Bloody Sunday. Βρετανία/Ιρλανδία, 2002. Σκηνοθεσία-σενάριο: Πολ Γκρίνγκρας. Ηθοποιοί: Τζέιμς Νέσμπιτ, Νίκολας Φάρελ, Τιμ Πίγκοτ-Σμιθ, Αλαν Γκίλντι. 107 λεπτά. Η εν ψυχρώ δολοφονία 13 διαδηλωτών στη Βόρεια Ιρλανδία στη διάρκεια μιας ειρηνικής διαδήλωσης, δοσμένη σε μια συγκλονιστική ταινία με ένα σχεδόν ντοκιμαντεριστικό στιλ, που κέρδισε τη Χρυσή Αρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου. Σ'ένα αληθινό γεγονός στηρίζεται η ιστορία της ταινίας του Πολ Γκρίνγκρας: το βάψιμο στο αίμα από τους Βρετανούς αλεξιπτωτιστές των κατοχικών βρετανικών στρατευμάτων της ειρηνικής διαδήλωσης για τα πολιτικά δικαιώματα των άοπλων πολιτών του Ντέρι της Βόρειας Ιρλανδίας, που έγινε την Κυριακή 30 Ιανουαρίου 1972, καταλήγοντας σε 13 νεκρούς και 14 τραυματίες. Διαδήλωση που σηματοδότησε την αρχή του εμφύλιου πολέμου στη Βόρεια Ιρλανδία. Οι βρετανικές στρατιωτικές αρχές στην Ιρλανδία προσπάθησαν να καλύψουν τους αλεξιπτωτιστές τους και το απάνθρωπο αυτό αιματοκύλισμα, υποστηρίζοντας στην ανακοίνωσή τους στα μίντια ότι οι διαδηλωτές ήταν οπλισμένοι (αντίθετα, στην ταινία βλέπουμε ένα Βρετανό αξιωματικό να τοποθετεί βόμβα στα χέρια ενός νεκρού διαδηλωτή για να τον ενοχοποιήσει), κάτι που μέχρι σήμερα εξακολουθούν να υποστηρίζουν. Ο Γκρίνγκρας αναπαριστά το γεγονός με κάθε λεπτομέρεια, με τρόπο σχεδόν ντοκιμαντεριστικό, που θυμίζει εκείνο του «σινεμά-βεριτέ» (του κινηματογράφου-αλήθεια), καταφέρνοντας ταυτόχρονα να δημιουργεί και το σασπένς, δημιουργώντας τη σωστή αίσθηση του γεωγραφικού χώρου, ξεκινώντας από την προετοιμασία της διαδήλωσης, προχωρώντας στο ξεκίνημά της και καταγράφοντας με εκπληκτική πειστικότητα και δεξιοτεχνία την όλη εξέλιξή της, ενώ παράλληλα παρακολουθούμε και την όλη προετοιμασία αντιμετώπισής της τόσο από τα βρετανικά στρατεύματα και τους αλεξιπτωτιστές (που φαίνεται ν' ακολουθούν μια δική τους λογική «γερακιών») όσο κι από τις τοπικές αστυνομικές αρχές (με τις διαφορές και μικροσυγκρούσεις που δημιουργούνται μεταξύ τους), με τον Γκρίνγκρας να τελειώνει την ταινία του προφητικά, βάζοντας τον ήρωά του, τον ειρηνιστή βουλευτή Αϊβαν Κούπερ (Τζέιμς Νέσμπιτ), να λέει «θα θερίσετε τον άνεμο», ενώ νεαροί Ιρλανδοί μαζεύονται έξω από κάποιο αρχηγείο του IRA για να πάρουν όπλα. Μια ταινία-γροθιά στο στομάχι, που αξίζει και πρέπει να τη δει ο καθένας.
