Back Up Next
Η Δεύτερη Μάνα

The Second Mother / Que Horas Ela Volta?

Βραζιλία, 2015 Παραγωγή: Κάιο Γκουλάνε, Φαμπιάνο Γκουλάνε, Ντέμπορα Ιβάνοφ, Γκαμπριέλ Λακέρντα, Ανα Μουιλαέρτ Σκηνοθεσία: Ανα Μουιλαέρτ Σενάριο: Ανα Μουιλαέρτ Φωτογραφία: Μπάρμπαρα Αλβάρεζ Μοντάζ: Κάρεν Χάρλεϊ Μουσική: Φάμπιο Τράμερ Πρωταγωνιστούν: Ρετζίνα Κασέ, Αντόνιο Αμπουχάμρα, Ελένα Αλμπεργκάρια Διάρκεια: 114 λεπτά

Οικογενειακοί δεσμοί και πανανθρώπινες αξίες στο ντεμπούτο από τη Βραζιλία που κέρδισε δίκαια το Βραβείο Ερμηνείας για την εξαιρετική ερμηνεία της Ρεγκίνα Κασέ στο τμήμα «Σινεμά του Κόσμου» του Φεστιβάλ του Σάντανς και το Βραβείο Κοινού στο Διεθνές Φεστιβάλ Βερολίνου το 2015.

H Bαλ είναι μία μεσήλικη οικονόμος, οικότροφος νταντά, σε πλούσιο σπίτι του Σάο Πάολο. Εχει αναθρέψει τον μοναχογιό της μεγαλοαστικής οικογένειας, Φαμπίνιο. Μόνο που αυτό είχε τίμημα: έχει αφήσει πίσω στο χωριό της τη δική της κόρη, τη Τζέσικα, την οποία δεν έχει δει για 10 ολόκληρα χρόνια. Οταν η 18χρονη της ανακοινώνει ότι έρχεται στη μεγαλούπολη για να δώσει εξετάσεις στην αρχιτεκτονική, η Βαλ παρακαλεί τους εργοδότες της να μείνει κι εκείνη για λίγο μαζί τους, μέχρι να την τακτοποιήσει. Ολοι είναι αρχικά θετικοί - άλλωστε «όλοι είναι μια μεγάλη οικογένεια». Μόνο που η άφιξη του κοριτσιού θα φέρει ανατροπές στις ισορροπίες του σπιτιού και στις σχέσεις των ενοίκων του: ποιοι είναι οι χώροι υπηρεσίας και ποιοι κοινόχρηστοι, ποιοι είναι ισότιμα μέλη της οικογένειας και ποιοι το προσωπικό, ποια είναι η πραγματική μάνα ενός παιδιού και ποια πραγματικά το μεγάλωσε.

Η Αννα Μουιλαέρτ γράφει και σκηνοθετεί με αμεσότητα και ζεστασιά ένα θέμα που έχει βαθιά ρίζα στον κοινωνικό ιστό της Βραζιλίας (κι όχι μόνο). Η οικονομική άνεση δημιουργεί διαφορετικές συναισθηματικές ισορροπίες: δεν μεγαλώνεις εσύ το παιδί σου, αλλά η νταντά, μία γυναίκα που περνά όλες τις ώρες μαζί του, το φροντίζει, το ταϊζει, το βάζει για ύπνο. Οταν αυτό μεγαλώσει, αναρωτιέσαι γιατί αγκαλιάζει την υπηρεσία, αλλά όχι εσένα. Η οικονομική στέρηση κάνει ακριβώς το ίδιο: αφήνεις πίσω το δικό σου παιδί, σε μία γιαγιά ή θεία, ξενιτεύεσαι για να βρεις δουλειά και να του στέλνεις χρήματα. Οταν αυτό μεγαλώνει, παραξενεύεσαι που είναι ανεπίστρεπτα θυμωμένο.

