Η οδύσσεια του κυρίου Λαζαρέσκου Moartea Domnului Lazarescu. Ρουμανία, 2005. Σκηνοθεσία: Κρίστι Πούιου. Σενάριο: Πούιου & Ράζβαν Ραντουλέσκου. Ηθοποιοί: Ιον Φισκουτεάνου, Λουμίντα Γκεοργκίου, Γκάμπριελ Σπαχίου, Ντόρου Ανά. 153' Η ατέλειωτη, οδυνηρή πορεία ενός 63χρονου άντρα σ' αναζήτηση ιατρικής περίθαλψης, σ' ένα ασυνήθιστο, αν και συναρπαστικό, «ρόουντ μούβι». Ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη αυτή η έκπληξη από τη Ρουμανία, από τον σκηνοθέτη Κρίστι Πούιου, ενός 38χρονου ζωγράφου που στράφηκε στον κινηματογράφο -αυτή είναι η δεύτερη ταινία του- για να φτιάξει τη συγκινητική οδύσσεια ενός μοναχικού άντρα που η αδιαφορία των συνανθρώπων του τον οδηγεί στο θάνατο (ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας είναι «Ο θάνατος του κυρίου Λαζαρέσκου»). Ηταινία παρακολουθεί τον 63χρονο Ντάντε Λαζαρέσκου στην ατέλειωτη, νυχτερινή, δίωρη πορεία του, σ' ένα ασθενοφόρο, σ' αναζήτηση ιατρικής περίθαλψης, την οποία το ένα μετά το άλλο τα διάφορα νοσοκομεία για διάφορους λόγους του αρνούνται. Μια πορεία στην οποία ο Λαζαρέσκου συναντά, με μοναδική εξαίρεση τη νοσοκόμα που τον συνοδεύει, την αδιαφορία των γιατρών και των νοσοκόμων γύρω του, που επιλέγουν να στρέφονται σε ασήμαντα πράγματα αντί να ενδιαφερθούν σοβαρά για τους ασθενείς συνανθρώπους τους. Βραβευμένη στις Κάνες (προβλήθηκε στο «Ενα κάποιο βλέμμα») και αλλού, η ταινία είναι, όπως πολύ σωστά αναφέρει ο ίδιος ο σκηνοθέτης της, κάτι ανάμεσα στην ανθρώπινη συμπεριφορά που συναντάμε στις «Εξι ηθικές ιστορίες» του Ερίκ Ρομέρ και τη λεπτομέρεια στην κινηματογράφηση που συναντάμε στην αμερικανική τηλεοπτική σειρά «ER» (Emergency Room). Μόνο που σ' αυτά θα πρόσθετα και τον κινηματογράφο ενός Κασσαβέτη ή ενός Φρέντερικ Γουάιζμαν - φτάνει να θυμηθούμε το «Νοσοκομείο» του τελευταίου. Κι είναι αλήθεια με την επιμονή του ντοκιμαντερίστα που ο Πούιου εστιάζει την κάμερά του στα πρόσωπα, καταγράφοντας τις σχέσεις (ή πιο σωστά τις μη σχέσεις) ανάμεσα στον Ντάντε Λαζαρέσκου (η σύνδεση με τον Δάντη και τον Λάζαρο δεν είναι τυχαία) και τους ανθρώπους γύρω του, αλλά και την απάνθρωπη, χωρίς συμπόνια ή αγάπη για τον πλησίον της, κοινωνία. Ο Πούιου φτιάχνει μια ταινία όλο ανθρωπιά, που σε γεμίζει με συγκίνηση για τον τραγικό ήρωά της αλλά και οργή για την αδιαφορία των ανθρώπων γύρω του. Μια σημαντική για το ρουμανικό κινηματογράφο ταινία, που παρ' όλο που γνωρίζεις την έκβασή της την παρακολουθείς με αγωνία σ' όλη τη διάρκεια των 153 λεπτών της. Πεθαίνοντας ως χώρα! H πρώτη φορά που κατά την προβολή οποιασδήποτε ταινίας αισθάνθηκα συμπτώματα σωματικής αναταραχής. Στο πρώτο ημίωρο θερμομετρούσα το μέτωπό μου. Κάτι μεταξύ 38 και 40. Λες; Στο δεύτερο αισθάνθηκα πόνους στο στομάχι και την κοιλιά. Στο τέλος άρχισα να ανησυχώ. Μπας και είμαι βαριά άρρωστος κι εγώ; Δεν μου έχει ξανασυμβεί! Ο παμπόνηρος και ιδιοφυής Ρουμάνος Κρίστι Πουίου - πρωτοεμφανιζόμενος σε μεγάλου μήκους ταινία, με βραβείο Καννών - λειτουργεί σε διπλό ταμπλό. Προσέξτε και βάλτε με τον νου σας τι πρόκειται να σας συμβεί, στην περίπτωση κατά την οποία θελήσετε να