Baran. Ιράν, 2001. Σκηνοθεσία-σενάριο: Μαζίντ Μαζιντί. Ηθοποιοί: Χοσεΐν Αμπεντινί, Ζάχρα Μπαχράμι, Μοχάμαντ Ρέζα Νάζι, Χοσεΐν Ματζούμπ. 99 λεπτά. Μια ρομαντική ερωτική ιστορία ανάμεσα σ' έναν Ιρανό και μια Αφγανή κοπέλα σε μια ταινία δοσμένη με τρυφερότητα, λυρισμό, συγκίνηση και δύναμη. Αν σήμερα υπάρχει ένας κατ' εξοχήν ανθρωποκεντρικός κινηματογράφος, αυτός είναι ο ιρανικός. Ένας κινηματογράφος που απέναντι στον αμερικανικό κινηματογράφο των ειδικών εφέ και γενικά της νέας τεχνολογίας αντιπαρατάσσει έναν κινηματογράφο ανθρώπινο, που ασχολείται με τα καίρια προβλήματα που αντιμετωπίζει το άτομο σε μια μεταβατική κοινωνία. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που σκηνοθέτες όπως οι Αμπάς Κιαροστάμι, Μόσεν Μαχμαλμπάφ, Μπαμπάκ Παγιαμί, Μαζίντ Μαζιντί και άλλοι κατάφεραν να συγκινήσουν το δυτικό κοινό με τις ταινίες τους. Στη νέα του ταινία «Μπαράν» (αλήθεια, γιατί το όνομα της νεαρής πρωταγωνίστριας μεταφράστηκε σε «Βροχή»;) ο Μαζίντ Μαζιντί, γνωστός μας ήδη από τις θαυμάσιες ταινίες του «Τα παιδιά του Παραδείσου» και «Το χρώμα του Παραδείσου», καταπιάνεται με το θέμα των Αφγανών προσφύγων στο Ιράν, που όταν γυριζόταν η ταινία ο αριθμός τους έφτανε το ενάμισι εκατομμύριο και που με τον πόλεμο πρέπει να έχει αυξηθεί σημαντικά. Θέμα που το αντιμετωπίζει μέσα από μια «συνηθισμένη», ρομαντική ερωτική ιστορία, δοσμένη με λιτότητα, με την ποίηση και την αφέλεια των ιστοριών κάποιου αρχέγονου μύθου ή παραμυθιού. Ο νεαρός, ανώριμος Λατίφ, από τους λιγοστούς Ιρανούς που εργάζονται σε εργοτάξιο όπου το εργατικό προσωπικό αποτελείται βασικά από κακοπληρωμένους -που εργάζονται παράνομα- Αφγανούς μετανάστες, είναι το παιδί για όλες τις δουλειές, που αγοράζει τρόφιμα, μαγειρεύει για τους εργάτες και τους προσφέρει τσάι. Ώσπου, εξαιτίας του τραυματισμού ενός Αφγανού στο εργοτάξιο έρχεται να δουλέψει ο Ραχμάτ, ο μικρός, αδύναμος γιος του, που τελικά παίρνει τη θέση του Λαφίτ, ενώ ο τελευταίος αναγκάζεται να αναλάβει δύσκολη χειρωνακτική εργασία. Στην πραγματικότητα τεμπέλης και μνησίκακος γιατί του πήρε άλλος την εύκολη δουλειά του, ο Λαφίτ αρχίζει να σαμποτάρει τον Ραχμάτ. Η ζωή του όμως αναστατώνεται όταν ξαφνικά ανακαλύπτει ότι ο Ραχμάτ είναι στην πραγματικότητα ένα όμορφο κορίτσι, η Μπαράν, που αναγκάζεται να μεταμφιεστεί σε αγόρι για να μπορεί, σε μια κοινωνία όπου η γυναίκα είναι υποχρεωμένη να ζει χωριστά από τους άντρες, να δουλεύει για να βοηθά οικονομικά την οικογένειά της. Ανακάλυψη που οδηγεί τον Λαφίτ στο να συνειδητοποιήσει τα προβλήματα των μεταναστών και να ωριμάσει. Η πορεία αυτή του Λαφίτ προς την ωρίμανση δίνει την ευκαιρία στον Μαζιντί να φτιάξει μερικές από τις πιο τρυφερές και όμορφες σκηνές της ταινίας: η ξαφνική ανακάλυψη του μυστικού του Ραχμάτ, με τον ήχο να «σβήνει» και την εικόνα να αποκτά ποιητική διάσταση, οι προσπάθειες του Λαφίτ να συναντά όσο το δυνατό πιο συχνά την Μπαράν βρίσκοντας διάφορες δικαιολογίες για να φεύγει από τη δουλειά (στο νου έρχεται η ταινία «Μέσα από τους ελαιώνες» του Κιαροστάμι), οι πάντα σιωπηλές «συναντήσεις» των δύο νέων όπου όλα λέγονται μέσα από τα βλέμματά τους, η προσπάθεια του Λαφίτ να βοηθήσει την οικογένεια της Μπαράν καθώς και διάφορες άλλες, γυρισμένες με αίσθηση του χώρου αλλά και της αυθεντικότητας των αισθημάτων, σκηνές, γεμάτες ευπρόσδεκτες εκπλήξεις που ο θεατής ανακαλύπτει σταδιακά σε μια ταινία που βλέπεται με ξεχωριστή, ατόφια συγκίνηση.
