Back Up Next
Δικός της

Her

ΗΠΑ, 2013. Σκηνοθεσία-σενάριο: Σπάικ Τζόνζι. Ηθοποιοί: Γιοακίν Φίνιξ, Σκάρλετ Γιόχανσον (φωνή), Εμι Ανταμς, Ρούνι Μάρα, Κρις Πρατ. 126'

Με τον πλέον πρωτότυπο σεναριακά και σικάτο σκηνοθετικά τρόπο ο Σπάικ Τζόνζι αναρωτιέται μελαγχολικά πάνω στις έννοιες της αγάπης, του πάθους και της πίστης στον 21ο αιώνα μετατρέποντας έναν μονόλογο διαρκείας σε συναρπαστικό σινεμά και κερδίζοντας τον απέραντο θαυμασμό μας για το πόσο ανεπιτήδευτα μπορείς να αφηγηθείς μια επιτηδευμένη ιστορία.

Ο Θίοντορ είναι ένας ιδιόμορφος, τρυφερός άντρας που ζει στο Λος Αντζελες, στο κοντινό μέλλον και βγάζει τα προς το ζην γράφοντας συγκινητικές, προσωπικές επιστολές για άλλους ανθρώπους. Πληγωμένος από το τέλος μιας μακρόχρονης σχέσης, ενθουσιάζεται από ένα νέο, εξελιγμένο λειτουργικό σύστημα, το οποίο υπόσχεται να είναι μια διαισθητική και μοναδική οντότητα. Με την εγκατάστασή του, απολαμβάνει τη γνωριμία του με τη «Σαμάνθα», μια έξυπνη γυναικεία φωνή, η οποία διαθέτει ενόραση, ευαισθησία και απρόσμενο χιούμορ. Καθώς οι ανάγκες της και οι επιθυμίες της μεγαλώνουν, παράλληλα με τις δικές του, η φιλία τους βαθαίνει σε έναν παράδοξο αλλά αναπόφευκτο έρωτα. Ολες οι ταινίες της φιλμογραφίας του Σπάικ Τζόουνς βασίζονται σε μια σύμβαση προκειμένου να μιλήσουν για κάτι που εύκολα θα μπορούσες να περιγράψεις ως μια υπαρξιακή αγωνία. Ο μισός όροφος στο μυαλό ενός διάσημου ηθοποιού, μοναδικός δρόμος για την αναζήτηση του νοήματος της ζωής (στο «Being John Malcovich), η παράλληλη δράση των ηρώων ενός βιβλίου με τη ζωή του συγγραφέα τους, έξοδος κινδύνου στο αδιέξοδο της δημιουργίας (στο «Adaptation»), μια χώρα με μυθικά πλάσματα κάτοικοι του εφιάλτη της ενηλικίωσης (στο «Where the Wild Things Are»). Το «Her» δεν διαφέρει ως προς αυτό, ακόμη κι αν μοιάζει να είναι η πιο mainstream ταινία του Τζόουνς – όσο mainstream, δηλαδή, μπορεί να είναι δύο ώρες κινηματογραφικού χρόνου όπου ένας άντρας συνομιλεί και ερωτεύεται με ένα λειτουργικό σύστημα. Εδώ η σύμβαση είναι ακριβώς αυτή η επικοινωνία του μοναχικού Θίοντορ με την ψηφιακή φωνή της Σαμάνθα σε μια ταινία που, προσοχή, δεν μιλάει παρά μόνο επιφανειακά για την εποχή των apps για τα πάντα ή την αποξένωση σε έναν ολοένα και πιο ψηφιακό κόσμο. Οπως άλλωστε, δεν προσπαθεί ούτε λεπτό να σε πείσει πως ό,τι βλέπεις θα μπορούσε να έχει συμβεί στην πραγματικότητα (αυτό για όσους θα αναζητήσουν αληθοφανείς εξηγήσεις στη συμπεριφορά της Σαμάνθα ή στη διαδοχή των γεγονότων που θα ορίσουν τη σχέση της