La Pazza Gioia Ιταλία - Γαλλία, 2016 Παραγωγή: Μάρκο Μπελάρντι Σκηνοθεσία: Πάολο Βίρτζι Σενάριο: Φραντσέσακ Αρτσιμπούτζι, Πάολο Βίρτζι Φωτογραφία: Βλάνταν Ράντοβιτς Μοντάζ: Σεσίλια Ζανούσο Μουσική: Κάρλο Βίρτζι Πρωταγωνιστούν: Βαλέρια Μπρούνι - Τεντέσκι, Μικαέλα Ραματζότι Διάρκεια: 116 λεπτά Λουσμένη στο φως της μαγευτικής Τοσκάνης και στολισμένη με χιούμορ και συγκίνηση παραλλαγή του «Θέλμα και Λουίζ», στην οποία δύο γυναίκες το σκάνε από ψυχιατρική κλινική και ζουν μια απρόβλεπτη περιπέτεια. Υπερκορεσμένες λήψεις, πανέξυπνοι διάλογοι και δύο εξαιρετικές ερμηνείες συνθέτουν ίσως την πιο ζεστή και «ευρωπαϊκή» ταινία του Πάολο Βιρτζί, που βρίσκει τη λογική και την ευαισθησία της μέσα στις ανθρώπινες σχέσεις ενός ψυχιατρικού ιδρύματος.Παραφράζοντας τον τίτλο του γνωστού φιλμ ενός εξίσου σημαντικού Ιταλού δημιουργού, του Γκαμπριέλε Μουτσίνο, ο οποίος κι αυτός έδωσε το πρώτο του καλλιτεχνικό στίγμα περίπου στις αρχές της δεκαετίας του 90, οι ηρωίδες της νέας ταινίας του Πάολο Βιρτζί βρίσκονται σε μια απεγνωσμένη «αναζήτηση της ευτυχίας».Τόσο ο τυφώνας που ακούει στο όνομα Μπεατρίτσε (Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι), όσο και η λιγομίλητη και εύθραυστη Ντονατέλα (Μικαέλα Ραματσότι) αποτελούν δύο διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος, αντιμετωπίζοντας καθεμιά με το δικό της τρόπο το κοινωνικό περιθώριο, τη συναισθηματική απομόνωση και την ανάγκη της ουσιαστικής ανθρώπινης επαφής. Όταν λοιπόν βρεθούν έγκλειστες σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα αποκατάστασης, η μυθομανής και καταιγιστική περσόνα της μιας θα παρασύρει την τσακισμένη στα δύο αυτοπεποίθηση της άλλης, σε μια γλυκόπικρη περιπέτεια ψυχολογικής ενηλικίωσης και μετωπικής σύγκρουσης, αφενός με την πραγματικότητα και αφετέρου με το οδυνηρό παρελθόν. Ο σκηνοθέτης του «Ανθρώπινου Κεφαλαίου» συναντά για ακόμη μια φορά μία από της σημαντικότερες ηθοποιούς της νέας γενιάς του Ιταλικού σινεμά, προσφέροντάς της έναν ρόλο που της πάει γάντι. Ως μια άλλη Μπλανς Ντιμπουά, με πληθωρικότητα που αγγίζει τα όρια της μανίας, και συνεχόμενη φλυαρία που δεν αντέχεται, η Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι ενσαρκώνει έναν χαρακτήρα που κινείται διαρκώς στο μεταίχμιο της υποκειμενικότητας, αφού σχεδόν μονίμως αδυνατείς να καταλάβεις εάν βγάζει τα πάντα από το μυαλό της (την αριστοκρατική καταγωγή, τις σχέσεις της με πλούσιους και διάσημους, την υπέροχη βίλα που δώρισε η οικογένεια της για να στεγάσει το ίδρυμα) ή εάν υπάρχουν έστω και κάποια ψήγματα αλήθειας στο παραλήρημά της. Στον αντίποδα, η Ραματσότι υποδύεται μια γυναίκα που θαρρείς ότι ένα δικό σου λάθος βλέμμα ή χαρακτηρισμός μπορεί να την οδηγήσει στο ανεπανόρθωτο, να την «σπάσει στα δύο». Ευνοημένες από ένα εύγλωττο σενάριο (το οποίο υπογραφεί ο ίδιος ο δημιουργός) με καλά γειωμένη την αίσθηση του ρεαλισμού, μοιάζουν να αναπτύσσονται σταδιακά, εξελισσόμενες σε δύο ολοκληρωμένους και τρισδιάστατους χαρακτήρες, οι οποίοι ταυτόχρονα αντηχούν τις γνωστές κοινωνικό-πολιτικές ευαισθησίες του σκηνοθέτη. Παρότι η ροή της αφήγησης εμφανίζει κάποια προβλήματα ρυθμού, είτε μην αφήνοντας πολλές φορές τις σκηνές