Back Up Next
Νυκτόβια Πλάσματα

Nocturnal Animals

Η.Π.Α., 2016 Παραγωγή: Τομ Φορντ, Ρόμπερτ Σαλέρνο Σκηνοθεσία: Τομ Φορντ Σενάριο: Τομ Φορντ Φωτογραφία: Σίμους ΜακΓκάρβεϊ Μοντάζ: Τζόαν Σόμπελ Μουσική: Εϊμπελ Κορζενιόφσκι Πρωταγωνιστούν: Εϊμι Ανταμς, Τζέικ Τζίλενχαλ, Μάικλ Σάνον, Ααρον Τέιλορ-Τζόνσον, Αρμι Χάμερ, Λόρα Λίνεϊ Διάρκεια: 116 λεπτά

Με τη δεύτερη ταινία του, ο Τομ Φορντ αποδεικνύει ότι δεν είναι μόνο ένας διάσημος σχεδιαστής μόδας, αλλά και ένας ευφυής σκηνοθέτης και σεναριογράφος.

Η Σούζαν (Έιμι Άνταμς) είναι η ιδιοκτήτρια μιας φημισμένης γκαλερί τέχνης, η οποία βρίσκεται εγκλωβισμένη σε έναν δυστυχισμένο γάμο με τον όμορφο, αλλά απόμακρο Χάτον (Άρμι Χάμερ). Στη διάρκεια της απουσίας του Χάτον, η Σούζαν λαμβάνει ένα αντίτυπο του μυθιστορήματος του πρώην συζύγου της, Έντουαρντ (Τζέικ Γκίλενχαλ). Στο μυθιστόρημα, στη διάρκεια ενός ταξιδιού, ο Τόνι, η σύζυγος και η έφηβη κόρη τους συναντούν μία συμμορία, μέλος της οποίας είναι ο Ρέι (Άαρον Τέιλορ Τζόνσον). Πρόκειται για μία σκοτεινή ιστορία βίας και εκδίκησης που η Σούζαν θεωρεί ότι απευθύνεται στην ίδια.

Ο Φορντ διασκευάζει το μυθιστόρημα «Τόνι και Σούζαν» του Όστιν Ράιτ σε μία πολυεπίπεδη ταινία με απλό φαινομενικά θέμα, αλλά και έναν σύνθετο χειρισμό του εν λόγω θέματος. Ο Τομ Φορντ δεν περιορίζεται στην ομορφιά των πλάνων του -στοιχείου των ταινιών του που είχε ήδη αναδειχθεί από το «Ένας Άνδρας Μόνος»-, αλλά προχωρά και στην ουσία. Αν και συχνά τον κατηγορούν ότι ενδιαφέρεται περισσότερο για το στυλιζάρισμα, προσωπικά διαφωνώ απολύτως. Το στυλιζάρισμα χρησιμοποιείται εδώ (ίσως περισσότερο από ότι στο «Ένας Άνδρας Μόνος») για να υπογραμμίσει ή ακόμα και για να κριτικάρει μία κατάσταση. Οι ήρωες της ταινίας μοιάζουν με κούκλες από βιτρίνες που περιφέρονται σε ένα ωραίο περιβάλλον, αλλά μέσα τους αισθάνονται άδειοι.

Από τα πρώτα πλάνα του -οι τίτλοι της αρχής δείχνουν γυμνές φιγούρες παχύσαρκων γυναικών σε slow motion σε μία έναρξη που πολλούς απώθησε, αλλά εξηγείται στην ταινία, καθώς οι γυναίκες αυτές συμμετέχουν στην νέα έκθεση τέχνης της Σούζαν-, μέχρι το τέλος, ο Φορντ κατασκευάζει το κινηματογραφικό αντίστοιχο ενός κύβου του Ρούμπικ: φαινομενικά σύνθετο να το λύσεις, αλλά πολύ απλό ως προς τη λογική του. Ο Φορντ χτίζει ένα θρίλερ, το οποίο ποτίζει με έντονα κωμικά στοιχεία. Παράλληλα, είχε την υπέροχη έμπνευση να βάλει την Άιλα Φίσερ να ερμηνεύει το πλασματικό αντίστοιχο της Έιμι Άνταμς (πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν ότι οι δύο ηθοποιοί μοιάζουν πολύ).

