W.E. Ονειρο ζωής ή καπρίτσιο; Η Μαντόνα καταθέτει τη δεύτερή της μεγάλου μήκους ταινία της και μαζί της την υπόσχεση-απειλή ότι ήρθε για να μείνει. Θαυμάστε κουστούμια, σκηνικά και ... come on vogue! H Γουόλι, μια σύγχρονη Νεοϋορκέζα που έχει εγκαταλείψει την καριέρα της για τον εκ πρώτης όψεως ιδανικό σύζυγό της, βρίσκεται παγιδευμένη σε έναν γάμο του οποίου η φωτιά έχει σβήσει. Με αφορμή μία έκθεση προσωπικών αντικειμένων τους στο Σόθμπις θα βυθιστεί στην ιστορία της Αμερικανίδας Γουόλις Σίμσον - για τα μάτια της οποίας ο Εδουάρδος ο Ογδοος της Αγγλίας παραιτήθηκε από το βασιλικό θρόνο. Παθιασμένη με το απαράμιλλο ρομάντζο του «βασιλικού ζευγαριού», η Γουόλι θα παρασυρθεί στον κόσμο και τις επιλογές τους, και θα γνωρίσει έναν άντρα από το προσωπικό ασφαλείας, που κρύβει πολύ περισσότερη λεπτότητα απ' όσο το σκληρό παρουσιαστικό και η βάναυση ρώσικη προφορά των αγγλικών του, μπορεί να αποκαλύψει... Φανταστείτε ένα δραματικό «Τζούλι και Τζούλια», από έναν μάλλον άπειρο σκηνοθέτη που αγαπά την λάμψη της βασιλικής οικογένειας κι έχει δει πολλές φορές τις ταινίες του Γουόνγκ Καρ Βαι. Μόλις σχηματίσατε στο μυαλό σας μια πολύ καθαρή εικόνα του «W.E.» της Μαντόνα. Το καινούριο φιλμ της Μαντόνα κόστισε δεκαπέντε εκατομμύρια δολάρια, κι αν αυτό είναι κάτι που αξίζει να επαινέσεις, δείχνει σαν όλα, ως το τελευταίο σεντ να βρίσκονται στην οθόνη. Και μάλιστα από την τσέπη του material girl που επένδυσε προσωπικά όλα τα χρήματα για την παραγωγή Υπέροχα διαμερίσματα στο Μανχάταν, μεγαλοπρεπείς βρετανικές επαύλεις, θεαματικά εξοχικά στην Κυανή Ακτή ή την ιταλική Ριβιέρα, εντυπωσιακά κοστούμια, λεπτομερής αναπαράσταση της εποχής του βασιλιά Εντουαρντ του Ογδοου, που αποκήρυξε τον θρόνο για χάρη της Αμερικανίδας Γουόλις Σίμσον. Η ιστορίας τους βρισκόταν σε δεύτερο πλάνο στον «Λόγο του Βασιλιά», αλλά εδώ τα δυο βασιλικά αδέλφια αλλάζουν ρόλους σε κατι που ίσως και να είναι το πιο ενδιαφέρον πράγμα στην ταινία: το πως ο κινηματογράφος μεταφέρει την Ιστορία στην οθόνη, το πως η άποψη ενός σκηνοθέτη μπορεί, τουλάχιστον για το κοινό στην αίθουσα, να «αλλάξει την αλήθεια». Εδώ ο Μπέρτι ο ήρωας στην ταινία του Τομ Χούπερ, είναι στο έλεος του τραυλίσματος και της καταπιεστικής γυναίκας του, ενώ ο Εντουαρτ είναι ο δυναμικός βασιλιάς που τολμά να παραιτηθεί από τα πάντα για τον έρωτα. Ομως στο φιλμ της Μαντόνα, το ενδιαφέρον μοιράζεται ανάμεσα στο τότε και στο σήμερα, στον βασιλικό έρωτα και στην ιστορία της Γουόλι, μιας γυναίκας στη Νέα Υόρκη που έχει εγκαταλείψει την καριέρα της για τον εκ πρώτης όψεως ιδανικό σύζυγό της, σε έναν γάμο του οποίου η φωτιά έχει σβήσει. Παθιασμένη με την ιστορία του «βασιλικού ζευγαριού», θα παρασυρθεί στον κόσμο και τις επιλογές τους, με αφορμή μια έκθεση προσωπικών αντικειμένων τους στο Σόθμπις κι εκεί, θα γνωρίσει έναν άντρα από το προσωπικό ασφαλείας, που κρύβει πολύ περισσότερη λεπτότητα απ όσο το σκληρό παρουσιαστικό και η βάναυση ρώσικη προφορά των αγγλικών του, μπορεί να αποκαλύψει. Και είναι σαφές ότι βρίσκεσαι σε μια ταινία της Μαντόνα, στην χώρα της φαντασίας, όταν ο Ρώσος πρόσφυγας με τον μισθό του σεκιουριτά, όχι μόνο παίζει πιάνο, αλλά μπορεί να συντηρεί ένα τεράστιο, «ατημέλητο» αλλά αξιοζήλευτο loft στο Μανχάταν. ΟΚ, όχι στο Upper west Side, αλλά και πάλι... Βεβαίως το διαμέρισμα του ήρωα είναι το μικρότερο από τα προβλήματα του φιλμ, το οποίο αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, παρακολουθείται με ενδιαφέρον και δεν περιέχει παρά λίγες στιγμές που κάνουν τα μάτια σου να γυρίζουν στις κόγχες τους από απελπισία. Ακόμη και το ότι όλα μοιάζουν γνώριμα, κάπου ανάμεσα στον crowd pleasing καθωσπρεπισμό του «Λόγου του Βασιλιά» κι ένα spread μόδας της ιταλικής vogue, δεν ενοχλεί τόσο, όσο το πως το πράγμα ταλαντεύεται ανάμεσα στο γοητευτικό και το αφόρητα μπανάλ, καθώς και η προσπάθεια της Μαντόνα να κάνει τα πάντα ξεκάθαρα και προφανή, από τους τίτλους που αποσαφηνίζουν τον τόπο και τον χρόνο, ως τα άβολα δραματικά ξεσπάσματα, ή το απόλυτα τακτοποιημένο τέλος. Εν τέλει το W.E. Θα μπορούσε να είναι το φετινό αντίστοιχο του «Ενας Αντρας Μόνος», αν μόνο η σταρ σκηνοθέτης του είχε χωνέψει το ίδιο καλά τις κινηματογραφικές αναφορές της με τον Τομ Φορντ. Ή αν ήξερε να καθοδηγήσει τους ηθοποιούς της σε κάτι περισσότερο από φωτογενείς πόζες. Ή αν είχε μια αληθινή συναισθηματική εμπλοκή με την ιστορία και το πάθος να την αφηγηθεί σαν η ζωή της να εξαρτιόταν από αυτό... Λίγα λόγια για την παραγωγή "Δεν μπορείτε να διανοηθείτε πόσο δύσκολο είναι να βιώνεις τη διασημότερη ιστορία αγάπης του κόσμου." – Γουόλις Σίμπσον Η Μαντόνα που υπογράφει τόσο το σενάριο όσο και τη σκηνοθεσία της ταινίας, επεξεργαζόταν την ιδέα για το W.E. πάρα πολλά χρόνια. Ανέκαθεν θαύμαζε το διάσημο ζευγάρι, αλλά δεν ήθελε να γυρίσει μια ακόμα βιογραφική ταινία. Αντίθετα, ήθελε να αιχμαλωτίσει την ουσία αυτής της σχέσης και να δώσει τη δική της ερμηνεία για έναν από τους σπουδαιότερους έρωτες του 20ού αιώνα. Η ίδια λέει: «Η αλήθεια είναι κάτι το υποκειμενικό. Αυτά που καταθέτω μέσω της ταινίας για τον Δούκα και τη Δούκισσα είναι το προσωπικό μου συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα μετά την έρευνά μου. Ήθελα να δώσω μια πιο ολοκληρωμένη υπόσταση στην Γουόλις και να μην μείνω σε αυτά που είναι ήδη γνωστά για εκείνην. Γι’αυτό και δημιούργησα την Γουόλι, γιατί ακριβώς η ταινία έχρηζε μιας άλλης οπτικής γωνίας. Η Γουόλι χάνεται στο πέπλο του πιο σπουδαίου – κατά τη γνώμη της – έρωτα, για να ανακαλύψει ότι τελικά τίποτα δεν ήταν τέλειο, τίποτα δεν ήταν ρόδινο και ότι και οι δύο χρειάστηκε να κάνουν πάρα πολλές θυσίες. Και το ενδιαφέρον στην υπόθεση είναι ότι τελικά η Γουόλις ήταν αυτή που έκανε τις μεγαλύτερες,» εξηγεί η Μαντόνα. Η Μπέσι Γουόλις Γουόρφιλντ γεννήθηκε στην Πενσυλβανία το 1896. Μετά τον θάνατο του πατέρα της, λίγα χρόνια αργότερα, τόσο εκείνη όσο και η μητέρα της αφέθηκαν στο οικονομικό έλεος των συγγενών τους. Ο θείος της, ένας ευκατάστατος