21 γραμμάρια 21 grams. ΗΠΑ, 2003. Σκηνοθεσία: Αλεχάντρο Γκονζάλες Ιναρίτου. Σενάριο: Γκιγιέρμο Αριάγκα. Ηθοποιοί: Σον Πεν, Μπενίσιο Ντελ Τόρο, Ναόμι Γουότς, Σαρλότ Γκενσμπούργκ, Μελίσα Λίο. 125 λεπτά. Ο Αλεχάντρο Γκονζάλες Ιναρίτου καταφέρνει να δώσει πνοή και δύναμη σ' ένα μελοδραματικό σενάριο χάρη στην παράλληλη αφήγηση των διάφορων ιστοριών του και τις συγκλονιστικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών του. Ο τίτλος «21 γραμμάρια» της νέας ταινίας του Μεξικανού σκηνοθέτη Αλεχάντρο Γκονζάλες Ιναρίτου αναφέρεται στο βάρος που χάνει το σώμα την ώρα του θανάτου - το υποτιθέμενο βάρος της ψυχής. Τα πρόσωπα της ταινίας βρίσκονται στο μεταίχμιο αυτό, στο κατώφλι του θανάτου, να χάσουν δηλαδή τη ψυχή τους, ή τα 21 τους γραμμάρια. Ο λόγος: ένα αναπάντεχο αυτοκινητικό δυστύχημα με αρκετά θύματα, που παρακολουθούμε στην αρχή της ταινίας. Με το δυστύχημα αυτό συνδέονται, με διάφορους τρόπους, τα πρόσωπα της ταινίας, με τρεις βασικά πρωταγωνιστές: τον ετοιμοθάνατο καθηγητή Πολ Ρίβερς (Σον Πεν), που υποφέρει από την καρδιά του, περιμένοντας το σωτήριο μόσχευμα, που τελικά αποκτά χάρη στο νεκρό του δυστυχήματος, την Κριστίνα (Ναόμι Γουότς), γυναίκα του νεκρού που προσπαθεί να ξαναβρεί την ισορροπία της και τον Τζακ (Μπενίσιο Ντελ Τόρο), ένα πρώην κατάδικο, υπεύθυνο για το δυστύχημα, που αντιμετωπίζει κρίση συνειδήσεως, πιστεύοντας ότι πρέπει να πληρώσει για το «λάθος» του. Ο Ιναρίτου κατάφερε μέχρι ένα βαθμό να ζωντανέψει ένα βασικά μελοδραματικό σενάριο, χάρη στον τεμαχισμό των ιστοριών του, σε μια παράλληλη δράση (όπως και στην προηγούμενη πρώτη του, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ταινία, «Χαμένες αγάπες»), που περνάει με εξαιρετική δεξιοτεχνία από το παρόν στο παρελθόν και τανάπαλιν. Ενα άλλο στοιχείο είναι η επιμονή του να εμβαθύνει στις σχέσεις και τα αισθήματα των προσώπων του και όχι μόνο των τριών πρωταγωνιστών, αλλά και των ανθρώπων γύρω τους: της Μαίρης (Σαρλότ Γκενσμπούργκ), γυναίκας του Πολ, έτοιμης να τον εγκαταλείψει επειδή αρνείται ν' αποκτήσει παιδί έστω και με τεχνητή γονιμοποίηση, και της Μαριάν (Μελίσα Λίο), γυναίκας του Τζακ, που προσπαθεί να πείσει τον Τζακ να μην αποκαλύψει την ευθύνη του για να σώσει έτσι την οικογένειά της. Το κυριότερο όμως στοιχείο της ταινίας είναι οι ερμηνείες της, που ήδη προτάθηκαν για Οσκαρ: του Σον Πεν, που δίνει με πάθος και δύναμη τον βασανισμένο Πολ, που περιμένει υπομονετικά να πεθάνει και που κάποια στιγμή αρχίζει να μπαίνει στο πετσί του νεκρού, απαιτώντας εκδίκηση, του Μπενίσιο Ντελ Τόρο, που δίνει υπόσταση και αξιοπρέπεια στον λαϊκό Τζακ, άλλο βασανισμένο πρόσωπο, και τη Ναόμι Γουότς, που πλησιάζει με γνώση και αγάπη το χαρακτήρα της Κριστίνα, πρώην αλκοολικής γυναίκας που ξαφνικά βρίσκεται μπροστά σε μιαν άλλη κόλαση, εκείνη του αναπάντεχου χαμού της οικογένειάς της. Ο Χάρος βγήκε παγανιά Ο τίτλος είναι «21 γραμμάρια» (το βάρος της απώλειας - από τον θάνατό μας - και της... ψυχής μας), όμως ο αληθινός ταυτίζεται με τον πασίγνωστο νεοελληνισμό «κόβει φλέβες». Το ταλαντούχο παλικάρι από το Μεξικό με το τριπλό όνομα Αλεχάντρο Γκονζάλες Ιναρίτου και με Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης παραγωγής για το ιδιαίτερο, περιθωριακό φιλμάκι του «Χαμένες αγάπες», συγκλόνισε την αμερικανική, καλλιτεχνική κοινότητα, καταφέρνοντας έτσι να εξασφαλίσει για τα... γραμμάρια πλήθος αστέρων. Το αποτέλεσμα είναι δύο ταχυτήτων. Κάθε καρέ είναι τόσο βαθιά ποτισμένο από σκηνοθετική επιδεξιότητα και σοφία καθοδήγησης ηθοποιών, που αναγκάζει τους βετεράνους του Χόλιγουντ να του βγάλουν το καπέλο. Την ίδια όμως στιγμή η δεύτερη, αργή ταχύτητα καθηλώνει το «όχημα» στο τέλμα. Ο διαρκής, επίμονος επιθανάτιος ρόγχος είναι τόσο μεταφυσικός και τόσο μοιραίος που σε κάνει να πιστεύεις πως, αντί για άνθρωπο με σάρκα και οστά, ο Χάρος βγήκε παγανιά και σκηνοθέτησε την ταινία. Όλα, μα όλα (αρκεί να τα «διαβάζει» κανείς με προσοχή), παραπέμπουν σε μια μοιρολατρική τελετή, αντίστοιχη με αυτήν της ημέρας των νεκρών. Ο θάνατος είναι τυχαίος και αναπόφευκτος. Όχι αυτός της φθοράς, ο φυσικός και ο αναπόδραστος, αλλά ο... συμπτωματικός. Ο θάνατος που σαν καραμπόλα μεταβιβάζεται από τον έναν στον άλλο. Το μπιλιάρδο της ανθρώπινης μοίρας. Ποιος κρατάει τη στέκα και ποιος βαράει; Δεν το λέει, το υπονοεί. Μα, φυσικά, αόρατες, εξωγήινες δυνάμεις. Είναι - λέει - χαραγμένο στο κούτελο του Ανθρώπου. Ως ανέκδοτο μοιάζει με τούβλο που πέφτει στο κεφάλι ανυποψίαστου περαστικού. Ως δράμα (εντός της ταινίας) πάει κάπως έτσι. Το αυτοκίνητο του ντελ Τόρο πέφτει πάνω σε οικογενειακό όχημα και σκοτώνει πατέρα και παιδιά. H χήρα εκχωρεί την καρδιά του νεκρού σε άγνωστο καρδιοπαθή (Σον Πεν), εκείνος αναρρώνει και στη συνέχεια όταν τη βρει (Ναόμι Γουότς), την ερωτεύεται με πάθος. Εκείνη, ως αντάλλαγμα, του προτείνει να σκοτώσει τον δολοφόνο του άνδρα και των παιδιών της (ντελ Τόρο), που στο μεταξύ μετανοημένος και στοιχειωμένος από τις ενοχές του ψάχνει τον άνθρωπο που θα τον σκοτώσει για να τον εξιλεώσει. Τι συμβαίνει; Θάνατος και ενοχές. Με όλους τους τρόπους και με όλες τις παραλλαγές: από καρδιά, αυτοκίνητο, σφαίρα, αυτοκτονία, ναρκωτικά, φόνο, τα πάντα. Μία από τις πιο ωραιοποιημένες νεκρολαγνείες από συστάσεως κινηματογράφου. Ο θάνατος κατοικεί ως ιδιοκτήτης του βλέμματος του Σον Πεν. Αλλά και οι αισθήσεις της Ναόμι Γουότς κατοικούνται από θανατίλα. Και ο Μπενίσιο ντελ Τόρο είναι θανατοποινίτης. Γονυπετής και γονυκλινής προσεύχεται στο εξιλαστήριο της ψυχής. Σκότωσέ με ν' αγιάσω. E, όχι ρε φίλε. Υπάρχουν εκατομμύρια συνάνθρωποί μας που πεθαίνουν για συγκεκριμένους λόγους και από συγκεκριμένες αιτίες. Με άλλα λόγια, οι αληθινοί, οι γνήσιοι μελλοθάνατοι ρουφούν κάθε σταγόνα ζωής, επειδή ξέρουν ακριβώς πως πρόκειται να πεθάνουν. Σκεφθείτε και μόνο τον ήρωα του Κιαροστάμι στο «Γεύση από κεράσι» που ήθελε να αυτοκτονήσει, αλλά κανείς φτωχός και λαθρομετανάστης δεν δεχόταν, ακόμα και έναντι καλής αμοιβής, να πάει μετά και να τον σκεπάσει. Φίλοι, μόνο οι μη έχοντες εκτιμούν το πανάκριβο δώρο της ζωής. Οι άλλοι, για να σκοτώνουν την πλήξη τους, έχουν την πολυτέλεια να το σκέπτονται, να το παζαρεύουν, να αμπελοφιλοσοφούν και να «πεθαίνουν» Σε μία απότομη στροφή της μοίρας οι δρόμοι του Πολ (Σον Πεν), ενός καθηγητή που βρίσκεται στο έσχατο στάδιο της καρδιακής ανεπάρκειας και περιμένει το σωτήριο μόσχευμα, της Κριστίνα (Ναόμι Γουότς), μιας γυναίκας που έχασε αναπάντεχα το σύζυγο και τα παιδιά της και του Τζακ (Μπενίτσιο Ντελ Τόρο), ενός πρώην κατάδικου που έχει εναποθέσει όλες τις ελπίδες του στο Θεό, ενώνονται οδηγώντας τους σε μία κοινή, επώδυνη πορεία αυτογνωσίας... 