While We’re Young Η.Π.Α., 2015, Εγχρωμο Σκηνοθεσία: Νόα Μπόμπακ Πρωταγωνιστούν: Μπεν Στίλερ, Ναόμι Γουότς, Ανταμ Ντράιβερ, Αμάντα Σάιφριντ, Ανταμ Χόροουιτς Διάρκεια: 97 λεπτά Ο Τζος και η Κορνίλια γνωρίζουν ένα νεαρότερό τους παντρεμένο ζευγάρι, το οποίο τους γοητεύει με τον ανέμελο και αντισυμβατικό τρόπο ζωής του. Προσπαθώντας να τον ακολουθήσουν, θα αναγκαστούν να αναθεωρήσουν τις ιδέες τους και τη μεταξύ τους σχέση. Γουντιαλενική κωμωδία-σεναριακό κέντημα του δημιουργού του «Frances Ha», ο οποίος αναρωτιέται διασκεδαστικά, όσο και επώδυνα, πάνω στο πέρασμα του χρόνου, την αλλαγή των αξιών, το τίμημα της επιτυχίας και τι σημαίνει όταν «οι νέοι» δεν είσαι πια εσύ. Ραψωδός των στενοχωρημένων διανοούμενων της Νέας Υόρκης, ο Νόα Μπάουμπακ υπογράφει μια ταινία ακόμη πιο προσωπική από το αυτοβιογραφικό του ντεμπούτο The squid and the whale: το Όσο είμαστε νέοι μιλάει για τη σχετικότητα και την ουτοπία της αλήθειας που επιδιώκει ο κινηματογραφιστής, με θέμα την εγγενή του φιλοδοξία, την παγίδα της ματαιοδοξίας και τον ανταγωνισμό του με τη νεότερη γενιά, καθώς και τη συνεχή του πάλη με τους ίδιους τους περιορισμούς του. Ο Τζος Σρέμπνικ είναι σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ με υπόσχεση και ταλέντο στις αρχές της καριέρας του. Εδώ και 10 χρόνια έχει κολλήσει σε ένα φιλόδοξο, πολύπλοκο έργο που μηρυκάζει τις αλληλένδετες μορφές εξουσίες στην Αμερική. Η σύζυγός του Κορνήλια είναι κόρη ενός διάσημου ντοκιμαντερίστα, με τον οποίο ο Τζος διατηρεί εξόχως ανταγωνιστική σχέση απόστασης. Ο Τζος και η Κορνήλια γνωρίζονται με ένα νέο παντρεμένο ζευγάρι, τον Τζέιμι και την Ντάρμπι. Ο Τζέιμι τον θαυμάζει και θέλει να γίνει κι εκείνος σκηνοθέτης ταινιών τεκμηρίωσης. Οι ανομολόγητα φιλόδοξοι αλλά εκπαιδευμένοι στην ταπεινότητα σαραντάρηδες εμπνέονται από την μποέμικη, αυτοσχεδιαστική ζωή των εικοσάρηδων καινούργιων κολλητών τους και αποκτούν όρεξη για ζωή και δουλειά. Η μεταδοτική ενέργεια της φαινομενικά παλιομοδίτικης, ευπρόσδεκτα αναλογικής διαβίωσης και τρόπου σκέψης και δράσης (με βινύλια, ποδήλατα και μια εναλλακτική, καλλιτεχνίζουσα και hip ματιά στην ανακύκλωση της κουλτούρας) που τους αντιπροτείνουν οι Τζέιμι και Ντάρμπι κάποια στιγμή θα φανερωθεί: η αλλαγή σκυτάλης που δίδασκε ο Τζος, με την αντικατάσταση της αντικειμενικότητας στο ντοκιμαντέρ με την προσωπική ματιά, αποκτά άσχημο πρόσωπο όταν ο μήνας του μέλιτος παρέλθει. Ο Τζέιμι βάζει μπρος ένα πρότζεκτ που αντίκειται στις αρχές του Τζος, αλλά οι καιροί τον έχουν προλάβει. Για να