The Navigators. Βρετανία, 2001. Σκηνοθεσία: Κεν Λόουτς. Σενάριο: Ρομπ Ντόουμπερ. Ηθοποιοί: Ντιν Αντριους, Τομ Κρεγκ, Τζο Ντατίν, Στιβ Χούισον. Διάρκεια: 92 λεπτά. Τα τραγικά αποτελέσματα της ιδιωτικοποίησης, μέσα από την ιστορία μιας ομάδας εργατών στους βρετανικούς σιδηροδρόμους, σε μια ταινία δοσμένη με χιούμορ αλλά και κριτικό μάτι. ΟΒρετανός Κεν Λόουτς είναι από τους σκηνοθέτες εκείνους που αντλούν θέματα από την πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας του, και όχι μόνο, για να φτιάξει ταινίες το ίδιο συναρπαστικές όπως και μια καλή παραδοσιακή ταινία. Κι αυτό γιατί ξέρει να συνδυάζει την πολιτική θέση με καταστάσεις πολιτικά ξεκάθαρες και χαρακτήρες ολοκληρωμένους, που μιλούν μια συνηθισμένη, αληθινή γλώσσα. Φτάνει να θυμηθούμε ταινίες του όπως το Ladybird., Ladybird» «Βροχή από πέτρες» «Γη και ελευθερία» ή «Ψωμί και τριαντάφυλλα». Τα ίδια στοιχεία συναντάμε και στη νέα του ταινία «Ο Πολ, ο Μικ και οι άλλοι» σ' ένα σενάριο γραμμένο από σιδηροδρομικό που πέθανε λίγο μετά το τέλος των γυρισμάτων της ταινίας -ο πρωτότυπος τίτλος «The Navigators» ήταν η ονομασία που έδιναν το 19ο αιώνα οι Ιρλανδοί εργάτες στους σιδηροδρόμους, αναφορά στις μεσαιωνικές συνθήκες που επικρατούσαν τότε. Ο Πολ, ο Μικ και η παρέα τους εργάζονται εδώ και χρόνια στη συντήρηση των βρετανικών σιδηροδρόμων. Ωσπου, το 1995, με την ιδιωτικοποίηση των σιδηροδρόμων οι συνθήκες εργασίας αλλάζουν, ορισμένοι εργάτες αναγκάζονται να αποχωρήσουν παίρνοντας μικρή αποζημίωση, ενώ όσοι δέχονται να παραμείνουν αφήνονται σχεδόν απροστάτευτοι, το σωματείο χάνει την ισχύ του, οι κανόνες ασφαλείας τηρούνται ολοένα και λιγότερο, ενώ προσλαμβάνονται ανειδίκευτοι εργάτες και οι δουλειές γίνονται πρόχειρα. Ολα για χάρη ενός μεγαλύτερου κέρδους. Πολύ σύντομα η ιδιωτικοποίηση αρχίζει να δείχνει το αληθινό, απάνθρωπο πρόσωπό της, επηρεάζοντας την ιδιωτική ζωή των εργατών, καταστρέφοντας τις σχέσεις αλληλεγγύης ανάμεσά τους και οδηγώντας σε τραγικά αποτελέσματα. Ο Λόουτς ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο ως μέλος όμως μιας συγκεκριμένης κοινωνίας: είτε αυτός είναι εργάτης, είτε μετανάστης, είτε αγωνιστής της ελευθερίας είτε απλός υπάλληλος. Εκείνο που γι' αυτόν έχει σημασία είναι η καθημερινή ζωή του και πώς αυτή επηρεάζεται από τη δουλειά του και τους ανθρώπους γύρω του. Ανθρώπους που αποτελούν την κοινωνία, που ακολουθούν τις συμβάσεις αλλά και τα συμφέροντά της (ουσιαστικά οικονομικά), καθορίζοντας την τύχη του κάθε μέλους της. Η ιδιωτικοποίηση, που έγινε από την κυβέρνηση της κυρίας Θάτσερ, έδωσε στον Λόουτς την ευκαιρία να φέρει στην επιφάνεια την παράλογη λογική μιας ελεύθερης αγοράς που, τελικά, όχι μόνο δεν απέδωσε τα αναμενόμενα κέρδη αλλά οδήγησε τον εργάτη σε αδιέξοδο. Χωρίς προσπάθεια διδακτικότητας, χρησιμοποιώντας, στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, τη μορφή της κωμωδίας, για να μας αποκαλύψει τη γελοιότητα και τον παραλογισμό μιας τέτοιας πολιτικής, ο Λόουτς δεν διστάζει ν' αλλάξει την κατάλληλη στιγμή, και με άνεση, το στιλ του, για να μας δείξει την τραγική πλευρά της πολιτικής αυτής, με τις απολύσεις, τους εκτροχιασμούς τρένων, με νεκρούς και τραυματίες, και άλλα «ατυχήματα» που, ορισμένες φορές, αναγκάζουν τους εργάτες να μετατραπούν σε εγκληματίες. Μια ταινία-μαρτυρία μιας συγκεκριμένης εποχής και μιας καταδικαστέας κοινωνικής πολιτικής που αγνοεί το άτομο για χάρη του κέρδους.
