Ο δρόμος προς τη Δύση Ελλάδα, 2003. Σκηνοθεσία-σενάριο: Κυριάκος Κατζουράκης. Φωτογραφία: Αλέξης Γρίβας. Ηθοποιοί: Κάτια Γέρου, Νίκος Κατούφας και διάφοροι μετανάστες. 78 λεπτά. Τα προβλήματα των λαθρομεταναστών στην Ελλάδα, μέσα από μια εικαστικά συναρπαστική ταινία που συνδυάζει με δεξιοτεχνία το ντοκιμαντέρ με τη μυθοπλασία. Να ένα πολύ καλό ντοκιμαντέρ (με στοιχεία μυθοπλασίας) που αξίζει να το δει κανείς. Ξεκινώντας με μια μετανάστρια από την πρώην Σοβιετική Ενωση που τριγυρνά τους δρόμους της Αθήνας σ' αναζήτηση μιας φίλης της, ο γνωστός ζωγράφος Κυριάκος Κατζουράκης προσεγγίζει τους (συχνά παράνομους) μετανάστες στην Αθήνα μ' ένα εντελώς πρωτότυπο τρόπο, συνδυάζοντας το ντοκιμαντέρ με τη μυθοπλασία, αλλά και τη ζωγραφική με την όλη σκηνοθετική προσέγγιση, για να καταγράψει, με βάση έναν ποιητικό κείμενο της Μάρως Δούκα και της Κάτιας Γέρου (που είναι βασικά και η μόνη ηθοποιός στην ταινία), τα όνειρα, τις ελπίδες, αλλά και τις απογοητεύσεις τους. Πρόκειται για μια σπαρακτική, εικαστικά συναρπαστική (η πολύ καλή, μουντή, μαυρόασπρη φωτογραφία είναι του Αλέξη Γρίβα) ταινία, από τα καλύτερα ντοκιμαντέρ που μας έδωσε ο ελληνικός κινηματογράφος -η ταινία κέρδισε το βραβείο καλύτερου ντοκιμαντέρ της Διεθνούς Κριτικής (FIPRESCI) στο περσινό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. (Μαζί με την ταινία προβάλλεται και η βραβευμένη μικρού μήκους «Skipper Straad» της Ειρήνης Βαχλιώτη). «Ο δρόμος προς τη Δύση» για τους αναγνώστες μας Πρόκειται για μια συναρπαστική ταινία, που συνδυάζει με δεξιοτεχνία το ντοκιμαντέρ με τη μυθοπλασία. Πρωταγωνίστρια της ταινίας, η Ιρίνα, μια γυναίκα από την πρώην Σοβιετική Ενωση (συγκλονιστική ερμηνεία από την Κάτια Γέρου, ο μοναδικός ρόλος ηθοποιού στην ταινία), που φτάνει στην Ελλάδα σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής, για να πέσει θύμα σεξουαλικού δουλεμπορίου. Η κάμερα παρακολουθεί την Ιρίνα (πρόσωπο που ξεκίνησε από ένα θεατρικό μονόπρακτο της Μάρως Δούκα), ενώ αυτή περιφέρεται στην Αθήνα με αφορμή την εξαφάνιση μιας φίλης της, δίνοντας την ευκαιρία στον εικαστικό Κυριάκο Κατζουράκη να καταγράψει, με μια μικρή DV μηχανή, τις προσωπικές εξομολογήσεις της και μέσα από διάφορα φλας-μπακ να τις συνδέσει με τις πραγματικές ιστορίες μεταναστών στην Αθήνα, ανθρώπων από την Αφρική, την Αλβανία, τη Ρωσία και Κούρδων από την Τουρκία που πήραν «το δρόμο προς τη Δύση», ελπίζοντας σ' ένα καλύτερο μέλλον. «Πάντα χρησιμοποιούσα ντοκουμέντα», ανέφερε σε μια πρόσφατη συνέντευξή του στην «Ελευθεροτυπία» ο