La Virgen de los sicarios. Κολομβία/Γαλλία/Ισπανία, 2000. Σκηνοθεσία: Μπάρμπετ Σρέντερ. Σενάριο: Φερνάντο Βαγιέχο (από μυθιστόρημά του). Ηθοποιοί: Γκερμάν Χαραμίγιο, Αντερσον Μπαλεστέρος, Χουάν Νταβίντ Ρεστρέπο, Μανουέλ Μπουσκέ. Διάρκεια: 98 λεπτά.
Ο έρωτας ανάμεσα σ' ένα μεσήλικο συγγραφέα κι ένα δεκαεξάχρονο δολοφόνο με φόντο μια πόλη που την κυβερνά ο τρόμος και το χάος, σε μια ταινία που συνδυάζει με εκπληκτική άνεση το ρεαλιστικό με το σουρεαλιστικό. ΟΜπάρμπετ Σρέντερ δεν έχει πάψει να μας εκπλήσσει με σχεδόν κάθε ταινία του. Φτάνει να θυμηθούμε «Το γύρισμα της τύχης» και «Το φιλί του θανάτου». Τη φορά αυτή, με την ταινία του «Η μαντόνα των δολοφόνων», που είδαμε στο περσινό Φεστιβάλ της Βενετίας, στρέφεται στη σημερινή Κολομβία του καρτέλ, των συχνών δολοφονιών και της βεντέτας, για να μας αφηγηθεί μια ιστορία ερωτικού πάθους που φέρνει στο νου τα έργα του Ζαν Ζενέ. Ο Φερνάντο Βαγιέχο, ένας πενηντάρης συγγραφέας (το σενάριο έγραψε ο ίδιος ο συγγραφέας με βάση ένα μυθιστόρημά του), επιστρέφει ύστερα από 30 χρόνια στη γενέτειρά του, τη Μεντεγίν, για ν' ανακαλύψει ότι η πόλη έχει αλλάξει ριζικά: το καρτέλ της κοκαΐνης φαίνεται να κυριαρχεί, με τις διάφορες συμμορίες να συγκρούονται μεταξύ τους, φτωχά νεαρά παιδιά να προσλαμβάνονται ως δολοφόνοι και να σκορπούν τον τρόμο στους πολίτες, ενώ ένα μεγάλο μέρος της πόλης έχει καταστραφεί για να δώσει τη θέση της στη διέλευση ενός εναέριου σιδηροδρόμου. Σε μια τέτοια πόλη, όπου κυριαρχεί ο τρόμος και το χάος, γεννιέται ο παθιασμένος έρωτας ανάμεσα στον Φερνάντο κι ένα δεκαεξάχρονο αγόρι-δολοφόνο... Ο Σρέντερ χρησιμοποίησε (με τρόπο πρέπει να πούμε εξαιρετικό) την ψηφιακή τεχνολογία για να αφηγηθεί την ιστορία του, καταγράφοντας, από τη μια, με δύναμη και πάθος τον έρωτα που αναπτύσσεται ανάμεσα σ' ένα συγγραφέα που ξεκινά αποζητώντας το θάνατο κι ένα νεαρό δολοφόνο που βρίσκει σ' αυτόν ένα σκοπό στην αιματοβαμμένη πορεία του, κι από την άλλη, με μια ματιά ντοκυμαντεριστική την όλη κατάσταση που κυριαρχεί μέσα στην πόλη, με τα «αδέσποτα» αγόρια, τις συχνές, καθημερινές δολοφονίες (σε σημείο που έχουν πάψει να εκπλήσσουν τους κατοίκους), και βέβαια τη φτώχεια που κυριαρχεί και καθορίζει τα πάντα. Η μηχανή του κινείται ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το φανταστικό (σουρεαλιστικό ίσως να είναι καλύτερη περιγραφή), παρασύροντάς μας με τη δύναμη αλλά και την ομορφιά (συχνά άγρια) των εικόνων της. Μια εξαιρετική ταινία, αναμφισβήτητα από τις μικρές, ευπρόσδεκτες, εκπλήξεις της νέας κινηματογραφικής σεζόν. «Η Μαντόνα των δολοφόνων» (La Virgen de los Sicarios έτσι ακριβώς όπως τιτλοφορείται το μυθιστόρημα του Φερνάντο Βαλέχο), αναδύεται με