εργένης, ανέλαβε να καλύψει τα δίδακτρα για ένα από τα ακριβότερα παρθεναγωγεία του Μέριλαντ, όπου κατά τη φοίτησή της ανέπτυξε στενούς φιλικούς δεσμούς με κάποιες από τις πλουσιότερες κληρονόμους της Αμερικής. Πανέξυπνη, άριστη μαθήτρια και έχοντας από τότε κιόλας αίσθηση της εξωτερικής της εμφάνισης, εμφανιζόταν πάντα περιποιημένη και εξαιρετικά ευπρεπής. Η Μαντόνα σχολιάζει: «Είναι σημαντικό να καταλάβουμε τον κόσμο από τον οποίο προέρχεται η Γουόλις. Την εποχή που εκείνη ήταν νέα, οι γυναίκες είχαν μόνο μία επιλογή: τον γάμο. Και η αξία τους καθοριζόταν από το πόσο επιτυχημένος ήταν ο σύζυγός τους. Αν έκαναν έναν καλό γάμο, τότε θα ζούσαν μια καλή ζωή. Αν όχι, έπρεπε να βρουν έναν τρόπο να τα καταφέρουν. Μεγάλωσε χωρίς πατέρα. Η μητέρα της δούλευε ως μαγείρισσα. Πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και η ίδια έζησε πλάι σε πολλές εύπορες οικογένειες. Ως κόρη υπηρέτριας, μπορούσε να διακρίνει τις διαφορές ανάμεσα στους έχοντες και τους φτωχούς. Ευτυχώς, είχε έναν αρκετά εύπορο θείο, ο οποίος είχε τα μέσα ώστε να της εξασφαλίσει μια καλή μόρφωση, αλλά μεγάλωσε έχοντας την αίσθηση ότι είναι από τη λάθος πλευρά. Ήθελε μια καλύτερη ζωή για τον εαυτό της.» Το 1916, η Γουόλις γνωρίζει και παντρεύεται τον πρώτο της σύζυγο, Έρλ Γουίνφιλντ Σπένσερ Τζούνιορ («Γουίν»), έναν πιλότο της Αμερικανικής Πολεμικής Αεροπορίας, αλλά ο γάμος αυτός δεν έμελλε να είναι ευτυχισμένος. Ο Σπένσερ ήταν αλκοολικός και το 1920 το ζευγάρι βρισκόταν ήδη σε διάσταση. Το 1921 έκαναν μια δεύτερη προσπάθεια, αλλά το 1922 ο Γουίν παίρνει μετάθεση στην Άπω Ανατολή. Το 1924 η Γουόλις πηγαίνει στην Κίνα για να τον συναντήσει, αλλά αναγκάζεται να επιστρέψει στο Χονγκ Κονγκ λόγω ασθένειας. Το 1925, τόσο εκείνη όσο και ο Γουίν επιστρέφουν στις ΗΠΑ, αλλά αυτή τη φορά, το ρήγμα στη σχέση τους είναι ανεπανόρθωτο. Το διαζύγιό τους εκδίδεται το 1927. Πριν την οριστικοποίηση του διαζυγίου της, η Γουόλις είχε ήδη κάνει δεσμό με τον Έρνεστ Σίμπσον, διοικητικό στέλεχος σε ναυτιλιακή και απόστρατο αξιωματικό. Ο Έρνεστ είχε χωρίσει την πρώτη του σύζυγο για να παντρευτεί την Γουόλις το καλοκαίρι του 1928. Μετακόμισαν στο Λονδίνο, και οι χρυσές μέρες που έζησε η ναυτιλιακή εταιρεία του Σίμπσον τους επέτρεψε να κλείσουν ένα μεγάλο διαμέρισμα και να απολαύσουν μια διακεκριμένη κοινωνική ζωή. Ο Εδουάρδος, Πρίγκιπας της Ουαλίας, γνώρισε την Γουόλις τον Ιανουάριο του 1931, κατά τη διάρκεια ενός κυνηγετικού Σαββατοκύριακου. Ο Εδουάρδος είχε ήδη αποκτήσει τη φήμη του τολμηρού καρδιοκατακτητή. Παρά το γεγονός ότι είχε δεσμό με μια άλλη παντρεμένη, την Λαίδη Θέλμα Φέρνες, γοητεύτηκε παράφορα από την Γουόλις. Τον συνάρπασε αυτή η «σπίθα» που είχε στο βλέμμα της, αρετή σπάνια για την εποχή και ειδικά για γυναίκα που κινείτο στους βασιλικούς κύκλους. Για τον Εδουάρδο, αυτή η γυναίκα ήταν κάτι το μοναδικό, και όπως έλεγε χαρακτηριστικά «ήταν η πιο ανεξάρτητη γυναίκα που είχε γνωρίσει ποτέ». Οι συναντήσεις τους σε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις συνεχίστηκαν, και μέχρι το 1934, η Γουόλις είχε γίνει η ερωμένη του. Η Μαντόνα σχολιάζει: «Η Γουόλις θαύμαζε τον Εδουάρδο. Την είχε συνεπάρει η χλιδή που τον περιέβαλλε. Δεν νομίζω ότι πίστεψε ποτέ πως η σχέση τους θα εξελισσόταν σε κάτι περισσότερο από ένα επιπόλαιο φλερτ. Ο Εδουάρδος από την άλλη, απολάμβανε την ευθύτητα και την παντελή έλλειψη τυπικότητας από μέρους της. Προσπάθησα να αποτυπώσω την αίσθηση του χιούμορ που διέθετε καθώς και την παντελή θρασύτητά της που τον έπιανε εξ απήνης. Ήταν έξυπνη, αστεία και έφτιαχνε καταπληκτικό μαρτίνι.» Είτε το πίστευε η Γουόλις είτε όχι, ήταν εμφανές ότι ο Εδουάρδος, που είχε μακρά ιστορία στα φλερτ με παντρεμένες γυναίκες, αυτή τη σχέση την έβλεπε πολύ σοβαρά. Το ζευγάρι έκανε μαζί διακοπές, και παρόλο που οι διαζευγμένες εκείνη την εποχή δεν έχαιραν της εκτίμησης της Αυλής, ο Εδουάρδος σύστησε την Γουόλις στη μητέρα του, Βασίλισσα Μαρία. Ο πατέρας του, Βασιλιάς Γεώργιος Ε’, έγινε έξω φρενών, ενώ οι σύμβουλοι του πρίγκιπα άρχισαν να ανησυχούν μήπως άρχιζε να παραμελεί τα βασιλικά του καθήκοντα. Η Μαντόνα πιστεύει ότι η Γουόλις ήθελε να συμμετέχει περισσότερο στην καθημερινότητα του Εδουάρδου. «Την ενδιέφεραν πραγματικά οι ασχολίες του και τα καθήκοντά του, και νομίζω ότι ο Εδουάρδος απογοητεύτηκε αρκετά όταν συνειδητοποίησε ότι δεν θα του επέτρεπαν πλέον να κάνει και τόσα πράγματα. Το γεγονός ότι η Γουόλις ήταν η πρώτη γυναίκα που έδειξε ενδιαφέρον για τον κόσμο του, έκανε τον Εδουάρδο να την ερωτευτεί ακόμα περισσότερο. Εκ πρώτης όψεως, εκείνη φαντάζει ως μια γυναίκα που επιδιώκει τη χλιδή και τη δύναμη και εκείνος ως κάποιος που θέλει να κάνει μια επιπόλαιη περαστική σχέση με μία παντρεμένη. Και πράγματι, κάπως έτσι ξεκίνησε. Μετά όμως, εξελίχθηκε σε κάτι βαθύτερο. Του προσέφερε πολλά πράγμα που έλειπαν από τη ζωή του.» Τον Ιανουάριο του 1936, ο πατέρας του Εδουάρδου, ο Βασιλιάς Γεώργιος Ε’ πεθαίνει και ο Εδουάρδος ανεβαίνει στον θρόνο. Η σχέση του με την Γουόλις πλέον αποτελεί τεράστιο πρόβλημα. Εκείνη την εποχή (και μέχρι και το 2002), η Εκκλησία της Αγγλίας δεν επέτρεπε σε διαζευγμένους που οι πρώην σύζυγοί τους ήταν ακόμα εν ζωή να ξαναπαντρευτούν, και τόσο ο Γουίν Σπένσερ όσο και ο Έρνεστ Σίμπσον ήταν ολοζώντανοι. Όταν στέφθηκε βασιλιάς ο Εδουάρδος, η Γουόλις ήταν ακόμη παντρεμένη με τον Σίμπσον και είχε υποβάλει αίτηση διαζυγίου, το οποίο και εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 1936. Όμως ο Βασιλιάς της Αγγλίας και κατά συνέπεια κεφαλή της Εκκλησίας της Αγγλίας δεν μπορούσε ούτε κατά διάνοια να παντρευτεί μια διαζευγμένη. Με μια συνταγματική κρίση προ των πυλών, ο Εδουάρδος δέχτηκε αρκετές επισκέψεις από τον Πρωθυπουργό της χώρας, Στάνλεϊ Μπάλντουιν, ο οποίος τον παραινούσε να ξανασκεφτεί τη σχέση του. Κατά τη σύντομη βασιλεία του, τον στοίχειωναν τα λόγια του πατέρα του: «Να θυμάσαι πάντα ποια είναι η θέση σου.» Ο Εδουάρδος πρότεινε μια σειρά συμβιβαστικών λύσεων και πάσχισε να πείσει την οικογένειά του να δεχτεί την Γουόλις, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Εκτός του προβλήματος με την Εκκλησία, τόσο η Κυβέρνηση όσο και η βασιλική οικογένεια θεωρούσαν ότι η Γουόλις δεν ήταν κατάλληλη για βασίλισσα, κυρίως λόγω του παρελθόντος και της καταγωγής της. Ο Μπάλντουιν είχε προειδοποιήσει τον Εδουάρδο, ότι αν τον αψηφούσε θα παραιτείτο, βυθίζοντας τη χώρα σε πολιτική κρίση. Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1936, ο Βρετανικός Τύπος, που μέχρι τότε είχε φερθεί με απόλυτη διακριτικότητα αποσιωπώντας το ειδύλλιο, τον κάνει πρωτοσέλιδο αναγκάζοντας την Γουόλις να βρει καταφύγιο στη Γαλλία για να γλιτώσει το σκάνδαλο. Παρά την εντύπωση που είχε σχηματίσει η κοινή γνώμη πως η Γουόλις ήταν μια φιλόδοξη κοσμική που κυνηγούσε τον Εδουάρδο για τα πλούτη και την κοινωνική του θέση, στην πραγματικότητα ήταν έτοιμη να δώσει τέλος στη σχέση τους, προκειμένου εκείνος να μπορέσει να ανέβει στον θρόνο. Ο Εδουάρδος όμως, επέμενε ότι «θα παντρευόταν την κυρία Σίμπσον είτε φορώντας το στέμμα είτε όχι.» Παρά τις τεράστιες πιέσεις που δεχόταν από τον Πρωθυπουργό, τη βασιλική οικογένεια και τους σύμβουλούς του, ο Εδουάρδος δεν άλλαζε γνώμη. Η απόφασή του ήταν οριστική και αμετάκλητη και επτά μήνες αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1936, ο Εδουάρδος εκφώνησε τον περίφημο λόγο του περί αποποίησης του βασιλικού αξιώματος ενώπιον των τριών αδερφών του, κατά τον οποίο εξηγούσε ότι επέλεγε την πραγματική αγάπη έναντι του θρόνου. Η Μαντόνα σχολιάζει: «Με συγκλόνισε πραγματικά το γεγονός ότι ένας άνδρας αποποιήθηκε του βασιλικού αξιώματος για χάρη μιας γυναίκας. Η προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι οι άνδρες από τις απαρχές του χρόνου πάλευαν να κατακτήσουν έναν θρόνο. Οι άνδρες είναι όντα που διψούν για εξουσία. Αυτός λοιπόν, γιατί έφυγε μακριά της με τέτοια ευκολία; Τι τον οδήγησε να το κάνει αυτό; Αν ο λόγος ήταν μια γυναίκα και μια αγάπη, τότε τι το διαφορετικό είχε αυτή η γυναίκα που τον ενέπνευσε να κάνει μια τόσο μεγάλη θυσία; Ήθελα να μάθω περισσότερα γι’αυτήν.» Η Γουόλις κι ο Εδουάρδος παντρεύτηκαν το 1937 μετά την έκδοση του διαζυγίου της. Το μεγαλύτερο μέρος του έγγαμου βίου τους το πέρασαν στην Γαλλία, και παρόλο που πήγαν στην Αγγλία αρκετές φορές, στην ουσία παρέμειναν εξόριστοι. Μετά τον θάνατο του Εδουάρδου το 1972 από καρκίνο, η Γουόλις, η οποία υπέφερε από άνοια, έζησε το υπόλοιπο της ζωής της σε απομόνωση. Το 1980, έχασε την ικανότητα του λόγου και προς τη δύση της ζωής της, βυθίστηκε σε μελαγχολία και έπαψε να δέχεται επισκέπτες – πέραν του γιατρού της και των νοσοκόμων. Στις 24 Απριλίου του 1986, άφησε την τελευταία της πνοή στην κατοικία της στο δάσος της Βουλώνης στο Παρίσι. Η Γουόλις Σίμπσον υπέφερε πολύ. Ο Εδουάρδος είχε εγκαταλείψει μεν τον θρόνο, αλλά εκείνη είχε εγκαταλείψει το ιδιωτικό της προσωπικής της ζωής, την υπόληψή της και την ελευθερία της. Την είχαν σκιαγραφήσει ως μια υπολογίστρια, ψυχρή γυναίκα ενώ κυκλοφορούσαν κακεντρεχείς φήμες σχετικά με τη σεξουαλική της ζωή και το πραγματικό της φύλο. Παρόλα αυτά, δεν συμφώνησε ποτέ με την απόφαση του Εδουάρδου να απομακρυνθεί από το προσκήνιο. Είχε κάνει πολλά σχέδια για τη ζωή της ως σύζυγος του Εδουάρδου, και η ζωή «στην εξορία» δεν συμπεριλαμβανόταν σε αυτά. Κατά τη διάρκεια της σχέσης τους και πριν την αποκήρυξη του θρόνου, η Γουόλις και ο Εδουάρδος φημίζονταν για την έντονη κοινωνική ζωή τους και διοργάνωναν συχνά πάρτι. Από τη στιγμή όμως, που «αυτοεξορίστηκαν» στη Γαλλία, αποχωρίστηκαν όλους τους φίλους τους και έμειναν μόνοι τους. Από τη στιγμή που κατέστη σαφές ότι δεν επρόκειτο να γίνει ποτέ Βασίλισσα, η Γουόλις και ο Εδουάρδος έκαναν το παν για να αποκτήσει τουλάχιστον το δικαίωμα να την αποκαλούν «Μεγαλειοτάτη». Ο νέος βασιλιάς, ο αδερφός του Εδουάρδου, Μπέρτι (Βασιλιάς Γεώργιος ΣΤ’), είχε πολύ συγκεκριμένες απόψεις επί του θέματος, και πίστευε ότι μια τέτοια τιμή μπορούσε να αποδοθεί μόνο σε ανθρώπους που ήταν κάθετα συνδεδεμένοι με τον θρόνο. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να αρνηθούν τον τίτλο στην Γουόλις, γεγονός που έκανε έξαλλο τον Εδουάρδο. Η Μαντόνα πέρασε δύο χρόνια γράφοντας το σενάριο που πηγή έμπνευσής του ήταν ο θαυμασμός προς αυτή την ιδιαίτερη γυναίκα και τη γεμάτη πάθος ιστορία αγάπης. Το σενάριο της ταινίας είναι, εν μέρει, η δραματοποιημένη ιστορία του ζευγαριού, αλλά η Μαντόνα έκανε ενδελεχή έρευνα. Μελέτησε όλα τα βιβλία που έχουν εκδοθεί για το διάσημο ζευγάρι, παρακολούθησε όλα τα ντοκιμαντέρ και τα φιλμ αρχείου που μπόρεσε να βρει και μίλησε με πάρα πολλούς ανθρώπους που γνώριζαν τον Εδουάρδο και την Γουόλις. Υπήρξαν δύο γεγονότα που βοήθησαν πάρα πολύ την έρευνά της. Η Γουόλις και ο Εδουάρδος αλληλογραφούσαν καθ’όλη τη διάρκεια της σχέσης τους, ακόμα κι όταν μοιράζονταν το ίδιο σπίτι. Αυτές οι επιστολές εμφανίζονται στην ταινία και χάρη σε αυτές προέκυψε και ο τίτλος «W.E.» καθώς με αυτό τον τρόπο τις υπέγραφαν – με τα αρχικά τους. «Οι επιστολές τους ήταν για μένα απίστευτη πηγή πληροφοριών. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι αποκαλύπτουν πολλά για τον εαυτό τους όταν γράφουν μια επιστολή. Πράγματα που σε ένα βιβλίο δεν πρόκειται να τα βρεις – βλέπεις τον τρόπο που απευθύνεται ο ένας στον άλλο, το πώς αποκαλεί ο ένας τον άλλο,» λέει η Μαντόνα. Επίσης, η Μαντόνα πέρασε αρκετό καιρό ερευνώντας τα αντικείμενα της περιουσίας του Δούκα και της Δούκισσας που δημοπρατήθηκαν από τον οίκο Sothedy’s το 1998 και μάλιστα έκλεισε τον ίδιο τον δημοπράτη για να ενσαρκώσει τον εαυτό του στην ταινία. Η δημοπρασία αποτέλεσε σημαντικό γεγονός, με περισσότερους από 1000 αγοραστές από 50 διαφορετικές χώρες να πλειοδοτούν και τελικά να αποκτούν κομμάτια από την περιουσία. Η δημοπρασία έκλεισε με έσοδα 23,4 εκατομμυρίων δολαρίων, που ξεπερνούσαν κατά πολύ τα 7 εκατομμύρια της αρχικής εκτίμησης του οίκου. Αυτό και μόνο αποδείκνυε ότι η ιστορία του Εδουάρδου και της Γουόλις είχε διαχρονική αξία. Η δημοπρασία αποτέλεσε το βασικό αφηγηματικό όχημα της ταινίας, καθώς η Νεοϋορκέζα Γουόλι Γουίνθορπ, η οποία παρακολούθησε τη δημοπρασία για να μάθει περισσότερα για τον – κατά τη γνώμη της – σπουδαιότερο έρωτα του 20ού αιώνα, «συνάντησε» την Γουόλις και έμαθε τη δική της πραγματικότητα. Μέσα από διάφορα αντικείμενα, κάποια πολύ καθημερινά – όπως ένα σέικερ για μαρτίνι και λινά τραπεζομάντηλα – και κάποια άλλα πιο ακριβά και πολύτιμα – όπως ένα βραχιόλι Cartier – η ζωή της Γουόλις αρχίζει να ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια της. Κάθε αντικείμενο λέει και μια ιστορία, και μέσα από την ερμηνεία που δίνει η Γουόλι σε κάθε ένα από αυτά, ο θεατής καταφέρνει να ταξιδεύει από το παρόν στο παρελθόν και να μαθαίνει λίγο καλύτερα την Γουόλις. Η δημοπρασία αποτελεί και το σκηνικό για τη συνάντηση της Γουόλι με τον Ουκρανό φύλακα ασφαλείας, Εβγένι. Πολύ σύντομα, η νεαρή γυναίκα θα καταλάβει ότι η ζωή της Γουόλις δεν ήταν όσο τέλεια πίστευε. Αυτό θα της δώσει τη δύναμη να αντιμετωπίσει τους δικούς της δαίμονες και να ανοιχτεί στο ενδεχόμενο μιας καινούργιας σχέσης. Όπως λέει η Μαντόνα: «το τέλος της ταινίας, σηματοδοτεί την αρχή της καινούργιας ζωής της Γουόλι. Συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχει ιδανική αγάπη, και ότι παρόλο που ο έρωτας του Εδουάρδου με την Γουόλις δεν ήταν τέλειος, παρόλα αυτά ήταν γεμάτος αγάπη. Οι έννοιες αγάπη και συμβιβασμός είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Αυτή είναι και η ουσία της ιστορίας μου.» Η Μαντόνα προσέγγισε τον δεύτερο σεναριογράφο της ταινίας Άλεκ Κεσισιάν (και συνεργάτη στο ντοκιμαντέρ Truth of Dare) το 2007. Ο Άλεκ εξηγεί πώς εξελίχθηκε η ιδέα: «Η Μαντόνα ήθελε να διηγηθεί την ιστορία της Γουόλις μέσω μιας σύγχρονης Γουόλι και της δημοπρασίας του Sotheby’s. Η σύγχρονη ιστορία αποτελεί δικό της πόνημα. Εγώ την διάνθισα και συνεργάστηκα μαζί της για να την εμπλουτίσουμε και να την «πλέξουμε» με στοιχεία από τη ζωή του Δούκα και της Δούκισσας. Διαβάσαμε πολλά βιβλία, άρθρα, επιστολές και μιλήσαμε με πολλούς ανθρώπους που τους γνώριζαν. Συγκρίναμε τις σημειώσεις μας και τα γεγονότα-κλειδιά που μας έκαναν εντύπωση. Όταν φτάσαμε στο σημείο να είμαστε έτοιμοι να γράψουμε το σενάριο, έμεινα 4 εβδομάδες στη Νέα Υόρκη ώστε να γράφουμε μαζί καθημερινά. Μέσα σε αυτό το διάστημα ολοκληρώσαμε το προσχέδιο του σεναρίου και μετά το τελικό σενάριο.» Την άνοιξη του 2010, η Μαντόνα ήταν έτοιμη να επιλέξει το καστ της ταινίας. Η εύρεση της κατάλληλης Γουόλις Σίμπσον ήταν καίρια για τη διήγηση της ιστορίας. Χρειαζόταν μια ηθοποιό που θα μπορούσε να ενσαρκώσει τον θρασύ και ατίθασο χαρακτήρα της Γουόλις, προσδίδοντάς του ταυτόχρονα και μια αίσθηση ευαισθησίας. Τελικά, κατέληξε στη Βρετανίδα ηθοποιό Άντρεα Ραϊσμπόροου. Είχε μόλις ολοκληρώσει την πολύ επιτυχημένη ταινία Τhe Long Walk to Finchley, παραγωγής του BBC, για το οποίο είχε κερδίσει μια υποψηφιότητα για BAFTA ενώ είχε αποσπάσει διθυραμβικές κριτικές για την ερμηνεία της ως νεαρή Μάργκαρετ Θάτσερ. Για την επιλογή της Άντρεα η Μαντόνα λέει: «Η εύρεση της κατάλληλης Γουόλις Σίμπσον έμοιαζε αδύνατη. Ήταν πολύ ιδιαίτερη γυναίκα και αναζητούσα πολύ συγκεκριμένα πράγματα από την ηθοποιό που θα την υποδυόταν – ήθελα να είναι εύθραυστη, ανδρόγυνη αλλά ταυτόχρονα πολύ θηλυκή με έναν παλιομοδίτικο τρόπο, όπως επίσης ήθελα να έχει νεύρο και τσαγανό. Όταν μπήκε η Άντρεα, κατάλαβα ότι ήταν ακριβώς αυτό που ήθελα. Ο τρόπος που ήταν ντυμένη, το μήκος του λαιμού της, η εκφραστικότητα των χεριών της. Την είχα δει να ενσαρκώνει την Μάργκαρετ Θάτσερ στο The Long Walk to Finchley, και σε ένα θεατρικό έργο εποχής, το The Devil’s Whore. Ήξερα λοιπόν, ότι η γυναίκα αυτή μπορούσε να μεταμορφωθεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κάθε ρόλου.» Η Άντρεα από την άλλη, έμαθε για την ταινία από δύο φίλους της στη Νέα Υόρκη: «Θα συναντούσαν την Μαντόνα για να συζητήσουν το ενδεχόμενο συνεργασίας. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με την ταινία. Όταν διάβασα το σενάριο, βρήκα αυτή τη διττή πραγματικότητα πάρα πολύ ενδιαφέρουσα. Από τη μία μπορούσα να δω ένα ιστορικό πρόσωπο μέσα από τα μάτια μιας σύγχρονης γυναίκας και από την άλλη είχα την ευκαιρία να ταυτιστώ με μια γυναίκα της δεκαετίας του ’30 που θα μπορούσε να γίνει Βασίλισσα. Όλο αυτό μου φάνηκε πάρα πολύ ενδιαφέρον.» Αυτή ήταν η πρώτη φορά που η Άντρεα συνεργαζόταν με την Μαντόνα: «Την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε και συζητήσαμε, είδα ότι ήθελα πολύ να ενσαρκώσω την Γουόλις υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες της Μαντόνα. Είχε διαβάσει ό,τι έχει γραφτεί γι’αυτή τη γυναίκα και πιστεύω ότι κατάφερε να καταλάβει ποια ήταν, συνδέοντας τη ζωή της με τη δική της. Αυτό δεν το έχω συζητήσει μαζί της, είναι μια προσωπική εκτίμηση. Απλά, από την πρώτη μας συνάντηση κατάλαβα ότι είχε πραγματικά ανάγκη να διηγηθεί αυτή την ιστορία.» Έχοντας πάρει τον ρόλο, η Άντρεα άρχισε να προετοιμάζεται κάνοντας τη δική της έρευνα. Την βοήθησε πολύ η αλληλογραφία του Εδουάρδου και της Γουόλις καθώς της προσέφερε σημαντικά στοιχεία για τη σχέση τους: «Υπήρχαν τόμοι αλληλογραφίας που η Μαντόνα χρησιμοποίησε ως σημείο αναφοράς όταν έγραφε το σενάριο και οι οποίοι ήταν συναρπαστικοί. Καλύπτουν όλο το φάσμα της σχέσης τους, από την αρχή, μέχρι και την αποκήρυξη του θρόνου συνεπώς μπορείς να σχηματίσεις μια ξεκάθαρη εικόνα. Χρησιμοποιούσαν μια πολύ ιδιαίτερη γλώσσα μεταξύ τους, κάτι σαν κώδικα.» Η επιλογή της Γουόλι Γουίνθορπ, της σύγχρονης γυναίκας που παθαίνει εμμονή με τον Δούκα και τη Δούκισσα του Ουίνσδορ, ήταν δύσκολη, καθώς ο ρόλος απαιτούσε μια ηθοποιό που θα διέθετε την ευαισθησία και την ικανότητα να αποδώσει πολλά και διαφορετικά συναισθήματα. Η διακεκριμένη Αυστραλή ηθοποιός Άμπι Κόρνις φάνταζε ως η καταλληλότερη για τον ρόλο. Η Μαντόνα λέει για την Άμπι: «Η Γουόλι ουσιαστικά δεν έχει δική της