Back Up Next
99 Σπίτια

99 Homes Η.Π.Α, 2014 Σκηνοθεσία: Ραμίν Μπαχράνι Πρωταγωνιστούν: Μάικλ Σάνον, Άντριου Γκάρφιλντ, Λόρα Ντερν, Νόα Λόμαξ, Κλάνσι Μπράουν Διάρκεια: 112 λεπτά

Απεγνωσμένος να βρει χρήματα για να συντηρήσει τη μητέρα του και το μικρό του γιο, αλλά και να επανακτήσει το σπίτι του που έχασε από τα χρέη, ο Ντένις Νας πιάνει δουλειά στον αδίστακτο μεσίτη που του έκανε έξωση.

Ανάμεσα στο σινεμά του Σκορσέζε, τα δελτία ειδήσεων κι ένα αγνό αμερικανικό μελόδραμα, ο Ραμίν Μπαχράνι κι ο Αντριου Γκάρφιλντ χαρτογραφούν τις υπόγειες διαδρομές της ανθρώπινης συνείδησης μέσα στην οικονομική κρίση.

Μέχρι πού θα έφτανες για να κρατήσεις το σπίτι σου, την οικογένειά σου, την αξιοπρέπειά σου; Πόσο λεπτή είναι η γραμμή ανάμεσα στην επιβίωση και την εκμετάλλευση, πόσο εύκολο είναι ν’ αντισταθείς στην απληστία; Ο Ραμίν Μπαχράνι, ο σκηνοθέτης του «Chop Shop», του «Man Push Cart», του «At Any Price», ένας απόλυτα Αμερικανός σκηνοθέτης από τη Βόρεια Καρολίνα, γιος μεταναστών από το Ιράν, γυρίζει το αμερικανικό όνειρο τα μέσα έξω, σε μια ταινία που σφυροκοπάει το μυαλό και μοιάζει εφιαλτικά επίκαιρη και οικεία, καθώς «αυτά», καμιά φορά, δε συμβαίνουν μόνο στις ταινίες.

Ο Ντένις Νας του Αντριου Γκάρφιλντ είναι ένας νεαρός οικοδόμος που ζει με το 10χρονο γιο του και την κομμώτρια μητέρα του – απλός βιοπαλαιστής που προσπαθεί να συντηρήσει την ολιγομελή οικογένειά του και το πατρικό τους σπίτι. Οταν, λόγω της ανεργίας στη σύγχρονη Αμερική, μένει πίσω στο δάνειό του και η τράπεζα τού παίρνει το σπίτι – σε μια συγκλονιστική σκηνή έξωσης – ο Ντένις αποφασίζει, μη βρίσκοντας άλλη λύση, να δουλέψει για τον κτηματομεσίτη που ευθύνεται για τα δικά του δεινά, ώστε να κερδίσει τα χρήματα που χρειάζεται για να πάρει το σπίτι του πίσω. Μόνο που τα σχέδια που γίνονται από ανάγκη και αγωνία σπάνια έχουν την προσδοκώμενη έκβαση.

Με μια ευέλικτη κάμερα, επιθετικά κοντινά πλάνα, ανεβασμένα ντεσιμπέλ και χωρίς στιγμή να κλείνει τα μάτια, ο Μπαχράνι καταγράφει τον τρόμο της απώλειας των βασικών αγαθών στο σημερινό κόσμο, αλλά και την ευκολία της απώλειας των βασικών αρχών της ανθρώπινης ηθικής, με τρόπο ακριβή και μ’ έναν δυσβάσταχτο πραγματισμό. Οταν ο Ντένις ρωτά τον «καρχαρία» του real estate Ρικ Κάρβερ αν τα πλούτη που έχει συγκεντρώσει αξίζουν τα μελανώματα στη συνείδησή του, εκείνος απαντά, «ποια θα ήταν η εναλλακτική;». Γιατί το «99 Homes» δεν έχει ίχνος διδακτισμού, παρά κοιτάζει στα ίσια τις εκπτώσεις που ο σημερινός κόσμος αναγκάζει τον άνθρωπο να κάνει για να συντηρηθεί.

Ο Αντριου Γκάρφιλντ στον πρωταγωνιστικό ρόλο έχει την ευκαιρία να «ανδρωθεί» και ν’ αποδείξει, χωρίς ιστούς αράχνης, ότι είναι ένας ευαίσθητος και πολυδιάστατος ηθοποιός. Απέναντί του, ο Μάικλ Σάνον υψώνεται σαν τοίχος με το γνώριμο σκοτεινό εκτόπισμά του, ενώ η Λόρα Ντερν γεμίζει τις σκηνές της με πληθωρική, ζεστή μπαναλιτέ. Η ταινία, τόσο σκηνοθετικά όσο και σεναριακά, φέρνει αναπόφευκτα στο μυαλό σκορσεζικές στιγμές, από τον φρενήρη ρυθμό του «Goodfellas» στον «Λύκο της Wall Street», θυμίζοντας επίμονα ότι η σημερινή μαφία δεν είναι ούτε οι γκάνγκστερ, ούτε οι χρηματιστές, αλλά οι τράπεζες, το κράτος και όσοι «με το νόμο» έχουν τη δυνατότητα να εκμεταλλευτούν την αδυναμία.

Κι όσο τα βασικά στοιχεία του «99 Homes» βρίσκουν σημεία εφαρμογής στην ελληνική και παγκόσμια επικαιρότητα, η ταινία είναι καθαρόαιμα αμερικανική, βασισμένη στη νοοτροπία μιας χώρας που έχτισε τα θεμέλιά της πάνω στο δίκαιο του ισχυρού, που δεν πριμοδοτεί ποτέ τους losers, παρά μόνο τους νικητές, μια χώρα, με τα λόγια του Ρικ Κάρβερ, «φτιαγμένη από νικητές, με νικητές, για νικητές». Ενα σύστημα, καθόλου μακρινό απ’ το δικό μας αλλά όχι ταυτόσημο, που σε μεγαλώνει με «αυστηρές ηθικές αρχές» αλλά, στην πορεία, έχει τη δυνατότητα να σε φτάσει σε τέτοιο σημείο εξαθλίωσης που, για να επιβιώσεις, αν το θέλεις ακόμα και να θριαμβεύσεις, να πατήσεις επί πτωμάτων, γνωρίζοντας ωστόσο ότι, με τη συμπαράσταση του συστήματος, μπορείς να γίνεις βασιλιάς. Κι αν το φινάλε της ταινίας είναι ελαφρώς λιγότερο κυνικό απ’ ό,τι ένα ευρωπαϊκό κοινό θα ήθελε, οι δυο ώρες που οδηγούν ως εκεί δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

