταινία με ερασιτέχνες ηθοποιούς, μια βαθιά ουμανιστική ιστορία που διαδραματίζεται με ανάμεσα στους μη προνομιούχους αυτής της κοινωνίας και εξερευνά το πώς ο καπιταλισμός και η τεχνολογία διαφθείρουν τον άνθρωπο, τον κάνουν να χάσει την πνευματική του αγνότητα και τους ζωτικής σημασίας δεσμούς του με την οικογένεια, τους φίλους, τη φύση. Πανέμορφα κατασκευασμένη, άλλοτε συναισθηματική, άλλοτε αστεία…»

(Alissa Simon, Variety)

Ένα σχόλιο για την ταινία:

Στρουθοκάμηλοι που το βάζουν στα πόδια. Χρυσόψαρα που κολυμπούν σε λιμνάζοντα νερά. Αυγά που δεν μπορούν να σπάσουν εύκολα. Σπουργίτια παγιδευμένα σε μικρά δωμάτια. Κι ανάμεσα σε όλα αυτά, ο άνθρωπος. Αυτό είναι το σύμπαν μιας ταινίας που μας θυμίζει πράγματα που επιμένουμε να ξεχνάμε. Πως ο άνθρωπος είναι ζώο κοινωνικό, αλλά και κρίκος μιας βιολογικής αλυσίδας, μέρος μιας συμπαντικής ακολουθίας. Πως στις κοινωνίες που συγκροτούν οι άνθρωποι στην αρχή του νέου αιώνα, αν έχει χαθεί κάτι ανεπιστρεπτί, είναι αυτή η αντίληψη της συνέχειας. Η αίσθηση πως από κάπου έρχεσαι και καταλήγεις κάπου, πως συνάπτεις δεσμούς με το περιβάλλον σου. Στα αστικά κέντρα, προτεραιότητα δεν έχει η συνέχεια, αλλά η ανανέωση. Όχι η εξέλιξη, αλλά η πρόοδος. Ο Δαρβίνος λοιπόν, είχε άδικο; Τα ερωτήματα μπορεί να παραμένουν παντοτινά και λυπηρά επίκαιρα εδώ και δύο αιώνες, αλλά από τη... φύση τους, δεν επιδέχονται απαντήσεων. Ωστόσο, απαιτούν τουλάχιστον μια σωστή διατύπωση.

Δεν είναι τυχαίο λοιπόν πως μια τέτοια υπόμνηση, με μια τέτοια διατύπωση, έρχεται από ένα δείγμα μιας εθνικής κινηματογραφίας που αλλάζει το παγκόσμιο κινηματογραφικό τοπίο. Το ιρανικό σινεμά, από τους δραστήριους και σταθερούς μηχανισμούς ανά την υφήλιο, δεν παράγει ταινίες με υψηλό προϋπολογισμό και μεγάλους σταρ, για μεγάλο κοινό και μεγάλες αίθουσες. Ως απάντηση στην πολυπλοκότητα που δεσπόζει στο σύγχρονο τρόπο ζωής, έρχεται η δύναμη της απλότητας στον ίδιο τον τρόπο παραγωγής ταινιών. Απέναντι στα αδιέξοδα του υλισμού που επιβάλλει ο δυτικός πολιτισμός, στέκεται η πνευματικότητα που πηγάζει από την ένωση του ανθρώπου με το φυσικό του περιβάλλον, που επιτελείται σε κάθε ταινία. Πρώτες ύλες ενός τέτοιου κινηματογράφου είναι οι απλούστερες του κινηματογραφικού μέσου. Πρωταγωνιστές, ερασιτέχνες ηθοποιοί. Μοντάζ αυστηρό. Σινεμά ρεαλιστικό, απλό, ποιητικό, ανθρωποκεντρικό.

Ο σκηνοθέτης Majid Majidi, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του κινηματογράφου από την Περσία, συλλαμβάνει με την κάμερά του «Το τραγούδι του σπουργιτιού». Το τραγούδι είναι υπόκωφο. Για να το ακούσει κανείς πρέπει να ξεπεράσει τον εαυτό του. Αυτό όμως είναι που ακούγεται στην ταινία -οι εικόνες της μοιάζουν να μπορούν να ενεργοποιήσουν και τις πέντε αισθήσεις, αλλά την ίδια στιγμή ξυπνούν κάτι πιο βαθύ που εκτείνεται πέρα και πάνω από αυτές. Η κάμερα καλύπτει και καταγράφει αυτό το λεπτό αέρα που χωρίζει τον άνθρωπο από την επιθυμία του. Πλούσια σε μεταφορές, συγκρατημένα λυρική, σουρεαλιστική σε στιγμές, αστεία και μαζί θλιμμένη, ικανή να δει πράγματι πέρα από τη φαινομενική πραγματικότητα, φειδωλή σε λόγια αλλά εύγλωττη στα νοήματα που διαχειρίζεται, με ευλάβεια αλλά υπεράνω κάθε θρησκευτικότητας, η ταινία ξεκινά από την περιπέτεια ενός και μόνο άνδρα που παλεύει να διατηρήσει την αξιοπρέπεια και τη διαύγεια του όταν αυτός κι η οικογένειά του βρίσκονται σε κρίση, για να τον ανάγει σε σύμβολο της αναζήτησης του αληθινού και ουσιαστικού, που δεν γνωρίζει όριο για τον άνθρωπο (αλλά ούτε και για τον κινηματογράφο). Ακόμα και αν αυτή η αναζήτηση τον οδηγήσει σε ένα ζευγάρι σκούρα παιδικά μάτια, σε ένα λούκι όπου δραπετεύουν εκατοντάδες χρυσόψαρα, ή στις πούλιες ενός χειροποίητου υφαντού που είναι πιο μαγικό κι από τον έναστρο ουρανό.

Back Home Up Next