Back Up Next
Τιμπουκτού

Timbuktu

Μαυριτανία, Γαλλία, 2014, Εγχρωμο Σκηνοθεσία: Αμπντεραμάν Σισακό Πρωταγωνιστούν: Ιμπραίμ Αχμέντ, Τούλου Κίκι, Αμπέλ Τζάφρι Διάρκεια: 97 λεπτά

Στο κατειλημμένο από τους φανατικούς ισλαμιστές Τιμπουκτού μια μοιραία παρεξήγηση αλλάζει δραματικά τη ζωή ενός Τουαρέγκ αγρότη.

Βραβευμένη με επτά Σεζάρ και υποψήφια για ξενόγλωσσο Όσκαρ, συγκινητική, επίκαιρη, πολιτικοκοινωνική καταγγελία. Λυρικός κι ευαίσθητος κινηματογραφιστής, ο Σισακό κοιτάζει τους πρωταγωνιστές στα μάτια και δεν παρασύρεται σε κατάχρηση «ποιητικών» εικόνων ή στην επίδειξη μιας καρτποσταλικής εικονογραφίας.

Η τραυματισμένη χώρα του Μάλι και ειδικότερα η πόλη του Τιμπουκτού πλανοθετούνται αρκετά σχηματικά μεν, με λυρισμό δε, στην καινούρια ταινία του Αμπντεραμάν Σισακό, ο οποίος μας μεταφέρει στην χωρά που μεγάλωσε (γεννήθηκε στη Μαυριτανία). Η πλοκή θέλει τον Κιτανέ έναν νομάδα βοσκό, να ζει φιλήσυχα στην σκηνή του μαζί με την γυναίκα, την μικρή του κόρη Τόγια και τον περίπου συνομήλικό της Ισάν, που τον βοήθα με το μικρό του κοπάδι. Λίγο μακρύτερα, στην πρωτεύουσα Τιμπουκτού, οι ζηλωτές Ισλαμιστές έχουν επιβάλλει το δικό τους νόμο που απαγορεύει σχεδόν τα πάντα. Ντύνει τις γυναίκες ακόμη και με γάντια και κάλτσες και περιορίζει αθώες απολαύσεις όπως η μουσική και το ποδόσφαιρο. Οι γυναίκες, αιώνια θύματα των φονταμενταλιστικών καθεστώτων, αντιστέκονται με όλα τα μέσα, επιδεικνύοντας τόλμη, θράσος και αποφασιστικότητα. Ο τοπικός ιμάμης, αντιπροσωπεύοντας το επιεικές Ισλάμ, προσπαθεί με όποιο μέσο μπορεί να αποτρέψει τις κτηνώδεις ποινές που επιβάλλονται από τους Τζιχαντιστές, οι οποίοι βλέπουν τα πάντα ως αμαρτία που ξεπλένεται μονό με αίμα.

Η υπόθεση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο, όταν σε μια αψιμαχία ο Κιτανέ σκοτώνει κατά λάθος έναν ψαρά, που με τη σειρά του είχε θανατώσει την αγαπημένη αγελάδα του με το ιδιόμορφο όνομα "GPS" (εμφανής αλληγορία για μια χώρα που έχει χάσει τον προσανατολισμό της). Ο σκηνοθέτης παραδίδει ένα οπτικά υπέροχο αποτέλεσμα, με ποιητικές πανοραμικές εικόνες της ερήμου και του ποταμού που τη διασχίζει και επενδύει το εγχείρημα με καταπληκτικές μελωδικές μουσικές, οι οποίες αποτελούν ίσως το δυνατότερο σημείο του.

Δημιουργώντας συσχετισμένους χαρακτήρες γύρω από τη βασική πλοκή (η οποία όμως αρχίζει ουσιαστικά να παίρνει μπρος μετά το δεύτερο μισό του φιλμ) στέκεται πάνω στις πλούσιες παραδόσεις της χώρας που ποδοπατούνται από το θρησκευτικό φανατισμό, ισορροπώντας παράλληλα ανάμεσα στην ελπίδα που υπομένει και την απόγνωση που γκρεμίζει. Η βασική αστοχία αυτού του δημιουργήματος πάντως, παραμένει ο κατάφωρος διδακτισμός και η προφανής μελοδραματική φόρμα του. Για ένα μεγάλο μέρος της ταινίας οι Τζιχαντιστές κατακτητές, μοιάζουν με αδύναμες καρικατούρες, ανίκανες να επιβάλλουν την υποτιθέμενη βούληση του Αλλάχ. Ωστόσο, παρόλη την ελαφρώς στιλιζαρισμένη εικονογράφηση, είναι εύκολο να βρει κάνεις εμπνευσμένες σκηνές, όπως για παράδειγμα η φροϊδική εικόνα των παλλόμενων από τον άνεμο, γεμάτων καμπύλες αμμόλοφων και ο στρατηγικά τοποθετημένος θάμνος ανάμεσά τους.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ Βραβεία - Συμμετοχές