21 γραμμάρια. Τόσο λέγεται πως είναι το βάρος που χάνουμε τη στιγμή ακριβώς του θανάτου μας, το υποτιθέμενο βάρος της ψυχής μας... Τρία χρόνια μετά το πολυβραβευμένο (αλλά και, τουλάχιστον κατά τη γνώμη μας, υπερφίαλο και υπερεκτιμημένο) ντεμπούτο του “Amores Perros”, ο Μεξικανός Αλεχάντρο Γκονζάλες Ιναρίτου επιστρέφει με μία από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες της φετινής σεζόν, μια έντονη φιλμική εμπειρία που εξακολουθεί να «βαραίνει» μέσα μας, αρκετές ημέρες αφότου τη ζήσαμε. Όσοι έχουν δει το “Amores Perros” σίγουρα θα διαπιστώσουν πολλά κοινά σημεία, τόσο στη φόρμα όσο και στο περιεχόμενο των δύο ταινιών, μόνο που, στην προκειμένη περίπτωση, οι δημιουργικές εμμονές του σκηνοθέτη, περίτεχνα επεξεργασμένες, δίνουν ένα πολύ πιο μεστό και δυνατό δραματουργικά αποτέλεσμα. Ξεκινώντας από την ίδια ουσιαστικά ιδέα (ένα ατύχημα διασταυρώνει τις ζωές τριών ανθρώπων) το σενάριο του «21 Grams», γραμμένο και πάλι από την πένα του Γκιγιέρμο Αριάγκα, πραγματεύεται εκ νέου το θέμα της μοίρας, όχι ως τυχαίο ή σύμπτωση αλλά ως πεπρωμένο με την αρχαιοελληνική, αναπόδραστη έννοια του όρου. Όπως στο “Amores”. έτσι και εδώ. υιοθετείται μια μη γραμμική, αποσπασματική αφήγηση, ακόμη όμως πιο ακραία. Ο Ιναρίτου κατακερματίζει χωροχρονικά την ιστορία του και φτιάχνει ένα πολύπλοκο αφηγηματικό παζλ που απαιτεί την απόλυτη προσοχή του θεατή. Η αποζημίωση για τον τελευταίο έρχεται λίγο αργότερα όταν η «μαγική εικόνα» αρχίζει, κομμάτι – κομμάτι, να σχηματίζεται και η εσωτερική της δύναμη, δομημένη πάνω στην δραματική σύγκρουση ζωής – θανάτου, αγάπης – απώλειας, ενοχής – εκδίκησης, πίστης – προδοσίας, ελπίδας – απόγνωσης, αποκαλύπτεται, κρατώντας τον, μέχρι το τέλος, εκούσιο δέσμιο της. Αθέατος πρωταγωνιστής του φιλμ η κινηματογράφηση του διευθυντή φωτογραφίας Ροντρίγο Πιέτρο που, ανάλογα με την περίσταση, άλλοτε καταγράφει, άλλοτε σχολιάζει (μέσα από τους φωτισμούς και τη χρήση των χρωμάτων) και άλλοτε συμμετέχει ενεργά στα τεκταινόμενα. Πολύτιμη είναι, φυσικά, και η συνδρομή του αριστοτεχνικού μοντάζ του Στίβεν Μαϊριόνι («Traffic»). Εξίσου, ή και ακόμη περισσότερο, πολύτιμες και οι (βραβευμένες στο Φεστιβάλ Βενετίας όπου έκανε τη πρεμιέρα της η ταινία) ερμηνείες των Σον Πεν, Ναόμι Γουότς και Μπενίτσιο Ντελ Τόρο που αποδίδουν με συγκλονιστική αμεσότητα την υπαρξιακή οδύσσεια των χαρακτήρων τους... Είναι λοιπόν το «21 Grams» ένα φιλμ χωρίς αδυναμίες και ατέλειες; Σίγουρα όχι. Ο Ιναρίτου έχει αναμφισβήτητα ωριμάσει, αλλά εξακολουθεί να κάνει επίδειξη και προς το τέλος φαίνεται να χάνει κάπως τον έλεγχο, οι δεύτεροι χαρακτήρες δεν αναπτύσσονται επαρκώς, το μελόδραμα καιροφυλακτεί. Είναι όμως ένα φιλμ που σε κάνει να εμπλακείς συναισθηματικά, δεν περνάει αδιάφορα μπροστά από τα μάτια αλλά αγγίζει την ψυχή και, πιστέψτε μας, αυτό είναι σπάνιο και πολύ σημαντικό... |