τη λάμψη μικροσκοπικού αδάμαντα, ο οποίος αιφνιδιαστικά εξέρχεται μέσα από τις χωματερές του Τρίτου Κόσμου. Εν προκειμένω, της Κολομβίας. Δηλαδή, της δημοκρατικής... χούντας, της αμερικανικής κοκαΐνης, της νεοϋορκέζικης μαφίας και της παγκοσμιοποιημένης περιφρόνησης σε κάθε ίχνος «ευτελούς» ζωής. Από αυτό το κολασμένο οδοιπορικό ενός διάσημου ομοφυλόφιλου πενηντάρη συγγραφέα του ίδιου του Βαλέχο φυσικά που από την... αυτοεξορία επιστρέφει στα πάτρια εδάφη για να γλεντήσει τα τελευταία «επιπλέον» χρόνια της ζωής του, δύο στιγμές καρφώθηκαν στη μνήμη μου. Η πρώτη, όταν με τα χέρια υψωμένα και ανοιχτά προς τον ανελέητο καταγάλανο ουρανό της μεταλλαγμένης γενέτειρας του Μεντεγίν καλεί τα κοράκια να τον πάρουν από τη ζωή και να τον πετάξουν μακριά προς την ελευθερία. Και η δεύτερη, όταν έχει πιει, έχει σκάσει και έχει μεθύσει από τον βούρκο ενός τόπου, μιας πόλης, μιας χώρας, ενός κόσμου που οδεύει προς τον Άδη, και με μια απίστευτη «στροφή» προφητικής αισιοδοξίας προειδοποιεί τους μελλοθάνατους πως τίποτα, μα τίποτα, δεν θα μείνει όπως είναι. Όλα θα αλλάξουν, γιατί το σύμπαν, από τον άνθρωπο μέχρι τη μαύρη τρύπα, είναι ύλη και διαρκώς κινείται! Προσχηματικά, αν θέλει να το δει κανείς έτσι, η «Μαντόνα» είναι μία ακόμη ερωτική ομοφυλοφιλική ιστορία. Αλλά, διάολε, δεν είναι έτσι. Η ερωτική αυτή «παρέκκλιση» του Βαλέχο ταιριάζει γάντι με τη σκέψη του και με τη γεωγραφία της ιστορίας. Λες και είναι το μοναδικό του καταφύγιο, η μοναδική του αντίδραση απέναντι στη γενική τερατική παραμόρφωση. Όλα και όλοι έχουν συμφιλιωθεί με πάσης φύσεως παρεκκλίσεις. Τα παιδιά με τα όπλα, οι νέοι με τον θάνατο, οι φτωχοί με τη μιζέρια, οι πλούσιοι με τη μαφία, οι πολιτικοί με την αναισθησία και το ψέμα και η Εκκλησία με την ευλογία αυτής της παγκοσμιοποιημένης παράνοιας. «Αν υπάρχει θεός, τότε είναι φρικτός»! Βλάσφημος έως εκεί που δεν παίρνει, απελπισμένος μέχρι τον θάνατο και ρεαλιστής σε βαθμό κυνικού... κακουργήματος. Όμως, όσο βλάσφημος είναι προς τα θεία και την Εκκλησία, άλλο τόσο προσκυνητής της άγιας και σιωπηρής αξιοπρέπειας είναι (η Αρχή του Μπουνιουέλ ποτέ δεν πεθαίνει). Όσο κολυμπάει στην τρικυμία τόσο ελπίζει στη σωτηρία· και όσο κυνικά σχολιάζει την τερατοποίηση της κοινωνίας, άλλο τόσο πεισματικά αρνείται να συμφιλιωθεί. Είναι σίγουρο. Η ποίηση, η αληθινή, «καταραμένη» ποίηση βγαίνει μέσα από την απόλυτη σαρκική ταύτιση με το μηδέν. Η «Μαντόνα» πυροβολεί ανελέητα κάθε ίχνος συναίνεσης, απάθειας, συμφιλίωσης, σύμβασης και παραδοχής. Όποιος αντέξει τις γροθιές της, υπάρχει πιθανότητα να αναλογιστεί και να πάρει θέση στο ίδιο ερώτημα που αιώνες τώρα μαστιγώνει κάθε ζωντανή συνείδηση: Πολιτισμός ή βαρβαρότητα; |