Λος Ολβιδάδος Los Olvidados. Μεξικό, 1950. Μαυρόασπρη. Σκηνοθεσία: Λουίς Μπουνιουέλ. Σενάριο: Λουίς Μπουνιουέλ, Λουίς Αλκορίζα. Ηθοποιοί: Εστέλα Ιντα, Αλφόνσο Μέγια, Ρομπέρτο Κόμπο, Ζεζούς Ναβάρο. 88 λεπτά. Η τραγωδία των εγκαταλελειμμένων, ορφανών παιδιών στις φτωχοσυνοικίες μιας μεγαλούπολης, σε μια συγκλονιστική, σκληρή (όπου κυριαρχεί η ποίηση της ωμότητας) -αληθινή «γροθιά στο στομάχι»- ταινία, που προβάλλεται σε επανέκδοση. Η πρώτη μεγάλη ταινία του διάσημου σουρεαλιστή Ισπανού σκηνοθέτη Λουίς Μπουνιουέλ, που προβάλλεται σε επανέκδοση και με νέες κόπιες, γυρίστηκε 20 χρόνια μετά την επίμαχη, αριστουργηματική «Χρυσή εποχή», στο Μεξικό, όπου για ένα διάστημα είχε εγκατασταθεί ο σκηνοθέτης. Θέμα της, τα «ξεχασμένα», εγκαταλελειμμένα παιδιά των δρόμων που αναγκάζονται να στραφούν στην κλοπή και το έγκλημα για να επιβιώσουν. Ο Μπουνιουέλ εστιάζει το ενδιαφέρον του στις σχέσεις ανάμεσα σε δύο από τα παιδιά αυτά, μεγαλωμένα στις φτωχοσυνοικίες της Πόλης του Μεξικού: τον σχετικά αθώο Πέδρο και τον μεγαλύτερό του, σκληρό και έμπειρο, με μια δόση κυνισμού, Χάιμπο, που έχοντας αποφυλακιστεί, αναλαμβάνει την αρχηγία της συμμορίας των παιδιών και κυνηγά τον Πέδρο προκαλώντας τελικά τον θάνατό του. Ο Μπουνιουέλ εκμεταλλεύεται τα στοιχεία τού εμπορικού μελοδράματος για να φτιάξει μια συγκλονιστική, σκληρή, χωρίς υποχωρήσεις σε συναισθηματισμούς, αριστουργηματική ταινία, όπου τα όνειρα, οι παραισθήσεις και η (συχνά καταπιεσμένη) σεξουαλικότητα παίζουν τον ίδιο σημαντικό ρόλο με την ανυποχώρητη κριτική ματιά του πάνω στην κοινωνία. Για τον Μπουνιουέλ η τραγωδία των παιδιών είναι ένα μέσο για να καταγγείλει μια κοινωνική κατάσταση που στηρίζεται στη φιλανθρωπία και στον οίκτο και που όχι μόνο δεν περιορίζει την εγκληματικότητα των ανηλίκων, αλλά την καλλιεργεί και την αναπτύσσει. Συνδυάζοντας έναν ωμό ρεαλισμό, που ξεπερνά την επιφάνεια την οποία συναντάμε συχνά στον ιταλικό νεορεαλισμό της ίδιας περιόδου, με μια ανατρεπτική, σουρεαλιστική, μαζί και ποιητική ματιά, ο σκηνοθέτης τής «Βιριδιάνα» και της «Τριστάνα» παρουσιάζει τα διάφορα πρόσωπα αντικειμενικά, με λεπτή συχνά ειρωνεία, βάζοντας το «νυστέρι» του κάτω από την επιφάνεια, αποκαλύπτοντάς μας μια άλλη, πιο αληθινή πλευρά του εαυτού μας αλλά και του κόσμου μας. Ετσι ώστε τόσο ο Χάιμπο και ο Πέδρο με την οποιαδήποτε, έστω και λανθασμένη, αντίδρασή τους ενάντια στην κοινωνία που τους δημιούργησε, όσο και ο σακάτης ζητιάνος που στηρίζεται στον οίκτο για να κερδίσει τη συμπάθειά μας (για να αποκαλυφθεί το ίδιο αδυσώπητος με τον Χάιμπο), αλλά και ο φιλελεύθερων απόψεων διευθυντής του