- Μεγάλο Ειδικό Βραβείο στο Φεστιβάλ της Ντοβίλ 2015 - Ειδική Μνεία του Βραβείου SIGNIS και Βραβείο Επιτροπής Νέων στο Φεστιβάλ Βενετίας 2014. -Επίσημη Συμμετοχή στα Φεστιβάλ του Τορόντο, Sundance και Telluride. - Πρεμιέρα της ταινίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 2014, στα πλαίσια Ειδικού Αφιερώματος του Φεστιβάλ στον Ραμίν Μπαχράνι Η ταινία, που προβλήθηκε πέρυσι στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, έχει κερδίσει Ειδική Μνεία του Βραβείου SIGNIS και το Βραβείο Επιτροπής Νέων στο Φεστιβάλ Βενετίας 2014. Στο «99 Homes» πρωταγωνιστούν ο υποψήφιος για Όσκαρ, Μάικλ Σάνον, ο υποψήφιος για Χρυσή Σφαίρα, Άντριου Γκάρφιλντ, η υποψήφια για Όσκαρ, Λόρα Ντερν, και ο πρωτοεμφανιζόμενος, Νόα Λόμαξ. Η σκηνοθεσία είναι του Ραμίν Μπαχράνι, ο οποίος έχει κερδίσει πολυάριθμα βραβεία, μεταξύ των οποίων το βραβείο FIPRESCI καλύτερης ταινίας στη Βενετία («Αντίο Σόλο», 2009). ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ

Ένα συναρπαστικό θρίλερ που πραγματεύεται τη διαχρονική έννοια της απληστίας και της αδικίας, καθώς ένας άνδρας βρίσκεται αντιμέτωπος με το διεφθαρμένο σύστημα. Στην ταινία, το κοινό θα έχει την ευκαιρία να απολαύσει τις συγκλονιστικές ερμηνείες του υποψήφιου για Oscar® Μάικλ Σάνον (TAKE SHELTER, REVOLUTIONARY ROAD, “Boardwalk Empire”), του υποψήφιου για Χρυσή Σφαίρα Άντριου Γκάρφιλντ (THE AMAZING SPIDER MAN, THE SOCIAL NETWORK) και της υποψήφιας για Oscar® Λόρα Ντερν (WILD, “Enlightened”). Η ένταση ξεκινά καθώς ο Ρικ Κάρβερ (Σάνον), ένας αυτοδημιούργητος πετυχημένος κτηματομεσίτης της Φλόριντα, ο οποίος ασχολείται με την εξαγορά ακινήτων, κάνει έξωση στον άνεργο και ανύπαντρο πατέρα Ντένις Νας (Γκάρφιλντ) πριν ο τελευταίος προλάβει να ανοίξει τη δικαστική μάχη με την τράπεζα που τον εξαπάτησε. Ο Νας σκοπεύει πάση θυσία να ανακτήσει την οικογενειακή του περιουσία, να προστατέψει τη μητέρα του (Λόρα Ντερν) και τον γιο του (Νόα Λόμαξ). Εξωθημένος στα άκρα, δελεάζεται από τον Κάρβερ – τον ίδιο άνθρωπο που του έκλεψε τα όνειρα, τον άνθρωπο που ξέρει να χειραγωγεί το σύστημα που κατέστρεψε τον Νας – να μπει στον επικερδή και παράνομο κόσμο του παιγνίου με τις τράπεζες, την κυβέρνηση και τον απλό κόσμο, για να επωφεληθεί από τις κατασχέσεις. Η ελπίδα να ανακτήσει τον έλεγχο της ζωής του, οδηγεί τον Νας να κάνει μια συμφωνία με τον διάβολο, την οποία και θα κρατήσει κρυφή από την οικογένειά του. Καθώς όμως, η αποστολή του γίνεται όλο και πιο σκληρή και ηθικά μεμπτή, ο Νας, παρόλο που βλέπει το χρήμα να εισρέει, θα συνειδητοποιήσει ότι το τίμημα του εύκολου κέρδους είναι κάτι που δεν προτίθεται πλέον να πληρώνει. Ο σκηνοθέτης Ραμίν Μπαχράνι λέει σχετικά: «πρόκειται για μια συναρπαστική ταινία, γιατί θέτει τον θεατή εν τω μέσω μιας έντονης και συγκινητικής ανθρώπινης σύγκρουσης. Πραγματεύεται το πόσο μακριά μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος προκειμένου να προστατέψει την οικογένειά του, να εξασφαλίσει μια στέγη στους δικούς του.» Για τον Μπαχράνι είναι συναρπαστικό που το κοινό θα δει τους Σάνον και Γκάρφιλντ να φτάνουν μεταξύ τους στα όρια, όταν διαλέγουν τον δρόμο που θα ακολουθήσουν: ο ένας προσπαθώντας να χειραγωγήσει το σύστημα κι ο άλλος ερχόμενος αντιμέτωπος με αυτό. «Η σύγκρουση και η ενέργεια ανάμεσα στον Μάικλ και τον Άντριου είναι εκπληκτική,» λέει.

99 ΣΠΙΤΙΑ ΕΝΑΝΤΙΩΝ ΕΝΟΣ ΚΤΗΜΑΤΟΜΕΣΙΤΗ

Η ταινία ταξιδεύει τους θεατές, καθώς παρατηρεί την άνοδο και την πτώση ενός άπληστου κτηματομεσίτη και του θύματός του, που τελικά θα γίνει προστατευόμενός του. Η έξωση μιας οικογένειας στη Φλόριντα θα μετατραπεί σε μια ανίερη κερδοσκοπική συμμαχία, κατά την οποία δύο διαφορετικά συστήματα αξιών, το δίκαιο και το άδικο, θα συγκρουστούν, ανατρέποντας τις ισορροπίες. Βρισκόμαστε στη Φλόριντα του 2010, την περιοχή με τις περισσότερες κατασχέσεις στις ΗΠΑ. Την τελευταία δεκαετία, οι τιμές πώλησης των ακινήτων κατά ένα μαγικό τρόπο διπλασιάστηκαν και μετά τριπλασιάστηκαν, καθώς δίνονταν σωρηδόν δάνεια χωρίς αξιόπιστες εγγυήσεις. Κι ενώ πολλοί μοχθούν για να επιβιώσουν, ο Ρικ Κάρβερ διακρίνει την ευκαιρία. Κατ’ εντολή μεγάλων τραπεζών και κυβερνητικών στελεχών, γίνεται ο άνθρωπος που μπορεί να εξαγοράσει κατασχεμένα σπίτια με αστραπιαία ταχύτητα και χρησιμοποιώντας κάθε μέσο. Εξαγοράζει κατασχεμένα σπίτια, και είτε ζητά από τους ιδιοκτήτες τους να τα εγκαταλείψουν ή τους διώχνει διά της βίας με όπλα και απειλές αν αρνηθούν. Είναι μία δουλειά για ανθρώπους χωρίς ίχνος ηθικής, και ο Κάρβερ είναι κορυφαίος στο είδος του. Ο Κάρβερ συγκρούεται με τον Ντένις Νας όταν διώχνει τον ίδιο και την οικογένειά του από το σπίτι τους. Η πρώτη τους συνάντηση είναι επεισοδιακή. Ο Κάρβερ δεν δίνει δεκάρα για τον Νας, ούτε για το γεγονός ότι ως πατέρας θα κάνει το παν για να κρατήσει ασφαλή την οικογένειά του. Κι όμως, ο Κάρβερ εντυπωσιάζεται από την επιμονή του Νας, την υπερηφάνεια του, την προθυμία του να φτάσει μέχρι τα άκρα. Και αυτό τον οδηγεί, να τον ‘στρατολογήσει’. Ο Νας πολύ σύντομα μαθαίνει τις σκοτεινές και επικίνδυνες μεθόδους του Κάρβερ – πώς να αντιμετωπίζει εξαγριωμένους ανθρώπους προς όφελός του. Ο Νας όμως, δεν είναι σαν τον Κάρβερ. Ο Κάρβερ πιστεύει ακράδαντα σε αυτό που κάνει. Ειδικός στο να σκαρφίζεται ρητά, πιστεύει ότι «Η Αμερική δεν φτιάχτηκε σώνοντας χαμένους. Η Αμερική φτιάχτηκε ποντάροντας στους νικητές». Ο Νας από την άλλη, θέλει απλά ένα σπίτι, το δικό του σπίτι, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του – μέχρι που συνειδητοποιεί ότι το τίμημα είναι η ίδια η ψυχή του.

