Πατέρας και γιος Odets i sin. Ρωσία-Γερμανία-Γαλλία-Δανία, 2003. Σκηνοθεσία: Αλεξάντερ Σοκούροφ. Σενάριο: Σεργκέι Ποτεπάλοφ. Ηθοποιοί: Αντρέι Σετίνιν, Αλεξέι Νεϊμίσεφ. 84 λεπτά. Η σχέση ανάμεσα στον πατέρα και το γιο και η κρίση που τελικά δημιουργείται σε μια εικαστικά λαμπρή ταινία, παραβολή γύρω από τις ανθρώπινες σχέσεις και τις ηθικές αξίες της ζωής. Μπορεί η νέα ταινία του Ρώσου σκηνοθέτη Αλεξάντερ Σοκούροφ «Πατέρας και γιος» να είναι το δεύτερο μέρος μιας τριλογίας που άρχισε με το «Μητέρα και γιος», η αντιμετώπιση όμως είναι εντελώς διαφορετική, αν και το ίδιο συναρπαστική, με την πρώτη ταινία. Η ταινία παρουσιάζει τη σχέση ανάμεσα σ' έναν πατέρα, πρώην στρατιωτικό, και τον έφηβο γιο του, που μόλις έχει καταταχθεί στο στρατό. Με τη μητέρα να έχει πεθάνει νέα και το γιο να θυμίζει έντονα στον πατέρα τη γυναίκα του, οι δυο τους ζουν μόνοι σε μια σοφίτα, παίζοντας συχνά ποδόσφαιρο στη σκεπή, με θέα τη θάλασσα. Δυο άτομα απομονωμένα σ' ένα διαχρονικό χώρο, κάπου ανάμεσα στη γη και τον ουρανό (η ταινία περιέχει αρκετά χριστιανικά σύμβολα), όπου κάποια στιγμή δημιουργείται η κρίση, όταν ο γιος αποφασίζει να εγκαταλείψει τον πατέρα για να ζήσει μόνος και ανεξάρτητος. Γύρω τους υπάρχουν και μερικά δευτερεύοντα πρόσωπα: δυο νεαροί, ο ένας φίλος του γιου, ο άλλος γείτονας, καθώς και μια ζηλότυπη κοπέλα με την οποία ο γιος έχει μια σχέση, αν και εκείνη κάποια στιγμή τον εγκαταλείπει για ένα μεγαλύτερο άντρα. Εκείνο που ενδιαφέρει τον Σοκούροφ είναι η σχέση ανάμεσα στον πατέρα και το γιο. Σχέση που έχει ταυτόχρονα κάτι το θρησκευτικό, με τους δυο τους να ζουν ένα παραμυθένιο, μυθικό, σχεδόν βιβλικό «δεσμό» που τα περιέχει όλα: την αγάπη του πατέρα και της μητέρας, την αδερφική φιλία, ακόμη και τον αισθησιασμό κι έναν υποβόσκοντα ερωτισμό που τονίζεται από τα πρώτα κιόλας πλάνα, με τις «ερωτικές» φωνές που ακούγονται σε μαύρο πλάνο και που μας αποκαλύπτουν τα γυμνά κορμιά του πατέρα και του γιου, με τον πατέρα να προσπαθεί να συνεφέρει το γιο από κάποιον τρομερό εφιάλτη - ο ίδιος ο Σοκούροφ σε συνέντευξη που μου έδωσε αρνήθηκε τον όποιο ερωτισμό θεωρώντας ότι είναι καθαρά σχέση αγάπης ανάμεσα σε πατέρα-γιο. Ερμητικός σκηνοθέτης, συνεχιστής ενός ρώσικου κινηματογράφου που ξεκίνησε με σκηνοθέτες όπως ο Ταρκόφσκι και ο Παραντζάνοφ, ο Σοκούροφ δίνει ξεχωριστή σημασία στη σύνθεση των εικόνων αλλά και το ρυθμό -εσωτερικό και εξωτερικό- της κάθε ταινίας του. Η κάμερά του (η εξαιρετική φωτογραφία είναι του Αλεξάντερ Μπούροφ) κινείται αθόρυβα, με μαεστρία, ανάμεσα στους χώρους, πάνω στα πρόσωπα και τα κορμιά των πρωταγωνιστών