με τον Θίοντορ). Είναι προφανές πως η πραγματική ιδέα στο μυαλό του Σπάικ Τζόουνς πίσω από την κεντρική ιδέα ενός άνδρα που «τα φτιάχνει» με την φωνή μιας γυναίκας ήταν να κάνει μια ταινία για έναν άνδρα που μιλάει – φωναχτά - ουσιαστικά με τον εαυτό του, προσπαθώντας να ξεπεράσει ένα χωρισμό για τον οποίο υπήρξε περίπου αποκλειστικά υπεύθυνος. Το «Her» θα μπορούσε να είναι ένας θεατρικός μονόλογος, οι σελίδες ενός ημερολογίου που ακολουθούν ένα χωρισμό, ένα πολυσέλιδο γράμμα με αποστολέα έναν άντρα και παραλήπτες όλους όσους ένιωσαν κάποια στιγμή στη ζωή τους μόνοι, χαμένοι ανάμεσα στην μοναξιά τους και την ανάλυση της μοναξιάς τους, ανάμεσα σε αυτό που ένιωσαν ότι έχασαν για πάντα και αυτό που δεν είναι ικανοί να βρουν ποτέ. Η βαθιά ρομαντική ψυχή της πιο προσωπικής ταινίας του Σπάικ Τζόουνς (και μιας από τις πιο προσωπικές ιστορίες που αφηγήθηκε ποτέ σκηνοθέτης που έφτασε μέχρι τα Οσκαρ), βρίσκεται όμως στον συναρπαστικά ανεπιτήδευτο τρόπο που αυτός ο μονόλογος/το ημερολόγιο/η επιστολή γίνεται σινεμά και μια ταινία που εκ των πραγμάτων βασίζεται σε μια σύμβαση – πέστο και κατασκευή - γίνεται τελικά ένα συγκινητικό οπτικοακουστικό ποίημα γραμμένο σαν εδώ και αιώνες. Οποιον χαρακτηρισμό και να δώσεις στο «Her» - αυτιστικό, χίπστερ, πλαστικό, ποπ, βαρετό – ακυρώνεται ταυτόχρονα από την ικανότητα του Τζόουνς να αφηγείται κάτι που είναι τόσο μεγαλειώδες και την ίδια στιγμή γελοίο, σε μια ισορροπία που θα μπορούσε να δώσει στην ταινία του το χαρακτηρισμό μιας κωμωδίας – με την τραγικότητα που φέρει ο όρος όταν μιλάει κανείς για κάτι τόσο αρχετυπικό όσο το να μπορέσεις να αγαπήσεις τον εαυτό σου πριν δοκιμάσεις να ερωτευτείς οποιονδήποτε άλλο.

Στην καλύτερη στιγμή της καριέρας του και μακριά από τα σουρεαλιστικά κρεσέντα του Τσάρλι Κάουφμαν, ο Τζόουνς βρίσκει στο «Her» την τέλεια ισορροπία ανάμεσα στο weird και το trivial, ανάμεσα στο παιδί που είναι και στα παραμύθια που θέλει να αφηγείται, ανάμεσα στο ανεξάρτητο αμερικάνικο και το φλερτ του με το ευρωπαϊκό σινεμά, ανάμεσα σε μια ταινία ιδέας και έναν κόσμο φτιαγμένο μόνο από απτά συναισθήματα. Είναι στιγμές που θα πιάσεις τον εαυτό σου να βουλιάζει μέσα στην απύθμενη μοναξιά του Θίοντορ, να συγκινείται βαθιά από μια ερωτική ιστορία που ξεκινά από το μύθο του Πυγμαλίωνα για να αγγίξει μέχρι τη «Γυναίκα της Διπλανής Πόρτας» του Φρανσουά Τριφό (πόσο κοντά άραγε βρίσκονται το «Και μαζί σου και χωρίς εσένα» της Φανί Αρντάν με το «Είμαι δική σου και δεν είμαι» της Σαμάνθα προς τον