Back Up Next
Χαμένα όνειρα

Nuovomondo. Ιταλία, 2006. Σκηνοθεσία-σενάριο: Εμανουέλε Κριαλέζε. Ηθοποιοί: Σαρλότ Γκενσμπούργκ, Βιντσέντζο Αμάτο, Αουρόρα Κουατρόκι. 117 λεπτά.

Σπαραχτική εικόνα της οδύσσειας μιας ομάδας Σικελών, στις αρχές του 20ού αιώνα, που ξεκινούν από την πατρίδα τους για να φτιάξουν μια καινούργια ζωή στο Νέο Κόσμο, πιστεύοντας πως εκεί τους περιμένει το χρήμα και η υλική ευτυχία.

Η Σαρλότ Γκενσμπούργκ στην ταινία «Χαμένα όνειρα» του Εμανουέλε Κριαζέλε

Στην ποιητική αυτή δεύτερη ταινία του, μετά το τόσο συγκινητικό «Ανασαίνω», ο Ιταλός σκηνοθέτης Εμανουέλε Κριαλέζε αφηγείται την οδύσσεια μιας ομάδας Σικελών, στις αρχές του 20ού αιώνα, που ξεκινούν από την πατρίδα τους για να εγκατασταθούν στην Αμερική και ν' αρχίσουν μια καινούργια ζωή. Η ταινία, βραβευμένη με το Αργυρό Λιοντάρι στο περσινό Φεστιβάλ Βενετίας, ξεκινά στη Σικελία, με τον Σαλβατόρε (Βιντσέντζο Αμάτο), τους δυο γιους και τη μητέρα του να ετοιμάζονται για το μεγάλο ταξίδι, πιστεύοντας πως στην Αμερική θα κολυμπούν στο γάλα και το μέλι και θα μαζεύουν χρυσά δολάρια από τα δέντρα.

Το δεύτερο, και μεγαλύτερο, μέρος της ταινίας εκτυλίσσεται στο πλοίο, με επίκεντρο τη σχέση του Σαλβατόρε με μια παράξενη, αστικής εμφάνισης, γυναίκα (Σαρλότ Γκενσμπούργκ) που ψάχνει για γαμπρό ώστε να μπορέσει να γίνει δεκτή στην Αμερική, με το σκηνοθέτη να καταγράφει άλλοτε με σουρεαλιστικές πινελιές, στις σκηνές με τα τεράστια καρότα και κολοκύθια ή εκείνες όπου ο ήρωας και η παρέα του κολυμπούν σ' ένα ποτάμι από γάλα, κι άλλοτε με έντονο ρεαλισμό, στις σκηνές γύρω από τις κακουχίες και τους θανάτους των μεταναστών (στη διάρκεια μιας τρικυμίας, στριμωγμένοι, σαν ζώα, στην τρίτη θέση, κατρακυλούν βίαια από τη μια άκρη του καραβιού στην άλλη). Ενώ το τρίτο, και τελευταίο, μέρος καταλήγει στο περιβόητο νησί Ελις, όπου οι υποψήφιοι μετανάστες εξετάζονται εξονυχιστικά και με τρόπο εξευτελιστικό από τις εκεί αρχές, για να διαπιστωθεί αν είναι υγιείς και δυνατοί για να τους αποδεχτεί ο «Νέος Κόσμος», όπως είναι και ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας - σε μια χαρακτηριστική σκηνή η μητέρα του ήρωα απελαύνεται στη Σικελία επειδή θεωρείται «χαμηλής νοημοσύνης», πράγμα που, όπως υποστηρίζουν, μπορεί να «δηλητηριάσει» την υγεία των Αμερικανών πολιτών!

Ο Κριαλέζε χρησιμοποιεί με φαντασία και γνώση τους χώρους, από τα τοπία στη Σικελία μέχρι, αργότερα, τη θάλασσα και τους χώρους στο πλοίο, άλλοτε σαν αντίστιξη κι άλλοτε σαν συμπλήρωμα στην ψυχολογία των προσώπων του -από τις πιο εντυπωσιακές και όμορφες σκηνές είναι εκείνη στην αρχή με τον ξυπόλητο Σαλβατόρε και το μεγαλύτερο γιο του να προχωρούν σ' ένα άγριο, ξερό τοπίο και να σκαρφαλώνουν στο λόφο, κρατώντας από μια πέτρα στο στόμα, που τις μεταφέρουν στο σταυρό ενός αγίου στην κορυφή για να πραγματοποιήσει το όνειρό τους. Στις πολύ καλές σκηνές και η ειρωνική σκηνή του φινάλε, όπου τα μέλη της οικογένειας και οι άλλοι μετανάστες που έχουν περάσει τα τεστ κολυμπούν σ' ένα ποτάμι γάλα - σκηνή που μου θύμισε το φινάλε μιας άλλης, το ίδιο ειρωνικής, σκηνής, στην ταινία «Αμέρικα, Αμέρικα» του Ηλία Καζάν.

