La Migliore Offerta Σκηνοθεσία: Τζουζέπε Τορνατόρε Ιταλία, 2013, Εγχρωμο Παραγωγή: Ιζαμπέλα Κοκούτσα, Αρτούρο Πάλια Σκηνοθεσία: Τζουζέπε Τορνατόρε Σενάριο: Τζουζέπε Τορνατόρε Φωτογραφία: Φάμπιο Ζαμάριον Μοντάζ: Μάσιμο Κουάλια Μουσική: Ενιο Μορικόνε Πρωταγωνιστούν: Τζέφρι Ρας, Τζιμ Στέρτζες, Σίλβια Χεκς, Ντόναλντ Σάδερλαντ Διάρκεια: 131 λεπτά Χρησιμοποιώντας μια σειρά από σεναριακά ευρήματα για να υπογραμμίσει τα λεπτά όρια ανάμεσα στο αυθεντικό και το πλαστό στην τέχνη και κατ’ επέκταση στη ζωή, ο Τορνατόρε θα χτίσει με δεξιοτεχνία το γεμάτο σασπένς σκηνικό του, αυτήν τη φορά με την πολύτιμη βοήθεια του εξαιρετικού Τζέφρι Ρας, του φωτογράφου Φάμπιο Ζαμαριόν και του αγέραστου «Maestro» Ένιο Μορικόνε.Πόσες πιθανότητες υπάρχουν άραγε, να πέσει σε παγίδα μια αυθεντία, ένας έμπειρος στον τομέα του παντογνώστης και μάλιστα στο δικό του πεδίο δράσης, στο δικό του γνωστικό τερέν? Καμία απολύτως! Οι λακκούβες και οι κακοτοπιές είναι βλέπεις για τους ρούκις, τους πρωτάρηδες, στον στίβο μάχης, που δεν είναι προετοιμασμένοι και δεν γνωρίζουν από που μπορεί να τους σκάσει μονομιάς η βόμβα - έκπληξη. Εκτός... Εκτός και αν κάνουν την εμφάνιση τους αστάθμητοι παράγοντες που θα αποσπάσουν την προσοχή του σπεσιαλίστα, δηλαδή ο εξής ένας και μοναδικός: Ο έρως! Οπότε, ένα, δύο, τρία, καταχωρήθηκε η φάκα στον ερωτευμένο κύριο... Μοναχικός, απόμακρος, μόνιμα σοβαρός αλλά και απότομος ακόμη και με τους πιο στενούς του συνεργάτες, γεμάτος συμπλέγματα στην συμπεριφορά του και δίχως τον παραμικρό κοινωνικό κύκλο. Αυτός είναι ο Βέρτζιλ Όλντμαν, ο πάμπλουτος έμπορος πανάκριβων έργων τέχνης, ιδιοκτήτης της διαβόητης μπράντας πλειστηριασμών που φέρει το όνομα του και τον έχει καταστήσει ως έναν εκ των πλέον περιζήτητων δημοπρατών στον κόσμο. Με έδρα την Ευρώπη, που λαμβάνουν χώρα οι φημισμένες πλειοδοσίες που ο ίδιος διευθύνει, ο Όλντμαν, μόλις τα φώτα χαμηλώσουν, σβήνει την μοναξιά του συνομιλώντας με τις ζωγραφιστές γυναίκες της ζωής του, τα μοντέλα στους μυθικής αξίας πίνακες που διαθέτει στην κατοχή του. Το μυστηριώδες τηλεφώνημα της νεαρής δεσποινίδος Ίμπετσον, κληρονόμου μιας τεράστιας περιουσίας που της άφησαν οι εκλιπόντες γονείς της, αρχικά θα κινήσει το επαγγελματικό του ενδιαφέρον, έχοντας κληθεί να διοργανώσει την δημοπρασία των αντικειμένων που στολίζουν την αχανή έπαυλη, όπου εκείνη διαμένει. Μυστήριο που θα περιπλακεί ακόμη περισσότερο, από την στιγμή που η πλούσια δικαιούχος της διαθήκης, θα αποφύγει να συναντηθεί μαζί του, έστω και για τα απλά διαδικαστικά, επικαλούμενη το σύνδρομο αγοραφοβίας από το οποίο πάσχει από τα παιδικά της χρόνια. Καταλύτες εκκίνησης και σταδιακής απογείωσης της ίντριγκας του The Best Offer, αρχικά η περιέργεια που πνίγει τον καλοβαλμένο, πανάκριβα ντυμένο και ωραιοπαθή (μέχρι βαφής του τριχωτού της κεφαλής) εξηντάχρονο