να μιλήσουν από μόνες τους, είτε παίζοντας σε στιγμές επικίνδυνα με το μεμψίμοιρο, εντούτοις, η ισορροπία (ή καλύτερα, η αλληλοσυμπλήρωση) των ερμηνειών, η ενέργεια των λήψεων με την κάμερα στον ώμο, οι καίριες αλλαγές του ύφους και οι χιουμοριστικές αναφορές στην ιδεολογική αλλά και καλλιτεχνική πραγματικότητα της χώρας, καθιστούν το εγχείρημα πετυχήμενο, αποδεικνύοντας εν τέλει ότι ο Βιρτζί γνωρίζει πολύ καλά τη δουλειά του. Καθώς το φιλμ σοβαρεύει κατά διαστήματα ανεβάζοντας τη συναισθηματική του πρόσκρουση, συνειδητοποιείς ότι, για το σκηνοθέτη, αυτό που αποκτά μάλλον μεγαλύτερη αξία δεν είναι η αυθεντικότητα της ιστορίας (που δυστυχώς είναι περιορισμένη) αλλά η αλήθεια που κρύβεται πίσω από τους εύστοχους διαλόγους των δύο πρωταγωνιστριών. Κυρίως πώς αυτές, μαθαίνοντας να ισορροπούν ανάμεσα στις αποτυχίες μιας ζωής και στην αίσθηση ευγνωμοσύνης απέναντι στην αναπάντεχη καλοσύνη και ανθρωπιά, προσδιορίζονται από ένα παρόν τόσο έντονο και απόλυτο που είναι ικανό να γεννήσει βαθιές σχέσεις φιλίας, συμπόνιας και αλληλοϋποστήριξης. Παραδίδοντας ένα φινάλε χειροπιαστής συναισθηματικής ομορφιάς που είναι πολύ δύσκολο να μην συγκινήσει, η «Τρελή Χαρά», παρά τα επί μέρους προβλήματα και τις παρεκκλίσεις προς την ελαφρότητα (κυρίως όσον αφορά την ουσία και τις επιπτώσεις μίας βαριάς ψυχικής διαταραχής), χαρακτηρίζεται ως μια επιδέξια δραμεντί με χιούμορ που λειτουργεί, γιατί μάλλον οξύμωρα προέρχεται από συνθήκες αφόρητου πόνου. Αναγνωρίζοντας την ωριμότητα στη σκηνοθετική ματιά ιδίως σε ανύποπτες σκηνές -όπως αυτή της συνάντησης της Ντονατέλα με τον μόνιμα απόντα πάτερα της-, καταλήγεις στο συμπέρασμα ότι έχεις μπροστά σου ένα φιλμ που μιλά για όλους αυτούς που δεν σταματούν ποτέ να καταδιώκονται από τις προσωπικές τους Ερινύες. Όλους αυτούς που ζουν αδιάκοπα σε «μια στιγμή δίχως τέλος». Βραβεία / Συμμετοχές: Επίσημη Συμμετοχή Δεκαπενθήμερων των Σκηνοθετών, Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Καννών 2016 Επίσημη Επιλογή, Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου 2016 Επίσημη πρεμιέρα αφιερώματος Italian Film Days, 22ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας Βραβείο Κοινού (Δεύτερη Θέση), Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βαρσοβίας 2016 Η νέα ταινία του Πάολο Βίρτζι αφηγείται την ιστορία της απρόβλεπτης και συγκινητικής φιλίας που αναπτύσσεται ανάμεσα στις δύο γυναίκες, καθώς εγκαταλείπουν το ψυχιατρικό ίδρυμα, σε αναζήτηση της αγάπης και της ευτυχίας. Μετά το Ανθρώπινο Κεφάλαιο, ο σκηνοθέτης Πάολο Βίρτζι συνεργάζεται ξανά με τη Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι, σε αυτή τη βαθιά ανθρώπινη ταινία, η οποία έκανε πρεμιέρα στο Δεκαπενθήμερων των Σκηνοθετών, του Φεστιβάλ Καννών 2016. Η κωμωδία και το δράμα συνυπάρχουν αρμονικά, καθώς η ιστορία των δύο γυναικών εξελίσσεται με χιούμορ και τρυφερότητα. Διεθνής Τύπος: «Ίσως δεν υπάρχει καλύτερος συγγραφέας διαλόγων, στην Ιταλία σήμερα, από τον Βίρτζι» Variety «Μια γλυκόπικρη κωμωδία που το κοινό θα λατρέψει» Screen Daily «Ο ρόλος της Τεντεσκί αφενός της ταιριάζει γάντι και αφετέρου αποκαλύπτει τι είναι αυτό που την κάνει τόσο συναρπαστική ηθοποιό» |