Δύο διαφορετικά αφηγηματικά πλαίσια ξετυλίγονται επί της οθόνης. Το παρόν της Σούζαν, η ψυχρή σχέση της με τον σύζυγό της, το γεγονός ότι αισθάνεται ανικανοποίητη στη δουλειά και τα συναισθήματα που της προκαλεί το μυθιστόρημα του Έντουαρντ είναι το πρώτο. Το δεύτερο είναι το ίδιο το μυθιστόρημα: εκεί όπου συναντάμε τον σύζυγο -εδώ έχει το όνομα Τόνι-, τον συμμορίτη, αλλά και τον παράξενο και ακραίο αστυνομικό (ο Μάικλ Σάνον σε άλλη μία υπέροχη ερμηνεία). Πολλοί σημειώνουν ότι πρόκειται για μια ταινία χιτσκοκικών αναφορών, αλλά συχνά μοιάζει περισσότερο με το σκοτεινό και διαστρεβλωμένο σύμπαν του Ντέιβιντ Λιντς, σε ταινίες όπως το Blue Velvet ή Η Χαμένη Λεωφόρος.

Η παράλληλη παρουσίαση των δύο αυτών αφηγηματικών γραμμών κάνει τον θεατή να αναρωτιέται ποιος είναι ο λόγος που ο Έντουαρντ αφιερώνει στη Σούζαν αυτό το μυθιστόρημα και γιατί η ίδια πιστεύει ότι απευθύνεται σε αυτήν. Σύντομα ένα τρίτο αφηγηματικό πλαίσιο ξεπετάγεται: εκείνο που επικεντρώνεται στη σχέση της Σούζαν με τον Έντουαρντ (μία εξαιρετική Λόρα Λίνεϊ κάνει εδώ την εμφάνισή της στον ρόλο της μητέρας της Σούζαν).

Όπως και στο «Ένας Άνδρας Μόνος», έτσι και στα «Νυκτόβια Πλάσματα», ο Φορντ δεν διστάζει να δείξει τους χαρακτήρες του στις χειρότερες στιγμές τους: στην πρώτη περίπτωση ένας άνδρας που θρηνεί για τον χαμό του συντρόφου του έρχεται αντιμέτωπος με την άβυσσο της μοναξιάς, στην δεύτερη περίπτωση οι ήρωες του Φορντ έρχονται ο καθένας αντιμέτωπος με τα λάθη του και τις επιλογές του.

Σε μερικές στιγμές ίσως η ταινία φανεί υπερβολικά υπολογισμένη: τα πλάνα, τα καδραρίσματα και μάλιστα εις βάρος του συναισθήματος (με εξαίρεση την τελευταία σκηνή δυσκολεύεσαι να αισθανθείς οτιδήποτε ουσιαστικό για τους χαρακτήρες). Από την άλλη όμως, αυτός είναι και εν μέρει ο στόχος της. Μια γοητευτική παρατήρηση της ανθρώπινης ύπαρξης.