Θίοντορ;) και την πιο ανομολόγητη φαντασίωση, να θυμάται όλες τις φορές που δεν βρήκες τα κατάλληλα λόγια να για πεις σε κάποιον «σ’αγαπώ» και όλες τις υπόλοιπες που φοβήθηκες να πεις σε κάποιον «δεν σ’ αγαπώ πια». Υπάρχουν και στιγμές που το «Her» είναι τόσο απλοϊκό χωρίς να το έχει ανάγκη και άλλες που νιώθεις ότι προσπαθεί με αγωνία να πει περισσότερα απ’ όσα χρειάζεται, παγιδευμένο μέσα στον βερμπαλισμό ενός σεναρίου που μιλάει συχνά χωρίς να έχει απόλυτη σημασία τι λέει. Μόνο που δεν έχει σημασία, γιατί, αντίθετα με τον όποιο ορισμό του «μοντέρνου» με τον οποίο θα ήθελε να τον ταυτίζει η βιομηχανία (προκειμένου να πείσει για τον εκσυγρονισμό της), ο Τζόουνς κάνει με το «Her» μια ταινία σχεδόν κλασική, φτιαγμένη με απαράμιλλο εικαστικό στιλ, συγκλονιστικές ερμηνείες (τόσο από τον υπέροχο – σαν να κουβαλάει την ερημιά όλου του κόσμου – Χοακίν Φίνιξ όσο και από την υποκριτική βαρύτητα της φωνής της Σκάρλετ Τζοχάνσον) και τουλάχιστον δύο σκηνές ανθολογίας (τη σκηνή της πρώτης σεξουαλικής επαφής ανάμεσα στον Θίοντορ και τη Σαμάνθα και τη σκηνή που τραγουδάνε μαζί το «The Moon Song»). Σε μια ταινία που είναι τόσο αληθινή που σχεδόν πονάει και κάθε φορά που σε κάνει να χαμογελάς σου φέρνει και μερικά δάκρυα στα μάτια. Ακριβώς όπως συμβαίνει όταν νιώθεις κάτι πολύ δυνατό, αλλά δεν είσαι καθόλου έτοιμος να το αντιμετωπίσεις. Ακριβώς όπως συμβαίνει όταν χρειάζεσαι μια σύμβαση για να ανακαλύψεις where the wild things are...

ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Μια Πρωτότυπη Ιστορία Αγάπης από τον Σπάικ Τζόνζι Τοποθετημένη στο Λος Άντζελες, στο εγγύς μέλλον, η ταινία ακολουθεί τον Θίοντορ (Χοακίν Φοίνιξ), έναν ιδιόμορφο, τρυφερό άνδρα ο οποίος βγάζει τα προς το ζην γράφοντας συγκινητικές, προσωπικές επιστολές για άλλους ανθρώπους. Πληγωμένος από το τέλος μιας μακρόχρονης σχέσης, ενθουσιάζεται από ένα νέο, εξελιγμένο λειτουργικό σύστημα, το οποίο υπόσχεται να είναι μια διαισθητική και μοναδική οντότητα. Με την εγκατάστασή του, απολαμβάνει τη γνωριμία του με τη «Σαμάνθα», μια έξυπνη γυναικεία φωνή (Σκάρλετ Γιόχανσον) η οποία διαθέτει ενόραση, ευαισθησία και απρόσμενο χιούμορ. Καθώς οι ανάγκες της και οι επιθυμίες της μεγαλώνουν, παράλληλα με τις δικές του, η φιλία τους εμβαθύνει σε έναν αναπόφευκτο έρωτα. Από τη μοναδική ματιά του υποψήφιου για Όσκαρ σκηνοθέτη Σπάικ Τζόνζι, έρχεται το «ΔΙΚΟΣ ΤΗΣ», μια αυθεντική ιστορία αγάπης η οποία εξερευνά την εξέλιξη της φύσης της αγάπης και τους κινδύνους της μοναξιάς στον σύγχρονο κόσμο.

