Back Up Next
Kabei: η μητέρα μας

 

Kabei: Our Mother. Ιαπωνία, 2009. Σκηνοθεσία: Γιότζι Γιαμάντα. Σενάριο: Γιαμάντα, Εμίκο Χιραμάτσου, από μυθ. «Ρέκβιεμ για ένα πατέρα» του Τερούγιο Νογκάμι. Ηθοποιοί: Σαγιούρι Γιοσινάγκα, Ταντανόμπου Ασάνο, Ρέι Νταν, Μίκου Σάτο. 133'

Στην Ιαπωνία του 1940, μια μοναχική μητέρα προσπαθεί να μεγαλώσει τα δύο μικρά παιδιά της ενώ ο προοδευτικός σύζυγος βρίσκεται στη φυλακή, σε μια ταινία δοσμένη με τρυφερότητα και συγκίνηση.

Οικογενειακό δράμα είναι και η 80ή αυτή ταινία του 77χρονου Γιότζι Γιαμάντα («Το κρυφό σπαθί του σαμουράι», «Ο σαμουράι του λυκόφωτος»). Βασισμένη σε μια αυτοβιογραφική νουβέλα του Τερούγιο Νογκάμι, παλιού συνεργάτη του Κουροσάβα, η ταινία αφηγείται την ιστορία μιας οικογένειας (τη φορά αυτή αγαπημένης) πριν και στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο προοδευτικός καθηγητής, και πατέρας της οικογένειας, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται για «αντικαθεστωτικό» κείμενο (σχετικά με την εισβολή της Ιαπωνίας στην Κίνα) και η γυναίκα του αναγκάζεται να μεγαλώσει μόνη της τις δύο μικρές κόρες της. Την οικογένεια, εκτός από δύο συγγενείς -μια συμπαθητική θεία κι ένας κακότροπος θείος- θα βοηθήσει κι ένας ντροπαλός, πρώην φοιτητής του καθηγητή, που, στη συνέχεια ερωτεύεται σιωπηλά τη σύζυγο.

Ο Γιαμάντα επικεντρώνεται στον αγώνα της μητέρας για να κρατήσει δεμένη την οικογένεια, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα την ξεχωριστή σχέση ανάμεσα στα παιδιά και τον φυλακισμένο πατέρα. Πρόκειται για μια ταινία δοσμένη με τρυφερότητα, άνεση και συγκίνηση, με τον σκηνοθέτη να επιμένει στις λεπτομέρειες για να αφηγηθεί το δράμα της μοναχικής μάνας (με τη Σαγιούρι Γιοσινάγκα να δίνει μια γεμάτη ευαισθησία και δύναμη ερμηνεία) και να υποδηλώνει παρά να τονίζει τα αισθήματα, ταυτόχρονα αποφεύγοντας τους μελοδραματισμούς και τις λύσεις σαπουνόπερας.

Καθαρός κινηματογράφος

Στο φινάλε, με δάκρυα στα μάτια. Χωρίς ίχνος μελοδράματος και εύκολης συγκίνησης. Ένα κέντημα ψιλοβελονιάς πάνω σε μετάξι ουμανισμού από τον βετεράνο Ιάπωνα Γιόζι Γιαμάντα των 78 χρονών. Το λένε «Κabei: Η μητέρα μας» και από το πρώτο λεπτό το έβλεπα γονατιστός!