σκηνοθέτης. «Η έννοια του docu-drama, το τι είναι πραγματικό δηλαδή και τι όχι, με απασχολεί χρόνια». Για να προσθέσει, εξηγώντας το πέρασμά του από τη ζωγραφική στον κινηματογράφο: «Κατ' ουσίαν, όλα ξεκινούν από τη ζωγραφική, την οποία θεωρώ ένα είδος σκηνοθεσίας». Σημειώνουμε ότι η ταινία κέρδισε το βραβείο της Διεθνούς Κριτικής (FIPRESCI) στο περσινό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, καθώς και το κρατικό βραβείο καλύτερου ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους. Μαζί με την ταινία, θα προβληθεί και η βραβευμένη στο Φεστιβάλ Δράμας μικρού μήκους ταινία «Skipper Straad» της Ειρήνης Βαχλιώτη. Ο δρόμος προς τη Δύση» Το δηλώνω ασυζητητί: όποιος θέλει να ευλογηθεί από τη διασταύρωση Ευριπίδη
(«Τρωάδες») με Αρονόφσκι («Ρέκβιεμ για ένα όνειρο») πρέπει να σπεύσει να
καπαρώσει στασίδι για να λάβει θεόσταλτη ευεργεσία καμωμένη από έναν εραστή της
κινηματογραφικής τέχνης, από τον ζωγράφο και σκηνογράφο Κυριάκο Κατζουράκη! Έργο
πλήρες αρετών και χαρισμάτων, σχεδόν αόρατων από το οπτικό πεδίο των
περισσότερων επαγγελματιών κινηματογραφιστών. Αν ο αναλφαβητισμός, η συντεχνία
και η αφασία δεν διαπερνούσαν τον ιστό αυτής της εγχώριας καλλιτεχνικής φάρας
και αν οι επιτροπάτοι του υπουργείου Πολιτισμού δεν έπασχαν από μυωπία, τότε το
μυθοπλαστικό ντοκιμαντέρ του Κατζουράκη «Ο δρόμος προς τη Δύση» θα είχε κερδίσει
από τα αποδυτήρια, και μάλιστα άνευ σοβαρού αντιπάλου, τα εξής Όσκαρ: ταινίας,
σκηνοθεσίας, σεναρίου, γυναικείου ρόλου, φωτογραφίας, ήχου και σάουντρακ!
Κορωνίδα του «εγκλήματος» είναι το βραβείο γυναικείου ρόλου. Ο ερμηνευτικός
οίστρος της Κάτιας Γέρου, ισοδύναμος με τις μεγάλες στιγμές μιας Μέριλ Στριπ και
μιας Κέιτ Μπλάνσετ, αγνοήθηκε απροκάλυπτα και παράλογα. H αντίδρασή μου είναι
μία και μοναδική, αυθόρμητη και παρορμητική: μπας και ζω σε άλλον πλανήτη; Ξέρω,
η απάντηση είναι γραφειοκρατική και... νομοθετική. Αφού χαρακτηρίστηκε
«ντοκιμαντέρ», ήταν φυσικό να αποκλειστεί η ταινία ως μη... υπάρχουσα από τα
επιμέρους βραβεία. Επομένως, το «έγκλημα» έχει να κάνει με την ταξινόμηση και
όχι με την ουσία. Ωραία. Αλλά στον Θεό που πιστεύετε, πώς είναι δυνατόν,
στελέχη, υποτίθεται εγγράμματοι και σοβαροί, να εκλαμβάνουν ως «αληθινό», δηλαδή
ως ντοκουμέντο, τη μυθοπλασία και το... παραμύθι; Μα, δεν είδαν ότι ο μισός και
πλέον χρόνος είναι αφιερωμένος στην περιπλάνηση της Γέρου μέσα στα αθηναϊκά
«σκοτάδια»; Πώς δηλαδή πρόκειται για «επινοημένο», σκηνοθετημένο, για
«φανταστικό» φιλμικό υλικό; Για να το πω πιο απλά: ταινία με υπόθεση είναι ρεεεε!
