8 femmes. Σκηνοθεσία: Φρανσουά Οζόν. Σενάριο: Φρανσουά Οζόν, από θεατρ. Ρομπέρ Τομά. Ηθοποιοί: Κατρίν Ντενέβ, Ιζαμπέλ Ιπέρ, Εμανουέλ Μπεάρ, Φανί Αρντάν, Βιρζινί Λεντουαγιέν, Ντανιέλ Νταριέ, Φιρμίν Ρισάρ, Λιντιβίν Σανιέ. Διάρκεια: 113 λεπτά.
«8 Γυναίκες». Κατρίν Ντενέβ με Ιζαμπέλ Ιπέρ και το φιλί του Ιούδα Ενα πτώμα και οκτώ γυναίκες, που αλληλοκατηγορούνται, κλεισμένες σ' ένα απομονωμένο σπίτι, σε μια έξυπνη, στιλιζαρισμένη, αστυνομική κωμωδία, διανθισμένη με μουσικοχορευτικά κομμάτια. Θαυμάσιες ερμηνείες από ένα εξαιρετικό καστ. Στην αστυνομική κωμωδία, «Οκτώ γυναίκες κατηγορούνται», του θεατρικού συγγραφέα Ρομπέρ Τομά, στράφηκε ο Γάλλος σκηνοθέτης Φρανσουά Οζόν («Σίτκομ», «Κάτω από την άμμο») για την απολαυστική αυτή ταινία του. Πρωταγωνίστριες οκτώ γυναίκες, μέλη μιας οικογένειας και του υπηρετικού προσωπικού, που μαζεύονται σ' ένα απομονωμένο από τα χιόνια σπίτι, για να περάσουν το Σαββατοκύριακό τους. Μόνο που ξαφνικά ο πατριάρχης της οικογένειας βρίσκεται δολοφονημένος κι οι γυναίκες αρχίζουν να αλληλοκατηγορούνται, έχοντας η κάθε μια κάποιο ένοχο μυστικό να κρύψει. Η πλοκή είναι συνηθισμένη και η Αγκάθα Κρίστι δεν είναι πολύ μακριά - στο νου έρχεται και η πρόσφατη, θαυμάσια ταινία του Ρόμπερτ Ολτμαν, «Εγκλημα στο Γκόσφορντ Παρκ». Στην πλοκή του έργου του Τομά, ο Οζόν πρόσθεσε και τραγούδια, ένα τουλάχιστον για κάθε μια από τις οκτώ πρωταγωνίστριές του, τραγούδια που άλλοτε ειρωνεύονται κι άλλοτε σχολιάζουν τα πρόσωπα και τις καταστάσεις. Ταυτόχρονα επέλεξε ένα στιλιζαρισμένο τρόπο σκηνοθεσίας -στα χρώματα, στα κοστούμια, στα αξεσουάρ, ακόμη και στη χρήση του χιονισμένου τοπίου- θυμίζοντας τις κλασικές ταινίες του Χόλιγουντ της δεκαετίας του '50, κομεντί όπως εκείνες του Βινσέντε Μινέλι αλλά και μελοδράματα όπως εκείνα του Ντάγκλας Σερκ. Η Κατρίν Ντενέβ ανάμεσα στη Βιρζινί Λεντουαγέν και την Εμανουέλ Μπεάρ στην ταινία «8 γυναίκες» του Φρανσουά Οζόν
Παρ' όλο που η πλοκή εκτυλίσσεται βασικά στον κλειστό χώρο του σπιτιού και στο σύντομο χρονικό διάστημα ενός 24ώρου, ο Οζόν κινεί με εκπληκτική άνεση και ευλυγισία την κάμερά του, εξερευνώντας με επιμονή (και, πρέπει να πω, με κάποια δόση μισογυνισμού) τους διαφορετικούς χαρακτήρες των γυναικών του, ντύνοντας την κάθε μια με ξεχωριστή χάρη, χορογραφώντας με δεξιοτεχνία τα μουσικοχορευτικά κομμάτια και δημιουργώντας τον κατάλληλο ρυθμό. Με βάση ένα καλογραμμένο, με ωραίους διάλογους και στιχομυθίες, σενάριο, καθοδηγεί με σιγουριά και γνώση τους ηθοποιούς του, αποσπώντας εξαιρετικές ερμηνείες: από την Κατρίν Ντενέβ στο ρόλο μιας αυταρχικής μητέρας, την Ιζαμπέλ Ιπέρ στο ρόλο της αυστηρών ηθών θείας, τη Φανή Αρντάν στο ρόλο της απελευθερωμένης αδερφής του νεκρού (εξαιρετική στη λεσβιακή της με την Ντενέβ), την Εμανουέλ Μπεάρ στο ρόλο της σέξι υπηρέτριας και κρυφής ερωμένης του νεκρού (φορώντας μπότες που θυμίζουν εκείνες της Ζαν Μορό στο «Ημερολόγιο μιας καμαριέρας» του Μπουνιουέλ) και όλες τις άλλες, χωρίς να ξεχνάμε την παλιά δόξα του γαλλικού σινεμά Ντανιέλ Νταριέ στον ρόλο μιας εκκεντρικής γιαγιάς. 