Έγκλημα χωρίς τιμωρία Μικρό, ελάχιστο, δείγμα επίκαιρης ιμπεριαλιστικής θηριωδίας αποκαλύπτεται στο αναπαραστατικό ντοκουμέντο του Βρετανού Πολ Γκρίνγκρας «Βloody Sunday». Η στιγμή της αλήθειας Τον περασμένο Φεβρουάριο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου μια ασήμαντη - εξωτερικά - παρουσία έφερε τα πάνω κάτω. Η απίστευτη τεχνική επιδεξιότητα ενός ντοκιμαντερίστα, η πλήρης, άρτια και ακριβής, αναπαράσταση ενός ματοβαμμένου περιστατικού που συνέβη πριν από 30 χρόνια και η παροιμιώδης βρετανική δημοσιογραφική αντικειμενικότητα μετέτρεψαν αυτήν την ασημαντότητα στο πιο φλογερό και πολυσυζητημένο γεγονός της Μπερλινάλε. Το συμβάν που περιγράφει λεπτό προς λεπτό ο Πολ Γκρίνγκρας είναι από μόνο του το πιο άγριο και αποκαλυπτικό «στριπτίζ» του british imperium, αλλά και κάθε imperium στη διαδρομή της ανθρωπότητας. Την Κυριακή 30 Ιανουαρίου του 1972, χιλιάδες άοπλοι, αθώοι, Καθολικοί Ιρλανδοί κατεβαίνουν στους δρόμους του Ντέρι πίσω από τη σημαία και τα λάβαρα της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (μία οργάνωση που αποτελούσε την πασιφιστική εκδοχή του αντίπαλου ΙRΑ). Το αγγλικό Πεντάγωνο αποφασίζει να δείξει τη δέουσα πυγμή και αποστέλλει έναν στρατιωτικό σύμβουλο και συντονιστή με τον βαθμό του στρατηγού, ενώ παράλληλα διατάζει τον ακροβολισμό Aγγλων κομάντος. Η συγκέντρωση απαγορεύεται, η ηγεσία των διαδηλωτών επιμένει και στο τέλος η Επιτροπή αποφασίζει να συμμορφωθεί και να αποτρέψει την πορεία από τον αρχικό της σχεδιασμό. Αντί δηλαδή να καταλήξουν (ας πούμε στην αμερικανική πρεσβεία) να κατευθυνθούν στην Πλατεία Κλαυθμώνος. Οι Βrits (όπως τους ονομάζουν οι Ιρλανδοί όλων των ηλικιών, των κοινωνικών στρωμάτων και των φύλλων) είναι αποφασισμένοι να... καταβροχθίζουν αυτούς τους άθλιους χούλιγκαν (όπως χαρακτηρίζουν τους πολίτες της Βόρειας Ιρλανδίας). Ο πυρετός ανεβαίνει, το καζάνι βράζει. Καμιά εκατοστή θερμόαιμοι δεκαοκτάρηδες ξεφεύγουν από την πορεία και αρχίζουν να εκτοξεύουν πέτρες προς τα οδοφράγματα που έχουν στήσει οι κομάντος. Αυτό ήταν. Οι Αγγλοι, οπλισμένοι σαν αστακοί, πέφτουν πάνω στο ψητό με λύσσα Αμερικανών στο Βιετνάμ. Αυτό που επακολουθεί ξεπερνάει ακόμα και το Μι Λάι. Ελεύθεροι σκοπευτές ρίχνουν στο ψαχνό και σκοτώνουν οτιδήποτε ζωντανό κινείται μέσα στο οπτικό τους πεδίο. Γυναίκες, άντρες, γέροι, παιδιά «σφάζονται» σαν πασχαλινά αμνοερίφια. Κάποιοι, μάλιστα, εκτελούνται εξ επαφής. Απίστευτο, ανατριχιαστικό, εφιαλτικό. Αποτέλεσμα, 13 νεκροί και 14 βαριά τραυματισμένοι. Ο γερμανικός στρατός Κατοχής των Καλαβρύτων θα τους έβγαζε το καπέλο. Η συνέχεια είναι ακόμα πιο αποκαλυπτική. Η έρευνα για τον καταλογισμό ευθυνών θυμίζει τις συνοπτικές διαδικασίες της ελληνικής χούντας. Η υπόθεση μπαίνει στο αρχείο, ο στρατηγός και οι αξιωματικοί προάγονται και παρασημοφορούνται από τη βασίλισσα Ελισάβετ. Τριάντα χρόνια αργότερα οι ψυχές των νεκρών εξακολουθούν να ζητούν δικαιοσύνη. Αν η τεχνική δεν είχε σταθεί στο ύψος των περιστάσεων το ντοκουμέντο θα περνούσε στα ψιλά. Όμως, σας βεβαιώ πως ουδέποτε άλλοτε είδα τέτοια πληρότητα και ολοκληρωτική πιστότητα. Κάθε γωνιά, κάθε πέτρα, κάθε κομπάρσος - και ο τελευταίος που μετά δυσκολίας φαίνεται στο πλάνο - υποδύονται τους ρόλους τους με πρωτοφανή αυθεντικότητα. Σε τέτοιο βαθμό που ο ανυποψίαστος θεατής είναι έτοιμος να βάλει το χέρι του στη φωτιά και να ορκιστεί πως αυτό που βιώνει στην οθόνη είναι αποτέλεσμα δεκάδων μηχανών που βρέθηκαν στον τόπο του εγκλήματος και κατέγραψαν στιγμή προς στιγμή όλες τις φάσεις της τραγωδίας. Το «Βloody Sunday» είναι αποτέλεσμα ακάματου μόχθου και κρυστάλλινης αλήθειας. Αποδεικνύει, δε, περίτρανα πως η πραγματικότητα ξεπερνάει σε φαντασία, σασπένς και βία και τον πιο ευφάνταστο σεναριογράφο του Χόλιγουντ! |