βάλεις τη δική σου προσωπικότητα στο πορτρέτο ενός τρίτου θα πρέπει να θυσιάσεις την ορθόδοξη προσέγγιση και τις ενοχλητικές παρωπίδες. Για τον Τζέιμι και τη γενιά της ασταμάτητης καταγραφής των γεγονότων με όλων των ειδών τις εικονοληπτικές συσκευές τέτοιο πρόβλημα δεν υφίσταται καν. Στο επίκεντρο της ιστορίας ανακύπτει συνεχώς η απουσία του παιδιού στη ζωή (και την ατζέντα) του Τζος και της Κορνήλια. Δεν έχουν, αν και προσπάθησαν, έχοντας πλέον εκλογικεύσει τη στέρηση με την ψευδαίσθηση της ελευθερίας που τους χαρίζει η απουσία γονεϊκής δέσμευσης. Η ex machina παρουσία του νέου ζευγαριού αποτελεί ένα ενδιάμεσο και συγχυτικό υποκατάστατο. Όσο οι παλιότεροι καρπώνονται τη ζωοφόρο φρεσκάδα τους, τόσο οι νεότεροι δυνητικά εκμεταλλεύονται τις γνώσεις των «γηραιότερων» φίλων τους. Πρόκειται για μια οριακά ανήθικη χειραγώγηση; Ως ένα σημείο, ναι, αλλά έρχεται και η ψυχαγωγία να δικαιολογήσει την πρακτική πλευρά της υπόθεσης. Ο Τζος καταβάλλεται από αναβλητικό φόβο και δεν ολοκληρώνει ένα τεράστιο υλικό που δεν συμμαζεύεται με τίποτε, μάλλον γιατί δεν μπορεί να άρει την απόφαση να προχωρήσει. Οι προφάσεις του είναι πολλές και κοντρολαρισμένες, και σε αυτό το πλαίσιο ο νεαρός φαν τού κάνει καλό, γιατί τον ξεβολεύει, αφού πρώτα τον οδηγεί σε μια αμήχανη και πρόωση συνειδητοποίηση της ηλικίας και της προοπτικής που ένα παιδί, εκ των πραγμάτων, δεν του έχει δώσει. Το ντοκιμαντέρ με το οποίο παλεύει οφείλει να προσαρμοστεί στις ανάγκες ενός κοινού, έστω και μικρού, σαν το παιδί που μπουσουλάει και κοινωνικοποιείται. Ο Τζος έχει ξεχάσει πως τα πρότυπά του, όπως ο Πενεμπέικερ και ο Μέιζελς, άρεσαν και «πούλησαν», σύμφωνα με τα στάνταρ της εποχής τους. Στα μάτια του, ο Τζέιμι είναι ένας ποζέρ, ένας ψεύτης, παρασυρμένος από το vintage γούστο του και την αγάπη του για οτιδήποτε παλιό. Το κλειδί είναι ο πεθερός του, ένας πετυχημένος δημιουργός που μπορεί να αναγνωρίσει πως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα γιατί το παιδί που κυοφορείς πρέπει να συναντήσει ανθρώπους που το πιστεύουν και το βοηθάνε, αν θέλει να επιβιώσει. Ο Μπάουμπακ έχει γράψει και πάλι ένα εξαιρετικό σενάριο, με πολυεπίπεδες πληροφορίες, πολιτιστικές αναγωγές και διαπροσωπικές ανατροπές που θέτει συνεχώς νέα στοιχεία και εμπλουτίζει τα διλήμματα. Σκηνοθετικά, το στηρίζει στέρεα με κωμικότητα και στοχασμό, χωρίς αν αναλώνεται σε επίκαιρα, αλλά φευγαλέα κολπάκια με συνομιλίες σε κινητά και υπολογιστές, δείχνοντας αλλιώς το χάσμα των γενεών και τη χαριτωμένη γελοιότητα της κόντρας