Η ζωή της Αμερικανίδας
ποιήτριας Έμιλι Ντίκινσον από τα σχολικά χρόνια μέχρι τη σταδιακή απόσυρσή της
από τις κοινωνικές συναναστροφές και το θάνατό της χωρίς κανείς να έχει
αναγνωρίσει το έργο της. Ποιητής, ρεαλιστής και σπουδαίος στιλίστας, ο Τέρενς
Ντέιβις («Ένα Τραγούδι για το Ηλιοβασίλεμα») σκιαγραφεί το ψυχολογικά βαθύ
πορτρέτο μιας σιωπηλής επαναστάτριας και υπογράφει μια χαμηλόφωνη ωδή στον
ασυμβίβαστο ρομαντισμό.
Επίσημη συμμετοχή στα Φεστιβάλ Βερολίνου, Λονδίνου, Τορόντο και Σαν
Σεμπαστίαν.
Η Emily Elisabet Dickinson γεννήθηκε το 1830 και πέθανε το 1886 στο Άμχερστ της
Μασαχουσέτης περνώντας όλη της τη ζωή στο πατρικό της σπίτι όπου τα τελευταία
χρόνια απομονώθηκε στη σοφίτα πάσχοντας από μία σπάνια ασθένεια των νεφρών η
οποία της στέρησε τελικά τη ζωή.
Σε όλο αυτό το διάστημα κατάφερε να δημοσιεύσει μόλις πέντε ποιήματα από τα
οποία τα τρία ανώνυμα, φυλάσσοντας τα υπόλοιπα στα συρτάρια του σπιτιού της.
Η αξία όμως αυτής της αντισυμβατικής, καταθλιπτικής γεροντοκόρης, αναγνωρίστηκε
μετά θάνατον και σήμερα θεωρείται η μεγαλύτερη Αμερικανίδα ποιήτρια του 19ου
αιώνα
Ο Βρετανός σκηνοθέτης Terence Davies (Ένα τραγούδι για το Ηλιοβασίλεμα, Το Βαθύ
Μπλε του Έρωτα), μπορεί να μην έχει την εμπορική απήχηση που του αξίζει, ωστόσο
έχει χαρακτηριστεί από την πλειοψηφία των Άγγλων κριτικών ως ο σπουδαιότερος εν
ζωή Βρετανός σκηνοθέτης και εν μέρη όχι άδικα, αφού μας έχει χαρίσει μια σειρά
από τουλάχιστον αξιόλογες ταινίες τα τελευταία χρόνια.
Έτσι και στο νέο του φιλμ συνεχίζει την καλή παράδοση, όπου συνθέτοντας το
πορτρέτο ενός ασυμβίβαστου, επαναστατικού και κατακλυσμένου από συναισθήματα και
αντιφάσεις ιδιόρρυθμου πνεύματος, αφηγείται μέσα από στιλιζαρισμένη σκηνοθεσία
γεμάτη λυρικές εικόνες και ένα σάουντρακ αποτελούμενο από άριες και κλασσικές
μελωδίες, την ιστορία μιας δυσβάσταχτης όσο και συνταρακτικής ζωής.
Ακόμη όμως κι αν ακολουθεί μια γραμμική αφηγηματική πορεία ο Davies δεν
ενδιαφέρεται τόσο για τα γεγονότα τα οποία βάζει σε δεύτερο πλάνο και
παρακάμπτοντας την εύκολη συνταγή μιας ακαδημαϊκού τύπου διεκπεραιωτικής
βιογραφίας, εστιάζει στον ψυχισμό της ηρωίδας του.
Με κάμερα - νυστέρι, κάνει βαθιά τομή διεισδύοντας στο περίπλοκο όσο και
βαθυστόχαστο πνεύμα μιας εύθραυστης ψυχής η οποία βιώνει μια μοναχική,υπόκωφη
και ταυτόχρονα εκκωφαντική ζωή γεμάτη πάθος, έντονα συναισθήματα, πικρές
απογοητεύσεις,παράφορους έρωτες και εσωτερικές αναζητήσεις, μετουσιώνοντας τα
όλα σε ποιήματα.
Κάθε πλάνο της ταινίας είναι μια εμβριθής αναζήτηση, όπου όλοι σχεδόν οι
διάλογοι της Dickinson με το στενό της περιβάλλον μοιάζουν βγαλμένοι από
φιλοσοφικά δοκίμια, ενώ κάθε σεκάνς αποπνέει μια ελεγειακή δυναμική και
ολοκληρώνεται πάντα με την ίδια σε ρόλο αφηγητή να απαγγέλλει αποσπάσματα από τα
ποιήματα της τα οποία αντικατοπτρίζουν, αφενός μια φάση της ζωής της και
αφετέρου μία ολόκληρη ιστορική εποχή.
Μέσα από την προσωπικότητα Dickinson, ο Davies περνάει σε ένα πολυδιάστατο πλέον
φιλμ όπου σε δεύτερο επίπεδο αναδεικνύει καυτηριάζοντας, την υποβαθμισμένη θέση
της γυναίκας σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία «θεοσεβούμενων» πουριτανών,
σχολιάζει αιχμηρά την τεταμένη πολιτική κατάσταση της εποχής και παραθέτει
σπουδαία ιστορικά γεγονότα όπως ο αμερικανικός εμφύλιος.
Σε όλη την σινε-διαδρομή η Cyntia Nixon (Rampart) αποδίδει συγκλονιστικά με τη
χαμηλόφωνη θεατρική της ερμηνεία τα «ήρεμα πάθη» της Emily Dickinson, ενώ ο
Terence Davies φιλμάρει σκηνή με τη σκηνή σαν στίχο με στίχο, ένα
κινηματογραφικό ποίημα...