Υποψήφια για το OSCAR® Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας Υποψήφια για το Χρυσό Φοίνικα - Φεστιβάλ Καννών 2014 7 Βραβεία Σεζάρ, μεταξύ των οποίων Καλύτερης Ταινίας, Καλύτερης Σκηνοθεσίας, Καλύτερου Σεναρίου και Καλύτερης Φωτογραφίας Βραβείο Οικουμενικής Επιτροπής - Φεστιβάλ Καννών 2014 Βραβείο François Chalais - Φεστιβάλ Καννών 2014 Prix Lumières Καλύτερης Ταινίας + Καλύτερης Σκηνοθεσίας Βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας – Διεθνές Φεστιβάλ του Σικάγο Βραβείο Καλύτερης Ταινίας – Φεστιβάλ Ιερουσαλήμ Ένα υπόκωφο δράμα χωρίς περιστροφές, που ενθουσίασε κοινό και κριτικούς στο πρόσφατο Φεστιβάλ Καννών, με την απλή και όμως τόσο πλούσια σε αφήγηση και εικόνες προσέγγιση μιας κατάστασης ομηρίας.

Η ταινία «Τιμπουκτού» του πολύπλευρου μαυριτανού καλλιτέχνη Αμπντεραχμάν Σισακό έκλεψε τις εντυπώσεις κοινού και κριτικών, κατά τη διάρκεια της προβολής της στις Κάννες.

Το φιλμ συμμετέχει στο διαγωνιστικό πρόγραμμα. Σκιαγραφεί με χιούμορ, αλλά και με απλοϊκό τρόπο την καθημερινή ζωή στην περιοχή του Τιμπουκτού, στα βόρεια του Μάλι, αλλά και την γενικότερη παράνοια που επικρατεί, καθώς τον έλεγχο έχουν οι φονταμενταλιστές της Τζιχάντ.

Ο απεσταλμένος του Euronews στις Κάννες, Φρεντερίκ Πονσάρ ρώτησε τον σκηνοθέτη της ταινίας: «Το Τιμπουκτού είναι ένα πολύ ισχυρό σύμβολο της γνώσης, του πολιτισμού, της παιδείας και της θρησκείας. Είναι σημαντικό για σας που αυτή η ταινία διαδραματίζεται σ’ αυτή την πόλη»;

«Ναι. Δεν περίμενα ότι μετά την ταινία μου για το Μπαμακό θα πήγαινα στο Τιμπουκτού. Ονόμασα τις ταινίες μου Μπαμακό την πρώτη και Τιμπουκτού την τωρινή, γιατί ήταν για μένα ένας τρόπος να τραβήξω την προσοχή του κόσμου σε αυτή την περιοχή του πλανήτη» απάντησε ο Αμπντεραχμάν Σισακό.

Ο μαυριτανός σκηνοθέτης σχολιάζει κινηματογραφικά την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα του Τιμπουκτού, αλλά την κατεύθυνση που παίρνουν τα πράγματα, καθώς τα πάντα ελέγχονται αυστηρά και ασφυκτικά από τους τζιχαντιστές και τον ισλαμικό νόμο:

«Συχνά, ολόκληρες πόλεις βρίσκονται σε καθεστώς ομηρείας, ολόκληροι πολιτισμοί. Αυτό είναι το ίδιο επικίνδυνο, ακόμη περισσότερο επικίνδυνο, από όταν κρατούνται όμηροι ένας ή δύο άνθρωποι. Αυτό είναι πραγματικά ανυπόφορο για μένα ως δημιουργό, δηλαδή το κακό που κάνουν αυτοί οι άνθρωποι με τις πράξεις τους στη θρησκεία μας. Το έχω βιώσει και έχω υποφέρει πολύ από τις πράξεις τους. Θέλω λοιπόν να αποκαλύψω όλο αυτό το κακό και να δείξω με λεπτομέρεια τι ακριβώς συμβαίνει».

Η ταινία δεν καταγγέλλει μανιχαϊστικά τον τρόπο που χειρίζονται την εξουσία οι φονταμενταλιστές της Τζιχάντ. Αντιθέτως, αποκαλύπτει πολλές φορές το ανθρώπινο πρόσωπό τους, δείχνοντας ότι και αυτοί είναι άνθρωποι με αδυναμίες. Από την άλλη πλευρά όμως δεν διστάζει να καταδικάσει τον φανατισμό που οδηγεί μια ολόκληρη χώρα στο χάος και στον σκοταδισμό.

Στο «Τιμπουκτού», παρακολουθούμε την ιστορία ενός ζευγαριού βοσκών Τουαρέγκ, που έρχονται αντιμέτωποι με τον ισλαμικό νόμο και το πώς αυτός εφαρμόζεται με τρόπο αυθαίρετο και σκληρό.

Ο σκηνοθέτης καταγράφει τον παραλογισμό, αλλά και το δράμα απλών ανθρώπων, θέλοντας να στείλει ένα μήνυμα ειρήνης και συναδέλφωσης, πέρα από ιδεολογίες και φανατισμούς.

Η Οσκαρική υποψηφιότητα για την ταινία από τη Μαυριτανία, που περιγράφει την καθημερινή ζωή σε μια πόλη που έχει καταληφθεί από τζιχαντιστές, είναι μια «μεγάλη στιγμή για τη Μαυριτανία και την Αφρική», σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, μιας και πρόκειται για την πρώτη ταινία από τη Μαυριτανία που είναι υποψήφια για Όσκαρ. «Με το που έμαθα για την υποψηφιότητα, με συνεπήρε ένα απερίγραπτο συναίσθημα… Είναι η αναγνώριση μιας δουλειάς που έγινε με πάθος και δέσμευση στους άντρες και τις γυναίκες από διαφορετικές χώρες, που είναι ενωμένοι στην υπεράσπιση των παγκόσμιων αξιών της αγάπης, της ειρήνης και της δικαιοσύνης». Για το σκηνοθέτη Αμπντεραχμάν Σισσακό, ήταν σημαντικό να δει την υποδοχή της ταινίας και από το Μουσουλμανικό κοινό. Έτσι ένιωσε «ασφαλής» μετά τη θερμή υποδοχή που είχε στο πρόσφατο Φεστιβάλ του Μαρακές: «Ήμουν πολύ χαρούμενος που παίχτηκε η ταινία μου στο Μαρόκο, όχι μακρυά από το Μάλι, όπου και λαμβάνει χώρα η ταινία, με την πλειοψηφία του κόσμου να είναι Μουσουλμάνοι… Οι αντιδράσεις ήταν πολύ κοντά με αυτές που είχα και αλλού».

Το ΤΙΜΠΟΥΚΤΟΥ αφηγείται την κατοχή της πόλης του Μάλι το 2012 από τζιχαντιστές και στήνει ένα πορτραίτο μιας χώρας της οποίας οι πλούσιες παραδόσεις απειλούνται, κατά τον Σισσακό, από φανατικούς τζιχαντιστές, που συχνά έρχονται από έξω. Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από το θάνατο μιας αγελάδας, με το όνομα GPS, «ένα κατάλληλο σύμβολο για μια χώρα που έχει χάσει το δρόμο της», σύμφωνα με τον Peter Bradshaw του The Guardian. Στην ταινία, οι Ισλαμιστές ζηλωτές απαγορεύουν αθώες απολαύσεις, όπως η μουσική και το ποδόσφαιρο, ενώ δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν το μαστίγωμα ή το λιθοβολισμό στην άσκηση της εξουσίας τους. Το Τιμπουκτού δεν είναι πια tombouctoulamysterieuse,το μαγικό μέρος του θρύλου, αλλά ένα σκληρό,αμείλικτο μέρος μισαλλοδοξίας και φόβου.