φωνή. Ζει μέσα από τη Δούκισσα και τα αντικείμενα που της άνηκαν. Είναι εξαιρετικά εκφραστική και δυνατή ηθοποιός ακόμα και στις σκηνές που δεν έχει ατάκες. Ακόμα και η σιωπή έχει βάρος και μπορεί να αποδώσει τη θλίψη.» Η εμμονή της Γουόλις την οδηγεί να αμφισβητήσει τον δικό της αποτυχημένο γάμο με τον Γουίλιαμ Γουίνθορπ (Ρίτσαρντ Κόιλ) και της επιτρέπει να ανοίξει την καρδιά της στον Εβγένι (Όσκαρ Άισακ). Η Μαντόνα λέει σχετικά: «Η σχέση της Γουόλι και του Εβγένι ξεκινά στο τέλος της ταινίας. Δεν ξέρουμε τι συμβιβασμούς θα κάνουν. Το μόνο που ξέρει η Γουόλι στο τέλος του ταξιδιού της είναι ότι δεν υπάρχει τέλεια αγάπη και ότι όλοι πρέπει να κάνουμε κάποιους συμβιβασμούς αν θέλουμε να έχει μέλλον μία σχέση.» Η Άμπι εξηγεί το πάθος της για τον συγκεκριμένο ρόλο: «Ένιωσα ένα πολύ ισχυρό δεσμό με την Γουόλι και την αναζήτησή της. Η παράλληλη πορεία της με την Γουόλις και η σύνδεση του φανταστικού και το πραγματικό, μού προκάλεσαν το ενδιαφέρον. Επίσης, ήθελα πάρα πολύ να συνεργαστώ με την Μαντόνα, ήθελα να δω πώς θα διαχειριζόταν την ταινία.» Όταν η Άμπι προετοιμαζόταν για τον ρόλο της, η Μαντόνα φρόντισε να έχει το κατάλληλο υλικό για την έρευνά της. «Ανταλλάξαμε πολλά e-mail στα οποία συζητούσαμε ποια ήταν πραγματικά η Γουόλι και πώς πρέπει να την προσεγγίσω για να αποδοθεί σωστά η ουσία της ταινίας. Μου έδωσε πολύ υλικό, μου έστειλε ένα σωρό βιβλία για την Γουόλις, την αυτοβιογραφία της και πολλά βιβλία τέχνης για τους Λι Μίλερ, Ταμάρα ντε Λέμπικα, Φρίντα Κάλο - μιας και η Γουόλι είναι λάτρης της τέχνης. Όταν μου τα έστειλε μου είπε: «Εεεί μέσα είναι η Γουόλι. Εκεί μέσα θα την ανακαλύψεις.» Επίσης, η Μαντόνα έδωσε στην Άμπι μία ρήση του Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ που την βοήθησε να ταυτιστεί ακόμα περισσότερο με την Γουόλι: «Αν με κάποιο τρόπο κατάφερνε να παραδώσει τη σκέψη και την απουσία σε αυτόν, οι πράξεις του έμοιαζαν αυτομάτως να κυβερνώνται από τη βούλησή του. Και τότε ένιωθε ανίκανη να αντιπαραβάλλει τις δικές της προθέσεις έναντι των δικών του. Κι όμως, έπρεπε να αναλογιστεί ότι πλέον ήξερε πού βρισκόταν η τρομακτική πόρτα της φαντασίας. Το κατώφλι της απόδρασης που δεν ήταν απόδραση. Γνώριζε πως το μεγαλύτερο αμάρτημά της τώρα και στο εξής θα ήταν να αυταπατάται. Ήταν ένα δύσκολο μάθημα, αλλά τελικά το έμαθε... Ή θα σκεφτείς εσύ, ή θα σκεφτούν οι άλλοι για σένα και θα πάρουν τη δύναμη από τα χέρια σου. Εκφύλισε και τιθάσευσε τις φυσικές σου κλίσεις. Εκπολιτίσου και αποστειρώσου.» (Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, Τρυφερή Είναι Η Νύχτα). Η Άμπι καταλήγει λέγοντας: «Αυτό συνόψιζε το ταξίδι της Γουόλι, και ιδιαίτερα αυτό που περνούσε στον γάμο της.» Στον ρόλο του Δούκα του Ουίνσδορ συναντάμε τον Βρετανό ηθοποιό Τζέιμς Ντ’Αρσι, ο οποίος – όπως και όλοι οι υπόλοιποι ηθοποιοί – εντυπωσιάστηκε από το βάθος των γνώσεων της Μαντόνα για την Γουόλις και τον Εδουάρδο. «Ήταν προφανές ότι είχε κάνει ενδελεχή έρευνα για να γράψει το σενάριο και ότι ήταν κάτι που δούλευε πάρα πολύ καιρό.» Ο ηθοποιός βρήκε πολύ ενδιαφέροντα τον τρόπο που οι σεναριογράφοι «έπλεξαν» το παρόν με το παρελθόν: «Μου άρεσε ο τρόπος που το σενάριο σε πήγαινε από το τώρα στο παρελθόν. Αυτό που μου άρεσε είναι ότι τα flash-back ήταν πολύ ζωντανά, τίμια και άμεσα. Κάποιες φορές, όταν βλέπω ταινίες εποχής, νιώθω μια απόσταση, σαν οι άνθρωποι που βλέπω να μην είναι αληθινοί. Ελπίζω ότι βλέποντας την ταινία, ο θεατής θα πιστέψει ότι οι ήρωες είναι πραγματικοί άνθρωποι.» Ο Εδουάρδος ήταν ένας δραστήριος άνθρωπος, που λάτρευε το κυνήγι και την ιππασία, έτσι ο Τζέιμς χρειάστηκε να προετοιμαστεί ανάλογα. «Έμαθα πολλά πράγματα. Πήγαινα για σκοποβολή τρεις φορές την εβδομάδα, έκανα μαθήματα χορού κάθε μέρα, έτρεχα κάθε μέρα και πήγαινα γυμναστήριο τρεις φορές την εβδομάδα.» Ο ανερχόμενος Όσκαρ Άισακ ενσαρκώνει τον Εβγένι – τον Ουκρανό φύλακα ασφαλείας που ερωτεύεται την Γουόλι. Όπως και ο Τζέιμς, έπρεπε να εκπαιδευτεί κατάλληλα για τον ρόλο του. Χαρακτηριστικά λέει: «Έμαθα πιάνο. Ο Εβγένι είναι υποτίθεται σολίστ και στην ταινία παίζει τρία δύσκολα κομμάτια του Γιαν Τίερσεν. Επί ενάμιση μήνα περίπου έκανα εντατικά μαθήματα πιάνου. Τελικά, τα κομμάτια τα έπαιξα εγώ στην ταινία, άρα ήταν μια πραγματικά φανταστική πρόκληση.» To στυλ της ταινίας W.E. Ο διευθυντής φωτογραφίας Χάγκεν Μπογκντάνσκι, που απέσπασε το Βραβείο της Γερμανικής Ακαδημίας για τη δουλειά του στην ταινία The Lives of Others, ανέλαβε να δώσει στην ταινία το μοναδικό στυλ της. Ο Χάγκεν λέει: «Οι ταινίες που έκανα στο παρελθόν ήταν όλες τους πολύ προσωπικές. Και το The Young Victoria, ήταν μια πολύ μεγάλη αλλά και πολύ προσωπική ταινία και το The Lives of Others ήταν ένα πολύ προσωπικό πολιτικό δράμα. Οι δύο αυτές ταινίες κέρδισαν το ενδιαφέρον της Μαντόνα, η οποία πίστεψε ότι είμαι από τους ανθρώπους που βλέπω την κάθε ταινία πολύ προσωπικά. Αν και κάποια μέρα θα ήθελα να κάνω μια ταινία που θα γίνει εισπρακτική επιτυχία, ομολογώ ότι είμαι από αυτούς που τους αρέσουν οι ανθρώπινες ιστορίες που θίγουν θέματα όπως η αγάπη, το μίσος, η εμπιστοσύνη, τα παιδιά περισσότερο από αυτές που έχουν έντονη δράση και ειδικά εφέ. Νομίζω ότι γι’αυτό με επέλεξαν για τη συγκεκριμένη ταινία.» Αυτό που κέντρισε το ενδιαφέρον του Χάγκεν ήταν ότι επρόκειτο για μια ταινία εποχής «που αποτελεί πάντα μια σπουδαία πρόκληση για έναν διευθυντή φωτογραφίας. Ειδικά όταν μιλάμε και για μίξη δύο εποχών, του 1937 και του 1998, ξέρει ότι θα χρειαστούν πολλά flash-back που αποτελούν καταπληκτική ευκαιρία δημιουργικότητας.» Πριν τα γυρίσματα συναντήθηκε πάρα πολλές φορές με τη Μαντόνα για να καταλήξουν στο τι ήθελαν: «Διαβάσαμε πολλά βιβλία, είδαμε πολλές φωτογραφίες και φυσικά πολλές σημειώσεις από άλλες ταινίες. Τα οπτικά σημεία αναφοράς που είχαμε για την ταινία ήταν το αποτέλεσμα ενός κράματος τέχνης, ταινιών και φωτογραφίας.» Ο Χάγκεν συνεχίζει: «Συναντιόμασταν στο σπίτι της Μαντόνα σε μια μεγάλη αίθουσα συνεδριάσεων. Άπλωνε