Mudbound Σκηνοθεσία: Ντι Ρις Οι παράλληλες πορείες
δύο οικογενειών στο δέλτα του Μισισιπή, των νέων λευκών ιδιοκτητών και των
μαύρων μισθωτών καλλιεργητών, μέσα από μια δυνατή φιλία που προκαλεί την
κοινωνία στην οποία ζουν. Οσο δύσκολα κι αν είναι τα πράγματα για τους ΜακΑλαν, όμως, το λευκό χρώμα του δέρματός τους τούς δίνει την υπεροχή και κυρίως το δικαίωμα της ιδιοκτησίας στη γη που καλλιεργούν, σε αντίθεση με την οικογένεια του Χαπ και της Φλόρενς Τζάκσον, οι οποίοι αν και συνεχίζουν τη μακρόχρονη παράδοση των σκλάβων προγόνων τους, δεν έχουν δικαίωμα να αποκτήσουν τίτλους ιδιοκτησίας στη γη που οργώνουν, αλλά αναγκάζονται να δουλεύουν ως μισθωτοί καλλιεργητές για τους ΜακΆλαν και να υπομένουν στωικά τον υφέρποντα ή έκδηλο ρατσισμό τους, σκύβοντας το κεφάλι σε εξουσιαστικές δομές αιώνων, που η επίσημη κατάργηση της δουλείας μόνο τυπικά εξαφάνισε. Η επίθεση στο Περλ Χάρμπορ και η ανάμειξη της Αμερικής στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο θα επιφέρει σαρωτικές αλλάγές στις σχέσεις των δύο οικογενειών, κυρίως μετά την επιστροφή του Τζέιμι ΜακΑλαν, μικρότερου αδερφού του Χένρι, και του πρωτότοκου γιου της οικογένειας Τζάκσον, Ρονσελ, οι οποίοι αναπτύσσουν μία δυνατή φιλία που προκαλεί την αδιάλλακτη τοπική κοινωνία. Βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Χίλαρι Τζόρνταν, η ταινία της Ρις δεν κρύβει ούτε στιγμή τις λογοτεχνικές καταβολές της, αντιθέτως τις μετατρέπει σε ένα από τα πιο δυνατά της πλεονεκτήματα, καθώς υιοθετεί την αφηγηματική σκοπιά όλων των βασικών χαρακτήρων κι εναλλάσσει διαρκώς οπτικές γωνίες και μονολόγους, συνθέτοντας ένα πολυφωνικό μωσαϊκό, που εντυπωσιάζει με την περίτεχνη δραματουργική του εξέλιξη. Από την αρχή της ταινίας, η οποία τοποθετεί τον θεατη in medias res στα τεκταινόμενα, η Ρις φιλοδοξεί και καταφέρνει να αποφύγει τον διδακτισμό και τη μανιχαϊστική προσέγγιση του ζητήματος του ρατσισμού και να αναδείξει την παθογένεια του φυλετικού μίσους στον αμερικανικό Νότο ως αναπόσπαστο κομμάτι της ζωης και της κοινωνικής οργάνωσης της εποχής. Εκεί που άλλες ταινίες θα είχαν παραδοθεί άνευ όρων στο μελόδραμα, το Mudbound χτίζει αργά και υποδόρια την τραγωδία, με την ίδια σκληρότητα και νομοτέλεια του άγριου κι αδαμαστου φυσικού τοπίου του Μισισιπή. Αυτό το τελευταίο αποτυπωνεται μοναδικά στα κάδρα της διευθύντριας φωτογραφίας Ρέιτσελ Μόρισον και αναδεικνύεται σε πραγματικό πρωταγωνιστή της ταινίας, δικαιολογώντας απόλυτα γιατί η Μόρισον έγινε η πρώτη γυναίκα υποψήφια στη συγκεκριμένη κατηγορία στα