Back Up Next
Η καλύτερη παρέα

Η καλύτερη παρέα

Α Prairie Home Companion. ΗΠΑ, 2006. Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Ολτμαν. Σενάριο: Γκάρισον Κέιλορ. Ηθοποιοί: Γούντι Χάρελσον, Μέριλ Στριπ, Γκάρισον Κέιλορ, Λίλι Τόμλιν, Κέβιν Κλάιν, Βιρτζίνια Μάντσεν, Τόμι Λι Τζόουνς, Τζον Σι Ράιλι. 105 λεπτά.

Μια ελεγειακή -δοσμένη με τρυφερότητα και χιούμορ- ματιά πάνω στον κόσμο του θεάματος, αλλά και σ' έναν τρόπο ζωής, μέσα από την ιστορία της «τελευταίας» παράστασης ενός τοπικού ραδιοφωνικού προγράμματος.

Ο τίτλος της θαυμάσιας ταινίας του Ρόμπερτ Ολτμαν, «Α Prairie Home Companion», αναφέρεται σε ένα αμερικανικό πρόγραμμα βαριετέ, που από το 1974 (και με μια μικρή διακοπή στη δεκαετία του '80) παρουσιάζεται ζωντανά σε έναν μεγάλο αριθμό διάφορων δημόσιων αμερικανικών ραδιοφωνικών σταθμών και που αναμεταδίδεται από ορισμένους (μαζί κι από το ραδιόφωνο του BBC) ευρωπαϊκούς σταθμούς. Πρόγραμμα που περιλαμβάνει μουσικά γκρουπ και τραγουδιστές, «κακά» και τολμηρά ανέκδοτα, ψεύτικα διαφημιστικά και άλλα στιγμιότυπα.

Το σενάριο της ταινίας, γραμμένο από τον δημιουργό του πετυχημένου αυτού σόου Γκάρισον Κέιλορ, που παίζει στην ταινία τον εαυτό του, αναφέρεται σ' ένα φανταστικό -υποτίθεται τελευταίο «επεισόδιο», όπως αυτό παρουσιάζεται σ' ένα θέατρο, μπροστά σε ζωντανό κοινό. Θέατρο που έχει αγοραστεί από μια μεγάλη εταιρεία και που πρόκειται να κατεδαφιστεί στο δεύτερο μέρος της ταινίας, μάλιστα, στο θέατρο [«Φιτζέραλντ» όπως ονομάζεται προς τιμήν του συγγραφέα Σκοτ Φιτζέραλντ -γέννημα-θρέμμα της πόλης- καταφθάνει και ο εκπρόσωπός τους, το «Τσεκούρι» (Τόμι Λι Τζόουνς)].

Η ταινία ξεκινά στο στιλ νουάρ των μυθιστορημάτων του Ρέιμοντ Τσάντλερ, με τον Γκάι Νουάρ (Κέβιν Κλάιν) να παρουσιάζει την ιστορία. Ο Ολτμαν αφηγείται τις σχέσεις ανάμεσα στα διάφορα πρόσωπα του πρωτότυπου ραδιοφωνικού σόου, παρουσιάζοντας, παράλληλα με τα μουσικά κομμάτια, τις ιστορίες στα παρασκήνια (έρωτες, παρεξηγήσεις, έναν ήρεμο θάνατο), ενώ στο φόντο περιφέρεται και μια, όπως την αποκαλεί, «επικίνδυνη γυναίκα» (Βιρτζίνια Μάντσεν), είδος αγγέλου ντυμένου στα άσπρα (που όπως ανακαλύπτουμε, πρόκειται για γυναίκα, η οποία σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα), χρησιμοποιώντας ένα στιλ που συνδυάζει στοιχεία τόσο από το «Νάσβιλ» όσο κι από τον «Παίκτη» και τα «Στιγμιότυπά» του, χρησιμοποιώντας ένα μεγάλο, ως συνήθως, καστ ηθοποιών, πάντα πρόθυμων, όπως γνωρίζουμε, να συνεργαστούν, για μικρή αμοιβή, μαζί του.

