Τα φώτα της πόλης City Lights. ΗΠΑ, 1931. Μαυρόασπρη. Σκηνοθεσία-σενάριο: Τσάρλι Τσάπλιν. Ηθοποιοί: Τσάρλι Τσάπλιν, Βιρτζίνια Τσέριλ, Φλόρενς Λι, Χάρι Μάιερς, Αλαν Γκαρσία, Χανκ Μαν. 87 λεπτά. Επανέκδοση ενός ανεπανάληπτου αριστουργήματος, με τον Σαρλό να ερωτεύεται μια τυφλή ανθοπώλισσα - ταινία που συνδυάζει τα απολαυστικά γκαγκ με τη συγκίνηση και το δάκρυ. Μία ακόμη αριστουργηματική επανέκδοση ταινίας του Τσάρλι Τσάπλιν (θ' ακολουθήσουν σύντομα και οι «Μοντέρνοι καιροί»), σε καινούργιες αναπαλαιωμένες κόπιες. Τα γυρίσματα της ταινίας ξεκίνησαν το 1928, στην περίοδο του βωβού, με τον κωμικό να αρνείται για μεγάλο διάστημα να ακολουθήσει τα διδάγματα του ηχητικού, υποστηρίζοντας πως αυτός κατέστρεφε τη γλώσσα που είχε αναπτύξει η μέχρι τότε βουβή τέχνη. Στη συνέχεια και με την επιβολή του ήχου, ο Τσάπλιν πρόσθεσε μόνο ήχους, μουσική κι ένα απολαυστικό, ακαταλαβίστικο τραγούδι κι η ταινία κυκλοφόρησε το 1931 σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία με κοινό και κριτικούς, επιβεβαιώνοντας τη δύναμη της εικόνας, στοιχείο που μέχρι και σήμερα δεν έπαψε να εκπλήσσει. Η ιστορία είναι γνωστή: ο Σαρλό ερωτεύεται μία νεαρή, τυφλή ανθοπώλισσα, η οποία τον περνά για πλούσιο κι ο Σαρλό αποφασίζει να κάνει διάφορες δουλειές (ανάμεσά τους και μποξέρ) για να εξασφαλίσει τα αναγκαία χρήματα για την ακριβή εγχείρηση που θα επαναφέρει την όρασή της. Μελοδραματική, από πρώτη άποψη, ταινία που ο Τσάπλιν μετατρέπει σε ένα υπέροχο αριστούργημα που, εκτός από τις συγκινητικές σκηνές του, προσφέρει τα ατέλειωτα γκαγκ και διάφορα άλλα κωμικά ευρήματα, που ξεκινούν από την παράδοση του σλάπστικ και που στα χέρια του μετατρέπονται σε αληθινά διαμάντια έμπνευσης. Από τις καλύτερες σκηνές της ταινίας: τα εγκαίνια ενός αγάλματος που μας αποκαλύπτει τον άστεγο και χωρίς δουλειά Σαρλό να κοιμάται στην αγκαλιά του αγάλματος της ευημερίας (ειρωνικό σχόλιο μια και βρισκόμαστε στην περίοδο της ανεργίας και της μεγάλης οικονομικής κρίσης), η σκηνή με τον Τσάπλιν να σώζει ένα μεθυσμένο εκατομμυριούχο από πνιγμό, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να τον φιλοξενεί στο σπίτι του, ενώ τον πετά με τις κλοτσιές κάθε φορά που ξεμεθά, οι σκηνές του μποξ, καθώς και το συγκινητικό φινάλε με την τυφλή κοπέλα, που τώρα έχει αποκτήσει το φως της, ν' ανακαλύπτει μ' ένα ανέλπιστο τρόπο την αλήθεια για τον ευεργέτη της. Τσάρλι Τσάπλιν, ο Νουρέγιεφ της ψυχανάλυσης Είναι το 1930, η χρονιά της μεγάλης τρύπας, της οικονομικής κρίσης και του γκρεμίσματος της Γουόλ Στριτ. Είναι η πιο δημιουργική περίοδος στην ιστορία της Αμερικανικής κωμωδίας και η πιο ευφάνταστη στιγμή στη διαδρομή της μεγαλύτερης... αυτοφυούς ευφυίας που γέννησε η 7η Τέχνη. Είναι η χρονιά που ο Τσάρλι Τσάπλιν αναλαμβάνει χρέη χορογράφου, χορευτή και ψυχαναλυτή του... καπιταλισμού. Το στόρι θυμίζει αμυδρά το «Δόκτωρ Τζέκιλ και μίστερ Χάιντ». Ζάπλουτος και ευτραφής τύπος αποφασίζει να θέσει τέρμα στη ζωή του