Όσκαρ. To «Mudbound» θα μπορούσε να είναι η μεταφορά ενός μυθιστορηματος του Φόκνερ από τον Τερενς Μάλικ, επικό και λυρικό ταυτόχρονα, υπερβατικό και συνάμα επώδυνα γήινο, κι αν κάπου χωλαίνει είναι στην προσπάθεια να χωρέσει σε μια διάρκεια 134 λεπτών τις ιστορίες τόσων πολλών χαρακτήρων, που κάνουν την αφήγηση σε μερικά σημεία να μπουκώνει, ενώ αφήνει μετέωρες κάποιες υποπλοκές που θυσιάζονται στην αποσπασματικότητα της καλειδοσκοπικής και πανοραμικής αφήγησης. Η κορύφωση της τελικής πράξης του δράματος, όσο κι αν μοιάζει νομοτελειακά αναπόδραστη, αφήνει μια αίσθηση παράταιρης υπερβολής σε όσα η ταινία τόσο μεθοδικά και διακριτικά έχτιζε μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν παύει ωστόσο να σοκάρει και να μένει ανεξίτηλα χαραγμένη στη μνήμη του θεατή. Εκτός όμως από την πρωτότυπη κι ανανεωτική σκηνοθετική και σεναριακή προέγγιση της Ρις, που πετυχαίνει να συνδυάσει το bigger than life κλασικό Χόλιγουντ με μια πιο μοντέρνα αίσθηση εσωτερικότητας κι ενδοσκόπησης, το «Mudbound» οφείλει μεγάλο μέρος της επιτυχίας του στο εξαιρετικό καστ, το οποίο πλάθει στο σύνολό του ολοκληρωμένους και πολυδιάστατους χαρακτήρες, με κορυφαία την κυριολεκτικά αγνώριστη πάλαι ποτέ ντίβα της soul και υποψήφια για Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου (η δεύτερη από τις τέσσερις συνολικά υποψηφιότητες της ταινίας) Μέρι Τζ. Μπλάιτζ, η οποία στο ρόλο της Φλόρενς Τζάκσον μοιάζει να ενσωματώνει με κάθε λέξη και κυρίως με κάθε σιωπή τη στωικότητα και την απελπισία μιας παγιωμένης κοινωνικής αδικίας αιώνων. Σε μια εποχή που η θρησκοληψία και η μισαλλοδοξία αναβιώνουν επικίνδυνα, όχι
μόνο στην Αμερική, αλλά και παγκοσμίως, το Mudbound ξεφεύγει από τα στενά όρια
και την ασφαλή απόσταση μιας ταινίας εποχής και θίγει ζητήματα διαχρονικά
επίκαιρα κι επιτακτικά. Κι αν ο βούρκος της οπισθοδρόμησης απειλεί και πάλι να
πνίξει κάθε έννοια προόδου, η Ντι Ρις με ευαισθησία και δυναμισμό τολμά να
επιμείνει στην αγάπη που καταφέρνει να επιβιώσει και να ανθίσει ακόμα και κάτω
από τις πλέον αντίξοες συνθήκες. Σαν ένα λουλούδι μέσα στη λάσπη. Σημείωμα σκηνοθέτη Όπως οι συζητήσεις για φυλετικά ζητήματα και θέματα ανισότητας σε αυτή τη
χώρα, έτσι και η οικογένεια McAllan και η οικογένεια Jackson μοιάζουν βαλτωμένες
στις προκαταλήψεις και στη μισαλλόδοξη ιεραρχική δομή που τους επιβάλλει η
Αμερική. Για κάθε μικρή πρόοδο που σημειώνει κάποιος χαρακτήρας καθώς προσπαθεί
να κατανοήσει τον κόσμο, υπάρχει μια μεγαλύτερη ανατροπή που τους βυθίζει στην
αμφιβολία και τον αγώνα.