Εκείνο που ενδιαφέρει τον 81χρονο σήμερα -αλλά πάντα νεανικό στη ματιά του- σκηνοθέτη είναι η ίδια η ζωή, με τις χαρές και τις λύπες της, με τις εκπλήξεις της και το χιούμορ της. Μια ζωή δεμένη με το θέαμα, αλλά και τα όνειρα και τις ελπίδες του, μ' ένα θέαμα δεμένο με το παρελθόν και τις όμορφες (χωρίς όμως κανέναν συναισθηματισμό) αναμνήσεις του. Ενα θέαμα που το αποτελούν πρόσωπα, όπως το τραγουδιστικό σόου των δύο γυναικών (Μέριλ Στριπ και Λίλι Τόμλιν), αδερφών από ένα πενταμελές κάποτε οικογενειακό γκρουπ, οι καοιμπόηδες Ντάστι και Λέφτι (Γούντι Χάρελσον και Τζον Σι Ράιλι), με τα καουμπόικα τραγούδια και τα «άκομψα», αυτοσχέδια διασκεδαστικά τους ανέκδοτα, αλλά και οι άνθρωποι των παρασκηνίων: μια έγκυος φροντιστής, ο ηχολήπτης, ο διευθυντής της ορχήστρας, ο διευθυντής σκηνής και διάφοροι άλλοι. Πρόσωπα που όλα παίζουν τον δικό τους ρόλο στο ζωντάνεμα του σόου και που ο Ολτμαν κινεί με την πρωτοτυπία, τη σιγουριά και τη δεξιοτεχνία που τον χαρακτηρίζει. Είναι ένα σόου ύμνος στην ομορφιά της ζωής αλλά και στη μουσική και στο θέαμα -στο θέαμα μιας εποχής που έχει αρχίσει δυστυχώς να εξαφανίζεται- είδος «διαθήκης» ενός σκηνοθέτη που δεν έπαψε να μας εκπλήσσει με την ευρηματικότητα, τη ζωντάνια, το χιούμορ και την πρωτοτυπία των ταινιών του. Ευπρόσδεκτο δώρο ενός από τους πιο μεγάλους σκηνοθέτες του σύγχρονου αμερικανικού κινηματογράφου.

H «διαθήκη» του Όλτμαν

Tρυφερό, μελαγχολικό, καρδιακό, πεισιθανάτιο και εντελώς («κάντρι») αμερικανικό. Δηλαδή «H καλύτερη παρέα» (Α prairie home companion), που ελευθέρως πα να πει «σπίτι στο πράσινο λιβάδι», η τελευταία ταινία του 81χρονου Pόμπερτ Όλτμαν που μ' αυτή είναι σαν να διαισθάνεται το τέλος του και να υπογράφει τη διαθήκη του!

 Έχει ξαναγίνει με τον Ακίρα Κουροσάβα στο «Madadayo», την ύστατη κινηματογραφική του στιγμή, όπου οι μαθητές «συνοδεύουν» έναν σπουδαίο, πλην σεμνό, λιτοδίαιτο, χαμηλόφωνο καθηγητή τους. Συμβαίνει σε ιδιαίτερες περιπτώσεις καλλιτεχνών με ωριμότητα, σοφών και με σθένος σιδερόφρακτων πολεμιστών. Αφού λοιπόν μοιάζει με καλλιτεχνική διαθήκη, με προσωπική κιβωτό εντός της οποίας ο Όλτμαν εναποθέτει ό,τι πολύτιμο απέκτησε, αφομοίωσε και προσδιόρισε την θεματική και την αισθητική του, δεν μπορεί παρά μια τέτοια ταινία να είναι το συμπίλημα του συνολικού έργου του. Και είναι.

Έχουμε και λέμε: H μουσική «κάντρι» που διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο παραπέμπει στο ένδοξο «Nashville» (1975). Ο ιδιωτικός ντεντέκτιβ (Private eye) που τον υποδύεται ο Κέβιν Κλάιν, ο κεντρικός αφηγητής της ιστορίας, καθώς και η Βικτόρια Μάντσεν, τυλιγμένη σε κατάλευκη καμπαρτίνα - το ανάποδο και το αγγελικό μιας φαμ φατάλ, μοιραίας γυναίκας - αναφέρονται στον «Μεγάλο αποχαιρετισμό» (The long goodbye-1973) στο φιλμ νουάρ και τον Ρέιμοντ Τσάντλερ. Και τέλος η διαρκής κυκλοφορία της μηχανής που στον αμύητο θεατή δημιουργεί την ψευδαίσθηση ενός ασταμάτητου τράβελινγκ, σφραγίζει την προσωπική οπτική του, με κορυφαία περίπτωση τον «Παίκτη» (1992) και δευτερευόντως το «Gosford park» (2001). Εν ολίγοις, σαν να λέει, αυτός είμαι, αυτό αγαπάω, αυτοί οι άγγελοι θα με πάρουν!