συναντηθείτε με ένα μικρό διαμάντι που στη θέα του θα σας καταλάβει τέτοιος τρόμος, ώστε να πεταχτείτε στην έξοδο πριν καν αρχίσει το αληθινό μαρτύριο αυτού του δύσμοιρου 62χρονου κύριου Λαζαρέσκου Ντάντε (δηλαδή Λάζαρος - εξ ου «και Λάζαρε, Λάζαρε δεύρο έξω...» - και Δάντης, από την «Κόλαση» του Δάντη). Πρώτα απ' όλα τα πλάνα του είναι σφιχτά, όπως το οπτικό πεδίο που καλύπτει το βλέμμα ενός μάρτυρα εγκλήματος. Ο φακός είναι το μάτι, έτσι η οδύσσεια του ήρωα μεταφέρεται υπόγεια στα σπλάγχνα του θεατή. Επομένως, το φαντασιακό βίωμα του Λαζαρέσκου μετατρέπεται σε προσωπικό μαρτύριο του θεατή. Δεύτερο, ο χρόνος της δράσης είναι περίπου ρεαλιστικός. Κάτι λιγότερο από ένα 24ωρο. Έτσι η ρεαλιστική, χρονική πυκνότητα του πεισιθάνατου γεγονότος πολλαπλασιάζει το μαρτύριο του θεατή. Τρίτο, η τρομοκρατία του θεατή κορυφώνεται με τη ρεαλιστική, ωμή αφήγηση του περιστατικού, η οποία αφορά και περιλαμβάνει το σύνολο των επικοινωνιών και των σχέσεων των ατόμων μεταξύ τους, αλλά και με το κρατικό σύστημα υγείας. Και, τέταρτο, ενώ η ταινία περιγράφει ένα εφιαλτικό κατευόδιο στον Άδη, το βλέμμα του σκηνοθέτη - δηλαδή ο φακός - είναι τόσο «ζωντανός» όσο ενός επιθετικού Ινδιάνου που κόβει το... σκαλπ του Τζον Γουέιν! Προσέξτε τώρα την κλιμάκωση των περιστατικών: ο Λάζαρος Δάντης, λοιπόν. Μοναχικός κάτοικος ελάχιστων τετραγωνικών, κάπου (ας πούμε) στην Αχαρνών, χήρος, με αδελφή που μένει μακριά από αυτόν, με μια κόρη στον Καναδά και με τρεις γάτες για συντροφιά. Συμβαίνει και εν Ελλάδι. H πρώτη αντίδραση, αφού προηγουμένως τηλεφωνήσει στα επείγοντα περιστατικά, να χτυπήσει το κουδούνι του απέναντι διαμερίσματος, σε ένα ζευγάρι όπου η μεν σύζυγος δεν αφήνει τον άντρα της να συνοδεύσει τον ημιθανή μέχρι το νοσοκομείο, ο δε σύζυγος, μέχρι να καταφθάσει το ασθενοφόρο και για να είναι εντάξει με τη συνείδησή του περιποιείται τον γείτονα με διάφορα γιατροσόφια και υγιεινές τροφές. Τυπικό ενδιαφέρον, σχεδόν «άντε πήγαινε καλλιά σου, μας χαλάς το γουικέντ». Γελάτε; Κι όμως, το ίδιο συμβαίνει εδώ. Έτσι μάνι μάνι, στα πρώτα είκοσι λεπτά, ο Πουίου μπήγει το νυστέρι τόσο βαθιά στο αφασικό σώμα μιας αποξενωμένης κοινωνίας, όσο κανείς άλλος σκηνοθέτης που περιγράφει εσωστρεφείς ιστορίες μοναξιάς, απομόνωσης και μηδενικής επικοινωνίας. Ο λόγος είναι απλός: ο Πουίου περιστρέφεται ζωντανά γύρω από τον άξονα της κοινωνίας. Έχει συγκεκριμένο, ακραίο, αλλά συνηθισμένο περιστατικό. Οι Γάλλοι (ας πούμε) δηλώνουν προθέσεις αλλά πραγματώνουν ομφαλοσκοπήσεις. Με σάρκα δουλεύει ο Πουίου, με αέρα οι άλλοι. Κολοσσιαία διαφορά. Πάμε τώρα στο ΕΣΥ. H νοσοκόμα του ασθενοφόρου, αφού πρώτα ματαίως προσπαθήσει να βρει «ελεύθερο» νοσοκομείο και αφού στη συνέχεια με θερμομετρήσεις, πιεσομετρήσεις και θωπείες εξαντλήσει όλες τις αντοχές του Λάζαρου, στο τέλος αποφασίζει να ρισκάρει και να τον μεταφέρει στον Άγιο Σπυρίδωνα, δηλαδή στον Άγιο Σάββα. Από εδώ και κάτω σηκώνεται η κουρτίνα και αποκαλύπτεται γυμνό το ΕΣΥ. Είτε Ελλάδας είτε Ρουμανίας. Ο πρώτος μεγαλογιατρός αποκλείει κάθε πιθανότητα εισαγωγής και, σκυλοβρίζοντας τον Λάζαρο για τις