Η ταινία δεν διστάζει να δείξει την Σούζαν, την ηρωίδα του στη στιγμή της μεγαλύτερης αδυναμίας της και της χειρότερης μοναξιάς της. Και την τοποθετεί γύρω από πανέμορφα αντικείμενα για να τονίσει ακριβώς αυτή τη ματαιότητα που η ίδια αισθάνεται. Αποτελεί την ίδια στιγμή κριτική της τέχνης, της φιλοδοξίας μας και του καταναλωτικού τρόπου ζωής μας, μια ελπίδα για επιστροφή στα πιο απλά. Μια άκρως γοητευτική ταινία που θα σε κάνει να θέλεις να τη δεις και δεύτερη, και τρίτη φορά.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ 73ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας 2016: ΑΡΓΥΡΟΣ ΛΕΩΝ - ΜΕΓΑΛΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ Χρυσές Σφαίρες 2017: 3 Υποψηφιότητες (σκηνοθεσίας, σεναρίου & β’ αντρικού ρόλου) Η δεύτερη ταινία του Τομ Φορντ, επτά χρόνια μετά το εκπληκτικό «Ένας Άντρας Μόνος» («A Single Man») είναι μια ταινία έρωτα, βίας κι εκδίκησης που ενθουσίασε τόσο το κοινό όσο και τους κριτικούς κερδίζοντας το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο τελευταίο φεστιβάλ της Βενετίας. INFO

«Η ταινία «Τα «Νυκτόβια Πλάσματα» είναι μια ιστορία που αφορά στις επιλογές που κάνουμε στη ζωή μας και στις επιπτώσεις που έχουν οι αποφάσεις μας. Σε μια εποχή όπου όλα είναι ρευστά, ακόμα και οι σχέσεις, αυτή η ιστορία πραγματεύεται θέματα πίστης, αφοσίωσης και αγάπης. Είναι μια ιστορία που θίγει την απομόνωση και τη μοναξιά που όλοι μας βιώνουμε και τη σπουδαιότητα των συναισθημάτων που είναι και τα μόνα που μας κρατούν στη ζωή.»