8 γυναίκες Τα τελευταία δύο χρόνια το γαλλικό σινεμά μιμείται τις επιδόσεις του Ζιντάν, του Καρεμπέ και των άλλων παικταράδων των «πετεινών». Με επιθετική τριπλέτα τους Ζενέ - Κασοβίτς - Οζόν έχει πραγματοποιήσει τρεις επελάσεις στα αντίπαλα χολιγουντιανά δίκτυα, σκοράροντας ισάριθμες φορές και μάλιστα στο ίδιο γήπεδο της «ψυχαγωγίας», στο οποίο το αμερικανικό σινεμά παίζει μονότερμα όλες τις αντίπαλες ομάδες. Πρώτα με τα «Πορφυρά ποτάμια», ύστερα με την «Αμελί» (μια γκολάρα που άφησε άναυδο τον πλανήτη) και τώρα με τις «8 Γυναίκες». Η φάση αυτού του τρίτου γκολ αρχίζει με την 82χρονη αλεπού Ντανιέλ Νταριέ, συνεχίζεται από την βαμπ Κατρίν Ντενέβ, κοντρολάρεται από το μεσοεπιθετικό τρίο Ιζαμπέλ Ιπέρ - Φανί Αρντάν - Εμανουέλ Μπεάρ και ολοκληρώνεται από τα φιντάνια της Εθνικής Ελπίδων Βιρζινί Λεντουαγιόν και την 19χρονη Λουντιβίν Σανιέρ. Ιδιοφυής προπονητής ο 30χρονος Φρανσουά Οζόν. Το παιδί που αφομοίωσε όσο κανείς άλλος της ηλικίας του τα διδάγματα δύο κολοσσών του Αmerican Εntairntemant Cinema, Έρνεστ Λιούμπιτς και Μπίλι Γουάιλντερ, με ίχνη Αγκάθα Κρίστι, πινελιές κιτς Τζόνι Γουότερς και με φανέλες σε στυλ Ντιόρ. Το πιο πικάντικο κοκτέιλ που είδα τα τελευταία χρόνια. Με δυο λόγια, η τακτική που ακολούθησε ο προπονητής των θηλυκών «πετεινών» βασίζεται στους εξής διαχρονικούς παράγοντες: ταινία - στούντιο, δηλαδή τραμπάλα μεταξύ θεατρικής σκηνής και εναλλασσόμενης κινηματογραφικής εικόνας. Δοκιμασμένο κείμενο (από το έργο του Ρομπέρ Τομά «8 Γυναίκες κατηγορούνται»). Σπινθηροβόλοι διάλογοι με καταιγιστικούς ρυθμούς, ώστε να γρονθοκοπείται ανελέητα η προσοχή του θεατή. Εξαιρετικό καστ, ώστε κάθε ηθοποιός να ταιριάζει γάντι με τον ρόλο του, και διαρκής κλιμάκωση με μοναδικό άξονα το εσωτερικό στριπτήζ και των 8 γυναικών. Ο μύθος θυμίζει τους «10 μικρούς Νέγρους». Κάποια χιονισμένη ημέρα, σε μια απομονωμένη, εξοχική κατοικία, πεθερά, σύζυγος, κουνιάδα, αδερφή, κόρες, καμαριέρα και υπηρέτρια ανακαλύπτουν τον κόκορα του σπιτιού νεκρό μ' ένα μαχαίρι στην πλάτη. Ο άνθρωπος που τις πότιζε, τις τάιζε, τις πόδενε και τις έντυνε, έκανε φτερά. Αποκλεισμένες από τον υπόλοιπο κόσμο, αρχίζουν να παριστάνουν τον Ηρακλή Πουαρό, για να βρουν την άτιμη που τόλμησε να διαπράξει έναν τέτοιο φόνο. Αποτέλεσμα; Αναμενόμενο. Όλες, μα όλες, είχαν τους λόγους τους να σκοτώσουν. Δεύτερο και εντελώς ξεκαρδιστικό αποτέλεσμα; Μαλλιοτραβήγματα, τζιβιτζιλίκια μεταξύ Ντενέβ - Αρντάν και πλήρης κατάρρευση της οικογενειακής μπουρζουαζίας. Η μαφία εγκατεστημένη σε σπίτι αξιοσέβαστης οικογένειας, φορώντας πανάκριβα φουστάνια και καπνίζοντας πίπα σε στυλ Γκίλντα, να τραγουδάει μερικά από τα πιο γλυκανάλατα άσματα της γαλλικής δισκογραφίας του '50 και να ανταλλάσσει φιλοφρονήσεις του επιπέδου «μωρή», «χαμένη», «κακούργα», «πουτάνα», «τρελή», «παλιόγρια» και άλλα τέτοια. Να πέφτεις χάμω από τα γέλια. Αν ζούσε ο Ντέιβιντ Ο'Σέλζνικ - ένας από τους πιο θρυλικούς παραγωγούς που έβγαλε ποτέ το Χόλιγουντ - το πρώτο πράγμα που θα έκανε, θα ήταν να «αγοράσει» τον Οζόν για προπονητή της αμερικανικής ομάδας. Για έναν και μοναδικό λόγο. Είναι ο μοναδικός σκηνοθέτης των ημερών μας που βγάζει την κομεντί από τη μούχλα, την απαλλάσσει από το γλειφιτζούρι μιας Τζούλια Ρόμπερτς και την παραδίδει άσπιλη προς τέρψιν θεατών με κάποιον δείκτη ευφυΐας. Που πάει να πει, πως δεν ντρέπεσαι για τα γέλια που σου προκαλούν αυτά τα φαιδρά και τα ευτράπελα. Άλλωστε, συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες. Μεταξύ μας τώρα, έτσι δεν είναι; |