 

 

Ίσως ό,τι καλύτερο, γιατί το έγραψε με την καρδιά του. Ίσως ό,τι πιο αυθεντικό, γιατί μίλησε με τη φωνή της ψυχής του. Να το δουν όλοι της συντεχνίας των σκηνοθετών για να βάλουνε μυαλό. Ούτε μοντέρνο, ούτε παλιό. Ούτε στην ευκολία, ούτε με πιρουέτες τεχνικής και επαναστατικής πρωτοπορίας. Απλώς κινηματογράφος καθαρός. Σαν να σέρνουν τον χορό ο Γιασουζίρο Όζου (1903-1963), ο πατέρας του κλασικού ιαπωνικού κινηματογράφου παρέα με τον Ρομπέρ Μπρεσόν (1901-1999). Η πειθαρχία αγκαλιά με τον μινιμαλισμό. Η μηχανή καρφωμένη στη θέση της παρατήρησης, δηλαδή του βλέμματος. Η κάθε σκηνή συμπαγής, ανθρωποκεντρική, οργανωμένη σε μικρούς χώρους, με υποκείμενα απλούς ανθρώπους. Μικρή οικογένεια, μικρή γειτονιά, μικρά δράματα. Αυτή η Ιαπωνία της δικής μου καρδιάς. Μπροστά η μικρή ιστορία αυτής της μικρής οικογένειας. Πίσω, αόρατη σχεδόν, η μεγάλη Ιστορία. Του πολέμου, της αυτοκρατορίας, του μιλιταρισμού αλλά και της ανυπακοής. Ενδιαμέσως ο πατέρας στη φυλακή. Φοβερή γεωμετρία. Ο αντίκτυπος του πολέμου στα συντρίμμια μιας οικογένειας με πρωτοφανή αξιοπρέπεια. Έτσι να μεγαλώνουμε τα παιδιά μας. Αυτό το πλάγιο, αθέατο, ευαίσθητο επιμύθιο του Γιαμάντα. Να τα μεγαλώνουμε με ελεύθερη σκέψη. Με κάθε κόστος. Με οποιοδήποτε τίμημα. Η αξιοπρέπεια ελεύθερων ανθρώπων στην κατεχόμενη πατρίδα. Κατεχόμενη από άκρατο, επιθετικό «πατριωτικό» μιλιταρισμό!

Το στόρι αυτοβιογραφικό. Λίγο πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μερικούς μήνες πριν από την έφοδο στο Περλ Χάρμπορ, ένας καθηγητής φυλακίζεται για ανυπακοή προς την πατρίδα τη στρατιωτική. Δεν συμβιβάζεται, δεν υπογράφει. Έγκλημα να πιστεύεις στην ειρήνη και την συνύπαρξη. Έτσι η γυναίκα του (μια ωρομίσθια ας πούμε δασκάλα) και τα δύο παιδιά του βρίσκονται κυκλωμένοι από την προπαγάνδα, τις απειλές, τη στέρηση και την ταπείνωση. Ακόμα και ο πατέρας της την αποκηρύσσει. Ακόμα και ο γέρος καθηγητής του άντρα της κλείνει την πόρτα. «Δεν πρέπει ένας λόγιος», της λέει, «να παρασύρεται από την ελευθερία της σκέψης του». Η ελίτ στην υπηρεσία της βολής και της αρπαγής. Μαύρα, πέτρινα χρόνια. Η ελευθερία υπό διωγμόν. Ακούγεται ρητορικό και διδακτικό. Όμως από την οθόνη το λαμβάνεις σαν βίωμα αληθινό.

Κεντρικό πρόσωπο η μάνα. Είναι, δεν είναι σαράντα κιλά. Μια ραγισμένη πορσελάνη με αξιοπρέπεια που σκοτώνει. Όλοι και όλα με τελετουργία ευγένειας, ήθους και απίστευτης καρδιάς. Κέντημα κλασικού κινηματογράφου. Όλοι οι συντελεστές της πρώτης σειράς. Φωτογραφία, σκηνογραφία και πάνω απ΄ όλα οι ερμηνείες. Να σας πω τη μαύρη αλήθεια. Από τη στέρηση που έχω υποστεί βλέποντας τόσα μα τόσα σκουπίδια, αισθάνθηκα στο τέλος να πετάω ψηλά με αερόστατο, μια σκηνοθεσία που σπανίως την συναντάς. Σχεδόν στα όρια του αριστουργήματος!

Back Home Up Next