ΘΙΟΝΤΟΡ: Βλέπω αυτό το κορίτσι. Είναι ωραίο να είσαι δίπλα σε κάποια που ενθουσιάζεται με τον κόσμο. Είχα ξεχάσει ότι υπήρχε. Ο σεναριογράφος/σκηνοθέτης Σπάικ Τζόνζι φέρνει το μοναδικό στιλ και τη βαθιά γνώση του σε αυτή τη σύγχρονη ιστορία σχέσεων, “Δικός της” (Her), μια ταινία που ρίχνει μια ασυμβίβαστη ματιά στη φύση της αγάπης. «Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις σε μια σχέση, είναι η απόλυτη ειλικρίνεια και η πίστη, και να επιτρέπεις στον άνθρωπο που αγαπάς να είναι ο εαυτός του», μας λέει. «Συνεχώς μεγαλώνουμε και αλλάζουμε, οπότε το ερώτημα είναι, πώς επιτρέπεις στον άλλον την ελευθερία να είναι ο εαυτός του, στιγμή τη στιγμή, μέρα τη μέρα, χρόνο το χρόνο; Και να συνεχίζεις να αγαπάς αυτό που είναι;» Επιπλέον, μπορούν οι άλλοι να συνεχίσουν να σ’ αγαπάνε; Αυτά είναι κάποια από τα ερωτηματικά και τις ιδέες που αναδεικνύει ο Θίοντορ όταν φέρνει σπίτι ένα αριστοτεχνικό, φωνητικό λειτουργικό σύστημα… και γνωρίζει τη Σαμάνθα. «Διαφημίζεται ως ένα διαισθητικό σύστημα το οποίο ακούει, καταλαβαίνει και σε γνωρίζει», λέει ο Τζόνζι. Μια υψηλή τεχνητή νοημοσύνη, η Σαμάνθα γίνεται αμέσως θερμή και συμπονετική. Σύντομα αποκαλύπτει ένα χαρακτηριστικό ανεξαρτησίας, μια αίσθηση του χιούμορ και μια όρεξη να κατανοήσει την αλήθεια των πραγμάτων, καθώς και έναν πλούσιο συναισθηματικό κόσμο. Με την ύπαρξή της, προοδεύει γρήγορα, όπως και η σχέση τους, λέει ο Τζόνζι, «από μία βοηθός σε μια έμπιστη φίλη και από αυτό σε κάτι πολύ-πολύ περισσότερο». Το ότι επιλέγει να εξερευνήσει την ανθρώπινη φύση της αγάπης μέσα από τη σχέση ενός άνδρα και της άυλης συνείδησης τού λειτουργικού του συστήματος, δεν αποτελεί έκπληξη. Το έργο του είναι συνώνυμο με την καινοτομία, από το ξεκίνημά του ως σκηνοθέτης μουσικών βίντεο και ντοκιμαντέρ, μέχρι τα δημιουργικά αριστουργήματά του όπως «Στο Μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς», «Adaptation», και «Στη Χώρα των Μαγικών Πλασμάτων». Ο Χοακίν Φοίνιξ, ο οποίος πρωταγωνιστεί ως Θίοντορ, βρήκε την ιστορία «εξαιρετική». Αν και ήταν απασχολημένος τότε με την ταινία «The Master» θυμάται, «Όποτε μας δινόταν η ευκαιρία, ο Σπάικ κι εγώ μιλούσαμε για το σενάριο και για τους χαρακτήρες και ήταν θαυμάσιο να το βλέπεις να εξελίσσεται». «Εμπιστεύομαι το ένστικτό του. Εάν έχει κάποιον ενδοιασμό για κάτι, τότε ξέρω ότι χρειάζεται μια βαθύτερη ματιά», λέει ο Τζόνζι ο οποίος πλησίασε τον ηθοποιό μια εβδομάδα μετά την ολοκλήρωση του σεναρίου. «Μέσα στα πρώτα πέντε λεπτά που μιλήσαμε, τον λάτρεψα. Ήταν αυτός που ήθελα για την ταινία. Ο Χοακίν προσδίδει τόση καρδιά και ειλικρίνεια στον ρόλο. Αν και ο Θίοντορ κουβαλά πολλή θλίψη, μπορεί ακόμα να χαρεί και να παίξει και είναι μια γλυκιά αντίθεση, και όλα αυτά τα δίνει ο Χοακίν με την ερμηνεία του και όχι