του, δημιουργώντας εικόνες εικαστικά εκπληκτικές, με χρώματα φωτεινά, ιμπρεσιονιστικά, που φέρνουν στο νου ζωγραφικούς πίνακες - ο Σοκούροφ αναφέρει ως έμπνευση τον Αγγλο τοπιογράφο Τέρνερ. Χρώματα έντονα, μεσογειακά (μέρος της ταινίας γυρίστηκε στη Λισαβόνα) που δίνουν στους χώρους μίαν άλλη υπόσταση, όπως ακριβώς και στο «Μάνα και γιος». Με τη σχέση ανάμεσα στα δυο πρόσωπα να αποκτά σταδιακά μιαν ομορφιά και μια ηθική αξία που σπάνια συναντάμε στο σύγχρονο κινηματογράφο. Η ταινία είναι πάνω απ' όλα μια παραβολή, παραβολή για τις ανθρώπινες σχέσεις, την αγάπη για τη ζωή, την κάθε στιγμή της, αλλά κι ένας ύμνος στον άνθρωπο και την υπαρξιακή αγωνία του. Ο Σοκούροφ με τον... Πούτιν Ουδεμία σχέση - εξωτερικά - με την πολιτική. Έτσι όμως και την ξεφλουδίσεις, πέφτεις πάνω στον Πούτιν. H τελευταία, η πιο αφηγηματική ταινία του Αλεξάντρ Σοκούροφ, «Πατέρας και γιος», μοιάζει με ξυπνητήρι της ρωσικής αρκούδας. Ο πατέρας στρατιωτικός, ο γιος υποψήφιος για τον Στρατό. Ο πατέρας νέος, ο γιος ακόμα πιο μικρός. Μόνοι κάτω από την ίδια στέγη. Αυτοκόλλητα δεμένοι σαν εραστές. Σάρκα εκ της σαρκός. Ο ένας από τον άλλον. Σε μια σοφίτα κοντά στον ουρανό. Συμβιώνουν σαν Σπαρτιάτες πριν από την τελευταία, την πιο κρίσιμη μάχη. Παλεύουν για να ασκηθούν και ισορροπούν χωρίς φόβο στην άκρη μιας σανίδας, ξεπερνώντας τον ίλιγγο και το απόλυτο κενό. Αν και λυρική, είναι εντελώς πολιτική. Αν και σεναριακά τρυφερή, στην πραγματικότητα είναι εντελώς επιθετική. Για να δηλώσει ο Σοκούροφ την επιθυμία της επιστροφής στη μεγάλη Ρωσία (με σημερινούς, καπιταλιστικούς όρους) καταφεύγει στο παρελθόν. Οι χρωματικές αποχρώσεις παραπέμπουν στη νοσταλγία και τις παλιές φωτογραφίες. Το ντεκόρ θυμίζει Μόσχα του '60 και οι δύο ήρωες μοιάζουν με ηθοποιούς της μεταπολεμικής σοβιετικής κινηματογραφίας. H Ρωσία χωρίς τον Στάλιν, το σινεμά χωρίς τις ντιρεκτίβες του Ζντάνοφ και οι Ρώσοι χωρίς τον αμερικανικό φόβο. Ο κόσμος είναι δικός τους! Ταυτόχρονα, όμως, ο θεατής προσλαμβάνει εικόνες από ένα σπάνιο ραντεβού. H εικαστική ποίηση του Ταρκόφσκι με τον ψίθυρο του Τσέχωφ σε διαρκή συνουσία. Αυτός ο τελευταίος επίγονος της ρωσικής λυρικής σχολής καταστρέφει ολοσχερώς τη σεναριακή αφηγηματικότητα του κινηματογράφου (δηλαδή γυρνάει την πλάτη του στο Χόλιγουντ) και αναδεικνύει τη λεπτομέρεια, τη σιωπή, τους νεκρούς χρόνους και το περιττό σε κυρίαρχο, απόλυτο γεγονός. Με απλά λόγια, ο Σοκούροφ συλλέγει, καθαρίζει, επεξεργάζεται, ανασυνθέτει και αναδεικνύει σε μέγιστη, εικαστική αξία αυτό που οι άλλοι πετάνε στα σκουπίδια. Αυτή άλλωστε είναι η προσφορά του στην κινηματογραφική μαγεία. |