Το τόξο Hwal/The Bow. Νότια Κορέα, 2005. Σκηνοθεσία-σενάριο: Κιμ Κι-Ντουκ. Ηθοποιοί: Τζέον Σουνγκ-Χουάν, Χαν Γέο-Ρέουμ, Σέο Τζι-Σέοκ. 90 λεπτά. Ο παθολογικός έρωτας ενός εξηντάρη για ένα 16χρονο κορίτσι σε μια ακίνητη στον ωκεανό βάρκα, σε μια ελεγειακή, εικαστικά έξοχη, ταινία. Με τον παράξενο, παθολογικό έρωτα ενός ηλικιωμένου άντρα για ένα ανήλικο κορίτσι καταπιάνεται στη νέα του ταινία «Το τόξο» ο Νοτιοκορεάτης σκηνοθέτης Κιμ Κι-Ντουκ («Το νησί», «Ανοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας και... άνοιξη», «Το κορίτσι με το αγγελικό πρόσωπο»). Ο εξηντάρης πρωταγωνιστής και το 16χρονο κορίτσι, που έχει περιμαζέψει πριν από δέκα χρόνια, ζουν σ' ένα καΐκι, ακίνητο, στη μέση του ωκεανού, με τον άντρα να περιμένει υπομονετικά τη μέρα που εκείνη θα γίνει 17 χρόνων για να την παντρευτεί. Περιμένοντας, σημαδεύει, από ζήλια, με το τόξο του όσους άντρες έρχονται στη βάρκα του για να ψαρέψουν και προσπαθούν να τη φλερτάρουν. Ωσπου η κοπέλα ερωτεύεται έναν από τους νεαρούς που έρχονται στη βάρκα. Με μοναδικό φόντο την απέραντη θάλασσα, ο Κιμ Κι-Ντουκ καταγράφει με ένα ήρεμο, άνετο στιλ την ατμόσφαιρα που επικρατεί, με το γέρο να χρησιμοποιεί ένα μουσικό όργανο δικής του κατασκευής, άλλοτε παίζοντας μ' αυτό τελετουργική, ελεγειακή μουσική κι άλλοτε μετατρέποντάς το σε τόξο και απειλώντας μ' αυτό τους επίδοξους μνηστήρες. Το τόξο του χρησιμεύει ακόμη για να λέει την τύχη στους ψαράδες, σημαδεύοντας μ' αυτό το πορτρέτο του Βούδα, με μπροστά απ' αυτό, το κορίτσι, δεμένο σε μια κούνια να κινείται πέρα-δώθε. Ο Κι-Ντουκ κατάφερε να φτιάξει μια εικαστικά θαυμάσια ταινία, με σκηνές όμορφες, λυρικές, με χρώματα εξαίσια, με διάφορες ανατροπές στην αφήγηση κι ένα ρυθμό μουσικό (η μουσική, όπως και στις άλλες ταινίες του, παίζει σημαντικό ρόλο), αποσπώντας πολύ καλές ερμηνείες από τους δύο, αν και σιωπηλούς, πρωταγωνιστές του (ιδιαίτερα τον Τζέον Σουνγκ-Χουάν, που δίνει με εκπληκτική εσωτερικότητα τον ερωτευμένο, θλιμμένο γέροντα), οδηγώντας μας σ' ένα οπτικά λαμπρό, απρόσμενο φινάλε, όπου κυριαρχεί το στοιχείο του φανταστικού, που δυστυχώς δεν μπορώ ν' αποκαλύψω. Μια ταινία δοσμένη με την αρμονία και το ρυθμό μιας μουσικής σονάτας, που συναρπάζει, φτάνει ν' αφεθείτε στη γοητεία της. H διπλή Κορέα του Κιμ Κι Ντουκ Στην ίδια ταλάντευση του ίδιου εκκρεμούς μεταξύ μικρού, μεσαίου, μεγάλου και «Το τόξο» («The Bow») του Κορεάτη Κιμ Κι Ντουκ. Γνωστότερος από «Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας και... άνοιξη» αλλά, κατά την ταπεινή μου γνώμη, καταξιωμένος και μέγιστος από το περιφρονημένο «Samaritan girl». Το στόρι λιτό, αλληγορικό, αυστηρό, όπως περίπου στο «Νησί», όπου η σύγχρονη Κορέα κοιμάται, σιτίζεται, αφοδεύει, κάνει έρωτα, ψαρεύει, βασανίζει και δολοφονεί επιπλέοντας στα βρώμικα νερά ενός ποταμού πάνω σε μικροσκοπική νησίδα. H πιο ωμή ποίηση από συστάσεως 7ης Τέχνης! Στα ίδια νερά να λικνίζεται και το υπέργηρο σκαρί ψαροκάικου, με μοναδικούς επιβάτες έναν ηλικιωμένο, στρυφνό άντρα και μια ανήλικη παρθένα. Εκείνος την φροντίζει, την ταΐζει, την προστατεύει. Εκείνη απλώς μεγαλώνει. Ώσπου ο εξωτερικός σύγχρονος κόσμος καταφθάνει και ο γέρος, με τόξο και βέλη, τους εισβολείς κυνηγάει. Τι άραγε να θέλει; Το αλληγορικό επιμύθιο του «Τόξου» σχηματικό, αλλά στην ανάπτυξή του βίαιο σαν βέλος και ποιητικό σαν θρόισμα του αέρα. Δηλαδή ο διχασμός της κορεάτικης παράδοσης και κουλτούρας, όπως τουλάχιστον τον λαμβάνουμε από τις κινηματογραφικές επιδόσεις των νεώτερων σκηνοθετών. H κόρη αιχμάλωτη της παράδοσης, όπως η Κορέα. Όμως την ίδια στιγμή αυτή η παράδοση, αυτός ο βίαιος, αμίλητος «πατέρας», είναι ο μοναδικός πυλώνας ψυχικής υποστήριξης αυτής της παρθένας. Απότομος αλλά τρυφερός. Κατακτητικός αλλά υποχωρητικός. Το παλιό μέσα στο νέο. Έτσι πορευόμαστε, λέει ο Κιμ Κι Ντουκ. Πάνω σε σαπιοκάικο. Πριν βουλιάξει, πολλά πράγματα έχει να μας διδάξει. Καμιά αντίρρηση, αλλά από τη μικρή ποίηση του «Τόξου» προτιμώ τη μεγαλύτερη και πιο αιχμηρή της «Άνοιξης», τη βία και την ποίηση του «Samaritan girl» και τη νοσηρότητα του «Νησιού». Ζωγραφική εκεί, ιχνογραφία και σκίτσα εδώ. |