Sweet Sixteen. Βρετανία/Γερμανία/Ισπανία. 2002. Σκηνοθεσία: Κεν Λόουτς. Σενάριο: Πολ Λάβερτι. Ηθοποιοί: Μάρτιν Κόμπστον, Ανμαρί Φούλτον, Γουίλιαμ Ρούαν, Μισέλ Αμπερκρόμπι, Μισέλ Κούλτερ, Γκάρι ΜακΚόρμακ. 106 λεπτά. Ενας 15χρονος άνεργος νεαρός προσπαθεί να ξεφύγει από το στενό, προκαθορισμένο πλαίσιο μιας ασφυκτικής κοινωνίας, σε μια συγκλονιστική κωμικοτραγική ταινία δοσμένη με δύναμη, ειλικρίνεια και χιούμορ. Στη Σκωτία, σε μια μικρή πόλη της όπου κυριαρχεί η ανεργία, στρέφεται για μια ακόμη φορά ο Κεν Λόουτς για την ιστορία της ταινίας του «Γλυκά δεκάξι». Ηρωας ένα 15χρονο αγόρι, ο Λίαμ (ένας εξαιρετικός Μάρτιν Κόμπστον), χωρίς πατέρα, που η μητέρα του βρίσκεται στη φυλακή, ο οποίος έχει αποφασίσει, τη μέρα των 16 του γενεθλίων, όταν αυτή θ' αποφυλακιστεί, να της προσφέρει ένα τροχόσπιτο για να ζήσουν εκεί μαζί. Γι' αυτό προσπαθεί να βρει τρόπους να κερδίσει, όσο πιο γρήγορα, τα απαιτούμενα χρήματα, μ' αποτέλεσμα να μπλέξει στη διακίνηση ναρκωτικών και το έγκλημα... Υπάρχει ο κίνδυνος ορισμένοι να θεωρήσουν τη νέα αυτή ταινία του Κεν Λόουτς «ένα από τα ίδια» μια και ο Βρετανός σκηνοθέτης εξακολουθεί με το ίδιο πείσμα αλλά και την ίδια ειλικρίνεια να καταπιάνεται με τα «κακώς έχοντα» της βρετανικής κοινωνίας. Ομως πρόκειται για μια το ίδιο συναρπαστική, κωμικοτραγική ταινία που με δύναμη, φρεσκάδα, τόλμη αλλά και χιούμορ, καταπιάνεται με τα προβλήματα και τα αδιέξοδα τμήματος της σύγχρονης βρετανικής νεολαίας. Το θέμα της ανεργίας φέρνει στο νου την άλλη θαυμάσια ταινία του, «Το όνομά μου είναι Τζο» (και πάλι σενάριο του Λάβερτι), ενώ τα διάφορα οικογενειακά και άλλα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο μικρός Λίαμ φέρνουν στο νου εκείνα στο «Κες» (1969), μια από τις πρώτες ταινίες του Λόουτς. Ο Λίαμ είναι ένας από τους χιλιάδες άνεργους νέους που προσπαθούν απελπισμένα να ξεφύγουν από το στενό πλαίσιο που τους έχει καθορίσει η κοινωνία γύρω τους, χωρίς όμως να τα καταφέρουν. Ο Λόουτς αποφεύγει τον ψεύτικο ρομαντισμό ή τις γλυκερές λύσεις που δίνει μια ταινία όπως ο «Μπίλι Ελιοτ». Η ταινία του είναι πέρα για πέρα ρεαλιστική, σκληρή θα έλεγα, στην καταγραφή της ζοφερής ζωής ανθρώπων χωρίς καμιά διέξοδο, θυμίζοντας το ρεαλισμό ενός Ντίκενς ή ενός Ζολά στη λογοτεχνία. Καταγραφή όμως από την οποία δεν λείπουν η τρυφερότητα για τους ήρωές του αλλά κι ένα αναγκαίο χιούμορ, χιούμορ βαθιά ανθρώπινο, που αν από τη μια λυτρώνει τους ήρωες από το άγχος της καθημερινής ζωής, από την άλλη τονίζει ακόμη περισσότερο την τραγική, παγιδευμένη σε μια απάνθρωπη, καπιταλιστική κοινωνία. Καθοδηγώντας με μαεστρία τους νέους, ερασιτέχνες ηθοποιούς του, με τις ρίζες του πάντα βαθιά στον αγγλικό ρεαλισμό του «φρι σίνεμα» και μια έμπνευση που αντλεί από τον ιταλικό νεορεαλισμό, ο Λόουτς μάς δίνει μια από τις πιο συγκλονιστικές, βαθιά ανθρώπινες ταινίες του.