στο τραπέζι όλες τις φωτογραφίες, όλα τα βιβλία και όλο το υλικό και μετά το χωρίζαμε σε δύο κατηγορίες – σε αυτά που μας άρεσαν και σε αυτά που δεν μας άρεσαν. Για παράδειγμα, μπορεί να είχαμε ένα καταπληκτικό πλάνο ή μια καταπληκτική φωτογραφία την οποία όμως, δεν μπορούσαμε να μεταφέρουμε σε κινούμενη εικόνα. Ας πούμε, είχαμε μια ταινία του Ζαν Λυκ Γκοντάρ, πειραματική μεν που άξιζε να τη λάβουμε υπόψη, ή άλλες πιο σύγχρονες ταινίες όπως τα Amelie και La Vie En Rose, που επηρέασαν πολύ το στυλ του W.E. και άλλες από τη δεκαετία του ‘60. Η Μαντόνα ήθελε να χρησιμοποιήσουν διαφορετικού τύπου φιλμ ώστε να δώσουν μεγαλύτερη έμφαση στην αλλαγή εποχής. Κάνοντας ως επί το πλείστον γύρισμα με 35mm, αρκετές φορές γύρισαν σε «16mm κάθε φορά που ήθελα να δώσω έναν πιο προσωπικό τόνο,» λέει χαρακτηριστικά. «Χρησιμοποιήσαμε Super 8 για να αποτυπώσουμε την αίσθηση της νοσταλγίας. Αυτό το φιλμ χρησιμοποιήθηκε στα flash-back για να διηγηθούμε την ιστορία του Δούκα και της Δούκισσας και του έρωτά τους, ώστε να δώσουμε την αίσθηση ότι κάποιος άλλος τους κινηματογραφούσε και ότι το υλικό ήταν από το προσωπικό τους αρχείο. Τέλος, χρησιμοποιήσαμε και πραγματικά πλάνα αρχείου για να δώσουμε ένα επιπλέον αέρα αληθοφάνειας και αυθεντικότητας. Και συνειδητοποιείς πόσο καλοί είναι οι πρωταγωνιστές σου όταν τους βλέπεις δίπλα στο πραγματικό ζευγάρι.» Οι σπουδές χορού της Μαντόνα αποτέλεσαν σημαντικό πλεονέκτημα για τον τρόπο που χρησιμοποίησε την κάμερα στο πλατό: «Η κάμερα είναι ένα πλάσμα που ζει στο πλατό, πρέπει να την χορογραφήσεις, πρέπει να την βάλεις να κάνει πρόβες.» Ο έρωτας ανάμεσα στον Εδουάρδο και την Γουόλις όμως, ήταν κάτι που κέντρισε το ενδιαφέρον και του Χάγκεν: «Για μένα είναι μια ιστορία αγάπης. Δεν πολυασχολήθηκα με το πολιτικό υπόβαθρο και τις λοιπές όμοιες λεπτομέρειες. Για μένα το σημαντικό ήταν ο έρωτας του Βασιλιά Εδουάρδου και της Γουόλις και η σύγχρονη ιστορία αγάπης της Γουόλι και του Εβγένι.» Το Design του W.E. Το μεγαλύτερο μέρος των γυρισμάτων έγινε το καλοκαίρι του 2010 στο Ηνωμένο Βασίλειο, στο νότο της Γαλλίας, στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη. Η Μαντόνα είχε συγκεκριμένες ιδέες για το πώς ήθελε να είναι η ταινία και ο Μάρτιν Τσάιλντς, που ανέλαβε τον σχεδιασμό παραγωγής, άδραξε την ευκαιρία να συνεργαστεί μαζί της. «Με ενθουσίασε η προοπτική να συνεργαστώ με μια σκηνοθέτιδα που είχε τόσο πρωτοποριακή προσέγγιση και τέτοια εγγύτητα στο θέμα της ταινίας.» Η Μαντόνα ήθελε απαραίτητα να ακολουθηθεί το Art Deco θέμα της δεκαετίας του ’30 ακόμα κι αν οι προτιμήσεις και το στυλ του Δούκα και της Δούκισσας δεν το επέτρεπε αρκετές φορές. Για παράδειγμα, για την ανάπλαση του διαμερίσματος των Σίμπσον, η σκηνογράφος Σίλια Μπόμπακ λέει: «Η Μαντόνα ήθελε να χρησιμοποιήσουμε Art Deco έπιπλα και ταπετσαρίες, παρόλο που το πραγματικό διαμέρισμα των Γουόλις και Έρνεστ Σίμπσον ήταν επιπλωμένο με αντίκες του 18ου αιώνα. Κι όμως, η Μαντόνα ήθελε διακαώς να τονιστεί ότι βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’30.» Συνεχίζει λέγοντας: «Δεδομένου ότι το εγχείρημα ήταν της Μαντόνα, από το σενάριο μέχρι και τη σκηνοθεσία, είχε λόγο σε όλα. Το προσέγγιζε πολύ προσωπικά και αυτό για εμάς ήταν η ιδανικότερη κατευθυντήρια. Έλεγχε από πριν όλα αυτά που επιλέγαμε για κάθε σκηνικό και είχε το τελικό πρόσταγμα για το τελικό λουκ πριν το γύρισμα.» Δεδομένης της κλίμακας του εγχειρήματος, που απαιτούσε την κάλυψη δύο διαφορετικών περιόδων του 20ου αιώνα σε διαφορετικές ηπείρους, κατασκευάστηκαν πολλά σκηνικά. Η Μπόμπακ προσθέτει: «Γενικά, σε μια ταινία τέτοιου μεγέθους φτιάχνεις περίπου 40 με 50 σκηνικά. Στη συγκεκριμένη ταινία, κατασκευάσαμε περίπου 100 μέσα σε οκτώ εβδομάδες.» Ένα από τα σημαντικότερα και πιο δύσκολα σκηνικά που έπρεπε να κατασκευαστούν, ήταν η ανάπλαση του χώρου δημοπρασιών του οίκου Sotheby’s στη Νέα Υόρκη, δεδομένου ότι αποτελεί και πολύ σημαντικό σημείο για την πλοκή της ιστορίας. Το σκηνικό που τελικά έφτιαξαν είχε αρκετές διαφορές από το πρωτότυπο. Ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής, Μαρκ Ράγκετ λέει, «βασική πηγή έμπνευσης αποτέλεσαν οι φωτογραφίες των καταλόγων του πραγματικού χώρου στη Νέα Υόρκη. Προφανώς ο χώρος που φτιάξαμε ήταν πολύ διαφορετικός. Το τελικό σετ όμως, ήταν καταπληκτικό.» Ένα ακόμα πολύ σημαντικό σκηνικό για την πλοκή ήταν το Κάστρο Μπελβεντέρε, το σπίτι του Εδουάρδου στο Ουίνσδορ. Η Σίλια Μπόμπακ θυμάται: «Στο Μπελβεντέρε, η Μαντόνα ήθελε να δείξει ότι ο Εδουάρδος Η’ είχε ταξιδέψει πολύ στην επικράτεια της αυτοκρατορίας. Για τον λόγο αυτό ήθελε μια πιο ιδιαίτερη προσέγγιση στον τρόπο που θα το επιπλώναμε. Και πάλι, στην αίθουσα ακροάσεων το στοιχείο του ’30 είναι και πάλι πολύ έντονο.» Για τη σύγχρονη ιστορία, το διαμέρισμα της Γουόλι στο Παρκ Άβενιου ήταν το πρώτο σκηνικό που χρειάζονταν για το γύρισμα. Το εσωτερικό στήθηκε στο Χέρφιλντ. Ο Ράγκετ λέει, «καθώς το διαμέρισμα ήταν το πρώτο πλατό στο οποίο γυρίσαμε, είχαμε πάρα πολύ χρόνο ώστε να γίνουν όλα τέλεια, μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας. Το πιο σημαντικό στοιχείο ήταν ο μακρύς διάδρομος, που οδηγούσε στην υποδοχή του κτιρίου, ένα στοιχείο πολύ χαρακτηριστικό των οικημάτων στο Παρκ Άβενιου. Ο σχεδιαστής παραγωγής Μάρτιν Τσάιλντς πέρασε πολύ καιρό στη Νέα Υόρκη πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα, προκειμένου να καταγράψει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που φέρουν τα διαμερίσματα της περιοχής. «Η Μαντόνα ήθελε να είναι όλα στην εντέλεια και αρκετά από τα έργα τέχνης που το κοσμούν είναι από το σπίτι της στο Λονδίνο.» Η Μπόμπακ προσθέτει: «Το επιπλώσαμε με αρκετά κομμάτια εποχής και έργα τέχνης ώστε να δείξουμε πως το ζευγάρι είχε κληρονομήσει αρκετά πλούτη, αλλά και με κομμάτια του 20ού αιώνα που υποτίθεται ότι είχαν συλλέξει οι ίδιοι. Η κουζίνα είναι πολύ μοντέρνα και μας βοηθάει να τοποθετηθούμε και πάλι στη δεκαετία του ’90.» Η παραγωγή κατάφερε να