ανάμεσα στη νεάζουσα εμμηνόπαυση και τη μικρομέγαλη πόζα. Η σεκάνς της ψυχεδελικής εμπειρίας με έναν Περουβιανό σαμάνο και ένα διήμερο με μεσκαλίνη και εμετούς είναι ενδεικτική για τον συνδυασμό ιλαρότητας και απελπισίας – εκεί ουσιαστικά αποκαλύπτονται και μεταστρέφονται οι χαρακτήρες. Όπως είναι φυσικό, το ζητούμενο, δηλαδή η αναζήτηση και οι επιπτώσεις της αλήθειας, είναι μια εκκρεμής διαδικασία και ταυτόχρονα μια πικρή επαλήθευση της θεωρίας, που δεν μεταφράζεται σε θαυματουργή, χολιγουντιανή επιφοίτηση. Όπως λέει ο σοφός πεθερός του Τζος στον λόγο που εκφωνεί στην τιμητική εκδήλωση για το πρόσωπό του: «Τι να σας πω, μετά από τόσα χρόνια ακόμη δεν έχω όλες τις απαντήσεις και, για χάρη του ντοκιμαντέρ, θα τις αφήσω στην ησυχία τους». Απλώς διότι για κάθε γενιά η κοινωνία υποδεικνύει τον τρόπο και φανερώνεται όσο αντέχει και επιθυμεί. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ Ο Μπεν Στίλερ και η Ναόμι Γουότς είναι ο Τζος και η Κορνήλια Σρέμπνικ, ένα παντρεμένο μεσήλικο ζευγάρι. Προσπάθησαν να ξεκινήσουν οικογένεια αλλά δε μπόρεσαν κι αποφάσισαν ότι θα ζήσουν μ’ αυτό. Καθώς ο Τζος δουλεύει στο νέο του ντοκιμαντέρ όμως, είναι προφανές ότι έχει χτυπήσει τοίχο κι ότι κάτι λείπει από τη ζωή τους. Ο Τζέιμι και η Ντάρμπι από την άλλη, είναι ένα νεαρό, αυθόρμητο ζευγάρι, έτοιμοι και οι δύο ανά πάσα στιγμή να τα παρατήσουν όλα για να ακολουθήσουν ότι τους παθιάζει. Για το Τζος, είναι σα να έχει ανοίξει ένα παράθυρο στα νιάτα του- ή στα νιάτα που θα ήθελε να έχει. Σύντομα οι ανήσυχοι σαραντάρηδες, θα κάνουν στην άκρη τους φίλους τους της ίδιας ηλικίας- μεταξύ των οποίων και ο Beastie Boy Άνταμ Χόροβιτζ- για να ακολουθήσουν τα βήματα των ανέμελων νεαρών. “Πριν γνωριστούμε» παραδέχεται ο Τζος στο Τζέιμι, «τα μοναδικά δύο αισθήματα που είχα μέχρι τώρα ήταν σκεπτικισμός και περιφρόνηση». Επίσημη Συμμετοχή Φεστιβάλ Τορόντο Το «Όσο είμαστε νέοι» είναι η νέα διαγενεακή κωμωδία του Νόα Μπάουμπαχ, για το χρόνο που περνά, τη φιλοδοξία και την επιτυχία, και το πορτραίτο ενός γάμου που δοκιμάζεται από την εισβολή της νιότης. Καμία ταινία δεν έχει απεικονίσει καλύτερα την αστική κουλτούρα σήμερα: οι μεγαλύτεροι σε ηλικία χρησιμοποιούν iPads και Netflix, ενώ οι νέοι αναζητούν βινύλια και vintage κασέτες. Σημειώσεις παραγωγής Κάθε νέα γενιά απειλεί την προηγούμενη- τα πιο συναρπαστικά χάσματα όμως δημιουργούνται όταν οι κοινωνίες βρίσκονται σε περιόδους μαζικής τεχνολογικής και πολιτιστικής μετάβασης. Μια τέτοια περίοδο διανύουμε τώρα. Οπότε τί γίνεται όταν