ΜΕΧΡΙ ΠΟΥ ΘΑ ΕΦΤΑΝΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΩΣΕΙΣ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ;

Στην ουσία, τα 99 ΣΠΙΤΙΑ στηρίζονται στην παραδοσιακή κλασσική ιστορία εγκληματία-μέντορα – μια θεματική που απαντάται συχνά στο Χόλυγουντ: από τον Πολ Νιούμαν και τον Τζάκι Γκλίσον στο THE HUSTLER, μέχρι τον Γκόρντον Γκέκο και τον χρηματιστή προστατευόμενό του στο WALL STREET. Αντίθετα όμως, από τις προαναφερθείσες περιπτώσεις, τα 99 ΣΠΙΤΙΑ τοποθετούνται σε έναν κόσμο που σπάνια βλέπει ο κινηματογραφικός φακός, ένα μοναδικό χρηματοοικονομικό βασίλειο όπου η ωμότητα διαχωρίζει τους έχοντες από τους μη-έχοντες, έναν κόσμο όπου τα ‘ανθρωπάκια’ κονιορτοποιούνται και οι διεφθαρμένοι τραπεζίτες καταφέρνουν να πλουτίσουν αναίμακτα. Για να μάθει από τον Ρικ Κάρβερ, ο Ντένις Νας ξέρει ότι πρέπει να κλείσει τα μάτια στην καταστροφή που φέρνει μια κατάσχεση σε ανθρώπους σαν τον ίδιο. «Όταν ο Ντένις Νας ξεκινά να δουλεύει για τον Ρικ Κάρβερ, το κάνει μόνο για τα χρήματα και πιστεύει ότι κάνει μια τίμια δουλειά,» λέει ο Ραμίν Μπαχράνι. «Όταν όμως, ξεκινά να κρύβει από την οικογένειά του ότι δουλεύει για τον Κάρβερ και να κάνει εξώσεις σε άλλες οικογένειες, το βάρος είναι πολύ μεγάλο για να το αντέξει. Όπως του λέει και ο Ρικ ‘όλη σου τη ζωή έκανες την τίμια και δύσκολη δουλειά να φτιάχνεις σπίτια. Και τι κέρδισες; Έχασες το σπίτι σου από μένα.» Η ταινία επίσης πραγματεύεται το τι σημαίνει σπίτι στις μέρες μας. Μπορεί κάποτε να ήταν η εστία που συγκέντρωνε όλη την οικογένεια, αλλά σήμερα – ειδικά για μεγαλοκαρχαρίες όπως ο Κάρβερ – αποτελούν μια πρώτης τάξεως επένδυση. Το σπίτι του Κάρβερ είναι ένα πολυτελές παλάτι, το οποίο δεν σημαίνει τίποτα γι’ αυτόν. Μάλιστα σε μερικούς μήνες, σκοπεύει να το πουλήσει για να βγάλει καλό κέρδος. Στο μεταξύ, για ανθρώπους όπως ο Νας, ακόμα και το πιο φτωχικό σπίτι είναι η ουσία της ύπαρξής του – το σύμβολο της ικανότητάς του να κατασκευάσει έναν παράδεισο για τους αγαπημένους του. «Σπίτι δεν είναι τα δωμάτια. Σπίτι δεν είναι τα πράγματα. Σπίτι είναι μια κοινότητα, μια οικογένεια, είναι άνθρωποι που βρίσκονται μαζί,» σχολιάζει ο Άντριου Γκάρφιλντ. «Και όταν κάποιος σου παίρνει αυτό που σε ορίζει... τι σου απομένει;» Η Λορα Ντερν προσθέτει: «Πολλοί πιστεύουμε ότι ένα σπίτι συνεπάγεται ασφάλεια. Το τρομακτικό στην ταινία είναι ότι τα σπίτια αυτών των οικογενειών γίνονται το μέρος όπου κάθε άλλο παρά ασφαλείς είναι.» Ο Μάικλ Σάνον λέει ότι έχει εντελώς διαφορετική άποψη για το τι σημαίνει ‘σπίτι’ από τον Ρικ Κάρβερ. «Όταν είσαι ηθοποιός, ζεις σχεδόν νομαδικά. Πάντα αναζητάς να βρεις ένα σπίτι, όπου βρίσκεσαι – γι’ αυτό και για μένα ‘σπίτι’ είναι οι άνθρωποι με τους οποίους είσαι κι όχι το οικοδόμημα. Ένα από τα υπέροχα στοιχεία της ταινίας είναι ότι ο Άντριου συνειδητοποιεί ότι τίποτα δεν αξίζει να χάσει την οικογένειά του, ούτε τα χρήματα, ούτε ένα πολυτελές σπίτι. Συνειδητοποιεί ότι δεν έχει σημασία το πού είσαι, αρκεί να έχεις κοντά σου αυτούς που αγαπάς.» Οι αγεφύρωτες διαφορές ανάμεσα στους ιδιοκτήτες και τους πλούσιους κτηματομεσίτες οδήγησαν τον Μπεχράνι να καταλήξει στον συγκεκριμένο τίτλο για την ταινία. Από τη μία, ο τίτλος αποτελεί σαφή αναφορά στον στόχο του Κάρβερ και του Νας. Επιπλέον, ο σκηνοθέτης επέλεξε τον συγκεκριμένο τίτλο που φέρνει στο μυαλό το «99%» του Νομπελίστα οικονομολόγου Τζόζεφ Στίγκλιτς ο οποίος με αυτή τη φράση αναφέρεται στη συντριπτική πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού που δεν απολαμβάνει τις ανέσεις του 1%, το οποίο συγκεντρώνει σχεδόν το ένα τέταρτο του παγκόσμιου πλούτου. Η αγορά ενός σπιτιού, για το 99% του πληθυσμού αποτελεί το όνειρο μιας ζωής, το τέλος μιας πορείας και όχι μια ακόμη κίνηση στρατηγικής σε ένα τεράστιο παιχνίδι. Ο Μπεχράνι καταλήγει λέγοντας: «Η έννοια του ‘σπιτιού’ έχει τεράστιες συναισθηματικές προεκτάσεις για τους περισσότερους καθώς στο επίκεντρό της βρίσκεται η οικογένεια. Γι’ αυτό και το σπίτι γίνεται κάτι τόσο σημαντικό για τον μέσο άνθρωπο, όταν βλέπει να του το παίρνουν μέσα από τα χέρια του.»