αλκοολικές του συνήθειες, τον στέλνει από εκεί που ήρθε. Έχει τους λόγους του. Οι κλίνες των περιστατικών έχουν τιγκάρει από τραυματίες ενός πολύνεκρου δυστυχήματος της Εθνικής Αθηνών-Θεσσαλονίκης. Τι να κάνει η νοσοκόμα; Για να τον ξεφορτωθεί πρέπει κάποιο νοσοκομείο να τον δεχθεί, ώστε με βούλα και υπογραφή να ολοκληρώσει τα τυπικά της καθήκοντα και εκείνη να ελευθερωθεί. Έτσι, με τον Λάζαρο σε διαρκή εμετική κατάσταση και με φρικτό πονοκέφαλο, το ίδιο ασθενοφόρο καταλήγει σε Πανεπιστημιακή κλινική. Οι εξετάσεις που τελικά πραγματοποιούνται με ρουσφέτι από κάποιο πονόψυχο γιατρουδάκι, καταλήγουν στο συμπέρασμα πως τη βγάζει - δεν τη βγάζει τη νύχτα ο ασθενής. Όμως η εγχείρηση είναι επικίνδυνη, ο Λάζαρος είναι μόνος, επομένως κάποιος, δηλαδή ο ίδιος, δηλαδή το... πτώμα, πρέπει να υπογράψει υπεύθυνη δήλωση πως αυτός και μόνο αυτός φέρει αποκλειστική ευθύνη για το ενδεχόμενο ανανήψεώς του εις τους επτά ουρανούς. Μπορεί όμως να υπογράψει ένα πτώμα; Δεν μπορεί! Άρα - λέει ο μεγαλοχειρουργός, ο οποίος περνάει την ώρα του ψάχνοντας φορτιστή για το Nokia και φλερτάροντας τις νοσοκόμες - να μεταφέρετε το πτώμα σε τρίτο νοσοκομείο, στο μεσοδιάστημα το πτώμα να... πτωματοποιηθεί ώστε να μη χρειαστεί υπεύθυνη δήλωση και, επιτέλους, ο «νεκρός» να χειρουργηθεί. Φτου κι απ' την αρχή! Με το ίδιο ασθενοφόρο, λοιπόν, τον ίδιο οδηγό και την ίδια νοσοκόμα (το προλεταριάτο δηλαδή), το πτώμα καταλήγει ξημερώματα στον... Ευαγγελισμό. Εντελώς πτώμα. Ούτε μιλάει, ούτε κουνιέται, ούτε τίποτα. Τον ξυρίζουν, τον καθαρίζουν και με λευκό σάβανο τον καλύπτουν. Πότε θα χειρουργηθεί; Όταν θα υπάρξει αληθινό ΕΣΥ! H ζωντανή ιστορία ενός τόπου Ο Κρίστι Πουίου, σκηνοθέτης της ταινίας «H Οδύσσεια του κυρίου Λαζαρέσκου» Βάζω στοίχημα πως ήδη έχετε αποφασίσει να μη δρασκελίσετε το κατώφλι πτωμάτων. Δεν σας αδικώ. Αλλά επειδή έχω μάθει (κι έτσι πρέπει) πρωτίστως να κρίνω τις ταινίες με το υποδεκάμετρο της Τέχνης και ουχί με τις δογματικές μου αγκυλώσεις περί θεματικών - αγαπημένων σ' εμένα - ιστοριών, είμαι αναγκασμένος να παραδεχθώ τις εξαιρετικές, αφηγηματικές, ερμηνευτικές, σκηνοθετικές, σκηνογραφικές αρετές αυτού του τεράστιου επιτεύγματος. Και όχι μόνο για τους λόγους που ανέλυσα στην αρχή, αλλά κυρίως για άλλους, ακόμα πιο σοβαρούς. Ο Λαζαρέσκου, όπως περίπου η μισή λαϊκή Ελλάδα: ζωντανός και ταυτόχρονα «νεκρός». Πάνω στο δύσμορφο από τον χρόνο, τις κακουχίες, σώμα του είναι χαραγμένη η Ιστορία ενός τόπου. Αντί να φροντίσουν αυτό το σώμα-τόπο, το μαλάζουν. Αντί να το σεβαστούν, το χλευάζουν και το περιφρονούν. Αντί να το θεραπεύσουν, το κακοφορμίζουν. Αντί να τον χειρουργήσουν, τον ξυρίζουν. H ζωντανή Ιστορία ενός τόπου, αλέθεται από τους κρατικούς μηχανισμούς και μετατρέπεται σε τυμπανιαίο πτώμα. Απίστευτη αναγωγή. Το Άτομο, το Σύστημα, ο Θάνατος. Μια ολόκληρη χώρα σε ασθενοφόρο μέσα στη νύχτα να ψάχνει γιατρό. Κι όλα αυτά από έναν πονοκέφαλο. Μπροστά σ' αυτό το ατόφιο χρυσάφι, τα «Σταυροδρόμια της ψυχής» του διάσημου Μάρτιν Σκορσέζε με πρωταγωνιστή τον επίσης διάσημο Νίκολας Κέιτζ είναι, απλώς, οδοντόπαστα. Αποκαλύπτομαι! |