εξασφαλίσει άδεια για να κάνει γυρίσματα στο Μπράινστον Κορτ. Η Σόανς λέει, «Η Γουόλις και ο Έρνεστ Σίμπσον ζούσαν σε αυτό το κτίριο. Οι νυν κάτοικοι των διαμερισμάτων ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα για την ταινία και μάλιστα σχεδόν μας προσέφεραν το κτίριο για τα γυρίσματα. Έχουν συντηρήσει πολύ καλά τον χώρο και δεν έχουν αλλάξει καθόλου το εξωτερικό. Το μόνο που χρειαζόταν να αφαιρέσουμε ήταν μια κάμερα ασφαλείας και ένα-δυο χαλάκια εισόδου. Χωρίς αυτά, ήταν πράγματι σαν να ταξιδεύαμε πίσω στο 1931-1932, τότε που πρωτογνωρίστηκαν. Αυτό ήταν πραγματικά καταπληκτικό.» Τα μέρη που επιλέχθηκαν στη Νότια Γαλλία ήταν το Παλμ Μπιτς στις Κάννες – όπου ο Εδουάρδος της χάρισε ένα πανάκριβο βραχιόλι Cartier. Επίσης, η υπέροχη βίλα Ντομέργκ, του 1934, μεταμορφώθηκε σε Σατό ντι Κοντ (όπου έγινε ο γάμος του Εδουάρδου και της Γουόλις). Το 1973, μετά τον θάνατο των ιδιοκτητών της, του ζωγράφου Ζαν Γκαμπριέλ Ντομέργκ και της γλύπτριας συζύγου του Οντέτ Μοντράνζ Ντομέργκ, η βίλα περιήλθε στην κυριότητα του Δήμου των Καννών. Η βίλα με τους υπέροχους κήπους, τις λίμνες και τους καταρράκτες χρησιμοποιήθηκε ως σκηνικό για τον γάμο του Εδουάρδου και της Γουόλις. Η Μόδα και η Δούκισσα του Ουίνσδορ Την εποχή που ο Βασιλιάς Εδουάρδος Η’ αποκήρυξε τον θρόνο του, η Γουόλις Σίμπσον είχε ήδη αποκτήσει τεράστια φήμη για το καλόγουστο στυλ της. Είχε μια εξαιρετική συλλογή ρούχων υψηλής ραπτικής και ντυνόταν πάντα με την τελευταία λέξη της μόδας. Μεγάλοι Οίκοι όπως οι Vionnet, Dior (αργότερα), Givenchy και Schiaparelli την είχαν προσεγγίσει για να αναλάβουν την γκαρνταρόμπα της. Επίσης, ήταν γνωστή η αγάπη της για τα ακριβά κοσμήματα. Και ο Εδουάρδος έκανε το παν για να ικανοποιεί αυτό το πάθος της, χαρίζοντάς της ακριβά δώρα από τους οίκους Cartier, Van Cleef & Arpels. Και ο Εδουάρδος όμως, ήταν υπέρκομψος με το χαρακτηριστικό αγγλικό στυλ του, και αποτέλεσε ένα διαχρονικό είδωλο κομψότητας που αργότερα θα ενέπνεε τον Ralph Lauren. Η πρώην fashion editor της International Herald Tribune, Σούζι Μένκες γράφει στο Harpers Bazaar, «Το στυλ του Εδουάρδου και της Γουόλις ήταν η επιτομή του σικ. Το στυλ του δούκα ήταν κατ’εξοχήν αγγλικό, ενώ το στυλ της Σίμπσον πιο Γαλλικό, από την εποχή που η Γαλλική υψηλή ραπτική είχε κατακτήσει τον κόσμο της μόδας. Έχοντας αναπτύξει φιλικούς δεσμούς με τον Hubert του Givenchy και τον Mark Bohan του Dior, ζητούσε από τους σχεδιαστές να αφαιρέσουν οτιδήποτε περιττό από κάθε κομμάτι προκειμένου να αναδείξει την ουσία του.» Η κατασκευή των κοστουμιών για την ταινία, ήταν κατά συνέπεια ένα μεγάλο και επίπονο έργο, ενώ η προφανής υποψήφια για να το αναλάβει ήταν η επί σειρά ετών συνεργάτιδα της Μαντόνα, Αριάν Φίλιπς. Η Αριάν, που το 2010 ήταν υποψήφια για Bafta κοστουμιών για το “A Single Man” και για Όσκαρ στην ίδια κατηγορία με το “Walk The Line” το 2005, συνεργάζεται με την Μαντόνα τα τελευταία 14 χρόνια. Η ίδια λέει: «Έχω δουλέψει μαζί της για διάφορα πράγματα. Έχουμε κάνει μαζί φωτογραφήσεις, εξώφυλλα άλμπουμ, video-clips, τουρνέ, ταινίες. Η ταινία W.E. είχε πολλές απαιτήσεις σε επίπεδο στυλ και ήξερα από την αρχή ότι έπρεπε να δώσω ένα στυλ αυθεντικό, πράγμα που προϋπέθετε πάρα πολλή έρευνα. Έπρεπε να έχω κατά νου, ότι πρόκειται για μια πραγματική ιστορία την οποία όμως αποδίδαμε σε ταινία, όχι σε ντοκιμαντέρ. Συνεπώς υπήρχε αρκετή δραματουργία.» Η Αριάν προσθέτει: «Η Μαντόνα ενδιαφέρεται πάρα πολύ για τα κοστούμια και για την εικόνα. Είναι η πρώτη φορά που δούλευα με σκηνοθέτη που έχει φορέσει υψηλή ραπτική. Η Μαντόνα ως σκηνοθέτιδα καταλαβαίνει τι σημαίνει υψηλή ραπτική γιατί πολύ απλά την έχει φορέσει. Έχει βρεθεί και μπροστά και πίσω από την κάμερα και καταλαβαίνει πόση προσοχή, χρόνο, προσπάθεια και φροντίδα χρειάζεται η δημιουργία τέτοιων κοστουμιών.» Η Αριάν είχε βοήθεια από πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους. Μεταξύ αυτών ήταν και το Μουσείο Διακοσμητικών Τεχνών του Παρισιού, η Διευθύντρια Μόδας και Υφασμάτων του Μουσείου του Λούβρου, Πάμελα Γκόλμπιν και πολλοί Οίκοι Μόδας με τους οποίους είχαν συνεργαστεί οι Σίμπσον. Η Αριάν λέει: «Το κοστούμι αναδεικνύει έναν χαρακτήρα και παράλληλα δίνει πληροφορίες γι’αυτόν. Όταν έκανα την έρευνά μου για την ταινία, αυτό που πρόσεξα ήταν ότι ο Δούκας και η Δούκισσα είχαν μακρόχρονες σχέσεις με πολλούς Οίκους και σχεδιαστές. Επισκέφθηκα Οίκους όπως ο Dior και τους ρώτησα αν θα τους ενδιέφερε να ξαναφτιάξουν κάποια από τα κομμάτια που είχε φορέσει η Γουόλις. Σκέφτηκα ότι χρειαζόμασταν μια τέτοιου είδους αυθεντικότητα.» Επιπλέον προσθέτει: «Ήταν πολύ διασκεδαστική η διαδικασία. Ο Οίκος Vionnet μας έφτιαξε τέσσερα φορέματα. Ένα από αυτά είναι μια πανέμορφη κεντημένη στο χέρι τουαλέτα από σιφόν, την οποία φοράει η Γουόλις στη σκηνή του πάρτι με τα κοκτέιλ. Είναι ένα από τα φορέματα που υπάρχουν μέχρι σήμερα στο Λούβρο και το οποίο ξαναφτιάξαμε με τη βοήθεια του Οίκου Vionnet. Επίσης, μας έφτιαξαν το υπέροχο μαύρο φόρεμα με τα λευκά κουμπιά, που βλέπουμε στη σκηνή στο Μπράιανστον Κορτ. Αυτό το φόρεμα το είχε παραγγείλει η Γουόλις από τον Οίκο Vionnet το 1937 και μας το ξαναέφτιαξαν από το ίδιο ύφασμα ακριβώς.» «Ένα ακόμα υπέροχο φόρεμα είναι αυτό που έφτιαξε η Vionnet για τη σκηνή στο Μπελβεντέρε – ένα ασημί-χρυσό λαμέ φόρεμα που αποτελεί ύμνο στην αρχιτεκτονική. Η Madlin Vionnet ήταν καταπληκτική στη δουλειά της. Το συγκεκριμένο φόρεμα είχε μόνο μία ραφή. Είναι πανέμορφο και είναι αυτό που φοράει η Γουόλις Σίμπσον όταν χορεύει με τον Πρίγκιπα.» Η Άντρεα Ραϊσμπόροου λέει: «Είχα την τύχη να φορέσω υπέροχα κομμάτια σε αυτή την ταινία: Dior, Vionnet, Cartier, Van Cleef... Ήταν πραγματικά εξαιρετικό να συμμετέχω σε κάτι τέτοιο.» Πέραν του κόσμου του Δούκα και της Δούκισσας όμως, υπήρχε κι ένας άλλος κόσμος, λέει η Αριάν: «Το υπόλοιπο μισό της ταινίας διαδραματίζεται το 1998. Και για την Γουόλι Γουίνθορπ είχαμε αρκετή βοήθεια από τον χώρο της μόδας. Η Μαντόνα ήθελε να έχει πολύ στυλ η ταινία. Δεν εστιάσαμε μόνο στη δεκαετία του ’30 αλλά και στη σύγχρονη Νέα Υόρκη, στο στυλ του Παρκ Άβενιου και του Sotheby’s. Επειδή ήθελα να έχω κοινά σημεία αναφοράς ανάμεσα στις δύο εποχές, χρησιμοποίησα πάλι κομμάτια Christian Dior καθώς και Cartier. Επίσης, οφείλω να ομολογήσω ότι είχαμε τεράστια βοήθεια και από τον οίκο Prada.» Η Αριάν μάλιστα, σχολιάζει πόσο της άρεσε να βλέπει δύο διαφορετικές εποχές να γίνονται ένα. Λέει: «Μου αρέσει όταν συναντιούνται οι δύο κόσμοι: όταν Βλέπεις την Γουόλις να μιλάει στην Γουόλι ή την Γουόλι να μπαίνει στον κόσμο της Γουόλις του ’30. Ένα ωραίο παράδειγμα είναι η σκηνή στο Λονδίνο, εκεί που βλέπεις την Γουόλις να πηγαίνει να αγοράσει εφημερίδα και φοράει ένα καταπληκτικό καπέλο του Στίβεν Τζόουνς. Ο Στίβεν είναι ο διασημότερος πιλοποιός του κόσμου αυτή τη στιγμή, είναι Βρετανός και η έδρα του είναι στο Λονδίνο. Είχαμε τη χαρά λοιπόν, να μας φτιάξει μερικά καταπληκτικά καπέλα. Το καπέλο που βλέπετε σε αυτή τη σκηνή το εμπνεύστηκε από ένα πραγματικό καπέλο της Γουόλις. Όπως σας έλεγα, η Γουόλις προχωράει στον δρόμο, παίρνει μια εφημερίδα και προς έκπληξή της, βλέπει μια φωτογραφία που απεικονίζει την ίδια και τον Πρίγκιπα την ημέρα του γάμου τους. Και ξαφνικά, βλέπεις την Γουόλι να εμφανίζεται από το πουθενά στη δεκαετία του ’30 και την Γουόλις να της λέει «κοίτα τη δουλειά σου». Είναι καταπληκτική σκηνή!» Κοσμήματα Ο Δούκας και η Δούκισσα του Ουίνσδορ ανέπτυξαν στενές σχέσεις με αρκετούς κοσμηματοπώλες και ειδικότερα με τους Cartier, Van Cleef & Arpels. Σε όλη την κοινή ζωή τους, ο Δούκας χάριζε αφειδώς κοσμήματα στην Δούκισσα, ίσως για να αντισταθμίσει τα βασιλικά κοσμήματα που δεν θα φορούσε ποτέ. Μάλιστα, στην 20ή επέτειο του γάμου τους, της δώρισε μία καρφίτσα σε σχήμα καρδιάς που έφερε τα αρχικά τους φτιαγμένα από σμαράγδια. Η Αριάν λέει: «όταν διάβασα το σενάριο και άρχισα να κάνω τη δική μου έρευνα, κατάλαβα πόσο μεγάλη σημασία θα είχαν τα κοσμήματα. Δεν είχα δουλέψει ποτέ μου σε ταινία που το κόσμημα να κατέχει τόσο σημαντική θέση στην πλοκή. Ήταν προφανές ότι δεν θα μπορούσαμε να ανταποκριθούμε στις ανάγκες της ταινίας χωρίς τη συνεργασία των οίκων Cartier και Van Cleef & Arpels.» Συνεχίζει λέγοντας: «Ευτυχώς, οι δύο Οίκοι έδειξαν τεράστιο ενδιαφέρον. Μαζί λοιπόν καταφέραμε να ξαναφτιάξουμε πολύ σημαντικά κομμάτια όπως την καρφίτσα με τον φλαμίνγκο, το βραχιόλι που αποτελεί το κεντρικό κομμάτι της ιστορίας, το υπέροχο μενταγιόν με μαργαριτάρια που φορούσε η Γουόλις και το καταπληκτικό γαμήλιο βραχιόλι των Van Cleef & Arpels. Οι δύο Οίκοι, πέραν του ότι μας βοήθησαν φτιάχνοντας αυτά τα κομμάτια, μας άνοιξαν και τα μουσεία τους, επιτρέποντάς μας να χρησιμοποιήσουμε αρκετά κοσμήματά τους. Επίσης, ήταν πολύτιμη η βοήθεια και του Neil Lane, ο οποίος είναι πολύ στενός φίλος τόσο της Μαντόνα όσο και δικός μου. Έχουμε συνεργαστεί μαζί του πολλές φορές σε επίσημες εκδηλώσεις και φωτογραφήσεις και ξέραμε ότι είχε υπέροχες συλλογές αυθεντικών κοσμημάτων του ’30 και του ’50 τις οποίες και μας δάνεισε για τις ανάγκες των γυρισμάτων.» Και ο οίκος Cartier όμως, είναι πολύ περήφανος για τη σχέση που είχε αναπτύξει με τον Δούκα και τη Δούκισσα του Ουίνσδορ. Η Γκαέλ Νέγκελεν χαρακτηριστικά λέει: «Ο Οίκος Cartier συμμετείχε στην ταινία δανείζοντας σύγχρονα και αντικέ κομμάτια της συλλογής του, και ανακατασκευάζοντας vintage κοσμήματα που άνηκαν στην Δούκισσα. Καθώς ήταν μοναδικά, δεν υπήρχαν στη συλλογή αντικών του που αριθμεί περισσότερα από 1300 κομμάτια.» Εκτός των προαναφερθέντων κοσμημάτων, ο Οίκος Cartier ανακατασκεύασε και πολλά ακόμα ιστορικά κομμάτια που είχαν φτιαχτεί αποκλειστικά για τη Δούκισσα. Μεταξύ αυτών ήταν το σμαραγδένιο δαχτυλίδι των αρραβώνων τους, δύο καρφίτσες του 1937 και του 1950, μια διπλή σειρά μαργαριτάρια με ασορτί σκουλαρίκια του 1957, ένα δαχτυλίδι με κοράλλι του 1947 και τη διάσημη καρφίτσα πάνθηρα του 1949. Το βραχιόλι με τους σταυρούς είναι ένα από τα διασημότερα κοσμήματα της Δούκισσας και ένα από τα βασικότερα κομμάτια της ιστορίας του ζευγαριού. Μεταξύ 1933 και 1944, ο Δούκας του Ουίνσδορ ζήτησε από τον Οίκο Cartier να φτιάξει εννέα σταυρούς από πλατίνα, κοσμημένους με πολύτιμους λίθους, έναν για κάθε ξεχωριστή στιγμή της κοινής τους ζωής – έναν για τον γάμο τους, έναν για τον θάνατο του σκύλου τους, έναν άλλο για μια εγχείριση κλπ. Για κάθε σημαντικό γεγονός της ζωής τους, ο Δούκας έδινε και έναν σταυρό στη Δούκισσα, τον οποίο εκείνη προσέθετε στο βραχιόλι της. Το συγκεκριμένο βραχιόλι το ανακατασκεύασε ο Οίκος Cartier για τις ανάγκες της ταινίας. Μάλιστα, το αντίγραφο προκάλεσε αρκετά προβλήματα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων στις Κάννες, καθώς λόγω ενός ελαττωματικού κουμπώματος, το βραχιόλι χάθηκε στη θάλασσα. Αν και αντίγραφο, η αξία του ήταν πολλών χιλιάδων λιρών κι ως εκ τούτου αρκετά μέλη του συνεργείου επιχείρησαν να το βρουν, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η πρωταγωνίστρια λέει: « Ο Εδουάρδος έδωσε αυτό το βραχιόλι στην Γουόλις στην παραλία των Καννών. Με τον Τζέιμς είχαμε κάνει πάρα πολλές πρόβες για το πώς θα ρίχναμε το μικρό σταυρουδάκι στην άμμο και θα προλαβαίναμε να το μαζέψουμε πριν έρθει το κύμα και τα πηγαίναμε πάρα πολύ καλά. Κάποια στιγμή, η Μαντόνα μας φώναξε για να μας πει κάποια πράγματα και βγήκαμε από τα νερό. Βγαίνοντας λοιπόν, συνειδητοποίησα ότι είχε ανοίξει το κούμπωμα και το βραχιόλι είχε πέσει στο νερό. Δεν ήξερα ποια ήταν ακριβώς η αξία του, αλλά ήξερα ότι ήταν ακριβό. Σκεφτήκαμε πως αν το βρει τελικά κανείς, δεν θα ξέρει τι ακριβώς είναι μέχρι να δει τα αρχικά. Και το αστείο θα είναι να πιστέψει ότι βρήκε το πραγματικό και να πυροδοτήσει καινούργιες φήμες. Πάντως ένιωσα πάρα πολύ άσχημα.” Και η Άμπι Κόρνις όμως, φορούσε κοσμήματα από τη σύγχρονη συλλογή του Οίκου Cartier. Μάλιστα, η Αριάν πιστεύει πως το ρολόι που φοράει η Άμπι «είναι κρίσιμο προκειμένου να γίνει η σύνδεση ανάμεσα στον κόσμο των δύο γυναικών.» |