Αληθινές «Νύφες» α λα ιταλικά

Best Ρicture of the week «Χαμένα όνειρα», δηλαδή «Νuovomondo» (Νέος Κόσμος) του Εμανουέλε Κριαλέζε. Ο Αργυρός Λέοντας της Βενετίας του 2006. Οι αυθεντικές «Νύφες» ιταλικής παραγωγής. Ακούει κανείς; Ναι εγώ, εσύ και χίλιοι δεκατρείς!

Αυτά που λέτε. Γνωστά, επαναλαμβανόμενα, παράλογα και τρελά. Ο Βούλγαρης με δεκάδες «Νύφες» σε ταξίδι αναψυχής, έπιασε εφτακόσιους χιλιάδες νοματαίους. Ο άγνωστος Ιταλός με τα καλύτερα-φετινά-ντεκόρ, τα καλύτερα-φετινά-κοστούμια, την καλύτερη-φετινή-φωτογραφία και τον πιο ιδρωμένο, σαρκικό ρεαλισμό, θα πιάσει πάτο στα ελληνικά καφενεία. Κι ύστερα μου λέτε ότι υπάρχει ελπίς. Στην Ελλάδα ζεις!

Όποιος θέλει ας διαβάσει το παρακάτω. Όποιος βαριέται ας την κάνει προς «συμμορία» της αρπαχτής. Έστω λίγοι αλλά εκλεκτοί. Εκ πρώτης όψεως, ο Κριαλέζε επηρεάζεται και αφομοιώνει τα διδάγματα του Ερμάνο Όλμι «Το δέντρο με τα τσόκαρα» και του Φραντσέσκου Ρόσι «Ο Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι». Δηλαδή η αγιογραφία φτωχών, ρακένδυτων, απελπισμένων πλασμάτων, ευλογημένων επίγειων αγγέλων. Το μεγάλο πλήθος του ιταλικού κινηματογράφου πορεύεται με τον θείο και το χριστιανικό. Πλαγίως, υπογείως ή φανερώς. Και μάλιστα πολλές φορές το θεϊκό διασταυρώνεται με τον μαρξισμό και η επίγεια καταγγελία με τον παράδεισο τον ουτοπικό, δηλαδή τον σοσιαλισμό.

Αυτή ακριβώς η δημιουργική «αλχημεία» συγκροτείται με την Οδύσσεια δεκάδων «τερατόμορφων» πλασμάτων που πορεύονται από το χωριό τους από κάποια Κράβαρα της Ιταλίας του 1900 προς τον παράδεισο και το Αmerica, Αmerica των εκατομμυρίων φτωχών εργατικών χεριών. Η τελετουργία της ελπίδας. Η φυγή της δυστυχίας. Η ελπίδα της άλλης πατρίδας. Σαν να λέμε η εαρινή σύναξη των σκουπιδιών. Με τα τρία στάδια. Το πρώτο η πορεία από το χωριό μέχρι το λιμάνι. Η δεύτερη από το λιμάνι εν πλω. Και η τρίτη το Αmerica είναι εδώ!

 Τώρα τι να πω; Άριστα στην προσωπογραφία αυτών των μικρών «τερατόμορφων» Χριστών. Άριστα στην ενδυματολογία αυτής της θεσπέσιας κουρελαρίας που συνιστά μέγιστο styling και υπόδειγμα ρακένδυτων κοστουμιών. Άριστα στο «ζωντανό», σκοτεινό, μουχλιασμένο ντεκόρ. Άριστα στο πλανάρισμα και στα γυρίσματα του σκηνοθέτη, του φωτογράφου και όλων των δημιουργών. Αν ο Κριαλέζε είχε στα χέρια του τον κεντρικό, μυθικό άξονα των «Νυφών», δηλαδή κέντρο βάρους και σεναριακό, συγκεκριμένο, προσδιορισμό, θα είχε υπογράψει ένα από τα αριστουργήματα των ημερών!