Παιδιά του Παραδείσου Μα πώς γίνεται; Η πιο ρακένδυτη χώρα της κινηματογραφικής υφηλίου να παράγει μία από τις πιο άρτια οργανωμένες και σκηνοθετημένες ταινίες της χρονιάς; Να υποκλινόμαστε; Τουλάχιστον. Δεν υπάρχει περίπτωση το Ιράν να φύγει από διεθνές φεστιβάλ χωρίς κάποια διάκριση. Δεν υπάρχει περίπτωση ταινία από την ίδια χώρα να μην αποσπάσει τα ευνοϊκότερα σχόλια και δεν υπάρχει περίπτωση να βγεις από την αίθουσα χωρίς δάκρυα και χωρίς την ίδια απορία: Μα, πώς κι αυτό το θαύμα; Το «Βaran» - Βροχή - του Μαγίντ Μαγιντί είναι μέσα στις πέντε πιο σπουδαίες κινηματογραφικές επιτεύξεις αυτής της χρονιάς. Και το πιο ανατριχιαστικό, αυτό που μπορεί να προκαλέσει γενική αυτοκριτική σε όλους τους σπουδαγμένους κύκλους των δυτικών κινηματογραφιών - εξαιρουμένης της Ελλάδας, στην οποία επικρατεί γενική και μαζική μακαριότητα - είναι μια διαπίστωση που μπορεί να αναγκάσει ακόμα και τον πιο ψυχρό χειρουργό της Ευρώπης - τον Αυστριακό Μίκαελ Χάνεκε, ας πούμε - σε αυτοχειριασμό. Πώς, διάολε, γίνεται πίσω από αυτή την αθώα ιστορία, πίσω από αυτές τις πρωτογενείς συγκινήσεις ιταλικού νεορεαλισμού, να λειτουργεί τόσο έξοχα, τόσο οργανωμένα, τόσο ελεγχόμενα, ένας σκηνοθετικός εγκέφαλος προερχόμενος από μια τέτοια χώρα; Θεέ μου, αρχίζω να πιστεύω στην ύπαρξή σου. Η έλευση ενός Ρομπέρτο Ροσελίνι είχε προαναγγελθεί από την Αναγέννηση. Αυτό το καταλαβαίνω. Αλλά η συνέχειά του, η μετενσάρκωσή του, να συντελείται στο Ιράν; Αυτό είναι που δεν καταλαβαίνω. Και δεν το καταλαβαίνω για έναν οφθαλμοφανή λόγο: Εκείνο που τελικά μένει - μετά την πρώτη ανάγνωση, μετά το πρώτο παλιρροϊκό κύμα που αναταράζει τους δακρυγόνους αδένες - είναι τα τρία κριτήρια που διακρίνουν ένα λαϊκό μελόδραμα της πεντάρας από ένα έργο τέχνης. Ο χρόνος, ο χώρος και οι ερμηνείες. Κλείστε τ' αυτιά σας, βάλτε έναν κόφτη στην καρδιά σας για να αποφύγετε την οποιαδήποτε ανάμειξη των αισθημάτων σας σε αυτή την Χικμετική πλημμυρίδα. Και αφού τα κάνετε όλα αυτά, αφήστε τα όλα στη... χωρογραφία. Ακόμα και τα τούβλα, το νερό, το ποτάμι, η λάσπη, οι δρόμοι, το μπετόν, τα δέντρα, κάθε αντικείμενο, κάθε φόντο, κάθε σπιθαμή χώρου παίζουν. Τι είπα; Παίζουν; Λάθος. Διαπρέπουν! Με απλά λόγια. Ο απίστευτος αυτός Ιρανός με το όνομα Μαγίντ Μαγιντί είναι τόσο πλήρως εξοπλισμένος, τόσο άριστος γνώστης του... σπορ, που μπροστά του τα 3/4 των φετινών υπογραφών καλά θα κάνουν να καθήσουν στον πάγκο των αναπληρωματικών. Χρησιμοποιώντας μια αφελή - εκ πρώτης όψεως - ιστορία και έχοντας απόλυτη γνώση του μηχανισμού του λαϊκού μελοδράματος, παίζει με την επιδεξιότητα ενός πρωταθλητή - και στα δύο «ταμπλό». Ταυτοχρόνως και λαϊκότητα και πολυπλοκότητα. Η αθάνατη φόρμουλα, που καθιερώθηκε από την εποχή του ογκόλιθου Τσάρλι Τσάπλιν και που έκτοτε όσοι την αφομοίωσαν και την χρησιμοποίησαν εκτόξευσαν τον κινηματογράφο στα ύψη που του αξίζει. Ο εξωτερικός φλοιός της ιστορίας είναι τόσο εύθραυστος και ευανάγνωστος, όσο είναι ένα παραμύθι βρεφονηπιακού σταθμού. Παιδαρέλι από την Τεχεράνη που δουλεύει σε οικοδομή ερωτεύεται νεαρή λαθρομετανάστρια από το Αφγανιστάν, που δουλεύει στην ίδια οικοδομή μεταμφιεσμένη σε αγόρι, προκειμένου να εξασφαλίσει το μεροκάματο του τρόμου! Η συνέχεια είναι το «Κοπάδι» του Γκιουνέι και το «Έγκλημα αγάπης» του Κομεντσίνι μαζί! Οι λεβέντες του Ρέππα του Ιράν καταδιώκουν τους λαθρομετανάστες, το κορίτσι εξαφανίζεται και ο ερωτοχτυπημένος προλετάριος τα δίνει όλα με μοναδικό, αποκλειστικό σκοπό μία ματιά της, ένα βλέμμα της, ένα ανεπαίσθητο άγγιγμά της. Αυτό που επακολουθεί είναι η ζωντανή ενσάρκωση της απόλυτης ταύτισης του έρωτα με την αλληλεγγύη και της αυτοθυσίας με τον ουμανισμό. Που πα' να πει... Ταινιάρα με τα όλα της. Και με τα λόγια του Παλαμά, παραμερίζουμε, Ποιητή, για να περάσεις! |