ΚΑΤΑΣΧΕΣΕΙΣ ΣΗΜΕΙΟ-ΜΗΔΕΝ: ΦΛΟΡΙΝΤΑ

Από την αρχή, ο Ραμίν Μπαχράνι ήξερε ότι ήθελε να τοποθετήσει την ιστορία του στη Φλόριντα – στην ηλιόλουστη πολιτεία του Νότου, όπου οι αγοραπωλησίες ακινήτων γνώρισαν τεράστια άνθιση πριν την πλήρη κατάρρευση. Πριν ξεκινήσει την ταινία, έκανε ένα ταξίδι στον κόσμο των ‘επαιτών’ που του άνοιξε τα μάτια. Μέχρι σήμερα, τα προβλήματα συνεχίζονται. Το 2014 ένα στα 400 σπίτια στη Φλόριντα ήταν υπό καθεστώς κατάσχεσης. Ο Μπαχράνι όμως, δεν ενδιαφερόταν τόσο για τα στατιστικά, όσο για τον τρόπο που οι άνθρωποι αντιδρούν υπό την πίεση κατάσχεσης του σπιτιού τους – και την εξίσου ακραία και εξαιρετικά προσοδοφόρα επιχείρηση εξαγοράς σπιτιών. «Ξεκίνησα την έρευνά μου διαβάζοντας βιβλία και άρθρα για την οικονομική κρίση. Επειδή όμως, ήθελα να παραμείνω προσγειωμένος, πήγα στην Φλόριντα,» εξηγεί ο Μπαχράνι. «Εκεί πήγα στα δικαστήρια όπου δικάζονται οι κατασχέσεις, και κρίνεται η μοίρα σου σε 60 δευτερόλεπτα. Πέρασα αρκετό χρόνο με πραγματικούς κτηματομεσίτες. Έμεινα στα μοτέλ που ζουν οι οικογένειες που τους έχει γίνει έξωση και δεν έχουν πού να πάνε. Γνώρισα ένα σωρό κόσμο και έμαθα όλες τις μεθόδους για να εξαπατάς τις τράπεζες, το κράτος και τους ιδιοκτήτες.» Ο Μπαχράνι όμως, πέρασε και αρκετό χρόνο με ανθρώπους που εξαπατήθηκαν. Μεταξύ αυτών ήταν και η Λιν Σιμόνιακ, μια δικηγόρος που αναλαμβάνει υποθέσεις απάτης και η οποία ξαφνικά βρέθηκε υπό έξωση χωρίς κάποιον προφανή λόγο. Αρνούμενη να παραδοθεί χωρίς μάχη, η Σιμόνιακ ξεκίνησε μια έρευνα για να αποκαλύψει ένα σκάνδαλο πλαστών εγγράφων που βυθίζουν χιλιάδες ανθρώπους στον λαβύρινθο της κατάσχεσης. Η ίδια έγινε το σύμβολο ενός ολόκληρου συστήματος. «Η Λιν έκανε αγωγή στις τράπεζες για 95 εκατομμύρια δολάρια, την οποία και κέρδισε,» λέει ο Μπαχράνι. Το Κράτος υποστήριξε την υπόθεση της Σιμόνιακ κατά της Τράπεζας της Αμερικής, της J.P. Morgan Chase & Co., της Wells Fargo και της Citigroup και έλαβε αμοιβή 18 εκατομμυρίων δολαρίων ως πληροφοριοδότης. Επιπλέον, ο σεναριογράφος-σκηνοθέτης έγινε αυτόπτης μάρτυρας της οδυνηρής διαδικασίας της έξωσης και έζησε από κοντά τους κινδύνους που ενέχει. «Είναι ένα τρομακτικό γεγονός,» λέει σχολιάζοντας τις εξώσεις. «Όλοι ξέρουμε τα στατιστικά που αφορούν στα στεγαστικά δάνεια, αλλά αν δεν το ζήσεις, δεν ξέρεις τι βιώνει η κάθε οικογένεια. Εγώ το έζησα από κοντά. Είναι τραγικό και τρομακτικό και για τις δύο πλευρές. Και για τις οικογένειες και για τους ανθρώπους που αναλαμβάνουν να διεκπεραιώσουν τις εξώσεις, γιατί έρχονται αντιμέτωποι με εξαγριωμένους ιδιοκτήτες που προτίθενται να φτάσουν στα άκρα.» Ένα ακόμα σουρεαλιστικό περιβάλλον που εξερεύνησε ο Μπαχράνι, είναι αυτό των φτηνών ξενοδοχείων κατά μήκος του Αυτοκινητόδρομου 142, που καταλήγει στο Disney World. Εκεί καταφεύγουν συχνά-πυκνά ιδιοκτήτες που έχουν χάσει τα σπίτια τους αναζητώντας μια φτηνή στέγη. Κι εκεί, όπως λέει και ο σκηνοθέτης, μπορείς να δεις τα πάντα. «Πολύ συχνά σε αυτά τα μοτέλ ζουν συμμορίτες και ιερόδουλες, σε κάποιο άλλο τμήμα μετανάστες και εργάτες και αλλού κανονικές οικογένειες με παιδιά που τους έχουν κάνει έξωση από τα σπίτια τους. Υπάρχουν τόσα παιδιά σε αυτά τα μοτέλ, που τα σχολεία έχουν βάλει σχολικά.» Όλα αυτά τα στοιχεία απαντώνται στην πλοκή της ταινίας. Ο Μπαχράνι έγραψε το σενάριο με τον Αμίρ Ναντέρι, έναν αναγνωρισμένο διεθνώς σκηνοθέτη, γνωστό μεταξύ άλλων για το κλασσικό ιρανικό THE RUNNER και το αμερικανικό δράμα VEGAS: BASED ON A TRUE STORY. Μαζί ανέπτυξαν την ιδέα του Μπαχράνι και του επί μακρώ συνεργάτη του Μπαχάρεχ Αζίμι (CHOP SHOP). «Θαυμάζω τον Αμίρ απ’ όταν ακόμα ήμουν στο πανεπιστήμιο,» λέει ο Μπαχράνι. «Είχα την τύχη να τον γνωρίσω και να μου παρέχει τις πολύτιμες συμβουλές του σε κάποιες από τις προηγούμενες ταινίες μου. Από τα πρώτα στάδια συζήτησα την ιδέα για τη συγκεκριμένη ταινία και αποτέλεσε θεμέλιο λίθο κατά τη διάρκεια της συγγραφής του σεναρίου.» Το σενάριο που έγραψαν ήταν ωμό, χωρίς φιοριτούρες και άφηνε τον εσωτερικό ρυθμό και την τριβή μεταξύ των δύο βασικών χαρακτήρων να κλιμακωθεί χωρίς περισπασμούς. Ο Μπαχράνι ελπίζει με αυτή την ταινία να κάνει τους θεατές να ταξιδέψουν σε έναν κόσμο όπου η απληστία και η ανάγκη συγκρούονται ηχηρά, χωρίς όμως, να προσφέρει απλοϊκές απαντήσεις. «Δεν έχει σημασία πού βρίσκεσαι πολιτικά, οικονομικά ή κοινωνικά. Όλοι βλέπουμε και ξέρουμε ότι κάτι δεν πάει καλά με το σύστημα,» σχολιάζει. «Οι περισσότεροι γνωρίζουμε κάποιον που έχει χάσει το σπίτι του ή παραλίγο να χάσει το σπίτι του ή που ζει με τον φόβο ότι θα χάσει το σπίτι του.» Ο Ασόκ Αμριτράζ της Hyde Park λέει «Η ταινία είναι ένας συνδυασμός θρίλερ και δράματος. Ο Ραμίν είδε την πραγματικότητα μιας κατάστασης και την απέδωσε με τον πιο ρεαλιστικό τρόπο.» Ο Κέβιν Τούρεν, που συμμετέχει στην παραγωγή προσθέτει «Στην ουσία τους, τα 99 ΣΠΙΤΙΑ είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που προσπαθεί να σώσει την οικογένειά του. Το σημείο εκκίνησης είναι αυτή η απλή, βασική ανάγκη – μετά κλιμακώνεται σε διαφθορά και απληστία. Ο Ραμίν έκανε σπουδαία δουλειά. Οι ζωές των χαρακτήρων σε καθηλώνουν και σε κρατούν σε αγωνία.»

Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΜΕ ΤΟ «ΠΩΛΕΙΤΑΙ»: ΡΙΚ ΚΑΡΒΕΡ

Για τον ρόλο του Ρικ Κάρβερ, χρειαζόταν κάποιος με εξαιρετικά δυναμική προσωπικότητα. Οι δημιουργοί αναζητούσαν κάποιον που θα μπορούσε να αποδώσει τις πιο διεφθαρμένες, διαβολικές προεκτάσεις της αλόγιστης απληστίας και απάτης και ταυτόχρονα να διαθέτει απαράμιλλη χάρη, άτεγκτο πνεύμα και οξύνοια που να τον καθιστούν μοναδικά γοητευτικό. Ο Ραμίν Μπαχράνι επέλεξε έναν ηθοποιό με σειρά εκπληκτικών ερμηνειών: από τον παρανοϊκό στο REVOLUTIONARY ROAD (για το οποίο και κέρδισε μια υποψηφιότητα για Oscar®) και τον δέκτη των τρομακτικών οιωνών στο TAKE SHELTER ως τον Πράκτορα στο “Boardwalk Empire” του HBO. Ο Κάρβερ που δημιούργησε είναι ένας άνθρωπος που έχει καταφέρει να συντονιστεί με το τερατώδες σύστημα, ένα σύστημα που του δίνει το δικαίωμα να κάνει πράγματα που γνωρίζει ότι είναι λάθος, αλλά μπορεί να τα αιτιολογήσει ακριβώς επειδή δεν είναι ο μόνος που τα κάνει. «Ο Μάικλ είναι ένας από τους καλύτερους εν ενεργεία ηθοποιούς,» παρατηρεί ο Μπαχράνι. «Χρειαζόμασταν έναν σύγχρονο Φάουστ, και ο Μάικλ είχε αυτή τη δυναμική. Αυτό που μου αρέσει όμως, περισσότερο στην ερμηνεία του είναι ότι σου δείχνει το πώς ο Ρικ Κάρβερ έγινε αυτός που είναι. Είναι ένας άνθρωπος που δεν θα επιτρέψει ποτέ να ζήσουν οι τρεις κόρες κι η σύζυγός του αυτό που ζει ο Άντριου. Ξέρει πώς είναι, γιατί ο πατέρας του ήταν ένας οικοδόμος που κάποια στιγμή στη ζωή του έχασε τα πάντα. Όπως λέει και στην ταινία ‘μόνο ένας στους εκατό θα μπει στην κιβωτό κι εγώ σίγουρα δεν θα είμαι από αυτούς που θα πνιγούν’. Βλέπει ότι το σύστημα είναι ένα παιχνίδι και συνεπώς πρέπει να παίξεις με τους καλύτερους, αλλιώς θα μείνεις πίσω. Ουσιαστικά, το σύστημα είναι αυτό που διαμόρφωσε τον χαρακτήρα του.» Όπως κι ο Μπαχράνι, ο Σάνον έκανε την έρευνά του πριν μελετήσει τον ρόλο. «Ξεκίνησα να συγχρωτίζομαι έναν κτηματομεσίτη στη Φλόριντα για να γνωρίσω από πρώτο κόσμο τον κόσμο του. Είναι δύσκολη κατάσταση και για τις δύο πλευρές – και για αυτούς που χάνουν τα σπίτια τους, και για αυτούς που εμφανίζονται στην πόρτα και τους ειδοποιούν ότι πρέπει να φύγουν. Η όλη εμπειρία επιβεβαίωσε τις χειρότερες υποψίες μου. Ο χώρος των αγοραπωλησιών ακινήτων είναι πολύ διεφθαρμένος και κυνικός.» Η έρευνα όμως, αποδείχθηκε και ανεκτίμητη. Ο Σάνον κατάφερε να δει την ουσία του Ρικ Κάρβερ και πώς δικαιολογεί το ότι λυμαίνεται την ατυχία του άλλου προς όφελός του. «Νομίζω ότι θεωρεί εαυτόν μέρος ενός μεγαλύτερου συστήματος, που θα υπήρχε έτσι κι αλλιώς,» λέει ο Σάνον. «Απλά εκμεταλλεύεται μια ήδη άσχημη κατάσταση. Πιστεύω ότι κατά βάθος ο Ρικ ενοχλείται από αυτό που κάνει, αλλά επιλέγει να το δει ως επιβίωση του ισχυρότερου. Έχει μάθει να τιθασεύει τα συναισθήματά του.» Ο Σάνον ενθουσιάστηκε από την αμφίρροπη σχέση του Κάρβερ με τον Νας. «Πιστεύω ότι ο Ρικ νιώθει ότι επανορθώνει παίρνοντας υπό την προστασία του τον Ντένις. Με ενδιέφερε πολύ αυτή η δυναμική μεταξύ των δύο. Ο Ρίκ θέλει να διδάξει στον Ντένις όλα τα κόλπα χωρίς να καταλαβαίνει πόσο θα αντέξει ο Ντένις.»

ΕΝΑΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΕ ΕΝΑ ΤΡΕΛΟ ΣΥΣΤΗΜΑ: ΝΤΕΝΙΣ ΝΑΣ

Για τον ρόλο του Ντένις Νας, ο Ραμίν Μπαχράνι χρειαζόταν έναν καθημερινό άνθρωπο που θα μπορούσε να αποδώσει τον χειρότερο εφιάλτη ενός πατέρα. Επέλεξε τον Άντριου Γκάρφιλντ, υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα και Tony, γνωστό από τον ρόλο του Πίτερ Πάρκερ στην ταινία THE AMAZING SPIDERMAN και του συν-ιδρυτή του Facebook, Εντουάρντο Σάβεριν στο THE SOCIAL NETWORK. Είναι η πρώτη φορά που αναλαμβάνει έναν τέτοιο ρόλο, αλλά ο σκηνοθέτης ήταν πεπεισμένος ότι διέθετε το κατάλληλο εύρος. «Είδα τον Άντριου στην παράσταση ‘Ο Θάνατος του Εμποράκου’ δίπλα στον Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, σε σκηνοθεσία του Μάικ Νίκολς – δύο τέρατα της 7ης Τέχνης που δυστυχώς δεν είναι πια κοντά μας. Πραγματικά με εντυπωσίασε η ερμηνεία του,» λέει ο Μπαχράνι. «Όταν συναντηθήκαμε, ένιωσε από την πρώτη στιγμή την ταύτιση με τον Νας. Μάλιστα ήταν τόσο εντυπωσιακό, που ξανάγραψα τον ρόλο για να ταιριάζει περισσότερο στην ηλικία του.’ Ο Γκάρφιλντ θυμάται ότι είχε λατρέψει τον ρόλο από τις πρώτες 30 σελίδες του σεναρίου. «Η πρώτη πράξη είναι πάρα πολύ έντονη. Η έξωση της οικογένειας Νας είναι ο κινητήριος μοχλός για την υπόλοιπη ιστορία. Η κλιμάκωση χτίζεται πάνω σε αυτό το γεγονός. Πρόκειται για μια οικογένεια σε πλήρη σύγχυση που μόλις έχει χάσει τα πάντα. Μου φάνηκε αληθινό, έντιμο και αντιπροσωπευτικό μιας παγκόσμιας αλήθειας. Ένιωσα την ανάγκη να συμμετέχω κι εγώ σε αυτή την ταινία.» Στην κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον Μπαχράνι, η συμφωνία κλείστηκε. «Ήταν προφανές το πόση σημασία είχε αυτή η ιστορία για τον Ραμίν και έπρεπε να δημιουργήσω τις δικές μου αναφορές,» εξηγεί ο Γκάρφιλντ. Η διαδικασία αυτή ξεκίνησε από την εμβάθυνση στην πλήρη αδυναμία που κατατρώει τον Νας, μέχρι τη στιγμή που συντάσσεται με τον Ρικ Κάρβερ – μια απόφαση που θα τον οδηγήσει σε πιο σκοτεινούς δρόμους. «Ο Ντένις νιώθει ότι τον έχει νικήσει ένα τεράστιο αδίστακτο σύστημα,» παρατηρεί ο Γκάριφιλντ. «Είναι απελπισμένος, χρειάζεται επειγόντως ένα θαύμα και αυτό το θαύμα φαινομενικά είναι ο Ρικ Κάρβερ. Το μόνο που θέλει, είναι να κρατήσει ενωμένη την οικογένειά του, να διατηρήσει την ηθική του ακεραιότητα, την αξία του σαν άνθρωπος σε μια κοινωνία που η αξία μετράται με βάση το εισόδημα, το κοινωνικό status, το αυτοκίνητο και την προθυμία να απογυμνωθείς από κάθε είδους ανθρωπιά. Πιστεύει στην τιμιότητα, αλλά συνειδητοποιεί ότι η παρανομία είναι ευκολότερη.» Οι λόγοι που οδήγησαν τον Νας να αλλάξει τόσο γρήγορα γνώμη για τον Κάρβερ και να γίνει το δεξί του χέρι, ήταν ξεκάθαροι για τον Γκάρφιλντ. «Βρίσκεται σε πολύ δύσκολη κατάσταση και σκέφτεται ότι δεν έχει άλλη επιλογή. Από τη στιγμή που αρχίζει να δουλεύει για τον Κάρβερ, βρίσκει τρόπο να αιτιολογήσει ό,τι κάνει: το παιδί του ζει σε ένα μοτέλ και θα έκανε τα πάντα για εκείνο, η μητέρα του αξίζει μια καλύτερη ζωή. μπορεί να έχει κάνει συμφωνία με τον διάβολο, αλλά δεν το έκανε ούτε για τη δόξα ούτε για τα πλούτη. Το έκανε για να επιβιώσει και επειδή αγαπάει την οικογένειά του.» Και ο Γκάρφιλντ έκανε συστηματική έρευνα για να μπει στο πετσί του ρόλου. Συνάντησε αρκετές οικογένειες που είχαν χάσει τα σπίτια τους και είδαν τις ζωές τους να αλλάζουν ριζικά. «Είχα την ευκαιρία να συζητήσω με πολλές οικογένειες, να ακούσω αυτά που είχαν να πουν,» λέει ο ηθοποιός. «Αυτό που με εντυπωσίασε ήταν το πόσο ανάγκη είχαν να πουν την ιστορία τους. Ήταν συγκλονιστικό να βλέπεις αυτούς τους ανθρώπους να προσπαθούν να διατηρήσουν τη δύναμή τους, τη στωικότητά τους και να εκδηλώνουν ανάμεικτα συναισθήματα οργής, παραίτησης και ελπίδας.» Επίσης, ο ηθοποιός ανακάλυψε ότι η ιστορία του Νας δεν ήταν πρωτόγνωρη στον κύκλο των ανθρώπων που είχαν υποστεί έξωση. «Γνώρισα κάποιον, ο οποίος αφότου έχασε το σπίτι του, άρχισε να διεκπεραιώνει εξώσεις,» θυμάται. «Μάλιστα, αναγκάστηκε να κάνει έξωση στον καλύτερό του φίλο, προκειμένου να μπορέσει ο ίδιος να συντηρήσει το καινούργιο διαμέρισμα που είχε βρει για την οικογένειά του. Δεν τον κατακρίνω. Στην τελική, ο καθένας φροντίζει να επιβιώσει. Και η ταινία νομίζω, δεν κρίνει ούτε κατακρίνει πράξεις και ανθρώπους. Θα έλεγα ότι θέτει το ερώτημα πώς μπορούμε να βελτιώσουμε λίγο τα πράγματα.»

