25th Hour. ΗΠΑ, 2003. Σκηνοθεσία: Σπάικ Λι. Σενάριο: Ντέιβιντ Μπένιοφ, από το μυθιστόρημά του. Ηθοποιοί: Εντουαρντ Νόρτον, Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν, Ροζάριο Ντόσον, Μπάρι Πέπερ, Αννα Πάκουιν. 132 λεπτά. Πριν μπει στη φυλακή για διακίνηση ναρκωτικών ένας άντρας (εξαίρετη ερμηνεία από τον Εντουαρντ Νόρτον) προσπαθεί να βάλει τάξη στη ζωή του, σε μια συναρπαστική ταινία, πικρό σχόλιο πάνω στο αμερικανικό όνειρο. Το τελευταίο ελεύθερο 24ωρο ενός ντίλερ πριν μπει στη φυλακή για να εκτίσει την επταετή ποινή του αφηγείται η νέα ταινία του Σπάικ Λι, από τις καλύτερες που μας έδωσε τα τελευταία χρόνια ο Αμερικανός αυτός σκηνοθέτης. Εικοσιτετράωρο όπου ο Μόντι Μπρόγκαν αποχαιρετά την ερωμένη, τον πατέρα, τους φίλους και τα αφεντικά του, ενώ προσπαθεί να βρει κάποιον να φυλάει το σκύλο του. Ο Μπρόγκαν (συγκρατημένη ερμηνεία από τον Εντουαρντ Νόρτον) είναι ένας ευγενικός, συμπαθητικός άνθρωπος, που απλώς δεν πρόλαβε να βγάλει τα απαραίτητα χρήματα από τα ναρκωτικά και να αποσυρθεί πριν συλληφθεί, με άλλα λόγια θα μπορούσε εύκολα να είναι ένας συνηθισμένος Αμερικανός επιχειρηματίας. Από τις πρώτες ταινίες που γυρίστηκαν σε φυσικούς χώρους στη μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 Νέα Υόρκη (οι σκηνές στο περιβόητο Ground Zero ενόχλησαν μερικούς συντηρητικούς Αμερικανούς), η ταινία του Λι καταγράφει με ρεαλισμό αλλά και λεπτότητα τον Μπρόγκαν στις τελευταίες ώρες ελευθερίας του. Από τις ενδιαφέρουσες συναντήσεις του Μπρόγκαν είναι κι εκείνη με τον πατέρα του, ένα συνταξιούχο πυροσβέστη με δικό του μπαρ στο νησί Στέιτεν, όπου συχνάζουν συνάδελφοί του (άλλη μια αναφορά στις 11/9). Πλάι στην ιστορία του Μπρόγκαν υπάρχει και μια δεύτερη, το ίδιο ενδιαφέρουσα: εκείνη του Τζέικομπ, του εργένη δασκάλου και φίλου του (ένας έξοχος Σίμουρ Χόφμαν), που προσπαθεί να συγκρατήσει την έλξη του προς μια προκλητική μαθήτριά του, σχέση που ο Λι δίνει σε μερικές εμπνευσμένες σκηνές. Παρόμοιες εμπνευσμένες σκηνές υπάρχουν πολλές στην ταινία. Αναφέρω ενδεικτικά δύο από τις καλύτερες: εκείνη με τον Μπρόγκαν μπροστά στον καθρέφτη να βρίζει τους Αμερικανούς (πλούσιους, φτωχούς, τις μειονότητες, μαζί και τον εαυτό του) κι εκείνη με τον πατέρα του όταν, οδηγώντας τον Μπρόγκαν στη φυλακή, του μιλά (κι εμείς βλέπουμε σε εικόνες) το πόσο ωραία θα είναι η ζωή του κάπου αλλού αν τελικά αποφασίσει να αποδράσει.