Dee Rees Στον πυρήνα του Πριν το Mudbound: Δάκρυα στον Μισισιπή γίνει ταινία, ήταν η λογοτεχνική επιτυχία της Hillary Jordan, που εκδόθηκε το 2008 και έγινε τεράστια επιτυχία σε όλο τον κόσμο. Η συγγραφέας εμπνεύστηκε από τις οικογενειακές ιστορίες της μητέρας της που πέρασε έναν χρόνο σε μια απομονωμένη φάρμα χωρίς τρεχούμενο νερό και ηλεκτρισμό. Η ιστορία περιέχει ευρύτερα θέματα και επίπεδα, τα οποία επεξεργάστηκαν ο σεναριογράφος Virgil Williams μαζί με την Dee Rees σε ένα συναισθηματικά πλούσιο σενάριο. Δομημένο γύρω από διαφορετικές φωνές, το Mudbound: Δάκρυα στον Μισισιπή σφύζει από ζωή και ανθρωπιά στην κινηματογραφική του ενσάρκωση, βρίσκοντας την αγάπη, την ελπίδα και την αποδοχή παρά τον πόνο και τους αγώνες της αγροτικής Αμερικής του 1940. Ο Williams ηλεκτρίστηκε από τις διαφορετικές αφηγηματικές σκοπιές που είχε υιοθετήσει η συγγραφέας, αλλά και την ενσυναίσθηση με την οποία χειρίστηκε τους χαρακτήρες. Το βιβλίο ήταν όμορφο, καθηλωτικό και κινηματογραφικό. «Με έπιασε από τον λαιμό αυτή η περιγραφή της φυλετικής ανισότητας. Είναι η απάντηση αυτής της γενιάς στο To Kill a Mockingbird» λέει ο σεναριογράφος. Οι φωνές της ιστορίας Εντωμεταξύ, η Laura αγωνίζεται με τη φύση, ενώ θέλει να κρατήσει την
οικογένεια της δεμένη, παρά τις δυσχέρειες που κουβαλάει ο Henry, ανάμεσα τους
και ο ρατσιστής πατέρας του, που μοιράζεται την καλύβα τους. Η Laura αρχίζει να
χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες της Florence, της γλυκομίλητης, δυνατής και
υποστηρικτικής γυναίκας του Hap. Επιστρέφοντας από τον πόλεμο, o Jamie και ο
Ronsel συνδέονται μέσα από τις τραυματικές εμπειρίες τους στον στρατό. Ο Ronsel
βέβαια κυκλοφορεί ως πολίτης δεύτερης κατηγορίας, λόγω της καταγωγής του.
Ο τραχύς χαρακτήρας του παππού McAllan, επίσης, πήρε πιο κεντρική θέση στην αφήγηση της ταινίας απ΄ ότι στο βιβλίο. «Αν έχει από τη μία πλευρά τον Ronsel να εκπροσωπεί έναν αγνό χαρακτήρα, έχει τον Pappy από την αντίθετη πλευρά να ενσαρκώνει το ακραίο φυλετικό μίσος» λέει ο σεναριογράφος. «Τον περιέγραψα ως απάνθρωπο, χωρίς λογική, γιατί ο ρατσισμός το κάνει αυτό, κατά τη γνώμη μου. Δεν υπάρχει λογική για το είδος του μίσους αυτού». Όταν διάβασε το σενάριο η Rees, ενθουσιάστηκε από τις παράλληλες τροχιές των δύο οικογενειών όπως διαγράφονται στην καρδιά της ιστορίας. Έχτισε μάλιστα πάνω στο σενάριο του Williams και άπλωσε κι άλλο τις οικογενειακές σχέσεις ανάμεσα στους χαρακτήρες πριν ακόμα ξεκινήσει την αναζήτηση ηθοποιών. «Δημιούργησα έναν ομφάλιο λώρο που συνδέει τις δύο οικογένειες μέσα από τη γη που μοιράζονται. Είναι η ιστορία δύο οικογενειών που γραπώνονται από τη γη, παρ’ όλο που είναι αφιλόξενη. Απομονώνονται μαζί και μεγαλώνουν μαζί». Οι πράξεις των χαρακτήρων μοιάζουν αναπόφευκτα δεμένες, σαν να τις υφαίνει η ίδια η μοίρα. «Όλοι αυτοί οι χαρακτήρες τραβάνε το ίδιο σχοινί και ψάχνουν ισορροπία» λέει η σκηνοθέτης. «Τους ενώνει το γεγονός ότι όλοι παλεύουν». Όταν συνεργάζονται, υποχρεώνονται να εξασφαλίζουν την επιβίωση τους και αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλον σαν ανθρώπινα όντα. «Αυτοί οι άνθρωποι ταπεινώνονται από τη γη που τους περικυκλώνει. Άλλωστε, ερχόμαστε από το χώμα κι εκεί καταλήγουμε. Η φύση συνεχίζει, ο κύκλος συνεχίζεται. Η θέση μας στη μεγάλη εικόνα είναι ασήμαντη». Οι ηθοποιοί «Όταν είδα τη Florence, είδα όλες τις γυναίκες της οικογένειας μου, τη γιαγιά
μου, τη μητέρα μου, τη θεία μου. Μεγάλωσα βλέποντας τες να φροντίζουν την
οικογένεια τους και άλλες οικογένειες. Η αγάπη δεν έχει χρώμα. Η αγάπη είναι
αγάπη και οι δυνατοί επιβιώνουν με αγάπη».