Ο Κεν Λόουτς εκτροχιάστηκε Συνεπής, τίμιος, συγκροτημένος, αλλά μονότονος και κουρασμένος. Οι «Νavigators» - που ελληνικώς αποδόθηκε «Ο Πολ, ο Μικ και οι άλλοι» - μία ιστορία βρετανικής νεοφιλελεύθερης τρέλας, απέφερε τον εκτροχιασμό στον αριστερό συρμό τού Κεν Λόουτς. Νavigators είναι η λαϊκή ονομασία των Βρετανών σιδηροδρομικών υπαλλήλων. Και η ιστορία έχει να κάνει με τη μετεξέλιξη και τη μετάλλαξη που προκάλεσε στους προλετάριους των τρένων η περιβόητη ιδιωτικοποίηση των βρετανικών σιδηροδρόμων. Όχι μόνο δεν κατέληξε σε θρίαμβο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, αλλά, αντιθέτως, μετέτρεψε το καμάρι της βρετανικής αυτοκρατορίας στο πλέον επίφοβο μέσο μεταφοράς. Το χρονικό που περιγράφει ο Κεν Λόουτς αποτελεί μία πρώτης τάξεως προσφορά σ' εκείνα τα συνδικάτα που επιμένουν να είναι δεμένα με το άρμα του Δημοσίου, παρά να ελπίζουν στην «ελευθερία» της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Μια χούφτα συντηρητές των σιδηροτροχιών σπάνε πλάκα με την αλλαγή νοοτροπίας λόγω ιδιωτικής εκποίησης της σιδηροδρομικής περιουσίας του Δημοσίου. Όμως εντός μερικών ημερών το χαμόγελο εξαφανίζεται από τα χείλη τους. Η ανεργία, η ανασφάλεια και ο σκληρός ανταγωνισμός καταστρέφουν την παροιμιώδη εργατική αλληλεγγύη και το σύνθημα «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» διεισδύει μέχρι το κρεβάτι του σπιτιού τους. Γνωστή ιστορία, γνωστά αποτέλεσματα, γνωστό επιμύθιο. Η Θάτσερ για τους λίγους, η κόλαση για τους πολλούς. Η πρώτη ώρα είναι παράδοση μαθήματος σκηνοθετημένου ντοκιμαντέρ. Απίστευτη φυσικότητα στις ερμηνείες, ρεαλιστική σκηνοθεσία και προλεταριακό χιούμορ. Όμως, μετά τα πρώτα δέκα λεπτά, η μονότονη επανάληψη του ίδιου μοτίβου προκαλεί βαθιά χασμουρητά. Μετά το δεύτερο ημίχρονο επικρατεί μικρή ανάφλεξη, αλλά είναι πλέον αργά. Τελικώς, η εργατική ομάδα του Κεν Λόουτς φεύγει από το γήπεδο ηττημένη, αλλά με το κεφάλι ψηλά. Πώς λέμε για κάποιον, «είναι φτωχός, αλλά τίμιος»; Κάπως έτσι! |