Ποιοι είναι οι άγγελοι; Ο Γκάρισον Κέιλορ και μερικά ονόματα τραγουδιστών «κάντρι» που φιλοξενήθηκαν σε μια δημοφιλή, ραδιοφωνική, εκπομπή με τον ίδιο τίτλο (Α prairie home companion) που για πρώτη φορά εξέπεμψε πριν από τριάντα δύο χρόνια και η οποία ακόμα και σήμερα προσελκύει στίφη προσκυνητών, μεταδιδόμενη από πεντακόσιους κρατικούς σταθμούς των ΗΠΑ. Καταλάβατε;

E, λοιπόν είναι σαν τη ραδιοφωνική εκπομπή του αείμνηστου Πάνου Γεραμάνη. Οι φτερούγες του θέρμαναν μεγάλες φωνές της δικής μας, λαϊκής, κιβωτού. Από τους «ελαφρούς» Τζίμη Μακούλη και Τώνη Μαρούδα μέχρι τον βαρύμαγκα Στράτο, τον Μενιδιάτη και φυσικά τον ανεπανάληπτο Στελάρα Καζαντζίδη. Αν και δεν έχω εντρυφήσει, όπως οι μουσικολόγοι, στην παράδοση και τις ρίζες της αμερικανικής μουσικής, εν τούτοις μπορώ να καταλάβω ότι το «κάντρι» ως ιδίωμα των λευκών, μαζί με το «γκόσμπελ» και το «μπλουζ» των μαύρων, ήταν και είναι οι δεξαμενές που τροφοδοτούν τη μεγάλη αμερικανο-βρετανική έκρηξη, εντός της οποίας άναψαν φωτιές από τον Μπομπ Ντίλαν και τον Τζίμι Χέντριξ, μέχρι τον Τζόνι Κας και τους «Ρόλινγκ Στόουν» (παρεμπιπτόντως μια τελευταία, συναρπαστική και εκσυγχρονιστική εκδοχή του «κάντρι» συνιστά η πορεία των σημερινών παιδιών των «Galexico»).  

H διαφορά ανάμεσα στο δημοτικό «κάντρι» και το «μπλουζ» των πόλεων, δεν είναι μόνο η παρτιτούρα, αλλά η διάθεση, το ταμπεραμέντο, η ιδιοσυγκρασία, η θερμοκρασία. Αν στο σύνολό του το «μπλουζ» χαρακτηρίζεται από κλαυθμό και μελαγχολία, η «κάντρι» λάμπει από λαϊκή αφέλεια, αθωότητα και ενίοτε αισιοδοξία.

Το στόρι λοιπόν καρφωμένο στην «κάντρι» και το ραδιόφωνο, υποδηλώνει το κινηματογραφικό αδιέξοδο του Όλτμαν (αφού παραδέχεται πλαγίως την μαγική, ατμοσφαιρική ανωτερότητα του ραδιοφώνου) και ταυτόχρονα τη δική του επιστροφή στην αφέλεια των μεσοδυτικών πολιτειών, την αθωότητα και την μελαγχολική αισιοδοξία. Περίπου όπως συμβαίνει στο τελευταίο πλάνο του «Πολίτη Κέιν» όπου στον επιθανάτιο ρόγχο του, ο μεγιστάνας Κέιν ονειρεύεται ένα έλκηθρο, το παιδικό σύμβολο της δικής του χαμένης αθωότητας.