μόνο.» Σχεδιασμένη να μαθαίνει και να εξελίσσεται, η Σαμάνθα ενθουσιάζεται από την εμπειρία κάθε μυθιστορήματος και θέλει όλο και περισσότερα. Την ίδια στιγμή, αρχίζει να εξωτερικεύει τις καλές πλευρές τού Θίοντορ. «Μολονότι έχει πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες τού κόσμου, δημιουργεί κάθε σκέψη και αντίδρασή της στιγμιαία», λέει η Σκάρλετ Γιόχανσον, η οποία πρωταγωνιστεί ως Σαμάνθα. «Δεν έχει προκαθορισμένες απόψεις. Παρά το βάθος της, λοιπόν, διαθέτει και μια αθωότητα και μια ευθύτητα.» Καθώς η αυτογνωσία τής Σαμάνθα αναπτύσσεται, το ίδιο συμβαίνει και με τον Θίοντορ. Πηγαίνουν μαζί εκδρομές στην πόλη, στα βουνά, στην παραλία και στην καθημερινή ρουτίνα του και υπό το πρίσμα της, βλέπει όλα αυτά τα γνώριμά του μέρη σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Αρχίζει να βλέπει διαφορετικά ακόμα και τον εαυτό του, αυτό που ο σκηνοθέτης ερμηνεύει ως ορόσημο σε κάθε ειδύλλιο: «Να δίνει ο ένας στον άλλον διαφορετικές οπτικές για τα πράγματα, αυτό σημαίνει να ερωτεύεσαι και να σε ερωτεύονται, το να είσαι με κάποιον που η άποψή του σε ενθαρρύνει, σε εμπνέει, σε προκαλεί και βλέπεις τον εαυτό σου με άλλα μάτια», λέει. Εκλεπτυσμένη αλλά εξόχως άμεση, η ταινία «Δικός της» κινείται από το δράμα και τις σπαραχτικές στιγμές τού εξελισσόμενου ειδυλλίου και στοχασμού, στη φυσική κωμική ταύτιση των δύο πρωταγωνιστών της. Ο Φοίνιξ και η Γιόχανσον, σε συνεργασία με τον Τζόνζι, ανέλαβαν την πρόκληση να εμποτίσουν τη Σαμάνθα, η οποία δεν εμφανίζεται ποτέ στην οθόνη, με την ολότητα και την παρουσία που της αξίζει. «Διαθέτει τόσα πολλά γνωρίσματα η Σαμάνθα», σημειώνει ο Τζόνζι. «Πρέπει να είναι άδολη, κι όμως πνευματώδης, έξυπνη και ψύχραιμη και ακόμα ερωτική και πονηρή, ενώ εξελίσσεται σε μια συναισθηματική οντότητα και όλα αυτά πρέπει να αποδοθούν από την ερμηνεία της Σκάρλετ.» Η ιδέα της ταινίας «Δικός της» απασχολούσε τον Τζόνζι επί χρόνια. «Το έναυσμα δόθηκε από ένα άρθρο που είδα στο διαδίκτυο πριν 10 χρόνια, σε εφαρμογή ανταλλαγής άμεσων μηνυμάτων με μία τεχνητή νοημοσύνη. Μπήκα και πάτησα ‘Γεια’ και μου απάντησε ‘Γεια’. ‘Τι κάνεις;’ ‘Καλά. Εσύ;’ Ανταλλάξαμε μερικά μηνύματα και τότε μου ‘ρθε. ‘Μιλάω σ’ αυτό το πράγμα, αυτό το πράγμα με ακούει’ και πολύ σύντομα η ψευδαίσθηση διαλύθηκε και ήξερα ότι παπαγάλιζε αυτό που είχε ακούσει και δεν ήταν νοήμον, ήταν απλά ένα έξυπνο πρόγραμμα. Αλλά η αρχική ιδέα υπήρχε. Τελικά σκέφτηκα την ιδέα ενός άνδρα που έχει σχέση με μια τέτοια οντότητα, αλλά με πλήρη συνείδηση και τι θα μπορούσε να συμβεί, και χρησιμοποίησα όλο αυτό για να φανταστώ μια αισθηματική ιστορία.» «Υπάρχουν πολλές ιδέες εδώ για την τεχνολογία και τον κόσμο που ζούμε, την απομόνωση αλλά και τις επαφές που μας δημιουργεί και το πώς αλλάζουμε ως κοινωνία,» λέει ο Τζόνζι. «Αλλά