Μια υπόθεση που οργανώνεται με υλικά αρχαίας τραγωδίας. Που κινηματογραφείται με εικόνες σκοτεινές, ημιφωτισμένες και ελλειπτικές, κατάλληλες να αποδώσουν το βάσανο μιας βρώμικης, ασύμμετρης, περιθωριακής και λαθραίας πραγματικότητας. Και που ερμηνεύεται από έναν παγκοσμιοποιημένο Χορό και από μία κορυφαία, που πάνω της είναι ενσωματωμένα σε διαρκή αντίστιξη, αλλά και σε πλήρη αρμονία (!), η ελεγειακή ποίηση με την οργή και το αίσθημα με το καζάνι της κόλασης. Με άλλα λόγια, ο Κατζουράκης, με άξονα τον Ευριπίδη, ξεκλειδώνει την ψυχή του ξένου, του αλλοδαπού, του λαθρομετανάστη, του λαθρεπιβάτη της παγκοσμιοποίησης. Ξεκλειδώνει την ψυχή αυτών που ακόμα κατοικούν σε γειτονιές αγγέλων. Την ξεκλειδώνει και την αποκαλύπτει. H αιμορραγία είναι εσωτερική και καθαγιασμένη. Γιατί αυτή η μαυροντυμένη Τρωαδίτισσα από τη Ρωσία, αυτό το σπαρασσόμενο από νοσταλγία, παρανομία και ευαισθησία πλάσμα, αυτό το... τίποτα, αυτή η εσχατιά, κουβαλάει μέσα της την κιβωτό της διαχρονικής ανθρώπινης κουλτούρας. Ναι, φίλτατε επιλήσμονα και ανεγκέφαλε Νεοέλληνα. Όπως και η μάνα μας στην προσφυγιά και στον πόλεμο, αυτή η «πόρνη» είναι αγία! Είμαι βέβαιος, η Ιστορία θα αποκαταστήσει την αδικία. Γιατί είναι η πρώτη φορά στην ελληνική οθόνη που ο λυγμός της ξενιτιάς μετουσιώνεται σε αισθητικό γεγονός. Είναι η πρώτη φορά που ένα αντικειμενικό, «εξωτερικό» περιστατικό, μετεξελίσσεται σε υποκειμενικό, «εσωτερικό». Είναι επίσης η πρώτη φορά που το βλέμμα ενός Έλληνα σκηνοθέτη προσπερνάει τα αυτονόητα και τα σκανδαλοθηρικά και με έναν αόρατο ιστό διαπλέκει τον Γιούρι από την Ουκρανία με τον Σαλίχ από την Αφρική και τον Μήτσο από την Ελλάδα. Γιατί, όπως λέει και η Γέρου, μετανάστης δεν είναι μόνο ο ξένος, είναι και ο ντόπιος χωρίς δουλειά. Και είναι, τέλος, η πρώτη φορά - μια από τις ελάχιστες φορές στην ιστορία της διεθνούς οθόνης - που ένα ερμηνευτικό «εργαλείο», όπως η Γέρου, αποδίδει τόσο αυτοκόλλητα, τόσο πειστικά, τόσο σαρκικά τον ρόλο μιας λαθρομετανάστριας. Σας ορκίζομαι, στα πρώτα δεκαπέντε λεπτά είχα μείνει με την απίστευτη πλάνη πως αυτό αυτό το μαυροντυμένο πλάσμα με τη διάφανη επιδερμίδα και με βλέμμα από στέπες και χιόνια, αυτός ο δακρυσμένος θηλυκός Τσέχωφ, είναι από τη Ρωσία. Αποκαλύπτομαι! |