Το έλκηθρο του Όλτμαν είναι αυτή η συγκεκριμένη «αθώα» ραδιοφωνική εκπομπή. H οποία (στον μύθο της ταινίας και όχι στην πραγματικότητα) τελειώνει, καθώς τελειώνει και το θέατρο που την στεγάζει, το οποίο προορίζεται να μετασχηματιστεί σε πάρκινγκ. Επομένως το κύκνειο άσμα του Όλτμαν. Επομένως τέλος εποχής για τον αμερικανικό κινηματογράφο των καλύτερων χρόνων της ζωής μας. Το ένα τέλος μέσα στο άλλο. Του Όλτμαν μέσα στον κινηματογράφο, του κινηματογράφου μέσα στην αθωότητα και της αθωότητας μέσα στην παράδοση. Σαν πολλά δεν είναι;

Φυσικά. Διότι η ταυτοποίηση ενός καλλιτέχνη, όσο μεγάλος κι αν είναι αυτός, με τις κορυφαίες στιγμές του American cinema είναι δήλωση και στάση τερατώδους υπεροψίας και τερατώδους εγωπάθειας. Περίπου σαν να λέει «είμαι ο τελευταίος των Μοϊκανών, με εμένα πεθαίνει το σινεμά». E, ούτε αυτός είναι ο τελευταίος των Μοϊκανών, ούτε το σινεμά κατεδαφίζεται και πεθαίνει μ' αυτόν. Μην τρελαθούμε. Μια χαρά ταινίες γυρίζονται τελευταίως από τις ΗΠΑ.

Συμπάθεια, τρυφερότητα, μελαγχολία

 Ρόμπερτ Όλτμαν. Μια από τις ζωντανές, ανεξάρτητες και θρυλικές μορφές του αμερικάνικου κινηματογράφου

H αφήγηση ξεδιπλώνεται σε τρία επίπεδα, διαρθρωμένα με τέτοιο τρόπο ώστε διαρκώς το ένα να μπαίνει και να συνυπάρχει με το άλλο. Στο πρώτο, ο υπερήλικας Γκάρισον Κέιλορ, σεναριογράφος της ταινίας και ιδρυτής της εν λόγω ραδιοφωνικής εκπομπής (ο Γεραμάνης ας πούμε) παρουσιάζει μερικές σπουδαίες λαϊκές φωνές της «κάντρι». Στο δεύτερο, οι καλλιτέχνες και το υπόλοιπο προσωπικό, κυκλοφορούν και εξομολογούνται στα καμαρίνια του θεάτρου. Και στο τρίτο η Βικτόρια Μάντσεν, μια φαμ φατάλ, ντυμένη στα λευκά, σαν φάντασμα από το πουθενά, περιφέρεται ανάμεσά τους και ραντίζει με τον αέρα της και την αύρα της τα τελευταία αυτά αθώα «παιδιά».

Το τελικό αποτέλεσμα τραμπαλίζεται μεταξύ συμπάθειας, τρυφερότητας, μελαγχολίας και επανάληψης. Ναι μεν αλλά. Καλά όλα αυτά, αλλά πόσοι αντέχουν επί δύο ώρες να ακούν κάντρι;

Το υστερόγραφο αυτής της «διαθήκης» είναι γραμμένο από μερικούς ερμηνευτές με πρώτη και καλύτερη την Μέριλ Στριπ. H κυρία τραγουδάει κάντρι με την ίδια φυσικότητα και τις ίδιες επιδόσεις μιας Τζουν Κάρτερ ή μιας Πάτσι Κλάιν. Απίστευτο «εργαλείο», ίσως ό,τι σπουδαιότερο προέκυψε από συστάσεως αμερικανικής οθόνης. Από πίσω της ακολουθούν η Λίλι Τόμλιν, ο Γούντι Χάρελσον, ο Κέβιν Κλάιν, ο Τόμι Λι Τζόουνς και πάνω απ' όλους, ισοδύναμος της Στριπ, ο αυθεντικός Γκάρισον Κέιλορ, δηλαδή ο δικός μας Πάνος Γεραμάνης. Πράγμα που παραπέμπει στη «διπλή ζωή της Βερόνικα». Άγγελος ο Αμερικανός Κέιλορ, άγγελος και ο Έλληνας Γεραμάνης. Όσο υπάρχουν άγγελοι, τόσο θα ίπταται μαζί τους η αθωότητά μας!

Back Home Up Next