Για τον ρόλο της Laura McAllan, η σκηνοθέτης επέλεξε την υποψήφια για Όσκαρ Carey Mulligan. «Έψαχνα κάποια που θα πέταγε τη ματαιοδοξία για τον ρόλο», σχολιάζει η σκηνοθέτης. Η ηθοποιός λέει για τον χαρακτήρα που υποδύεται: «Η Laura είναι σκληρή και νομίζω ότι καταφέρνει να τα βγάλει πέρα προκειμένου να κάνει τη ζωή υποφερτή για την ίδια και τα παιδιά της» λέει η Mulligan. «Βλέπει πέρα από τον ρατσισμό και την αδικία και δένεται με τη μαύρη γειτόνισσα της. Η σχέση τους γεννιέται σε μία κρίση. Μέσα από αυτές τις εμπειρίες, δένονται πραγματικά. Η Florence παίζει τη μητρική φιγούρα στη ζωή της Laura». Ο Jason Clarke υποδύεται τον Henry McAllan, τον ιδιοκτήτη φάρμας που έχει στη δούλεψη του τους Jacksons χάρη στην τιμιότητα του Hap. Ο ηθοποιός προετοιμάστηκε για τον ρόλο ακούγοντας ηχογραφημένες ιστορικές διαλέξεις, διαβάζοντας βιβλία για τον νότο και βλέποντας ντοκιμαντέρ. Για να εξοικειωθεί με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στον οποίο είχε πολεμήσει ο χαρακτήρας που υποδύεται και από τον οποίο επέστρεψε κουτσαίνοντας μόνιμα, ο Clarke διάβασε μαρτυρίες στρατιωτών. Επίσης, ο ηθοποιός συνεργάστηκε στενά με τη σκηνοθέτη για να καταλάβουν την περίπλοκη σχέση του με τον πατέρα του, Pappy, έναν ρατσιστή που υπηρετεί το μίσος, με λόγια και πράξεις. Για τον ρόλο του Ronsel, η σκηνοθέτης επέλεξε τον ανερχόμενο Jason Mitchell. «Δίνει στον ρόλο ένταση και φως. Όταν γυρίζει από την Ευρώπη, βλέπεις ακόμα τον πόλεμο στα μάτια του» λέει η σκηνοθέτης. Κεντρική στην ιστορία της ταινίας είναι η προκλητική φιλία ανάμεσα στον Ronsel και τον Jamie McAllan που υποδύεται ο Garrett Hedlund. «Οι κόσμοι τους είναι παράλληλοι» λέει ο Mitchell. «Ο πόλεμος τους αλλάζει για πάντα. Χάνουν καλούς φίλους κι αυτό τους κάνει σκληρούς. Είχε ενδιαφέρον να δεις πόση αγάπη μπορούν να αναπτύξουν δύο άνθρωποι, αφού περάσουν τις ίδιες δυσκολίες». Ο Mitchell στράφηκε στις αναμνήσεις που είχε από τον παππού του, ο οποίος είχε πολεμήσει στην Κορέα. Μίλησε με τον παππού του και την οικογένεια του για το πώς είναι να γυρνάς από τον πόλεμο. «Έκαναν αυτό που έπρεπε. Επέστρεψε και ενθάρρυνε τη γυναίκα του και τα παιδιά του να πετύχουν όπως κάνει ο Hap στην ταινία. Για μένα ο Ronsel είναι το σύμβολο του παππού μου». Ο Garrett Hedlund μελέτησε αρκετά για να προετοιμαστεί για τον ρόλο του
πιλότου στον πόλεμο. «Ο Jamie δεν έχει επαφή με τον κόσμο όταν τον
πρωτοσυναντάμε, είναι καλλιτέχνης και θέλει να γίνει ηθοποιός, αλλά όταν
επιστρέφει από τον πόλεμο είναι σαν σκιά» λέει η σκηνοθέτης. «Ξέρεις ότι οι
καλύτεροι δεν επιβιώνουν πάντα και βυθίζεται στη λύπη μέχρι που βρίσκει έναν
φίλο στο πρόσωπο του Ronsel. Δεν είναι ο άντρας που θέλει ο πατέρας του να είναι
και ποτέ δεν θα γίνει όπως ο αδελφός του. Ο Garrett από ονειροπόλος γίνεται
φάντασμα».