Η Μουιλαέρτ προσέχει ιδιαίτερα να μην πάρει εύκολη θέση, να μη δημιουργήσει ένα δράμα που η ψυχρή, κυνική αστική τάξη συγκρούεται με τη μεγάλη καρδιά και την ευαισθησία της φτωχολογιάς. Αντιθέτως. Οι ήρωές της, σε όποια πλευρά της βίλας κι αν κατοικούν, είναι όλοι άνθρωποι κι όχι ταξικά σύμβολα - με την ευγένεια και τις παραξενιές τους, την οικειότητα, το βόλεμα, τα λάθη τους.

Ο σκοπός της σκηνοθέτιδας δεν είναι να τεντώσει το δάχτυλο, αλλά να αναδείξει την ειρωνία ενός φαινομένου, τη λάθος αρχιτεκτονική βάση μίας κοινωνικής δομής. Για αυτό και η σκηνοθεσίας της είναι κι αυτή γεωμετρική, «αρχιτεκτονική»: πλάνα της πισίνας από το βλέμμα μίας γυναίκας που δεν έχει ποτέ τολμήσει να κολυμπήσει εκεί, όψεις της μουντής σκάλας που χωρίζει το πάνω σπίτι με το δωμάτιο υπηρεσίας, το λειψό κομμάτι του ουρανού που φαίνεται από το πλυσταριό, η πόρτα της κουζίνας που ανοίγει όταν κάποιος σε φωνάξει από την τραπεζαρία για να σηκώσεις τα πιάτα και να σερβίρεις το γλυκό.

Οταν όμως μελετά τους ανθρώπους, η κάμερα της Μουιλαέρτ πλησιάζει άναρχα: το χάδι στα μαλλιά του Φαμπίνιο, ο οποίος ακόμα γλιστρά στο δωμάτιο της νταντάς του όταν δεν μπορεί να κοιμηθεί για να τον πάρει αγκαλιά. Η φευγαλέα πίκρα στο βλέμμα της καριερίστας μαμάς του. Τα συνεχώς σε κίνηση χέρια της Βαλ - χέρια που φροντίζουν, μαγειρεύουν, καθαρίζουν, τρίβουν, αγκαλιάζουν, παρηγορούν, μαλώνουν ή βρίσκονται σε μόνιμη αμηχανία: μη σπάσουν κάτι, μη παραβιάσουν κάποιο κανόνα, μη χάσουν τη δουλειά τους. Η οργή που σιγοβράζει στα σφιγμένα χείλια της κόρης, που όχι απλά δεν αναγνωρίζει τις θυσίες της μητέρας της αλλά ντρέπεται και λίγο για λογαριασμό της. Μέχρι να μας αποκαλυφθεί και η γλυκόπικρη σεναριακή ανατροπή, το μυστικό της πιτσιρίκας που θα δώσει ακόμα μεγαλύτερο νόημα στη μελέτη των χαρακτήρων και τη διαιώνιση των ανθρώπινων αδυναμιών.

Ο ισχυρός άξονας και η δύναμη της ταινίας όμως είναι αναμφίβολα η πρωταγωνίστριά της. Η Ρετζίνα Κασέ (βετεράνος της βραζιλιάνικης τηλεόρασης) δίνει σάρκα κι οστά σ' ένα περίγραμμα γυναίκας που θα μπορούσε να καταλήξει καρικατούρα, αν δεν την αναλάμβανε μια ηθοποιός που δεν την συναισθανόταν αμέριστα, δεν την αγαπούσε βαθιά. Εξαιρετικά μελετημένη και προσεκτική στις ισορροπίες, βουτά στις σκηνές της με αβίαστη αμεσότητα, λαϊκή απλότητα, ωμό νατουραλισμό και καλοκουρδισμένο κωμικό timing. Σε κάνει να «ξέρεις» αυτή τη γυναίκα από τον τρόπο που διαχειρίζεται την ενέργειά της μέσα στο χώρο, την κάθε της κίνηση, το χειμαρρώδη της άτεχνο «χωριάτικο» λόγο, τα ταραγμένα της βλέμματα, το ζεστό της γέλιο.