Η ΛΕΠΤΗ ΓΡΑΜΜΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΑΣ: ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Η κινητήρια δύναμη της αποφασιστικότητας του Ντένις Νας να κρατήσει το σπίτι του με κάθε κόστος, δεν είναι ούτε τα χρήματα ούτε η υπερηφάνεια, αλλά το να κρατήσει την ήδη ταλαιπωρημένη οικογένειά του ασφαλή. Όντας διαζευγμένος, ζει με τον γιο του και τη μητέρα του και η δυνατότητα να τους φροντίζει είναι το παν γι’ αυτόν. «Η οικογένεια είναι το παν για τον Ντένις. Ακόμα κι όταν βρίσκεται στον τοξικό, σατανικό κόσμο του Ρικ Κάρβερ, το μόνο που σκέφτεται είναι να γυρίσει στην οικογένειά του,» λέει ο Άντριου Γκάρφιλντ. Για τον ρόλο της Λιν Νας, της μητέρας του Ντένις, που σέβεται τόσο πολύ ώστε φοβάται να της πει ότι δουλεύει για τον Κάρβερ, ο Ραμίν Μπαχράνι επέλεξε μια από τις πιο περιζήτητες ηθοποιούς της εποχής μας, την Λόρα Ντερν. Η δύο φορές υποψήφια για Oscar® πρωταγωνίστησε πρόσφατα στο WILD με την Ριζ Γουίδερσπουν, και έχει επανειλημμένως αποδείξει ότι μπορεί να ενσαρκώσει μοναδικά ακόμα και το πιο απαιτητικό ρόλο. Ο Μπαχράνι λέει για την Λιν ότι πρόκειται για έναν χαρακτήρα εσκεμμένα αντισυμβατικό. «Υπό κανονικές συνθήκες, ένας χαρακτήρας όπως ο Ντένις, θα είχε μία σύζυγο. Εμείς όμως, θέλαμε να εξερευνήσουμε σχέσεις που δεν απαντώνται συχνά στον κινηματογράφο. Σπάνια βλέπουμε έναν διαζευγμένο άνδρα να ζει με τη μητέρα του και τον γιο του, παρόλο που είναι κάτι που συμβαίνει αρκετά συχνά,» λέει ο Μπαχράνι. «Ο χαρακτήρας της είναι μοναδικός και πολύ συγκεκριμένος και η Λόρα έδωσε τον καλύτερο εαυτό της. Είναι καταπληκτική.» Η θεματική της ταινίας αποτέλεσε πόλο έλξης για την Ντερν. «Πρόκειται για μια κατάσταση που έχουν ζήσει εκατομμύρια άνθρωποι τα τελευταία χρόνια. Ήθελα να την κατανοήσω βαθύτερα. Ήθελα να νιώσω πώς είναι να μαζεύεις όλα σου τα υπάρχοντα μέσα σε δύο λεπτά, να σε πετούν στον δρόμο και να μην έχεις πού να πας. Ο τρόμος της έξωσης σου κόβει την ανάσα και ταυτόχρονα σε κάνει να αναρωτιέσαι αν κάποιος θα έφτασε στο σημείο να πουλήσει ακόμα και την ψυχή του για να σώσει τόσο τον εαυτό του όσο και αυτούς που αγαπά. Νομίζω ότι δεν υπάρχει πιο σύγχρονη ή πιο τρομακτική ιστορία απ’ αυτή.» Επίσης, της άρεσε ιδιαίτερα το γεγονός ότι θα υποδυόταν μία μητέρα, που γέννησε τον γιο της όταν ακόμα ήταν παιδί και παρόλα αυτά έμεινε δίπλα του. «Έμεινε έγκυος στην εφηβεία της και ο γιος της, επίσης, έκανε παιδί στην εφηβεία του,» λέει για τους Νας. «Τελικά, οι δυο τους ανέλαβαν από κοινού την ανατροφή του Κόνορ. Δεν τους χαρίστηκε τίποτα και πρέπει να έχουν το δικαίωμα να κρατήσουν το σπίτι τους όπως τόσοι άλλοι.» Σε αντίθεση με τον Ντένις, η Λιν δεν χάνει ποτέ την επαφή της με την πραγματικότητα. «Είναι μια γυναίκα που ό,τι και να γίνει δεν πρόκειται να πατήσει επί πτωμάτων προς όφελός της,» λέει η Ντερν. «Επίσης, ξέρει ότι ο Ντένις, όπως έστρωσε θα κοιμηθεί και αν θέλει να ξεμπλέξει από τον Ρικ Κάρβερ θα πρέπει να βρει μόνος του τον τρόπο. Εκείνη ξέρει πολύ καλά τι πρέπει να κάνει. Εκείνος όμως, πρέπει να τα καταφέρει μόνος του.» Για τον ρόλο του Κόνορ, του γιου του Νας που βιώνει ένα τεράστιο σοκ όταν η οικογένειά του χάνει το σπίτι της μέσα σε λιγότερο από μία ώρα – η παραγωγή επέλεξε έναν σχετικά νέο ηθοποιό, τον 13χρονο Νόα Λόμαξ. Ο Λόμαξ έχει εμφανιστεί στις ταινίες SAFE HAVEN και PLAYING FOR KEEPS, αλλά αυτός είναι ο πρώτος πρωταγωνιστικός του ρόλος. Ο Μπαχράνι εντυπωσιάστηκε από την ευστροφία του Λόμαξ, την περιέργειά του και την ικανότητά του να αυτοσχεδιάζει, ικανότητες που σπάνια συναντά κανείς σε αυτή την ηλικία. «Πάντα έχει δικές του ιδέες. Είναι πανέξυπνος, είναι πολύ ώριμος και έχει πολύ ωραία παρουσία. Αν του ζητήσω να προσεγγίσει μια σκηνή εντελώς διαφορετικά, θα το κάνει και μάλιστα πάρα πολύ καλά. Σπάνια το συναντάς αυτό σε ένα παιδί αυτής της ηλικίας,» λέει ο σκηνοθέτης. Ο Λόμαξ άδραξε την ευκαιρία να εξερευνήσει μια κατάσταση για την οποία ο ίδιος δεν γνώριζε πολλά, αλλά σύντομα συνειδητοποίησε ότι αποτελεί πραγματικότητα για πολλά παιδιά της ηλικίας του. «Ο Κόνορ διαφέρει πολύ απ’ όσους ρόλους έχω παίξει μέχρι τώρα. Έχει άλλη βαρύτητα όμως. Στην αρχή είναι όπως κάθε παιδί της ηλικίας του, παίζει με τους φίλους του, λατρεύει τα video games, αλλά ταυτόχρονα έχει κι ένα σωρό άλλες ανησυχίες: αν ο μπαμπάς του είναι εντάξει, αν θα τα καταφέρει η οικογένειά του.» Για να μάθει περισσότερα για τη ζωή των «παιδιών των μοτέλ» όπως αποκαλούνται, ο Λόμαξ παρακολούθησε ντοκιμαντέρ, δελτία ειδήσεων και επισκέφτηκε τα φτηνά μοτέλ της Φλόριντα όπου ζουν οικογένειες όπως οι Νας. Αυτή η εμπειρία τον βοήθησε πολύ να εκφράσει την οργή, τη σύγχυση και το άγχος που βιώνει ο Κόνορ. «Κάθε βράδυ, επιστρέφοντας σπίτι ένιωθα τόσο τυχερός» λέει ο ηθοποιός. «Με βοήθησε να δω πόσο δύσκολο είναι για αυτές τις οικογένειες και ειδικά για τα παιδιά, να ζουν έτσι χωρίς να γνωρίζουν πότε και αν θα φτιάξουν τα πράγματα.» Στην ταινία επίσης, εμφανίζονται σε δευτερεύοντες ρόλους ο Τιμ Γκίνι (IRONMAN) ως ο Φρανκ Γκριν, ο Τζέι Ντι Έβερμορ (DALLAS BUYER’S CLUB, “True Detective”, “The Walking Dead”) ως ο Κύριος Τάνερ και ο Κλάνσι Μπράουν, ως ο Κύριος Φρίμαν. Ο Μπαχράνι επέλεξε και πολλούς απλούς ανθρώπους, που δεν είναι ηθοποιοί και έναν ντόπιο σερίφη με εμπειρία στις εξώσεις για να ενσαρκώσει τον ίδιο ρόλο. «Το συνεργείο που βγάζει έξω τα πράγματα, και πολλοί από τους ιδιοκτήτες στους οποίους κάνει έξωση ο Άντριου, δεν είναι ηθοποιοί,» λέει ο Μπαχράνι. «Δεν είπα ποτέ στον Άντριου ποιος είναι ηθοποιός και ποιος όχι, ώστε να μην ξέρει τι να περιμένει.»

Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ MOMENTUM: Ο ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ

Η αισθητική της ταινίας 99 ΣΠΙΤΙΑ αντανακλά τον παλιό καλό κινηματογράφο – με μια λιτή, μινιμαλιστική σχεδόν όμοιας ντοκιμαντέρ ατμόσφαιρα – συνδυασμένη με τον δυναμισμό ενός σύγχρονου θρίλερ. Ο Ραμίν Μπαχράνι συνεργάστηκε στενά με τον διευθυντή φωτογραφίας Μπόμπι Μπουκόφσκι, γνωστό μεταξύ άλλων για τις ταινίες INFINITELY POLAR BEAR, ROSEWATER και THE MESSENGER, για να πετύχουν έναν κλιμακούμενο εσωτερικό ρυθμό. Με περισσότερες από 60 κινηματογραφικές ταινίες στο ενεργητικό του, ο Μπουκόφσκι εστίασε στη σύγκρουση των δύο διαφορετικών κόσμων χρησιμοποιώντας ένα ευρηματικό τέχνασμα: κοντινά πλάνα με θερμά χρώματα και κάμερα χειρός για την οικογένεια Νας, και ευρυγώνια πλάνα με ψυχρά χρώματα και stedicam για τους Κάρβερ. Επίσης, προσέδωσε έναν μοναδικό ρεαλισμό στα πλάνα των εξώσεων, με λήψεις των 10 λεπτών και χρήση του φυσικού φωτισμού, ώστε οι ηθοποιοί να μπορούν να κινούνται ελεύθερα μέσα στον χώρο. «Ανέκαθεν ήθελα να συνεργαστώ με τον Μπουκόφσκι, είναι σπουδαίος στη δουλειά του,» λέει ο Μπαχράνι. «Ξέρει να παίζει με τον φωτισμό, να στήνει σωστά την κάμερα και πάντα φροντίζει τα πλάνα του να εξυπηρετούν την οικονομία της ιστορίας. Συζητήσαμε πολύ για το πώς θα γυριστεί η κάθε σκηνή και καταλήξαμε ότι θέλαμε να υπάρχει ρεαλισμός και οι ηθοποιοί να έχουν χώρο για αυτοσχεδιασμούς. Δεν μου αρέσει να κόβω, όταν γυρίζουμε. Θέλω να αφήνω τους ηθοποιούς να κάνουν αυτό που οι ίδιοι θέλουν να κάνουν στο πλαίσιο του σεναρίου. Όταν λοιπόν, έχεις έναν διευθυντή φωτογραφίας που σου το επιτρέπει αυτό, τότε το αποτέλεσμα είναι πάντα σαφώς καλύτερο.» Ο Μπαχράνι είχε επίσης την ευκαιρία να συνεργαστεί με έναν από τους σημαντικότερους σχεδιαστές παραγωγής της εποχής μας, τον Άλεξ ΝτιΓκερλάντο, γνωστό για το υποψήφιο για Oscar® BEASTS OF THE SOUTHERN WILD, τη νέα σεζόν του “True Detective” και το SEA OF TREES του Γκας Βαν Σαντ. «Ο Άλεξ έχει καταπληκτική αίσθηση του χώρου,» λέει ο Μπαχράνι. «Κατάφερε να κάνει κάθε ένα από τα 99 σπίτια που βλέπουμε στην ταινία όσο πιο ρεαλιστικό γίνεται. Είναι από τους καλύτερους στον χώρο του.» Το πιο σημαντικό απ’ όλα ήταν το σπίτι της οικογένειας Νας, το οποίο γίνεται το ιερό δισκοπότηρο για τον Ντένις. Ο ΝτιΓκερλάντο ήθελε να φέρει την αίσθηση ότι κατοικείται χρόνια και να αντανακλά την προσωπικότητα και την ιστορία της οικογένειας. Για τον λόγο αυτό ζήτησε από τον Γκάρφιλντ και την Ντερν να ενδυθούν τον μανδύα των ρόλων τους και να τον βοηθήσουν να επιλέξει χρώματα, έπιπλα και διακοσμητικά. Το αποτέλεσμα απέπνεε απτό ρεαλισμό. «Θυμάμαι όταν μπήκα πρώτη φορά μέσα στο σπίτι, εντυπωσιάστηκα από τη δουλειά του Άλεξ,» θυμάται ο Μπαχράνι. «Ήταν λες και ζούσε εκεί η οικογένεια Νας. Η συμμετοχή του Άντριου και της Λόρα έδωσαν μια αίσθηση προσωπική, γεμάτη συναίσθημα.» Ο σκηνοθέτης συνεργάστηκε με τους Αυστραλούς συνθέτες Άντονι Πάρτος (ANIMAL KINGDOM) και Ματέο Ζινγκάλες (NOT SUITABLE FOR CHILDREN, THE HUNTER) για τη δημιουργία του σάουντρακ. Η ηλεκτρονική μουσική επένδυση ήταν καίριας σημασίας για τον ορισμό του εσωτερικού ρυθμού της ταινίας. Όπως στις προηγούμενες ταινίες του, έτσι και σε αυτή, το μοντάζ το ανέλαβε ο ίδιος ο σκηνοθέτης. «Αυτή η ταινία έχει πολύ γρήγορο και επιθετικό ρυθμό σε αντίθεση με τις προηγούμενες,» λέει ο Μπαχράνι. «Υπάρχει ένας συνδυασμός πλάνων από διαφορετικού τύπου κάμερες και μια διαρκής κίνηση. Αυτό αποτυπώνεται και στη μουσική. Αυτό λοιπόν που ήθελα ήταν να εκμεταλλευτώ αυτό το momentum και να καθηλώσω το κοινό. Το κοινό θα απολαύσει ένα θρίλερ που όμως θέτει σοβαρά κοινωνικά, ηθικά, προσωπικά και πολιτικά διλήμματα,» συνοψίζει ο Μπαχράνι. «Είναι μια συζήτηση στην οποία θέλουν να συμμετέχουν όλοι, ανεξαρτήτως της προσωπικής πορείας που έχει διαγράψει ο καθένας. Ίσως τελικά, το μόνο που χρειάζεται είναι να επαναπροσδιορίσουμε κάποια πράγματα...»

Back Home Up Next