συγκρούεται η τελευταία γενιά ενηλίκων που μεγάλωσε χωρίς ίντερνετ με τη νέα γενιά; Το ερώτημα αυτό είναι η καρδιά του «Όσο είμαστε νέοι». Ο Μπάουμπαχ εξερεύνησε το άγχος των παιδιών χωρισμένων γονιών στο The Squid and The Whale, τις αδερφικές σχέσεις στο Margot AtThe Wedding, τη μοναξιά των προνομιούχων στο Greenberg, και την ουσία του να είσαι νέος και ν’ αναζητάς την ταυτότητα σου στο Frances Ha. Κάθε ταινία χτίστηκε επάνω στις πιο έντονες κι ανθρώπινες στιγμές. Το «Όσο είμαστε νέοι» είναι η πιο αστεία και ρομαντική μέχρι σήμερα. Για το Μπάουμπαχ η ιστορία προέκυψε από δύο επιθυμίες: από τη μία να απεικονίσει τη δυναμική των σχέσεων σήμερα- γάμοι, φιλίες και τα σημεία που τέμνονται- κι από την άλλη, να αποδεχτεί το γεγονός ότι ο ίδιος δεν είναι πια ένας νέος καλλιτέχνης, αλλά «ενοχλητικά» καθιερωμένος. «Σκεφτόμουν να γράψω μια ταινία για δύο διαφορετικά ζευγάρια που αλληλεπιδρούν για αρκετό καιρό» εξηγεί ο ίδιος. «Με ενδιαφέρει πολύ η δυναμική μεταξύ ζευγαριών. Φέρεσαι διαφορετικά όταν είσαι με το σύντροφο σου και όταν είσαι μαζί του και με άλλους ανθρώπους; Φυσικά και το κάνεις- αναλόγως τους ανθρώπους πάντα- και ήθελα να το διερευνήσω αυτό σε μια ταινία. Ο λόγος που με έκανε να μελετήσω τα συγκεκριμένα ζευγάρια είναι ότι έφτασα σε ένα σημείο στη ζωή μου που συνειδητοποίησα ότι δεν είμαι ο νεότερος άνθρωπος στο χώρο». Καθώς άρχισε να γράφει, ο Μπάουμπαχ αποφάσισε επίσης να αφήσει το κωμικό του στοιχείο να κυριαρχήσει. Ενώ σε όλες τις ταινίες του υπάρχει το στοιχείο της κωμικότητας της ζωής, αυτή είναι η πρώτη, που το στοιχείο αυτό έρχεται στην επιφάνεια. «Το ύφος της ταινίας είναι κάπως διαφορετικό», παρατηρεί. «Πάντα ήθελα να κάνω μια ταινία που θα θύμιζε τις παλιές κωμωδίες των Μάικ Νίκολς ή του Σίντνεϊ Πόλακ τη δεκαετία του ’80, κάπως εξεζητημένες αλλά και πάλι ανοιχτές για το ευρύ κοινό». Όλα αυτά συγχωνεύτηκαν στα δύο ζευγάρια του Όσο είμαστε νέοι. Ο Τζος και η Κορνήλια είναι στα 40-κάτι τους, κι ακόμη αγωνιούν για την κατά τ’ άλλα λογική απόφαση τους να μην κάνουν παιδιά. Τα πηγαίνουν καλά, αλλά το καλά δεν είναι απαραίτητα το σημείο που ονειρευόντουσαν ότι θα βρίσκονται τώρα. Οι νέοι φίλοι τους, ο Τζέιμι και η Ντάρμπι, είναι 20ρηδες που γοητεύονται από οτιδήποτε παλιό και ρετρό. Οι δυό τους είναι η επιτομή του αυθορμητισμού. Τέτοιου είδους ιδέες είναι διαχρονικές. Όντως, ο Μπάουμπαχ κάνει αναφορές στο θεατρικό του Ίψεν «Ο οικοδόμος Σόλνες» του 1873, στο οποίο ένας ανταγωνιστικός αρχιτέκτονας φοβάται ότι θα τον επισκιάσει η νέα γενιά