Εχοντας κερδίσει διακρίσεις και βραβεία καλύτερης ταινίας, κοινού και ερμηνειών σε διεθνή φεστιβάλ (Σάντανς, Βερολίνου, Αμστερνταμ, Γκέτεμποργκ) το ντεμπούτο της Μουιλαέρτ αποδεικνύει ότι αυτές οι μικρές ιστορίες με μεγάλη καρδιά αγαπιούνται και ξεχωρίζουν και βρίσκουν τη δικαιωματική θέση τους ανάμεσα στο λαϊκό και arthouse σινεμά του κόσμου, σε κριτικούς και θεατές, crowdpleasers και ταινίες κοινωνικής συνείδησης.

Βραβείο Ερμηνείας, Σινεμά του Κόσμου, Sundance Film Festival 2015 Βραβείο Κοινού, Πανόραμα, Berlin Film Festival 2015

Η Δεύτερη Μάνα είναι μια αφοπλιστική ταινία χαρακτήρων που αγγίζει πανανθρώπινα θέματα. Η σκηνοθέτης και σεναριογράφος Anna Muylaert προσεγγίζει με χιούμορ και διεισδυτική ματιά το θέμα της μητρότητας, της ανατροφής των ξένων παιδιών και των κοινωνικών διαφορών. Στην ταινία πρωταγωνιστεί η διάσημη στη χώρα της Regina Case, η οποία ενσαρκώνει τον χαρακτήρα της δυναμικής Val με εξαιρετικό κωμικό συγχρονισμό και μεγάλο υποκριτικό βάθος. Η ταινία ήταν η επίσημη πρόταση της Βραζιλίας για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας το 2015.