Τομ Φορντ Η ταινία διερευνά τις ψυχολογικές και συναισθηματικές αλλαγές ανδρών και γυναικών στην αέναη προσπάθειά τους να ζουν όσο πιο ειλικρινά μπορούν τη ζωή τους και σύμφωνα με τα θέλω τους. Μια γυναίκα παγιδευμένη ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, ενώ απορροφά και «απορροφάται» από μια ιστορία στο εδώ και στο τώρα. «Η συγγραφή είναι αυτό που αγαπώ περισσότερο σε όλη τη δημιουργική διαδικασία. Όταν γράφεις το σενάριο είσαι απολύτως μόνος δεδομένου πως, σε αυτό το σημείο, η ταινία υπάρχει μόνο στο μυαλό σου και έχει και την ιδανικότερη μορφή. Αναζητώ φωτογραφίες εσωτερικών χώρων, τοποθεσιών, ανθρώπων που μπορεί να ζουν στους διάφορους και διαφορετικούς κόσμους των χαρακτήρων που δημιουργώ στο χαρτί. Και τότε ξεκινώ να γράφω και πολλές φορές βάζω και λεπτομέρειες που βρήκα ενώ μελετούσα φωτογραφίες. Οι δύο κόσμοι της ταινίας είναι τελείως οικείοι σε εμένα. Μεγάλωσα στο Τέξας και στο Νέο Μεξικό, οπότε μου ήταν εύκολο να γράψω το κομμάτι της ιστορίας που λαμβάνει χώρα στο Δυτικό Μεξικό, ενώ και ο κόσμος της Σούζαν στο Λος Άντζελες μού είναι πλέον πολύ οικείος. Φτιάχνω εικόνες με κάθε ήχο κι οποιαδήποτε εικόνα βλέπω. Αρχίζοντας το γύρισμα ξέρω σχεδόν τα πάντα για αυτό που θέλω να αποτυπώσω στη μεγάλη οθόνη. Το καλό με το να δουλεύεις με καλή ομάδα παραγωγής και εξαιρετικούς ηθοποιούς είναι πως, προκύπτουν αυθόρμητα πράγματα που προσθέτουν πολλά στην αρχική ιδέα. Είναι σημαντικό να είσαι ανοιχτός και να βλέπεις τα πάντα με φρέσκια ματιά. […] Το στυλιζάρισμα δεν είναι εξαρχής το ζητούμενό μου. Αν δεν έχει ουσία είναι κάτι ρηχό. Όντως, δίνω μεγάλη προσοχή στο στιλ καθώς έχει να κάνει με τους χαρακτήρες και την ιστορία. Το σκηνικό και τα κοστούμια παρέχουν πληροφορίες τόσο στο κοινό όσο και στους ηθοποιούς. Εξίσου σημαντικό ρόλο παίζουν ο ήχος και η μουσική ώστε να προκύψει ένας συνεκτικός κόσμος. Πιστεύω πως μια εικόνα ισοδυναμεί με χιλιάδες λέξεις και πως η ταινία είναι ένα οπτικό μέσο. Η ταινία μπορεί να παίζει στη σιωπή και οι λέξεις, όπως και οι διάλογοι να μπαίνουν μονάχα όπου χρειάζεται προκειμένου να προχωρήσει η πλοκή. […] Μου λένε πως γράφω πολύ μεγάλες σκηνές. Δεν το είχα καταλάβει, αλλά πιστεύω πως το κάνω επειδή θέλω να καταδείξω τη σχέση ανάμεσα στους χαρακτήρες. Στη ζωή απολαμβάνω όσο τίποτα τις συζητήσεις, οπότε ίσως γράφω μεγάλες σκηνές με το κοινό να παρακολουθεί κάτι που «μιλάει» χωρίς να μιλάει. […] Το βιβλίο είναι γραμμένο εξαιρετικά. Είναι υπέροχη η ιστορία. Μια ηθική αλληγορία που «λέγεται» μέσα από μια φανταστική υπόθεση –ένα βιβλίο μέσα στο βιβλίο- ήταν κάτι πολύ πρωτότυπο. Το αγάπησα από την πρώτη στιγμή και πίστεψα πως θα γίνει εξαιρετική ταινία. Δεν ήταν, όμως, και το ευκολότερο βιβλίο για προσαρμογή και μου πήρε χρόνο να αποφασίσω πώς θα το προσεγγίσω. Ένα βιβλίο και μια ταινία διαφέρουν πολύ και μια πιστή μεταφορά ενός βιβλίου δεν είναι συχνά και πολύ ικανοποιητική κινηματογραφικά. Για μένα το σημαντικό είναι να βρίσκω τα θέματα του βιβλίου που με συγκινούν και να τα προσεγγίσω κινηματογραφικά. Στο βιβλίο τα πάντα είναι ο εσωτερικός μονόλογος της Σούζαν. Έπρεπε να φτιάξω σκηνές στη ζωή της που να αποκαλύπτουν τα συναισθήματα που στο βιβλίο εκφράζονται στη σκέψη της ηρωίδας. Ο τόπος δράσης έχει αλλάξει, καθώς το βιβλίο γράφτηκε το 1993 κι έκτοτε τα πάντα σχεδόν έχουν αλλάξει. Για παράδειγμα τα κινητά τηλέφωνα… Εκ των πραγμάτων, τώρα που τα κινητά είναι κοινός τόπος όλων μας, το έγκλημα έπρεπε να λάβει χώρα κάπου όπου τα κινητά δεν πιάνουν. Πολλά στοιχεία στην ταινία προκύπτουν από προσωπικές μου αναζητήσεις... Η αρρενωπότητα… οι ήρωές μας, ο Τόνι κι ο Έντουαρντ δεν έχουν τα στερεότυπα χαρακτηριστικά αρρενωπότητας που επιτάσσει ο δυτικός πολιτισμός, αλλά στο τέλος και οι δύο βγαίνουν νικητές. Μεγαλώνοντας στο Τέξας, σίγουρα δεν ήμουν το παραδοσιακό ανδρικό πρότυπο και υπέφερα πολύ γι’ αυτό. Συμπάσχω με τους άντρες και την καρτερικότητά τους.» σχολιάζει ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης της ταινίας, Τομ Φορντ.

