Café de Flore Μια ρομαντική ταινία για δύσκολους λύτες, που συνδέει το Παρίσι του '60 με το Μόντρεαλ του σήμερα Μια ταινία mixtape εποχών, εικόνων, συναισθημάτων που θα μπορούσε να είναι ένα free jazz κομμάτι σινεμά, ένας γοητευτικός αυτοσχεδιασμός πάνω στην αφήγηση και την γλώσσα των εικόνων. Όταν πρόκειται για την αγάπη, μερικές φορές μοιάζει σαν να υπάρχουν μεγαλύτερες δυνάμεις στο σύμπαν και εμείς δεν έχουμε κανέναν έλεγχο πάνω στο ποιος μας ελκύει ή πόσο βαθιά μπορούμε να νιώσουμε. Για μερικούς, η αγάπη θεωρείται συχνά σαν πεπρωμένο, σαν να γράφτηκε στα αστέρια καιρό πριν. Αυτή η αίσθηση του ρομαντισμού συνυφασμένη με τη μοίρα τρέχει ανεξέλεγκτη στην νέα ταινία του Jean-Marc Vallee, «Cafe de Flore», μια ιστορία αγάπης που χρειάζεται περισσότερες από μια διάρκεια ζωής προκειμένου να αντιληφθείς το μέγεθος της. Ένα φιλόδοξο και σποραδικά ηλεκτρισμένο δράμα, το φιλμ εξετάζει παράλληλα τόσο τη ζωή μιας ανύπαντρης μητέρας την εποχή των 1960, της Jacqueline (Vanessa Paradis), που προσπαθεί να μεγαλώσει το με παιδί της που πάσχει από σύνδρομο down, όσο και ενός σύγχρονου dj, του Antoine (Kevin Parent), πρόσφατα χωρισμένου με την Carole (Helene Florent), με την οποία έχτισαν μια ζωή μαζί δημιουργώντας μια οικογένεια με δυο παιδιά, και έτοιμου να ξαναπαντρευτεί τη νέα φίλη του, Rose (Evelyne Brochu). Το φιλμ καταφέρνει και αριστεύει σχεδόν σε όλους τους τομείς. Η ιστορία της ταινίας ξεδιπλώνεται με ένα μη-γραμμικό σενάριο που περιλαμβάνει πολλαπλές αναδρομές στο παρελθόν, φλας-προς τα εμπρός και οριζόντια, με τις ιστορίες να λαμβάνουν χώρα σε δύο χρονικές περιόδους πάνω από σαράντα χρόνια διαφορά. Αυτή η μπερδεμένη φύση της αφήγησης θα μπορούσε να ήταν μια καταστροφή αλλά εδώ είναι ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα του έργου. Ο Vallee δημιουργεί έναν έξυπνα εντυπωσιακό παραλληλισμό και διαθέτει μια συμμετρία μεταξύ των δύο ιστοριών αγάπης, επιτρέποντας έτσι να έχουν απήχηση η μια στην άλλη. Προσεκτικός στη διαμόρφωση του και έξυπνος στο μοντάζ, ο σκηνοθέτης κόβει επιδέξια την ταινία σε μια καλειδοσκοπική εμπειρία και οι απαλές μετατοπίσεις μεταξύ των δύο χρονικών περιόδων δίνουν τη δυνατότητα στη μια ιστορία να διαποτίζει την άλλη, δημιουργώντας έναν πυκνό ιστό. Χάρη στις πολλές αναδρομές, βέβαια, στο παρελθόν, παίρνει λίγο χρόνο για να καταλάβεις ποιος είναι ποιος, πόσο μάλλον τα εσωτερικά συναισθήματα και τα κίνητρα αυτών των χαρακτήρων. Ίσως αποτελέσει μια κάπως ενοχλητική κινηματογραφική εμπειρία για κάποιους θεατές. Η υπομονή τους, όμως, θα βραβευθεί όταν ο συγγραφέας/σκηνοθέτης Jean-Marc Vallee αρχίζει την ανάπτυξη των διαφόρων χαρακτήρων και των προβλημάτων τους. Κι αυτό γιατί αυτό που καταφέρνει ο Vallee είναι και να συλλάβει την ένταση των ανθρωπίνων συναισθημάτων στο απόλυτο. Καταφέρνει να αντισταθμίσει την προφανή δυστυχία που οι χαρακτήρες τους αντιμετωπίζουν, με κάποιες τόσο αναγκαίες εκρήξεις ευτυχίας. Το κοινό είναι εκεί για όλες τις