και βλέπει την εμμονή του για μια νέα γυναίκα να μεγαλώνει. Οι χαρακτήρες του Μπάουμπαχ ωστόσο προκύπτουν κι από τη χωρίς προηγούμενο τεχνολογική εξέλιξη που χαρακτηρίζει την εποχή μας. «Καθένας μας κινδυνεύει να γίνει παλαιοϊδεάτης», παραδέχεται. «Όλοι μας φτάνουμε σε ένα σημείο που κοιτάμε τους νεότερους και λέμε «εμείς το κάναμε καλύτερα», ή το αντίθετο «το κάνουν τόσο καλύτερα απ’ότι εμείς»». Ο Μπάουμπαχ παίζει με την ειρωνία ενός κόσμου στον οποίο οι μεγαλύτερες γενιές δουλεύουν υπερωρίες για να συντονιστούν με τις τεχνολογικές εξελίξεις, ενώ οι νέοι αναζητούν ρετρό αντικείμενα. Δεν παίρνει όμως ταυτόχρονα το μέρος κανενός. Ο Τζος και η Κορνήλια προσπαθούν να καταπολεμήσουν τον σκεπτικισμό τους όσο γνωρίζουν το Τζέιμι και τη Ντάρμπι «Για το Τζος και την Κορνήλια, η γνωριμία με το νεαρό ζευγάρι τους φέρνει ξανά σε επαφή με τα συναισθήματα που είχαν όταν ήταν νεότεροι», εξηγεί. «Βρίσκονται στο σημείο που η ζωή είναι σχεδιασμένη ρουτίνα. Ο Τζέιμι και η Ντάρμπι όμως είναι συνέχεια εν κινήσει, τους αρέσει να κάνουν πράγματα, και είναι δύσκολη να αντισταθείς στη λογική τους που δεν έχει όρια». Ο Μπεν Στίλερ γοητεύτηκε από τη σχέση του Τζος και της Κορνήλια, και το σημείο που βρίσκεται αυτή στη ζωή τους. «Για ένα ζευγάρι στα 40 χωρίς παιδιά νομίζω προκύπτουν ερωτήματα- τι κάνουμε με τις ζωές μας; Αν δεν ολοκληρώνουμε τον κύκλο της ζωής ποιός είναι ο σκοπός μας; Φυσικά, όπως και όλα τα ζευγάρια που είναι μαζί πάρα πολύ καιρό, έχουν μπει σε ένα συγκεκριμένο ρυθμό, οπότε όταν θα γνωρίσουν το Τζέιμι και τη Ντάρμπι αρχίζουν να αισθάνονται ότι υπάρχουν κι άλλα πράγματα στη ζωή να διερευνήσουν, και μαζί και μόνοι. Η συνάντηση τους επαναπροσδιορίζει τη σχέση τους- τη βοηθά και την αποδομεί ταυτόχρονα». Η Ναόμι Γουότς προσθέτει: «Ο Τζέιμι και η Ντάρμπι είναι κάτι σαγηνευτικό για αυτούς- τους αποπλανεί. Ακόμη και ο τρόπος που δείχνει το νεαρό ζευγάρι να γοητεύεται από εκείνους, τους κάνει να νιώθουν καλύτερα για τους εαυτούς τους. Νιώθουν απόμακρα από τους φίλους τους που έχουν παιδιά, ίσως και μεταξύ τους, οπότε όταν μπαίνει στη ζωή τους το νεαρό ζευγάρι είναι σχεδόν μεθυστικό». Ο Τζέιμι δεν αναστατώνει μόνο την προσωπική ζωή του Τζος, αλλά τον εμπνέει και καλλιτεχνικά- ή τουλάχιστον έτσι πιστεύει ο Τζος. «Νομίζω ότι ο Τζος είναι τόσο ανασφαλής με τον εαυτό του, και θέτει τόσο υψηλούς στόχους, που το να συναντά κάποιον που λέει «θα δοκιμάσω αυτό, θα κάνω αυτό, θα γυρίσω μια ταινία, θα γράψω ποίηση» είναι ταυτόχρονα πολύ συναρπαστικό αλλά κι ενοχλητικό» σημειώνει