Γυμνός ανάμεσα σε λύκους Οι Κάννες μετακόμισαν στην Αθήνα, ο ρεαλισμός στην Ευρώπη, ο Κεν Λόουτς στον παλιό καλό εαυτό του και η εργατική τάξη στον... Παράδεισο! Όταν για πρώτη φορά είδα το «Sweet sixteen» (Γλυκά δεκάξι), το εκτίμησα και το... προσπέρασα, αλλά με τη δεύτερη το απόλαυσα. Σε τέτοιο σημείο, που μ' έκανε να πιστέψω πως μαζί με τον «Ανθρωπο χωρίς παρελθόν» και τον «Ακήρυκτο πόλεμο» είναι μέσα στις τρεις μεγάλες παρουσίες της φετινής χρονιάς. Η τελευταία δημιουργία του Κεν Λόουτς - του πιο συνεπούς στρατευμένου καλλιτέχνη με την παροιμιώδη βρετανική και εντελώς αληθινή ευγένεια - είναι συγχρόνως η πιο φίνα και η πιο βαθιά τομή στο «σώμα» της σημερινής, εργατικής και περιθωριακής νεολαίας. Ίσως το πιο αυθεντικό πορτρέτο ενός πιτσιρικά ταγμένου, κυτταρικά, να σηκώσει τη σημαία της εξέγερσης, αλλά που σταδιακά καταλήγει στην... αγκαλιά του εγκλήματος και της παρανομίας. Ο Πάσσαρης θα πείτε. Μπορεί! Χωρίς ίχνος διδακτικής ρητορείας, σχηματικού «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» και χωρίς δράμι μελοδράματος, ξεδιπλώνονται μπροστά μας όλα τα δεδομένα, όλες οι συνθήκες και όλα τα δρώμενα που μεταμορφώνουν το πιο χαρισματικό πλάσμα του κόσμου - το κάθε χαρισματικό πλάσμα αυτού του πλανήτη - σε κοινό εγκληματία. Με άλλα λόγια ο Κεν Λόουτς επιμένει μαρξιστικά. Η αντικειμενική πραγματικότητα είναι εκείνη που διαμορφώνει τη συνείδηση και όχι η συνείδηση την πραγματικότητα. Η μεγαλύτερη σφαλιάρα στη φόρμουλα του εύπεπτου χολιγουντιανού μελοδράματος. Και τα δεδομένα για τον 16χρονο Λίαμ είναι... hell! Απών και «άγνωστος» ο πατέρας, στη φυλακή για ναρκωτικά η μάνα, βαποράκι ο πατριός. Ούτε σχολείο, ούτε οικογενειακή στέγη, ούτε προστασία, ούτε κοινωνική φροντίδα. Γυμνός ανάμεσα σε λύκους. Το μόνο πράγμα που επιθυμεί, η μόνη εικόνα που στοιχειώνει τα όνειρά του, ο μοναδικός αγώνας της ζωής του, ο αποκλειστικός πόθος που κατοικεί στην ψυχή του είναι να τα ξαναφτιάξει όλα από την αρχή. Ποιος; Ένα εγκαταλειμμένο, απροστάτευτο νιάνιαρο που μόλις πλησιάζει τα δεκάξι. Αυτό το μειράκιο, ένα πλάσμα της μισής χαψιάς. Ένα τίποτα, ένα σκουπίδι. Και το επιχειρεί, και το καταφέρνει και σχεδόν το ολοκληρώνει. Όμως κάθε προσπάθεια, κάθε γροθιά που δίνει και κάθε ψυχικό απόθεμα που επενδύει σ' αυτό το οικογενειακό και μικροαστικό όνειρο, καταλήγουν στον αέρα. Για να εξασφαλίσει μια στέγη της προκοπής πρέπει να περάσει από τον πάγκο της τοπικής μαφίας. Για να συγκολλήσει τα διαλυμένα κομμάτια της οικογένειας πρέπει να απαλλαγεί από τον νταβατζή της μάνας του. Και για να γεμίσει τις τσέπες του με όσα λεφτά του χρειάζονται, πρέπει να προδώσει τον καλύτερό του φίλο. Από εδώ και κάτω αρχίζει η κατρακύλα. Το αυτονόητο - κάθε παιδιού μιας τόσο μεγάλης και πλούσιας κοινωνίας όπως της Μ. Βρετανίας - είναι γολγοθάς. Το μίνιμουμ μάξιμουμ και το φυσικό αφύσικο. Το τίμημα που πληρώνει ο Λίαμ γι' αυτό το όνειρο είναι τόσο βαρύ, όπως είναι η απώλεια των καλύτερων παλικαριών μιας χώρας σ' έναν παράλογο και αναίτιο πόλεμο. Το νόημά του, το συμπυκνώνει στο τέλος μια φράση τριών λέξεων της αδελφής του: What a waste. Που ελευθέρως σημαίνει: Λίαμ, ξόδεψες τον εαυτό σου για πύργους κτισμένους στην άμμο. Ο «χάρτης» που μας οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην ψυχή αυτού του πλάσματος και που μας ανοίγει όλες τις πόρτες, όλα τα παράθυρα και όλες τις χαραμάδες αυτής της αδυσώπητης κοινωνίας, είναι το σενάριο του Πολ Λάβερτι. Μάθημα απλής γραφής, μιας τόσο σύνθετης πραγματικότητας. Με την εξής αντίστιξη. Ο φακός του Κεν Λόους είναι ο... Λίαμ. Και ο Λίαμ είναι ο προβολέας. Δηλαδή το υποκείμενο (ο Λίαμ) είναι ταυτοχρόνως πομπός και δέκτης. Καταγράφει ως φακός και φωτίζει τον περιβάλλοντα χώρο ως προβολέας. Μάθημα διαλεκτικής προερχόμενο από τη δεξαμενή του θρυλικού αγγλικού ρεαλισμού και από την παράδοση του αγγλικού ντοκιμαντέρ. Αν τώρα σε όλα αυτά συμψηφίσουμε τη σωματική ταύτιση όλων των ηθοποιών και ιδιαιτέρως του 17χρονου ερασιτέχνη Μάρτιν Κόμπστον με τους χαρακτήρες αυτών των περιθωριακών ερειπίων, τότε έχουμε μπροστά μας ένα μοναδικό βίωμα ενοχών και αυτογνωσίας! |