στη διάρκεια της συγγραφής, πάντα κατέληγα να αφήνω αυτά τα θέματα στο παρασκήνιο. Η κύρια ιδέα πάντα παίρνει μια αθέατη θέαση στη σχέση ανάμεσα στο Θίοντορ και τη Σαμάνθα. Κάθε σκηνή βασίζεται στην πραγματικότητά τους ως ζευγάρι. Θέλαμε να τη δούμε σαν μια σχέση ανάμεσα σε δύο άτομα και μέσω αυτών να πλάσουμε μια ιστορία που έψαχνε στην αγάπη και στις σχέσεις όσο πολύπλοκα και από όσες πλευρές ήταν δυνατόν. «Ήθελα να αγγίξω κάποιες ανάγκες και φοβίες, τις επικρίσεις και τις προσδοκίες που κουβαλάμε σε μία σχέση, όσα δε θέλουμε να παραδεχτούμε, ή όσα υποκρινόμαστε ότι δεν έχουμε ανάγκη, ενώ τα έχουμε ανάγκη, τους τρόπους με τους επικοινωνεί ο ένας με τον άλλον ή προσπαθεί να επικοινωνήσει και αποτυγχάνει. Αυτά που θέλουμε να γνωστοποιήσουμε, αλλά συνάμα, φοβούμαστε να τα κάνουμε γνωστά.» «Η Σαμάνθα δημιουργήθηκε να εξελίσσεται. Και όταν μπαίνει σε εφαρμογή, όπως όλοι κάποτε μπαίνουμε σε εφαρμογή, δεν υπάρχει όριο στο πού μπορεί οδηγηθούμε και ποιοι θα γίνουμε. Αν ερωτευτείς κάποιον, παίρνεις αυτό το ρίσκο.» ΘΙΟΝΤΟΡ: Είναι τόσο όμορφο το συναίσθημα να μοιράζεσαι τη ζωή σου με κάποιον. ΣΑΜΑΝΘΑ: Πώς μοιράζεσαι τη ζωή σου με κάποιον; Η πρόκληση ήταν στην παρουσίαση μιας ιστορίας αγάπης όταν το κοινό μπορεί να δει μόνο τον έναν εκ των δύο εραστών. «Μόνο ένας τρόπος υπήρχε να δουλέψει, και εξαρτιόταν εξολοκλήρου από τον Χοακίν και τη Σκάρλετ. Χάρη στις ερμηνείες τους, αυτή η επαφή και η αγάπη ανάμεσα στον Θίοντορ και τη Σαμάνθα μπόρεσαν να αγγίξουν το κοινό», λέει ο Τζόνζι. «Το να έχεις την κάμερα να χαλαρώνει πάνω στο πρόσωπο του Χοακίν και να τον παρακολουθείς να αφουγκράζεται τη Σαμάνθα και να καταλαβαίνεις την αγάπη του για εκείνην στην έκφρασή του, για μένα, αυτό ήταν από τις ενδιαφέρουσες πτυχές της ταινίας», συνεχίζει ο σκηνοθέτης. «Δε δείχνει μόνο πώς αισθάνεται ο χαρακτήρας που υποδύεται, αλλά βοηθά στην ενσάρκωσή της μέσα από την ανταπόκρισή του για εκείνη.» «Δεν το χειριστήκαμε ποτέ ως κάτι άλλο παρά μόνο ως μια αληθινή σχέση,» προσθέτει ο Φοίνιξ. Εξίσου ζωτικό είναι και ο τρόπος με τον οποίο η Γιόχανσον εκφράζει την ολοένα και μεγαλύτερη αυτογνωσία της Σαμάνθα απλά και μόνο μέσα από έναν φωνητικό χαρακτηρισμό ο οποίος αρχίζει απλά και καταλήγει να περιλαμβάνει ένα πλούσιο κρυφό κόσμο συναισθημάτων: χαρά, ελπίδα, κατανόηση, εμπιστοσύνη, ζήλεια, αμφιβολία, ανησυχία, φόβο. Για τη Γιόνχανσον, «Υπήρχε μία εξαιρετική αίσθηση ελευθερίας στο να σου δίνεται η δυνατότητα να δημιουργήσεις μια προσωπικότητα χωρίς τα όρια ή τις προσδοκίες οτιδήποτε φυσικού. Ήταν απελευθερωτικό». Επεξεργάζοντας ταυτόχρονα το ειδύλλιό του για τη Σαμάνθα, η ταινία ρίχνει επίσης μια ματιά στις συνέπειες από το γάμο του Θίοντορ με την Κάθριν, μια επιτυχημένη νευροεπιστήμονα, την οποία υποδύεται η Ρούνεϊ Μάρα. «Ο