ο Στίλερ. «Νομίζω ότι αρχικά θέλει να είναι ο Τζέιμι, μετά συνειδητοποιεί ότι δε γίνεται να είναι ο Τζέιμι, και στο τέλος ότι δε θέλει να είναι ο Τζέιμι. Όλη η αντιμετώπιση του Τζέιμι ότι μπορείς να δημιουργήσεις κάτι παίρνοντας κομμάτια από άλλα έργα είναι κάτι με το οποίο ο Τζος δε μπορεί να συμβιβαστεί». Ο Άνταμ Ντράιβερ λέει ότι η ηθική του Τζος είναι δίλημμα για έναν ηθοποιό. «Μου ήταν δύσκολο στην αρχή να μη τον κατακρίνω ή να μη του κάνω παρατήρηση, γιατί είναι ηθικά διφορούμενος», εξηγεί. «Ήταν επίσης τρομερά δισκεδαστικό όμως να προσπαθώ να τον κάνω μοναδικό. Νομίζω ότι έχει ηθική, απλά την βλέπει τελείως διαφορετικά, κι όταν άρχισα να σκέφτομαι έτσι έπαψα και να τον κρίνω. Βλέπει πραγματικά έναν κόσμο, όπου τίποτα δεν ανήκει σε κανέναν, όλοι ψάχνουν για αρπαχτές και δημιουργεί μέσα σε αυτούς τους κανόνες. Δε νομίζω ότι σκέφτεται ποτέ ότι ξεπερνάει τα όρια ή ότι κάνει κάτι ανήθικο. Για εκείνον, είναι τρόπος επιβίωσης». Το άλλο μισό του Τζέιμι, η Ντάρμπι, που υποδύεται η Αμάντα Σέιφριντ, θεωρεί ότι τα θέματα της με το Τζέιμι δεν είναι τόσο ηθικής, όσο η αντίδραση της στο εγωκεντρισμό του. «Δε νομίζω ότι η Ντάρμπι πιστεύει πως ο Τζέιμι κάνει κάτι λάθος με το Τζος και την Κορνήλια. Νοιάζεται για εκείνον και θέλει να τον βλέπει να προχωρά, αλλά δε θέλει ο κόσμος να την αντιμετωπίζει ως «το κορίτσι του Τζέιμι». Όταν η ζωή σου είναι γεμάτη φιλοδοξία δεν υπάρχει χώρος για κάτι άλλο. Δεν υπάρχει χώρος να ανθίσει μια σχέση». Ακόμη κι όταν ο Τζέιμι φαίνεται να χειραγωγεί το Τζος, ο Μπάουμπαχ διατηρεί την εμπάθεια κι από τις δύο πλευρές. Σημειώνει ότι είτε μας αρέσει είτε όχι η μουσική, οι ταινίες, τα μυθιστορήματα αλλάζουν με την εξέλιξη των ψηφιακών συσκευών. Η διαχείριση του περιεχομένου, τα ασαφή όρια μεταξύ τέχνης κι εμπορίου είναι φυσιολογικά- κι αυτό σημαίνει πως όταν αλλάζουν τα μέσα, αλλάζουν και οι ηθικές βάσεις της δημιουργικής δουλειάς. Ο Μπάουμπαχ, το καστ και οι χαρακτήρες «Ο Νόα γράφει πάντα για πολύ ανθρώπινες στιγμές και κάνει παρατηρήσεις τρομερά εύστοχες», λέει ο Μπεν Στίλερ. Ως ηθοποιός, διαβάζεις τη δουλειά του και σκέφτεσαι «ναι, αυτό ακρίβως συνέβη και σε μένα». Υπάρχει πάντα κάτι βαθύτερο σε ό,τι συμβαίνει, και το λατρεύω αυτό στη δουλειά του. Πρόκειται πάντα για τις μικρές λεπτομέρειες που έχουν τεράστια επίδραση πάνω μας. Βρίσκει το χιούμορ στις πιο άβολες στιγμές μας, αλλά δεν τον ενδιαφέρει μόνο να πει το αστείο. Εξερευνεί τις στιγμές αυτές με τέτοιο τρόπο ώστε να υπάρχει πάντα κάτι πίσω τους». Η Ναόμι Γουότς