Ο «θάνατος» του εμποράκου Κατά διαβολική σύμπτωση, ο Σπάικ Λι συμφωνεί με τον Τζορτζ Κλούνι. Στην πιο ώριμη, μεστή και καλύτερα οργανωμένη σκηνοθεσία της καριέρας του, που ακούει στον τίτλο «25th hour» (25η ώρα), κι αυτός ταυτοποιεί το american dream με τον θάνατο. Κερδίζει όποιος διακινεί, εμπορεύεται και μεταδίδει death. Αλλά ακόμα κι αυτός, ο έξυπνος έμπορος λευκού θανάτου, πρέπει να περάσει από τον πάγκο για να πληρώσει. Το ομότιτλο μυθιστόρημα του Ντέιβιντ Μπένιοφ (που υπογράφει και το σενάριο) είναι το εφαλτήριο εκτίναξης του Σπάικ Λι. Με αρετή την πύκνωση του χρόνου, αλλά και του ανθρώπινου-περιβάλλοντος-χώρου, περιγράφει τις τελευταίες 24 ελεύθερες ώρες ενός νεαρού εμπόρου ηρωίνης, που έχει φτιάξει τη ζωή του σαν να βγαίνει από το καλούπι ενός εκλεκτού μέλους της Γουόλ Στριτ. Ένας γιάπης με «καθαρό» πρόσωπο, με διαμέρισμα στο Μανχάταν, με ιδιόκτητη γαργαλιστική Λατίνα «γαζέλα» και με τα καλύτερα και πιο ακριβά στέκια της πόλης στα πόδια του. Όμως, ένα απρογραμμάτιστο... κάρφωμα στην Αστυνομία και μία επταετής καταδίκη πίσω από τα σίδερα της φυλακής τον μετακινούν από το lifestyle στη θέση του μελλοθανάτου. Το μόνο που του απομένει για να διασκεδάσει την αγωνία του, είναι να συναντήσει τους δύο κολλητούς του από τα παιδικά του χρόνια και να προσπαθήσει να μάθει το όνομα του χαφιέ που του έκλεψε επτά χρόνια από το άνθος της ηλικίας του. Έτσι, ο ουσιαστικός χρόνος της ταινίας - αυτό το αόρατο ρολόι μνήμης και βιωματικών εμπειριών - αρχίζει να γυρίζει προς τα πίσω. Και τα ερωτήματα αρχίζουν να κατρακυλούν βασανιστικά, σαν δηλητήριο, μέσα στις φλέβες των ηρώων. Δεν είναι πια όπως ήταν. Τίποτα δεν είναι όπως ήταν. Η παιδική φιλία φλερτάρει με την προδοσία. Το όνειρο με το έγκλημα. Η αξιοπρέπεια με τη δειλία. Και λίγο πριν από το τέλος, λίγο πριν ο... μελλοθάνατος, γκρεμισμένος, τσαλακωμένος, αγνώριστος, τους αποχαιρετήσει κατεθυνόμενος προς τη φυλακή, ο στίχος του Σεφέρη αναβοσβήνει κάπου στο βάθος της εικόνας. Όλα έγιναν για ένα πουκάμισο αδειανό, για μια Ελένη. Όπως και ο Κλούνι, όπως κάθε ταινία που ξεπερνάει το μέτρο της μετριότητας, έτσι και με την «25η ώρα» του Σπάικ Λι. Η οπτική σύνθεση αποτελείται από τη συνεύρεση πολλών «χυμών». Ένα κοκτέιλ που κυριαρχείται από τη δραματουργία του Ντέιβιντ Μάμετ και την αύρα του Σκορσέζε των «Κακόφημων δρόμων». Είναι περίπου σαν μια δραματική, υπαρξιακή ιστορία δωματίου να διασταυρώνεται με την κοινωνία και τη... Μαφία. Μια κοινωνία που απειλείται από το φάντασμα των κατεστραμμένων Δίδυμων Πύργων αλλά και από τον... Σπάικ Λι. Γιατί αυτός ο λιλιπούτειος (το δέμας) αιρετικός καλλιτέχνης βάλθηκε να σκαλίζει την «ψυχή» αυτής της πόλης καθώς και την «ψυχή» των προνομιούχων που κατοικούν στο ρετιρέ της. Με φόντο την γκλαμουριά, τα μοδάτα μπαρ, τους ξέφρενους ρυθμούς στα πιο in κλαμπ της Νέας Υόρκης, οι χαρακτήρες αναγκάζονται να υποβάλλουν τον εαυτό τους στο μαρτύριο του (εσωτερικού) στριπτίζ. Χωρίς μεγάλες ερμηνείες, η ταινία θα ξεφούσκωνε στα πρώτα δέκα λεπτά. Και χωρίς την προσωπική ερμηνεία του Έντουαρντ Νόρτον το σκάφος θα έμενε χωρίς πιλότο. Μετά την «Αμερικανική ιστορία», η δεύτερη μεγάλη του επίδοση τον φέρνει τόσο κοντά στον Ντε Νίρο του '70, που εγώ στη θέση του θα αισθανόμουν την ανάσα του στον σβέρκο μου. Όχι απλώς καλός, αλλά τεράστιος. Ό,τι καλύτερο διαθέτει σήμερα η αμερικανική οθόνη. Το όνομα που οδηγεί την κούρσα της παράδοσης των αμερικανικών, ρεαλιστικών ερμηνειών. Χωρίς τη «μέθοδο» του Αctor's Studio, χωρίς δάνεια από Αλ Πατσίνο, Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Ντάστιν Χόφμαν. Χωρίς καν μισή ίντσα επιρροής από Μάρλον Μπράντο. Ο Νόρτον είναι Νόρτον. Παίζει με δικό του μηχανισμό, με δική του προσωπικότητα, έχει την ανεξίτηλη υπογραφή του. Και το καλύτερο; Δεν αντιγράφεται! |