γκαλερίστα, για να αποκαλύψει την ταυτότητα της κοπέλας που συνομιλεί πίσω από τους λεπτούς Λουί Κενζ τοίχους της βίλας και κατοπινά η ανακάλυψη κάθε λίγο και λιγάκι, σκουριασμένων μηχανισμών ηλικίας πολλών αιώνων, που αποτελούν τμήματα ενός καινοτόμου για την εποχή του αυτοματισμού, που φέρει την σφραγίδα του πρωτοπόρου Βοκανσόν. Κάθε καινούργιο κομμάτι που προστίθεται στο παζλ και ένα βήμα μπροστά στην γνωριμία του με την Κλερ. Ένα παιχνίδι που εξιτάρει τον γεμάτο παραξενιές μέχρι πρότινος ηλικιωμένο άντρα, σε τέτοιο βαθμό που αδιαφορώντας για τα καθήκοντα του, θα θελήσει να το τραβήξει μέχρι τέλους. Η πείρα του θα δοκιμαστεί στην θωριά του γοητευτικού μίσχου που θα αντικρίσει και θα περάσει σε ένα πεδίο που ως τα χθες δεν είχε την παραμικρή γνώση. Ορατός ο κίνδυνος? Για να είμαι ειλικρινής, απροετοίμαστος κι εγώ ως θεατής, πιάστηκα αναπάντεχα στο δόκανο που εντέχνως έστησε ο Giuseppe Tornatore, πείθοντας με μέχρι την έκρηξη του τουίστ πως πρόκειται για ένα καλοστημένο ρομάντζο, που μοιράζει ερωτικές ελπίδες στους κυρίους μιας κάποιας, τρίτης ηλικίας, που ανάμεσα στα αρθριτικά και το σάκχαρο, μπορεί να εντοπίσουν την αγάπη της ζωής τους. Σκηνοθετικά ο Ιταλιάνος μάστορας που αγκαλιά του κλάψαμε νοσταλγικά ενθυμούμενοι της ημέρες του Σινεμά ο Παράδεισος, παίζει στην έδρα του μεταφορικά και κυριολεκτικά, μιας και τόσο στο κτίσιμο ατμόσφαιρας The King's Speech είναι μετρ, αλλά και γιατί οι (απροσδιόριστες στο σκριπτ) τοποθεσίες που λαμβάνει χώρα η δράση, είναι από τις πιο αγαπημένες καρτ ποστάλ της πατρίδας του. Σύμφωνοι, μπορεί να πει κανείς, πως το σενάριο αν το καλοκοιτάξεις από το τέλος προς την αρχή (όπως πρέπει δηλαδή) εμφανίζει κενά, επαναλήψεις που μακραίνουν αναίτια την χρονική διάρκεια και ασυνέπειες, είμαι πεπεισμένος όμως πως βασική απαίτηση του πολυβραβευμένου σκηνοθέτη, δεν ήταν να κτίσει ένα φιλμ τίγκα στο σασπένς στα χνάρια του Rear Window και του Shadow Of Doubt, από όπου ο Tornatote δανείζεται στιχάκια από τον Hitch. Για πες: Αλλά πιότερο πιστεύω να φτιάξει ένα δράμα για έναν περίπλοκο και έτοιμο παρόλες τις αντίθετες ενδείξεις χαρακτήρα να αναζητήσει την αγάπη, στον χώρο που κινείται επί εικοσιτετραώρου, για να έχει το πάνω χέρι. Το έξυπνο πουλί, με την απαράμιλλη υποκριτική του αξία υποδύεται ο Geoffrey Rush, άνετος μέσα στα φρεσκοσιδερωμένα Αρμάνι, κινείται στο τέμπο που ορίζει η μουσική υπόκρουση του Μέγα Ennio, πεντακάθαρος και κοτσονάτος χάρη στην κινηματογράφηση του πεπειραμένου Fabio Zamarion. Πού να είχε και βοήθειες ερμηνευτικά ο Αυστραλός, αφού πέραν του Sutherland Πατρός, σε έναν ρόλο που θα μπορούσε και να μην υπάρχει, ούτε ο Jim Sturgess ως τεχνίτης / συμβουλάτορας Συρανό, ούτε και η (όμορφης θωριάς παρόλα αυτά) Ολλανδέζα ενζενί Sylvia Hoeks, αγγίζουν έστω κι ένα μικρό ποσοστό από το εκτόπισμα του. |