προσθέτει «ο Νόα έχει το ταλέντο να αναμιγνύει το χιούμορ με τη σημασία. Υπάρχει πάντα ένα αίσθημα οικειότητας στους χαρακτήρες, αλλά και πολλές πρωτότυπες αλήθειες για τη φιλοδοξία, το γάμο, τη διαγενεακή ένταση και για τις περίεργες φιλίες. Εμβαθύνει στα ερωτήματα που απασχολούν όλους μας όσο μεγαλώνουμε: «είμαι αληθινός;» «πρέπει να επαναπροσδιορίσω τον εαυτό μου;» Αλλά το κάνει με ένα πολύ διασκεδαστικό τρόπο. Ο Άνταμ Ντράιβερ λέει ότι ήταν έτοιμος για το Όσο είμαστε νέοι πριν καν διαβάσει το σενάριο, εξαιτίας της εμπειρίας του από το Frances Ha. «Ο Νόα μου είπε «ετοιμάζω μια καινούρια ταινία, θα ήθελες...»- είπα ναι πριν καν τελειώσει την πρόταση. Λατρεύω να δουλεύω μαζί του. Όταν διάβασα και το σενάριο ενθουσιάστηκα ακόμα περισσότερο. Υπήρχαν τόσα πολλά να ανακαλύψω και το συναίσθημα αυτό δε με άφησε μέχρι το τέλος των γυρισμάτων». Ο Μπάουμπαχ συχνά ξεκινά με τις διαπροσωπικές δυναμικές και μετά προχωρά προς την ιστορία ενώ γράφει. «Με ενδιαφέρει πάρα πολύ πως αλληλεπιδρούν οι άνθρωποι μεταξύ τους σωματικά και λεκτικά. Συχνά γράφω πρώτα τους διαλόγους και μετά βρίσκω τους χαρακτήρες. Αυτή τη φορά ξεκίνησε με το Τζος και την Κορνήλια. Ήθελα να εστιάσω σε ένα ζευγάρι χωρίς φαινομενικά προβλήματα, που απλά είχε αποκτήσει μεγάλη άνεση με το πέρασμα του χρόνου. Αναζητούν κάτι χωρίς να ξέρουν ακριβώς τι είναι αυτό, και γι’ αυτό τους γοητεύουν ο Τζέιμι με τη Ντάρμπι». Το μποέμικο Μπρούκλιν Το Όσο είμαστε νέοι γυρίστηκε στο Μπρούκλιν και το Μανχάταν, προσθέτοντας ακόμη ένα πορτρέτο της Νέας Υόρκης από το Μπάουμπαχ στη φιλμογραφία του. Συναντιέται ξανά με το διευθυντή φωτογραφίας του Frances ha, Σαμ Λέβι, ο οποίος φεύγει από το ατμοσφαιρικό ασπρόμαυρο για να πάει σε μια πλούσια, δυναμική εικόνα της πόλης. Δεν πρόκειται για μια πλαστή εικόνα της Νέας Υόρκης, αλλά αντικατοπτρίζει τη γενιά, τα ρούχα και τη μουσική που ακούει ο κόσμος στα μέρη που πηγαίνει. Το Μπρούκλιν, είναι διάσημο πια ως πόλος έλξης των χίπστερ αλλά και των εύπορων επαγγελματιών, καθώς το Μανχάταν έγινε δυσβάσταχτο οικονομικά. Μια κάποτε περιοχή εργατικής τάξης, έχει γεμίσει γκαλερί και μπαρ στοιβαγμένα σε ένα τετραγωνικό μίλι. Τα οπτικά στοιχεία κατασκευάζονται με προσοχή στην λεπτομέρεια. Το ίδιο ισχύει και για τη μουσική, την οποία ανέλαβε να συνθέσει ο Τζέιμς Μέρφι των LCD Soundsystem. Το τελευταίο φινίρισμα της ταινίας- μια όλο και πιο οικεία εικόνα ενός μικρού παιδιού να χειρίζεται ένα smart phone με υπερφυσική ταχύτητα, μας υπενθυμίζει ότι ο κύκλος συνεχίζεται. Καθώς η μία γενιά