Σημείωμα σκηνοθέτη

Η Δεύτερη Μάνα είναι μια ταινία για ένα σύστημα κοινωνικών δομών που ισχύει στην κουλτούρα της Βραζιλίας από την αποικιοκρατική εποχή και συνεχίζει να επηρεάζει τη συναισθηματική αρχιτεκτονική της χώρας μέχρι σήμερα. Άρχισα να γράφω το σενάριο πριν από είκοσι χρόνια, όταν απέκτησα το πρώτο μου παιδί και κατάλαβα πόσο ευγενής δουλειά είναι να ανατρέφεις ένα παιδί. Παράλληλα, πρόσεξα το πόσο αυτή η δουλειά υποτιμάται από τη βραζιλιάνικη κουλτούρα. Τις περισσότερες φορές, αντί να φροντίζουμε οι ίδιοι τα παιδιά μας, προσλαμβάνουμε μια εσωτερική νταντά και αναθέτουμε έτσι σε κάποιον άλλο το κομμάτι που θεωρείται πιο ανιαρό και εξοντωτικό. Αυτό που συνήθως ξεχνάμε είναι ότι αυτές οι νταντάδες αφήνουν τα δικά τους παιδιά με κάποιον άλλο για να λειτουργήσουν σε αυτό το σχήμα. Το κοινωνικό αυτό παράδοξο μου έκανε εντύπωση ως ένα από τα πιο σημαντικά στη Βραζιλία γιατί τα παιδιά βγαίνουν πάντα χαμένα. Και αυτά των εργοδοτών και αυτά των νταντάδων. Υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα στο υπόβαθρο του πώς μεγαλώνουμε τα παιδιά μας. Μεγαλώνουν με πραγματική τρυφερότητα; Η τρυφερότητα είναι κάτι που αγοράζεται; Και αν ναι, ποια είναι το αντίτιμο; Η Δεύτερη Μάνα μπορεί να αντιμετωπιστεί ως κοινωνική κριτική, αλλά και κάτι παραπάνω. Η άμεση προσέγγιση δεν κρίνει ή δοξάζει τους χαρακτήρες και τις πράξεις τους, απλώς δείχνει τη γυμνή αλήθεια με όλες τις επιπλοκές της. Η δραματουργική δομή είναι άμεση, σχεδόν μαθηματική. Η ταινία ξεκινάει με τη ρουτίνα και τους κανόνες που κυριαρχούν στις κοινωνικές σχέσεις ενός μεγαλοαστικού νοικοκυριού στο Σάο Πάολο. Το επίκεντρο, όμως, γρήγορα μεταφέρεται όταν η Jessica, η κόρη της νταντάς, καταφθάνει, διαταράσσοντας το σπίτι εντελώς, καθώς αψηφεί τους κανόνες του σπιτιού και περνάει τις γραμμές και τα όρια. Στην αρχή, την εξοστρακίζουν από αυτούς τους χώρους που θεωρούνται ιστορικά εκτός των ορίων της υπηρεσίας. Αλλά, κάθε απόπειρα να τη βάλουν στη θέση της αποτυγχάνει, καθώς αυτή η «θέση» δεν υπάρχει πια. Η ταινία εξελίχθηκε μέσα σε είκοσι χρόνια. Το αρχικό σενάριο ονομαζόταν «The Kitchen Door» και είχε να κάνει περισσότερο με τη σχέση εργοδότη και νταντάς με ένα κινηματογραφικό στυλ που έμοιαζε με τον μαγικό ρεαλισμό. Πέντε χρόνια μετά, αποφασίσαμε να πάμε για κάτι πιο ρεαλιστικό και έτσι έφερα την κόρη της νταντάς στο Σάο Πάολο, αφήνοντας πίσω τον κόσμο της για να πιάσει μια κακοπληρωμένη δουλειά. Στην πορεία, όμως, ένιωσα την ανάγκη να βάλω λίγη ελπίδα στον χαρακτήρα χωρίς να σπρώξω την ταινία προς ένα ψεύτικο καλό τέλος. Εκείνη την περίοδο, η Βραζιλία εξέλεξε έναν πρόεδρο του Εργατικού Κόμματος, τα πράγματα άρχιζαν να αλλάζουν και ψηφίστηκαν εργατικοί νόμοι που ουσιαστικά εξάλειψαν την εργασία των εσωτερικών οικιακών βοηθών. Το 2013, πάνω που η ταινία έμπαινε στη φάση της παραγωγής, αποφάσισα να κάτσω και να γράψω εξολοκλήρου το σενάριο με τέτοιο τρόπο που να αντανακλά αυτές τις αλλαγές και τις διαμάχες γύρω μου. Αντί να δείξω την κόρη της νταντάς ως δύσμοιρη και ταπεινή -ένα κακό κλισέ-, της απέδωσα μια ισχυρή προσωπικότητα, την έκανα ευγενή και αρκετά πεισματάρα για να αντιδράσει στους αποσχιστικούς κοινωνικούς κανόνες που έχουν τις ρίζες τους στο αποικιοκρατικό παρελθόν της Βραζιλίας. Η ταινία θα ήταν η πρώτη μου μεγάλου μήκους. Αποφάσισα να την κάνω αφού έγινα μητέρα, το 1995, όταν ήρθα αντιμέτωπη με την πραγματικότητα της Βραζιλίας που έλεγε ότι το να ανατρέφεις ένα παιδί θεωρείται δευτεροκλασάτη δουλειά, την οποία αγνοεί ο πατέρας και η μητέρα την αναθέτει σε μια χαμηλόμισθη νταντά. Αυτή η νταντά λούζει, ταΐζει και παίζει με το παιδί κάθε μέρα σαν να ήταν δικό της, όταν η ίδια έχει ένα δικό της παιδί που δεν μπορεί να προσέξει λόγω της δουλειάς της. Εκείνη την περίοδο, όλα τα περίπλοκα οικογενειακά και κοινωνικά θέματα που άγγιξε η ταινία ήταν πολύ προσωπικά και νόμιζα ότι έπρεπε να είμαι πιο ώριμη για να αναλάβω αυτή την ταινία. Οπότε αποφάσισα να κάνω άλλες δύο ταινίες πριν από αυτή. Όπως είπα, 20 χρόνια μετά επέστρεψα στην ταινία με την αίσθηση ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να αντιμετωπίσω την πολυπλοκότητα της. Οι δύο μου γιοι ήταν ενήλικες, η χώρα άλλαζε προς το καλύτερο, ο λαός αποκτούσε αυτοπεποίθηση και δύναμη. Παρομοίως, είχα μάθει πολλά για τη συγγραφή σεναρίων και τη σκηνοθεσία, όπως και για τη συνεργασία με τους ηθοποιούς. Για όλους αυτούς τους προσωπικούς, κοινωνικούς και προσωπικούς λόγους, αυτή η ταινία είναι μια ταινία ζωής που αντανακλά την πρόσφατη ιστορία της χώρας καθώς και τις επιλογές που έχω κάνει στη ζωή μου. Ελπίζω όλη η αγάπη και η φροντίδα που υπάρχει στο DNA της ταινίας να μεταδοθεί στο κοινό και να βοηθήσει τους ανθρώπους να βρουν ένα καλύτερο μέρος για τον εαυτό τους στον κόσμο.

