Otto e mezzo. Ιταλία, 1963. Σκηνοθεσία: Φεντερίκο Φελίνι. Σενάριο: Φεντερίκο Φελίνι, Τούλιο Πινέλι, Ενιο Φλαϊάνο, Μπρουνέλο Ρόντι. Ηθοποιοί: Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, Κλαούντια Καρντινάλε, Ανούκ Αιμέ, Σάντρα Μίλο, Μπάρμπαρα Στιλ. Διάρκεια: 180 λεπτά. Ημιαυτοβιογραφική ταινία, με τον Φελίνι να αντιμετωπίζει με τρόπο ποιητικό τα προβλήματα και τα αδιέξοδα του σκηνοθέτη. Επανέκδοση ενός από τα μεγάλα αριστουργήματα του κινηματογράφου. Ημιαυτοβιογραφική η όγδοη και μισή αυτή ταινία του Φεντερίκο Φελίνι, ταινία που και σήμερα δεν έχασε τίποτε από την ποίηση, την ομορφιά και τη δύναμη των εικόνων της. Η ιστορία στρέφεται γύρω από ένα σκηνοθέτη του κινηματογράφου, τον Γκουίντο (ένας έξοχος Μαστρογιάνι), άνθρωπο πολύ κοντά στο σκηνοθέτη Φελίνι, που, κουρασμένος από την προηγούμενη επιτυχία του, φτάνει σε μια λουτρόπολη για να ξεκουραστεί. Ακόμη όμως κι εκεί τον ακολουθούν τα πιο στενά σ' αυτόν πρόσωπα: η γυναίκα του (Ανούκ Αιμέ), η ερωμένη του (Σάντρα Μίλο) και ο παραγωγός του, που προσπαθούν να εκμαιεύσουν πληροφορίες σχετικά με την επόμενη ταινία, έργο επιστημονικής φαντασίας, που πρόκειται να γυρίσει. Παράλληλα με την «ακολουθία» του αυτή, που δεν τον αφήνει ήσυχο ούτε μια στιγμή, ο Γκουίντο, τόσο μέσα από σκηνές πραγματικότητας όσο και φαντασίας, αρχίζει ν' αντιμετωπίζει τα διάφορα καλλιτεχνικά του αδιέξοδα. Ο Φελίνι χρησιμοποιεί τις κινηματογραφικές του εμπειρίες αλλά και τις φαντασιώσεις του για να φτιάξει μια ταινία-σχόλιο πάνω στον ίδιο τον κινηματογράφο αλλά και την καλλιτεχνική διαδικασία, ενώ ταυτόχρονα κάνει και σχόλιο πάνω στον παραλογισμό της τότε εποχής, εκείνης της δεκαετίας του '60 που δεν απέχει και πολύ από τη σημερινή. Με σκηνές άλλοτε ποιητικές, άλλοτε εφιαλτικές, άλλοτε ονειρικές κι άλλοτε χιουμοριστικές (φτάνει ν' αναφέρω τις σκηνές με τους ασθενείς να περιφέρονται σαν υπνωτισμένοι στα ιαματικά λουτρά, εκείνες του σκηνοθέτη στο χαρέμι που προσπαθεί να «εξημερώσει» τις γυναίκες του ή εκείνες με μια παχύσαρκη Σαρακίνα να χορεύει στην παραλία μπροστά σε μια ομάδα σεξουαλικά πεινασμένων εφήβων), ο Φελίνι φτιάχνει μια από τις πιο ώριμες ταινίες του, ελεγειακό σχόλιο πάνω στον αιώνα που πέρασε. Μια ανεπανάληπτη ταινία, στην ατμόσφαιρα της οποίας συμβάλλει τόσο η θαυμάσια μουσική του Νίνο Ρότα όσο και η εμπνευσμένη μαυρόασπρη φωτογραφία του Τζιάνι ντι Βενάντζο. Μαγεία χωρίς... έλεος
Μετά το «8 1/2» το... χάος! Τόσο απλά Όποιος αποφασίσει να δρασκελίσει το κατώφλι που τον χωρίζει από το καλαμπόκι των κινηματογραφικών ορνιθοτροφείων στην απόλυτη μαγεία του Φεντερίκο Φελίνι, θα υποστεί σοβαρό ψυχικό κλονισμό. Και το πρώτο πράγμα που θα τραυλίσει εξερχόμενος από τη μοναδική Φελινιάδα - ηλικίας 40 ετών, παρακαλώ - θα είναι η εξής απλοϊκή απορία: Μα τι έβλεπα τόσο καιρό, εγώ ο μ...; Η συνύπαρξη, η σύμπτυξη, η συγχώνευση και η διαρκής συνεύρεση φαντασίας - πραγματικότητας, αλήθειας - ψέματος, φαντασιώσεων - ενοχών και η διαρκής μεταβίβαση από τον παρελθόν στο παρόν και από εκεί στην ουτοπία, είναι πρωτοφανής σε όλη τη διαδρομή του κινηματογράφου. Και ας με συγχωρέσουν οι ιστορικοί, αλλά μερικές στιγμές και μέσα στην απόλυτη εικαστική ευφορία που προκαλούν οι ασπόμαυρες εικόνες του απίστευτου αυτού μάγου της 7ης Τέχνης, ο θεατής