Με δυο λόγια: Στις αρχές του 20ού αιώνα, σε μια άνυδρη, πετρωμένη, βουκολική, πάμπτωχη επαρχία της Ιταλίας, ένας βοσκός με το όνομα Σαλβατόρε (Βιντσέζο Αμάτο), παρέα με την οικογένειά του, μπαρκάρει και στοιβάζεται μαζί με εκατοντάδες «πρόβατα» με προορισμό τις ΗΠΑ. Εκεί θα πέσει πάνω σε μια αρχοντική Αγγλίδα (Σάρλοτ Γκένσμπουργκ) με αποτέλεσμα η προοπτική ενός νέου κόσμου να φτερουγίσει μέσα του παρέα με τον έρωτα και την ελπίδα. Α, ξέχασα, ο ρόλος του Βίνσεντ Σκιαβέλι (Ντον Λουίτζι) επρόκειτο να είναι πρωταγωνιστικός αλλά κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων έφυγε από τη ζωή ο ηθοποιός.

ΧΑΜΕΝΑ ΟΝΕΙΡΑ

ΤΡΥΦΕΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΑ

Εν αρχή, στον κινηματογράφο, είναι, βέβαια, η εικόνα! Σε αυτό τον τομέα η ταινία πλησιάζει το άριστα! Ωραίοι φωτισμοί, ωραία κοστούμια, εξαιρετικοί χώροι, καταπληκτικές φάτσες! Έχεις την αίσθηση, ότι μπροστά σου περνάνε πίνακες ζωγραφικής και όχι καρέ κινηματογραφικής εικόνας. Έχεις την αίσθηση, ότι βλέπεις πίνακες που έχουν απασχολήσει για μέρες, για μήνες, το «ζωγράφο». Κάδρα, πλάνα, σκηνές, γεμάτα καλαισθησία και περιεχόμενο. Βλέποντας την ταινία βεβαιώνεσαι, ότι όλοι οι συντελεστές έδωσαν κομμάτια από τον εαυτό τους. Και βεβαιώνεσαι, επίσης, πως ξόδεψαν πολύ ιδρώτα και πολύ σκέψη. Είναι φανερό, τέτοιες καταθέσεις απαιτεί η τέχνη!

Με αυτές τις καλαίσθητες εικόνες, με ελάχιστο διάλογο, με τον απαραίτητο και μόνο διάλογο, με το ρεαλισμό που, όταν χρειάζεται, δίνει τη θέση του στην αφαίρεση, και αυτή με τη σειρά της στην ποίηση, με θαυμάσια μουσικά κομμάτια, με λειτουργικούς ήχους, ο Εμανουέλε Κριαλέσε, αφηγείται μια θαυμάσια και πονεμένη ιστορία! Σιτσιλιάνοι χωριάτες, πνιγμένοι στην άγνοια και τις προκαταλήψεις αναγκάζονται, από τη φτώχια και την απελπισία, να μεταναστεύσουν! Άνθρωποι που δε γνωρίζουν τι υπάρχει πίσω από το βουνό του χωριού τους, αναγκάζονται να φύγουν για άλλον «πλανήτη», για την Αμερική!

Η ανάγκη της επιβίωσης νικάει κάθε φόβο, συντρίβει κάθε αντίσταση. Πουλάνε ό,τι έχουν και δεν έχουν και φτάνουν στην κοντινότερη πόλη. Εκεί, και αφού στο μεταξύ έχουν πέσει θύματα πολυποίκιλης εκμετάλλευσης στο χωριό τους και στη διαδρομή, έρχονται αντιμέτωποι με τα γρανάζια της γραφειοκρατίας. Γιατροί, εξετάσεις, χαρτιά, άλλα λεφτά, άλλη ταλαιπωρία, άλλη κούραση. Τελείως εξαντλημένοι, σαν μεθυσμένοι, έτοιμοι να λιποθυμήσουν, μπαίνουν, επιτέλους στο καράβι.

Συγκλονιστική η σκηνή της «αποκόλλησης» του πλοίου από την προβλήτα. Της αποκόλλησης του πλοίου από τη γη, από την πατρίδα! Βουβή σκηνή. Σκηνή γεμάτη πόνο και να μην ακούγεται ούτε ανάσα! Ο ήχος της σιωπής σκίζει καρδιές.

Μετά την «αποκόλληση» η περιπέτεια του αγριεμένου ατλαντικού. Το καράβι, όμοιο ρημάδι, όπως η Ιταλία στις αρχές του 20ου αιώνα που τους διώχνει, τους βγάζει τα σπλάχνα. Τους πετάει από το ένα τοίχωμα στο άλλο. Όταν, επιτέλους, φτάνουν στο λιμάνι της Νέας Υόρκης, έχουν όλοι παραδώσει τα όπλα! Είναι όλοι ηττημένοι! Έτοιμοι να παραδοθούν χωρίς όρους!