O Τομ Φορντ επέλεξε την Έιμι Άνταμς καθώς «…έχει τη μοναδική ικανότητα να μεταφέρει το συναίσθημα χωρίς διάλογο, απλώς με το πρόσωπο και το βλέμμα. Η Έιμι είναι πραγματικά υπέροχη ηθοποιός. Έχουν κάτι τα μάτια της… Βγάζουν κάτι φυσικό και ειλικρινές. Ήθελα να συμπάσχει ο θεατής με τη Σούζαν. Είναι δύσκολο να την μισήσεις γιατί, όπως λέει και η ίδια ενώ έχει τα «πάντα» δεν είναι ευτυχισμένη. Έχει επιλέξει ένα δρόμο στη ζωή της που δεν της ταιριάζει. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, θύμα της ανατροφής της και του τρόπου με τον οποίο μεγάλωσε. Στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας η Έιμι διαβάζει το βιβλίο κι αντιδρά σε αυτό που έχει διαβάσει.»

Σχολιάζει η ηθοποιός «Είμαι σε μια ηλικία που μπορώ να καταλάβω τι σημαίνει να είσαι σε μια φάση στη ζωή σου που αξιολογείς τις προηγούμενες επιλογές σου και αποφασίζεις τις μελλοντικές. Η Σούζαν δεν μπορεί να ξεπεράσει τη σύγκρουση ανάμεσα σε αυτό που θα μπορούσε να είναι και σε αυτό που τελικά επέλεξε να είναι. Είχα την ευκαιρία πειραματισμού με τον χαρακτήρα αυτό. Στο γύρισμα, ο Τομ άφηνε την κάμερα να καταγράφει απλώς ό,τι έβγαινε.»

Ο Φορντ από την αρχή πίστευε πως ο ιδανικός κινηματογραφικός παρτενέρ της Άνταμς θα ήταν ο Τζέικ Τζίλενχαλ (μολονότι δεν είχαν ποτέ άλλοτε συνεργαστεί). «Ήθελα πολύ ο Τζέικ να παίξει το διπλό ρόλο των Έντουαρντ/Τόνι γιατί πάντα θαύμαζα τα ρίσκα που παίρνει ο Τζέικ στους ρόλους του. Ήταν δύσκολος και απαιτητικός ρόλος. Και με έβγαλε παραπάνω από ασπροπρόσωπο.»

Σχολιάζει ο ηθοποιός «Ο Τομ μου έδωσε πολύ χώρο και χρόνο, πράγμα το οποίο χρειάζομαι για να είμαι εύπλαστος και να βγάζω ευαισθησία μπροστά στην κάμερα. Ο Τομ είναι μοναδικά συγκεντρωμένος στη λεπτομέρεια.»

Για τους υπόλοιπους ρόλους ο Φορντ επέλεξε τους Μάικλ Σάνον (ο ακριβοδίκαιος σερίφης), Άαρον Τέιλορ-Τζόνσον (ο κατά συρροή δολοφόνος), Άντρεα Ράιζμποροου, Μάικλ Σιν, Άρμι Χάμερ (ο άπιστος σύζυγος), Λόρα Λίνεϊ (η καταπιεστική μητέρα της Σούζαν), Άιλα Φίσερ (το μυθιστορηματικό alter ego της Σούζαν).

Η ομάδα του Φορντ περιλαμβάνει τους: Σέιν Βαλεντίνο (σχεδιασμό παραγωγής), Σίμους ΜακΓκάρβι (διεύθυνση φωτογραφίας), Αριάν Φίλιπς (κοστούμια), Τζόαν Σόμπελ (μοντάζ), ενώ την ατμοσφαιρική μουσική της ταινίας υπογράφει ο Πολωνός Άμπελ Κορζενιόφσκι.

Back Home Up Next