Συνέντευξη με την Anna Muylaert

Μπορείτε να περιγράψετε τη διαδικασία συγγραφής του σεναρίου;

Όταν αφοσιώνομαι στο γράψιμο, είμαι υπερβολική και γράφω με μανία. Όταν γράφω για άλλους δημιουργούς, προσπαθώ να καταλάβω τι θέλουν. Όταν γράφω για μένα, είναι διαφορετικά, είναι σαν μια εγκυμοσύνη καθώς η ιδέα έρχεται ουρανοκατέβατη και σιγά σιγά παίρνει μορφή. Μέρα με τη μέρα ξεκινάει να σχηματίζεται και χρόνια μετά είναι έτοιμή.

Έχετε επηρεαστεί από το κοινωνικό και πολιτικό κλίμα της Βραζιλίας ως σκηνοθέτης;

Αυτή η ταινία έχει να κάνει πολύ με τη νέα Βραζιλία, μετά τη διακυβέρνηση του Λούλα. Δεν είναι απαραίτητα πολιτική, αλλά όταν η Πρόεδρος της Βραζιλίας, η Ντίλμα Ρούσεφ, ανέλαβε δράση, κάλεσε μια ομάδα γυναικών σκηνοθετών για δείπνο και επέλεξε να προβάλει μια ταινία μου. Αυτό μου έδωσε πολύ μεγάλο ηθικό στήριγμα. Της είμαι ευγνώμων. Όλοι της είμαστε ευγνώμονες.

Είναι σημαντικό να είστε αναγνωρισμένη γυναίκα σκηνοθέτης;

Πιστεύω ότι υπάρχουν γυναικείες ταινίες και αντρικές ταινίες. Δεν έχει σημασία αν ο δημιουργός είναι άντρας ή γυναίκα. Αλλά σ' αυτό το δείπνο με την Πρόεδρο, συνειδητοποίησα ότι το γεγονός ότι είναι η πρώτη γυναίκα Πρόεδρος είναι κάτι που δεν πρέπει να ξεχνάμε.

Περιγράψτε μας τη διαδικασία που ακολουθείτε με τους ηθοποιούς.

Συνεχής αυτοσχεδιασμός. Δεν κάνω ποτέ πρόβα ολόκληρες τις σκηνές, τις παίζουμε κατευθείαν στο γύρισμα. Η υποκριτική είναι σαν τον διαλογισμό. Πρέπει να τη νιώσει κανείς για να αποκτήσει υπόσταση, συμπεριλαμβάνοντας όλα τα στοιχεία της πραγματικότητας που προκύπτουν.

Τι συνιστά ρίσκο για εσάς;

Το μοντάζ είναι το μέρος που παίρνω τα μεγαλύτερα ρίσκα. Για παράδειγμα, μπορεί να κόψω μια 20λεπτη σκηνή στα 2 λεπτά. Αλλά και η δημιουργία μιας ταινίας είναι ρίσκο από μόνη της.

Γιατί κάνετε ταινίες;

Παλιά έλεγα ότι κάνω ταινίες γιατί είναι το πιο δύσκολο πράγμα να κάνει κανείς. Η απάντηση αυτή είναι καλή, αλλά, στην πραγματικότητα, πρέπει να κάνω ταινίες γιατί όλη μου τη ζωή ζωγραφίζω, βγάζω φωτογραφίες, ακούω μουσική και γράφω και ανακάλυψα ότι ο κινηματογράφος είναι το μόνο πεδίο που μπορώ να συνδυάσω όλες τις ικανότητες μου.

Πώς θα περιγράφατε τη φωνή σας ως δημιουργό σε τρεις λέξεις;

Δεν είναι εύκολη ερώτηση. Είμαι γυναίκα, είμαι Βραζιλιάνα, είμαι μια μητέρα που προσπαθεί να κάνει σινεμά για αυτά που πιστεύει.