μπαίνει στο εξής εξωφρενικό δίλημμα: τώρα τι βλέπω, μονομαχία Φελίνι - Μιχαήλ Αγγελου; Ο τίτλος αυτού του μεγαλουργήματος δηλώνει τον αριθμό των ταινιών που είχε υπογράψει ίσα με τότε (1963) ο πληθωρικός ντοτόρε της ιταλικής οθόνης. Οκτώμισι ταινίες (η μισή προήλθε από σπονδυλωτή συνεργασία του με άλλους σκηνοθέτες). Και είναι το δεύτερο - μετά την «Ντόλτσε βίτα» - έργο του με το οποίο καταστρατηγεί όλους τους κανόνες της ρεαλιστικής αφηγηματικής γραφής. Και όπως λένε οι μεγάλοι δάσκαλοι του μουσικού αυτοσχεδιασμού, η απόλυτη ελευθερία - δηλαδή ο αυτοσχεδιασμός - προϋποθέτει βαθιά γνώση των αισθητικών ορίων και κανόνων και απίστευτη αυτοπειθαρχία. Ούτε σενάριο ούτε στόρι. Απλώς, η οθόνη πλημμυρίζει από τον χείμαρρο του υποσυνείδητου. Η απόλυτη απογύμνωση του απωθημένου, των οραμάτων, των πιο κρυφών πλευρών του ταραγμένου, ενοχικού αλλά και δεσποτικού «εγώ» ενός μεγάλου καλλιτέχνη που βρίσκεται σε πλήρη διάσταση και δυσαρμονία με την υποκειμενική του πραγματικότητα. Όποιος αποπειραθεί να συσχετίσει την αυτοβιογραφία του Μπέργκμαν στις «Αγριες φράουλες» με το «Μezzo otto» (8 1/2) του Φελίνι είναι θύμα της οφθαλμαπάτης. Γιατί πρώτον, το εργαλείο του Φελίνι είναι η εικόνα (του Μπέργκμαν ο λόγος και το θέατρο) και γιατί δεύτερον, η ιδεολογική προσέγγιση του Σουηδού είναι θρησκευτική και άκρως ενοχική, ενώ του Φελίνι είναι αναρχική, ερωτική και παγανιστική. Με λίγα λόγια, ο Μπέργκμαν είναι ένας μετανοημένος, εξομολογούμενος προσκυνητής, ενώ ο Φελίνι είναι ένας αδιόρθωτος και αμετανόητος βλάσφημος. Κοροϊδεύει τους συνεργάτες του, φλερτάρει και λιγουρεύεται τις φιλενάδες των φίλων του, ηδονίζεται στην ιδέα του απόλυτου αρσενικού που μαστιγώνει όλα τα θηλυκά πλάσματα της ζωής του και ονειρεύεται έναν κόσμο όπου όλοι και όλες είναι τα αξιοθέατα ενός τσίρκου με τον ίδιο στον ρόλο του απόλυτου αφέντη και θηριοδαμαστή. Με λίγα λόγια, «όλος ο πολιτισμένος κόσμος είμαι εγώ και όλοι οι άλλοι είναι άγρια θηρία και σκλάβοι». Εξοργιστικό, υβριστικό, αντιδραστικό, μεσαιωνικό, ρατσιστικό, αλλά πέρα ως πέρα αληθινό. Γιατί μόνο αυτός τόλμησε να εικονογραφήσει τόσο ακραία το υπεροπτικό, αλλαζονικό «εγώ» κάθε καλλιτεχνικής φύσης. Ας μην κοροϊδεύομαστε. Κάθε καλλιτέχνης - από το μειράκιο μέχρι τον σπουδαιότερο - είναι πεπεισμένος πως ύστερα απ' αυτόν επικρατεί... χάος! Όλα αυτά θα ήταν απλώς μεγαλόστομες, υπερφίαλες μπούρδες, που θα μας άφηναν παντελώς αδιάφορους, αν αυτή η αχαλίνωτη εκτόξευση του φελινικού-φαλλικού εγώ δεν συνοδευόταν από μια απίστευτα οργιαστική πανδαισία συνόλων. Η εικαστική μεταμόρφωση των χώρων και των προσώπων απ' αυτό που είναι στο αντίθετό τους, από κοινούς θνητούς και συνηθισμένους τόπους, σε καταραμένες αγιογραφίες και σατανικές τοιχογραφίες, κατατάσσει το έργο σε ένα από τα σπουδαιότερα αριστοτεχνήματα στην ιστορία όλων των Τεχνών. Αρκεί μόνο να σας πω ότι τα 5.000 μέλη της Ακαδημίας του Χόλιγουντ όχι μόνο υποκλίθηκαν στον Φελίνι, όχι μόνο τού απένειμαν ένα Όσκαρ, αλλά αναγκάστηκαν να τιμήσουν και με δεύτερο Όσκαρ τον Πιέρο Γκεράρντι, τον μέγιστο αυτό καλλιτέχνη που είχε αναλάβει την επιμέλεια των κοστουμιών και τη ζωγραφική των χώρων. Το μόνο ίσως επιφώνημα που αποτυπώνει καλύτερα την αυθόρμητη αντίδραση του θεατή, είναι το εξής απλό: χάρμα οφθαλμών! |