Σπάικ αρχικά θεώρησε ότι ίσως ήμουν πολύ νέα για τον ρόλο τής Κάθριν αλλά το κυνήγησα πολύ», θυμάται η Μάρα. «Είναι τόσο πολύ δυνατή ταινία. Εγείρει πολλά ενδιαφέροντα ερωτηματικά, όχι μόνο για τις σχέσεις αλλά και για το ποιοι είμαστε και πώς αλληλεπιδρούμε μεταξύ μας. Τη λάτρεψα και ήθελα πολύ να παίξω σ’ αυτή την ταινία.» Στο μεταξύ, μια άλλη γυναίκα στη ζωή τού Θίοντορ, η καλύτερή του φίλη Έιμι, που υποδύεται η Έιμι Άνταμς, εμφανίζεται σε μια παράλληλη τροχιά, καθώς αντιμετωπίζει τη λήξη του δικού της γάμου, αν και οι περιστάσεις διαφέρουν. «Η κινηματογραφική Έιμι έφτασε σε ένα σημείο στον γάμο της όπου πάσχιζε να πλάσει έναν άλλον χαρακτήρα και να μην είναι ο εαυτός της, και αυτό της προκαλούσε μεγάλο άγχος», εξηγεί η Άνταμς. «Θεωρώ πως όταν κάνεις κάτι τέτοιο, δεν μπορείς να εξελιχθείς, ούτε συναισθηματικά ούτε διανοητικά. Το κοινό σημείο τής Έιμι και του Θίοντορ είναι ότι και οι δύο προσπαθούσαν να κάνουν κάτι το οποίο δεν προχωρούσε.» «Ο Σπάικ ενδιαφέρεται για τους ανθρώπους και τον αφορά η γυναικεία άποψη και το τι είναι αυτό που οδηγεί τις γυναίκες συναισθηματικά, οπότε πλάθεις χαρακτήρες όπως η Έμι, η Κάθριν και η Σαμάνθα», εξηγεί η Άνταμς. «Ξόδεψε πολύ χρόνο και ενέργεια βοηθώντας μας να κατανοήσουμε αυτές τις γυναίκες και την επαφή τους με τον Θίοντορ. Πιστεύω ότι όλοι θα βρουν κάτι σε αυτούς τους χαρακτήρες το οποίο αντανακλά στους ίδιους και στο πώς χειρίζονται τις δικές τους σχέσεις.» Τους βασικούς ρόλους πλαισιώνουν η Ολίβια Γουάιλντ, η οποία πρωταγωνιστεί ως υποσχόμενο αλλά απρόβλεπτο τυφλό ραντεβού για τον Θίοντορ σε μια εξαιρετικά ζωντανή σκηνή. Επιφανειακά, αυτή η κοπέλα διαθέτει όλο το πακέτο: πανέμορφη, έξυπνη, επιτυχημένη και άψογη ερωτικά, αλλά εσωτερικά είναι μια άλλη ιστορία. «Τα έχει όλα κι όμως είναι κατεστραμμένη», λέει η Γουάιλντ. «Έχει φοβίες, φοβία για το βιολογικό ρολόι της, φοβία για τις αποτυχίες της και για το πού βαδίζει. Έχει το ίδιο κοινό με τον Θίοντορ και θέλει απελπισμένα να το γεμίσει. Με τόσο μεγάλο φορτίο, κάνει μια ενδιαφέρουσα αντίθεση με τη Σαμάνθα, η οποία δεν κουβαλά κανένα φορτίο.» Η Γουάιλντ σκόπιμα δε συναντήθηκε με τον Φοίνιξ πριν τη σκηνή τους. «Ο Σπάικ ήθελε να είμαστε χώρια μέχρι εκείνη τη στιγμή για να διατηρήσουμε την αγχωμένη ενέργεια του τυφλού ραντεβού, οπότε ήταν σαν να μπαίνουμε στο πετσί, κάτι το οποίο ήταν συγκινητικό, και ευχάριστο για έναν ηθοποιό», μας εξηγεί. Στο καστ περιλαμβάνονται ακόμα οι: Κρις Πρατ ως ο καλός συνάδελφος Πολ, ο οποίος προσκαλεί τον Θίοντορ και τη Σαμάνθα να συνοδεύσουν εκείνον και τη -με σάρκα και οστά- φιλενάδα του σε ένα διπλό ραντεβού και δεν τον απασχολεί καθόλου όταν πληροφορείται ότι η Σαμάνθα είναι λειτουργικό σύστημα και τον Ματ Λέτσερ ως τον δογματικό Τσαρλς, σύζυγο της Έιμι.

Back Home Up Next