Είναι ακριβώς αυτή η υπόκωφη περιγραφή ενός καθεστώτος φόβου μέσα από τις λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής - μια μικροφυσική του φασισμού - που κάνει το ΤΙΜΠΟΥΚΤΟΥ μια παγκόσμια διαμαρτυρία απέναντι σε κάθε καταπιεστικό και ανελεύθερο καθεστώς που επιβάλλεται με τη βία. Στο ΤΙΜΠΟΥΚΤΟΥ το προσωπικό είναι η πραγματική έδρα του πολιτικού. Όπως αναφέρει και ο Σισσακό, «ο Δυτικός τύπος μιλάει πολύ για τους ομήρους που έχουν απαχθεί επειδή οι όμηροι είναι και οι ίδιοι Δυτικοί… Δεν μιλάνε για τις γυναίκες στην αγορά που υποχρεώνονται να φοράνε γάντια, αλλά αντιστέκονται. Δεν μιλάνε για τα αγόρια που παίζουν ποδόσφαιρο. Μιλάμε περισσότερο για στρατούς και για drones, ενώ οι άνθρωποι που αγωνίζονται και μάχονται σε καθημερινή βάση μένουν στην αφάνεια».

Μετά την κατάληψη του βόρειου Μάλι από τζιχαντιστές, ένας περήφανος Τουαρέγκ οδηγείται σε μια μοιραία σύγκρουση με τους φονταμενταλιστές κατακτητές της πόλης του Τιμπουκτού. Ένα λυρικό, ποιητικό και υπόκωφο δράμα από τον μεγάλο Αφρικανό δημιουργό, Αμπντεραχμάν Σισσακό.

Τοποθετημένο στις πρώτες μέρες της κατάληψης του Τιμπουκτού από φανατικούς τζιχαντιστές το 2012, και στηριγμένο σε αληθινά γεγονότα, η νέα ταινία του Αφρικανού σκηνοθέτη είναι ένα υπόκωφο και αιχμηρό δράμα για τις καθημερινές πιέσεις και αντιστάσεις συνηθισμένων ανθρώπων σε μια πόλη υπό κατάληψη ξένων φονταμενταλιστών. Το Τιμπουκτού των κατακτητών είναι σιωπηλό: η μουσική, το γέλιο, ακόμα και το ποδόσφαιρο έχουν απαγορευθεί, ενώ παράνομα δικαστήρια βγάζουν τραγικές και παράλογες αποφάσεις. Όταν ένας περήφανος Τουαρέγκ που ζει έξω από την πόλη, διαπράττει κατά λάθος φόνο, ζει από πρώτο χέρι την εφιαλτική εκδοχή της «δικαιοσύνης», όπως αυτή ασκείται από τους τζιχαντιστές. Φωτεινό, λυρικό και ποιητικό, το εμβληματικό ΤΙΜΠΟΥΚΤΟΥ του Σισσακό, αποτελεί μια συγκινητική κατάθεση ψυχής πάνω στην ανθρώπινη θέληση που καταφέρνει και αντιστέκεται στον τρόμο κάθε απολυταρχικού καθεστώτος.

Σημείωμα του σκηνοθέτη

«Στις 29 Ιουλίου 2012 στην Αγκελχόκ, μία μικρή πόλη στο βόρειο Μάλι, που στο μεγαλύτερο μέρος της ήταν υπό κατοχή από ξένους, συνέβη ένα φριχτό έγκλημα στο οποίο τα ΜΜΕ έκαναν τα στραβά μάτια. Ένα αντρόγυνο στα τριάντα του, ευλογημένο με δύο παιδιά, λιθοβολήθηκε μέχρι θανάτου. Το έγκλημα τους: δεν ήταν παντρεμένοι. Το βίντεο της δολοφονίας τους, που ανέβασαν στο ίντερνετ οι δράστες, είναι αποκρουστικό. Η γυναίκα πεθαίνει χτυπημένη από την πρώτη πέτρα, καθώς ο άντρας βγάζει μια κραυγή αγωνίας. Μετά σιωπή. Η Αγκελχόκ δεν είναι Δαμασκός ούτε Τεχεράνη. Έτσι τίποτα δεν λέγεται για όλα αυτά που συμβαίνουν. Αυτά που γράφω είναι ανυπόφορα, το ξέρω. Σε καμία περίπτωση δεν προσπαθώ να σοκάρω για να προωθήσω μία ταινία. Δεν μπορώ να πω ότι δεν γνώριζα, και τώρα που γνωρίζω, πρέπει να καταθέσω ελπίζοντας ότι ποτέ κανένα παιδί δεν θα χρειαστεί να μάθει ότι οι γονείς του πέθαναν γιατί αγαπούσαν ο ένας τον άλλο.»

Back Home Up Next