προσπαθεί να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι μεγαλώνει, το επόμενο χάσμα έχει δημιουργηθεί ήδη. Ο σκηνοθέτης Ο Νόα Μπάουμπαχ έχει γράψει και σκηνοθετήσει τις ταινίες Kicking and Screaming, Δεσμοί Διαζυγίου (The Squid and The Whale), Η Μαργκό Πάει στο Γάμο (Margo at the wedding), και Δεν Σκέφτομαι, Αρα Υπάρχω (Greenberg). Υπήρξε υποψήφιος για Όσκαρ Πρωτότυπου Σεναρίου για το Δεσμοί Διαζυγίου. Η ταινία έκανε την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ του Σάντανς το 2005, όπου και τιμήθηκε με το Βραβείο Σκηνοθεσίας και το Βραβείο Σεναρίου. Για το σενάριο του επίσης, βραβεύτηκε από τον Κύκλο Κριτικών Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης, την Εθνική Κοινότητα Κριτικών Κινηματογράφου, την Εθνική Κριτική Επιτροπή, το Σύνδεσμο Κριτικών Κινηματογράφου του Τορόντο και το Σύνδεσμο Κριτικών Κινηματογράφου του Λος Άντζελες. Η ταινία εμφανίστηκε σε περισσότερες από 150 λίστες καλύτερων ταινιών, συμπεριλαμβανομένης και του Αμερικανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου. Ήταν υποψήφια για τρεις Χρυσές Σφαίρες, μεταξύ των οποίων Καλύτερης Ταινίας (Μιούζικαλ ή Κωμωδία), και για έξι βραβεία Independent Spirit, μεταξύ των οποίων και Καλύτερης Ταινίας, Καλύτερης Σκηνοθεσίας, όπως και για τις ερμηνείες των Τζεφ Ντάνιελς, Λόρα Λίνεϊ και Τζέσε Άιζενμπεργκ. Η Μαργκό Πάει στο Γάμο, έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Τελουρίντ το 2007, και προβλήθηκε στα φεστιβάλ του Τουρόντο και της Νέας Υόρκης. Το 2010, το Δεν Σκέφτομαι, Άρα Υπάρχω , έκανε την πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ του Βερολίνου. Η Γκρέτα Γκέργουικ ήταν υποψήφια για την ερμηνεία της ως Πρωτοεμφανιζόμενη ηθοποιός, στα Βραβεία Gotham και Independent Spirit . Έχει συνεργαστεί με το Γουές Άντερσον για τα σενάρια των The life aquatic with Steve Zissou και Fantastic mr. Fox. Ο Μπάουμπαχ έχει σκηνοθετήσει τις μικρού μήκους Clearing the air και New York Underground για την εκπομπή Saturday Night Live. Φιλμογραφία Mistress America (2015) While we’re young (2014) Frances Ha (2012) Madagascar 3: Europe`s Most Wanted - Μαδαγασκάρη 3: Οι Φυγάδες της Ευρώπης (2012) (Σενάριο) Greenberg - Δεν Σκέφτομαι, Άρα Υπάρχω (2010) Alexander the Last - Αλέξανδρος ο Τελευταίος (2009) (Παραγωγή) Fantastic Mr. Fox - Ο Απίθανος Κύριος Φοξ (2009) (Σενάριο) Margot at the Wedding - Η Μαργκό Πάει στο Γάμο (2007) The Squid and the Whale - Δεσμοί Διαζυγίου (2006) The Life Aquatic with Steve Zissou - Υδάτινες Ιστορίες (2004) (Σενάριο) |