στιγμές τους. Παρακολουθεί την αργή κάθοδο του Antoine από την αληθινή αγάπη που ένιωθε για την Carole στη δεκαετία του 1980 πριν το μάτι του αρχίσει να περιπλανιέται. Η Jacqueline ξεκινά ως κάποια που παλεύει να γίνει ο γιος της αποδεκτός από όλους ως ισότιμο μέλος της κοινωνίας, αλλά τελικά απειλείται από την ισχυρή έλξη του νέου έρωτα που θέλει να μπει ανάμεσα τους. Πρόκειται για μια ιδιότυπη μοναδική ματιά στη φύση του έρωτα, του διαζυγίου αλλά και του επαναπροσδιορισμού της ζωής που είναι τόσο πραγματικός όσο είναι και γλυκόπικρος. Και ενώ η ταινία διαθέτει αναμφισβήτητα ένα από τα καλύτερα μοντάζ που έχω δει, είναι το soundtrack το πιο αξιέπαινο στοιχείο της ταινίας. Ο τίτλος εδώ δεν αναφέρεται στο διάσημο καφέ του Παρισιού, αλλά σε ένα τζαζ ομότιτλο κομμάτι που συνδέει τελικά τις δύο διαφορετικές ιστορίες μαζί σε ένα έξυπνο και γλυκόπικρο τρόπο. Ο Vallee χρησιμοποιεί την μουσική για να μας δείξει πώς αυτή διαμορφώνει τον τρόπο που οι άνθρωποι σκέφτονται αλλά και το τι θυμούνται. Pink Floyd, Sigur Ros, The Cure και πολλοί άλλοι συνθέτουν ένα από τα καλύτερα σάουντρακ ταινίας και υποστηρίζουν τα βασικά σημεία της αφήγησης. Ο Vallee επιτρέπει στα τραγούδια να αντηχούν διαρκώς σε όλη την ταινία: ο ίδιος μάλιστα τα επαναλαμβάνει ασταμάτητα. Αντί, όμως, να κτυπάνε στα νεύρα σου, η μελωδία του «Cafe de Flore» γίνεται το πιο αξιόλογο στοιχείο της ταινίας. Ο Vallee αλλάζει έξυπνα την ακουστική του τραγουδιού, εκφράζοντας την υποκειμενικότητα του τραγουδιού για να προσφέρει μια από τις πολλές στιγμές στις οποίες το «Cafe de Flore» αποδεικνύει τη δύναμη της μουσικής. Το «Cafe de Flore» ξεκινά ως μια τζαζ μελωδία στο πιάνο και καταλήγει ως ένα techno-beat τραγούδι που ακούγεται σε club. Ο Vallee καταφέρνει να δείξει πώς η μουσική ενώνει τους χαρακτήρες και πώς τα τραγούδια ταξιδεύουν και συνδέονται με τον καθένα ξεχωριστά στην πάροδο του χρόνου. Είναι τα μεγάλα πάθη της ζωής μας προκαθορισμένα με έναν ανεξήγητο τρόπο; Αυτό είναι ένα από τα καίρια ερωτήματα που τέθηκε, και ίσως απαντήθηκε, στο «Cafe de Flore», ένα αισθητικά πλούσιο πείραμα σε πειραματική αφήγηση, που καταφέρνει να ικανοποιεί τις αισθήσεις, ακόμη κι όταν ο εγκέφαλος εξακολουθεί να προβληματίζεται. Η ταινία καταπιάνεται και με ορισμένα εξαιρετικά περίπλοκα θέματα που δεν μπορούν πάντα να εξηγηθούν λογικά. Οι θεατές στο τέλος ίσως αισθανθούν εξαπατημένοι και δεν θα φέρω αντίρρηση με κάποιον που όντως αισθανθεί έτσι. Ωστόσο, ο Vallee σηματοδοτεί την στροφή του «Cafe de Flore» αρκετά καλά, προσφέροντας οπτικά κι ακουστικά σημεία με τα οποία μπορεί κανείς να αποκρυπτογραφήσει το μυστήριο. Όταν κάποιος ανακαλύπτει τι έρχεται στο τέλος, το «Cafe de Flore» γίνεται πιο όμορφη ταινία και τότε θα εκτιμήσει την εξαιρετικά πολύπλοκη δουλειά του σκηνοθέτη. Θα ήταν άδικο για την ταινία να αποκαλύψω περισσότερα. Ως εκ τούτου, απλά θα πω ότι είναι καλύτερο να προσεγγίσεις το έργο χωρίς να ξέρεις τίποτα και απλά να το απολαύσεις. |