επειδή η γυναίκα του τον εγκατέλειψε και άφησε μοναχή την καρδιά του. Τη στιγμή που βάζει τη θηλιά γύρω από τον σβέρκο του και τυλίγει με σχοινί ένα αγκωνάρι, για να βυθιστεί στον πάτο της θάλασσας, ένας αλήτης που δεν έχει μοίρα στον ήλιο τον εμποδίζει και τον επαναφέρει στα συγκαλά του. Από ευγνωμοσύνη ο παραλίγο αυτόχειρας, τον προσκαλεί στο... παλάτι του και τον ξεναγεί στον ξέφρενο κόσμο της νύχτας. Πρίγκιψ και φτωχός, αυτοκόλλητοι, κάτω από τον έναστρο ουρανό. Όμως το πρωί, χωρίς το αλκοόλ και τα γλέντια, ο πρίγκιψ πετάει τον σωτήρα του με τις κλωτσιές έξω από το σπίτι. Κάθε μέρα το ίδιο. Αντίπαλοι το πρωί, φιλαράκια τη νύχτα. Τα ευκόλως εννοούμενα ας τα παραλείψουμε. Διότι το πρωί ο καπιταλίστας έχει σώας τα φρένας και βάζει τα πράγματα στη θέση τους, ενώ τη νύχτα και κάτω από την επήρεια του αλκοόλ οι διαχωριστικές γραμμές εξαφανίζονται. Αυτό είναι το πρώτο επίπεδο ανάγνωσης. Ο Τσάπλιν πάει μερικά βήματα πιο πέρα. Στο συνειδητό και το ασυνείδητο. Στο «δέον» και το «είναι». Στο φυσικό και το αφύσικο. Στον πολιτισμό και το ένστικτο. Γεννηθήκαμε την ίδια νύχτα (ασυνείδητο) με τον ίδιο προορισμό (ένστικτο). H ανάπτυξη όμως (πολιτισμός) μας έφερε χώρια (ταξική συνείδηση). Το παιχνίδι των αλλεπάλληλων μεταμορφώσεων, που προκαλεί ένα απίστευτο σερί ξεκαρδιστικών γκανγκ, λειτουργεί ως εφαλτήριο απογείωσης ολόκληρου του «σώματος» της ταινίας. H κλασική μεταμόρφωση του Τσάπλιν με την παλιά ρεντιγκότα και τα τρύπια παπούτσια, αποτελεί το πιο εξωφρενικό ενδυματολογικό, κοινωνικό, σχόλιο από συστάσεως κινηματογράφου. Σαν να λέει πως εκ φύσεως οι έσχατοι, οι μη έχοντες, οι πάμπτωχοι, είναι οι αληθινοί ευγενείς και αριστοκράτες. Ακόμα πιο πέρα, η σύγκρουση των αντιθέτων (φτωχός στην τσέπη, τζέντλεμαν στην εμφάνιση) είναι η σύνθεση μιας νέας ποιότητας. H εσωτερική ευγένεια του άστεγου αντανακλάται ακόμα και στα ρούχα του, ενώ η ταξική ανωτερότητα του πλούσιου αποτυπώνεται στον αμοραλισμό, τον κυνισμό, την παρακμιακή ζωή και την αφιλία του. Κορωνίδα όλων αυτών των μεταμορφώσεων, αποτελεί η σκηνή στο ρινγκ που έχει γράψει μια από τις πιο ξεκαρδιστικές και αξεπέραστες σελίδες στην ιστορία της κωμωδίας. Με αντίπαλο ένα «κτήνος», χορεύει προφυλαγμένος πίσω από τον διαιτητή και ροκανίζει χρόνο. Το πλήθος ωρύεται και στοιχηματίζει. Ο «εχθρός» είναι το σύστημα που κερδίζει από την ανθρωποφαγία δύο απένταρων «μονομάχων». Όμως εκείνην τη συγκεκριμένη στιγμή ο Τσάπλιν, αν θέλει να εξασφαλίσει μερικά δολάρια για να πληρώσει τα νοίκια της αγαπημένης του τυφλής... λουλουδούς, πρέπει να βγάλει νοκ άουτ έναν συνάνθρωπό του! Για να επιβιώσω πρέπει να «σκοτώσω». Ο θάνατός σου η ζωή μου! Στην ιστορία του κινηματογράφου δεν υπάρχει ανάλογο προηγούμενο. Ο μεγαλύτερος ερασιτέχνης καλλιτέχνης της οθόνης σε ρόλο ορχήστρας. Σενάριο, σκηνοθεσία, μουσική, ερμηνεία, όλα δικά του. Έγραφε, γύριζε, μοντάριζε, συνέθετε εν ριπή οφθαλμού. One man show; Κάτι περισσότερο. Καταρράκτης του Νιαγάρα! |