Δουλευταράς και υπομονετικός, ο Hap θέλει να αναβαθμίσει την οικογένεια του, αλλά είναι κολλημένος στο χωράφι. «Ο Hap καταλαβαίνει ότι πρέπει να κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί για την οικογένεια του» λέει ο Morgan. Για να ζωντανέψει τον χαρακτήρα ο Morgan στράφηκε στην ιστορία του παππού του. Ο ίδιος θυμάται να τον στέλνουν στα καπνοχώραφα. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων μάλιστα δεν άναβε κλιματισμό στο ξενοδοχείο του για να μείνει πιστός στην περίοδο της ιστορίας. Ο 4 φορές υποψήφιος για Όσκαρ Jonathan Banks, υποδύεται τον ακραίο Pappy McAllan, που τον καθιστά από τους πιο απεχθείς χαρακτήρες στην ιστορία του σινεμά. «Ο Pappy παίρνει αξία από την ιδέα ότι είναι ανώτερος» εξηγεί η σκηνοθέτης. «Δεν καταλαβαίνει γιατί δεν τον αγαπούν οι γιοι του, αλλά έχει τρυφερές στιγμές με τα εγγόνια του. Είναι επικίνδυνος για όποιον είναι κοντά του». Ο Banks αγάπησε τον χαρακτήρα, γνωρίζοντας ότι ο Pappy είναι μάλλον αντιπαθής. «Παρ΄ όλο που ο Pappy είναι απεχθής, είναι ένας σπουδαίος ρόλος» λέει ο ηθοποιός. «Είναι η ενσάρκωση του μίσους, ένας ανίκανος, θυμωμένος άντρας που σκέφτεται μόνο τον εαυτό του. Λειτουργεί με μόνο κριτήριο τον εαυτό του». Τα στοιχεία της φύσης Η βροχή, η λάσπη και η ζέστη είναι από μόνες τους χαρακτήρες της ταινίας με τον δικό τους αποκαρδιωτικό τρόπο. «Το να ζεις στη φύση έχει να κάνει με το να προσπαθείς να την κρατήσεις έξω, ενώ η φύση βρίσκει τρόπο να εισχωρήσει μέσα» λέει χαρακτηριστικά η σκηνοθέτης. «Στο τέλος, η λάσπη είναι χειρότερη από τη βροχή, γιατί μόλις δημιουργηθεί, προκαλεί καθυστέρηση στα πάντα. Ήταν σκέτη ταλαιπωρία για το συνεργείο και τους ηθοποιούς να κινούνται στη λάσπη». Για τη Mulligan, ήταν η απρόβλεπτη φύση των πραγμάτων που έκανε την κάθε μέρα στο γύρισμα μια νέα περιπέτεια. «Στάζαμε ιδρώτα και δεχόμασταν επιθέσεις από έντομα και την άλλη μέρα τρέχαμε να κρυφτούμε από καταρρακτώδεις βροχές» λέει η ηθοποιός. Η Rees συνεργάστηκε με τη διευθύντρια φωτογραφίας Rachel Morrison (πρώτη γυναίκα στην ιστορία υποψήφια για Όσκαρ Φωτογραφίας) για να αιχμαλωτίσει την αίσθηση της υπαίθρου. «Με τη φωτογραφία, ήθελα να δείξω ότι όλα εμπόδιζαν τους ανθρώπους, ακόμα και τα δέντρα και το έδαφος» εξηγεί η Rees. «Μέσα από τις εικόνες της, η Rachel δείχνει πώς η γη είναι αδιάφορη για τους κόπους, τα όνειρα και τις φιλοδοξίες του ανθρώπου. Η γη είναι μια δύναμη που ταπεινώνει και μας κάνει ίσους απέναντι στις βασικές ανάγκες: το φαγητό, τη στέγη, την τροφή». Οι δύο τους μελέτησαν ντοκιμαντέρ για εκείνη την εποχή καθώς και έργα φωτογράφων για να αντλήσουν έμπνευση. Η διευθύντρια φωτογραφίας λέει για το όραμα της για την ταινία: «Έχουμε τον πόλεμο, τη φυλετική ένταση, την ανισότητα ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες, είναι ο τέλειος συνδυασμός για ταινία. Ήθελα να κάνω μία πλούσια σε εικόνες ταινία με πρόθεση και νόημα». |