Εδώ, πια, παίζεται το τραγικότερο και το εξευτελιστικότερο κομμάτι της τραγωδίας! Οι μετανάστες περνάνε τον τελικό -και εξονυχιστικότερο- έλεγχο. Ό,τι ξέφυγε στους προηγούμενους σταθμούς συλλαμβάνεται εδώ. Σε κάποιους επιτρέπεται η είσοδος, σε κάποιους όχι. Οικογένειες χωρίζουν! Άλλοι γυρίζουν πίσω και άλλοι τραβάνε για την άγρια δύση. Ίσως είναι η τελευταία φορά που βλέπονται! Συγκλονιστικές στιγμές. Συγκλονιστικές εικόνες!

Και τέλος, για όσους εξασφάλισαν είσοδο, ήταν αληθινό το όνειρο; Τα ποτάμια με γάλα στα οποία θα κολυμπούσαν, όπως τους είχαν περιγράψει και όπως είχαν φανταστεί την Αμερική, υπάρχουν; Και αν υπάρχουν, πόσο και ποιο είναι το τίμημα!

Όλα τα παραπάνω, και δεκάδες άλλα που άφησα ασχολίαστα, περνάνε, σε μια ευθύγραμμη και καθαρή πορεία, πάνω στην οθόνη. Ο θεατής μένει σιωπηλός απέναντι στον πόνο. Οι ήρωες της ταινίας δεν κραυγάζουν. Πονάνε σιωπηλά, με αξιοπρέπεια. Και όσες φορές αναγκάζονται να φωνάξουν, φωνάζουν πνιγμένοι στο κλάμα, αφού δε γνωρίζουν άλλον τρόπο αντίδρασης! Η αγροτική τάξη, η πλειονότητα των μεταναστών εκείνων των χρόνων, ήταν τελείως απαίδευτη. Δεν ήξερε να διεκδικεί. Την είχαν μάθει απλώς να υπομένει.

Η αδικία και η κακομεταχείριση, όμως, ήταν τόσο απροκάλυπτη και μεγάλη, που έκανε, ακόμα και αυτά τα πρωτόγονα «ζώα», να εξεγείρονται και να επαναστατούν. «Πώς να αποχωριστώ τη μάνα μου, ρε», φωνάζει ο κεντρικός ήρωας της ταινίας, όταν δεν επιτρέπουν στη μάνα του την είσοδο, «τόση γη έχετε, αφήστε μας σε μια γωνιά της να δουλέψουμε»!

Πέρα, όμως, από την τραγωδία που σπάει κόκαλα, εκείνο που κάνει την ταινία ακόμα πιο σεβαστή είναι η καλλιτεχνική της διάσταση. Και μόνον τις εικόνες της να βλέπεις χορταίνεις! Από το ξεκίνημα της ταινίας, όπου ξυπόλητοι άνθρωποι, όμοια κατσίκια, σκαρφαλώνουν στις πέτρες της Σικελίας, μέχρι στις σκηνές της Νέας Υόρκης, όπου τα κτίρια υποδοχής θυμίζουν τις άγριες φυλακές Σινγκ-Σινγκ, έχει κρατηθεί μια θαυμαστή συνέπεια. Τα πάντα είναι υπό έλεγχο! Αλλά και οι δόσεις «λογικής και συναισθήματος» είναι άξια μοιρασμένες! Τα «Χαμένα όνειρα» σε καμία στιγμή δεν είναι ψεύτικα. Πουθενά δε συλλαμβάνεις, ότι θέλουν να σε ξεγελάσουν…

Μπορεί, βέβαια, να μην προχώρησαν στην αναζήτηση των αιτιών της μετανάστευσης, αυτής της μακραίωνης ανθρώπινης τραγωδίας, η οποία, στις μέρες, (ξανα)παίρνει άγριες διαστάσεις. Μπορεί να μην αποκάλυψαν ολόκληρη την αλήθεια. Μπορεί να μην ανέλυσαν πολιτικά το ζήτημα. Όμως, δεν είπαν και ψέματα! Ούτε άφησαν το συναίσθημα να πνίξει, τελείως, τη λογική. Μέσα στην αναβροχιά τα «Χαμένα όνειρα», μοιάζουν με καταιγίδα! Επιτέλους γεμίζει η οθόνη συγκίνηση. Επιτέλους ο κινηματογράφος μιλάει στις καρδιές μας και στη λογική μας! Μας κάνει καλύτερους ανθρώπους!

Back Home Up Next