Συνέντευξη με τη Regina Case

Πώς σας προσέγγισε η Anna Muylaert και ποιο ήταν το κίνητρο σας για να κάνετε την ταινία;

Η Anna με είχε καλέσει να δουλέψω μαζί της και στο παρελθόν με άλλη αφορμή. Πάντα ήθελα να συνεργαστούμε, αλλά δεν είχα τον χρόνο. Αυτή τη φορά, διάβασα το σενάριο, κατάλαβα τον χαρακτήρα, αποφάσισα ότι πρέπει να παίξω τη Val ακόμα και αν έπρεπε να αλλάξω το πρόγραμμα μου. Είχα σταματήσει να κάνω σινεμά, λόγω ανειλημμένων τηλεοπτικών υποχρεώσεων. Όσο ταξίδευα στη Βραζιλία για τις ανάγκες της εκπομπής, είχα συναντήσει πολλές γυναίκες σαν τη Val. Η πρόσκληση να την υποδυθώ είναι μια μοναδική εμπειρία να επιστρατεύσω όλες αυτές τις εμπειρίες.

Μοιάζει με μια ευχάριστη ταινία να δουλεύει κανείς. Πώς ήταν το κλίμα στο γύρισμα;

Εκτός από την Anna όλοι οι υπόλοιποι συνεργάτες μου ήταν άγνωστοι. Το κλίμα ήταν πολύ δημιουργικό. Η Anna μου επέτρεψε να αυτοσχεδιάζω και να δημιουργώ καθώς κάναμε το γύρισμα και μπόρεσα να ενσωματώσω το δικό μου παρελθόν και τις εμπειρίες μου στον χαρακτήρα της Val.

Πώς προετοιμαστήκατε για τον συγκεκριμένο ρόλο; Ποια ήταν η διαδικασία για να γίνετε η Val και πώς κάνατε την αντίστοιχη έρευνα;

Δεν έκανα πολλή έρευνα για να είμαι ειλικρινής. Το μόνο που είχα να κάνω ήταν να ανοίξω την καρδιά μου, να αφήσω τις αναμνήσεις, τις χειρονομίες και τις ιδέες του ρόλου να με βρουν.

Ήταν δύσκολος χαρακτήρας;

Σχετικά με τους μανιερισμούς της Val, ένα πράγμα που επινοήσαμε και που καθόρισε την αφελή και γλυκιά συμπεριφορά του χαρακτήρα ήταν η χρήση παλιάς αργκό. Η Val ήθελε να είναι μοντέρνα και κατάληξε να είναι αστεία. Μπορώ να πω πως ήταν υπέροχο ότι μέσω της Valεκπροσώπησα εκατοντάδες γυναίκες που συνάντησα στη ζωή μου. Δεν το επέλεξα, δεν έγινε επίτηδες, αλλά όταν αναλύω την καριέρα μου, βλέπω ότι πάντα συνδέω τις εμπειρίες μου με γυναίκες από όλη τη Βραζιλία, από τα προάστεια, τις φαβέλες, από τη βορειοανατολική περιοχή, όπως η Val κ.ο.κ.

Επηρεαστήκατε από την ιστορία της ταινίας;

Η ιστορία με συγκίνησε πραγματικά και συνεχίζει να το κάνει. Για τη δική μου γενιά, η κατάσταση που δείχνει η ταινία, ήταν συνηθισμένη. Αφού απέκτησα την πρώτη μου κόρη, που τώρα είναι 24 χρονών, έφερα μια παιδοκόμο σπίτι και αυτό είναι μια παρόμοια κατάσταση. Είχε αφήσει τον γιο της στο χωριό της τότε και φρόντιζε την κόρη μου για να μπορώ να δουλεύω εκτός σπιτιού. Φυσικά, δεν περιμέναμε 18 χρόνια για να έρθει ο γιος της να ζήσει μαζί μας. Σήμερα, ο γιος της που είναι τώρα 28 χρονών, δουλεύει ως οπερατέρ στις παραγωγές του συζύγου μου. Είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα.

Back Home Up Next