σωφρονιστηρίου, με την αναποτελεσματική τελική εμπιστοσύνη που θέλει κάποια στιγμή να δείξει προς τον Πέδρο, να είναι με γνώση και πειστικά τοποθετημένοι σ' ένα απάνθρωπο σύστημα, που δημιουργεί ζούγκλες σαν κι αυτή στην οποία ζουν τα εγκαταλελειμμένα παιδιά και που μόνο μια εκ θεμελίων ανατροπή του (άρα με επανάσταση) μπορεί να αλλάξει προς έναν πιο ανθρώπινο και δίκαιο κόσμο. Μια ταινία στην οποία κυριαρχεί η «ποίηση της ωμότητας», αληθινή «γροθιά στο στομάχι», από έναν σκηνοθέτη που παρέμεινε ώς το τέλος πιστός στις απόψεις του, μια ταινία που βλέπεται και ξαναβλέπεται με την ίδια πάντα απόλαυση. H Kόλαση ανέβηκε στη Γη Nα το δείτε αγαπητοί μου. Nα δείτε «Λος Ολβιδάδος» και Λουί Mπουνιουέλ του 1951 για να λάβετε αντίδωρο αγίας, καλλιτεχνικής κοινωνίας. Ο μέγας σοφός, ανελέητος ρεαλιστής, αλλά και ευαίσθητος λυρικός, με συνοπτικές διαδικασίες «καθαρίζει» με την κόλαση των τριτοκοσμικών παιδιών! Το μέγεθος των έργων μετριέται με τη μεζούρα του χρόνου. Μοναδικός, αλάνθαστος κριτής είναι η αντοχή του κυττάρου στη διάρκεια του χρόνου. Αυτή αποτελεί και την πνευματική, αλάνθαστη θωράκιση μιας ταινίας. Κάπου εκεί, η πρωτοπορία συναντά την αιωνιότητα και το έργο του Μπουνιουέλ - ειδικά η τριπλή ασπρόμαυρη δημιουργία του «Λος Ολβιδάδος», «Βιριδιάνα», «Άγγελος εξολοθρευτής» - την αθανασία. Απόδειξη, τα ανεξίτηλα ίχνη επιρροών και δανείων σε οτιδήποτε έγινε μετά το 1951, με ήρωες καταραμένα, κολασμένα παιδιά. Από τον μικροαστό πιτσιρικά στα «400 χτυπήματα» του Τριφό μέχρι το «Πισότε, το χαμίνι του Σάο Πάολο» του Μπαμπένκο και την «Πόλη του Θεού» του Μεϊρέγιες. Όλοι τους πρωτοξάδελφα του Λος Ολβιδάδος. Όλοι τους είναι παιδιά του! H δράση στο Μεξικό. H τοποθεσία σε μια παραγκούπολη. Οι ήρωες αδέσποτα δίποδα πλάσματα να κολυμπούν στη λάσπη, στο βούρκο, στον κοινωνικό οχετό με σωσίβιο τα μαλλιά τους. Χωματερή η κοινωνία. Σκουπίδια τα πιτσιρίκια. Μια κλωστή η απόσταση ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο. H Κόλαση κατέβηκε στη Γη! Το στόρι απλό. Οποιοσδήποτε μπορεί να το επινοήσει. Το στόρι, όχι ο χειρισμός. Το στόρι, όχι οι χαρακτήρες. Το στόρι, όχι η συμπλοκή και η διαπλοκή των Ολβιδάδος με τη βία, το κακό, το ανήθικο, το βρώμικο, το χείριστο, το δολοφονικό. Ένας απ' αυτούς, ο απόλυτος πόλος του κακοφορμισμένου κακού, δραπέτης από το αναμορφωτήριο, βάζει μπροστά την αλεστική μηχανή. Φτυστός, ολόιδιος σίριαλ κίλερ. Στραμπουλιγμένος, κακοχυμένος, σκοτεινός. Προφανώς, στη φυλακή έκανε παρέα με τον Εωσφόρο. Ο Χάιμπο, λοιπόν, έχει πουλήσει την ψυχή του στον διάβολο. Ορμάει, χλευάζει, κλωτσάει, κοπανάει, κλέβει, μπουκάρει, σκοτώνει. Τύψη καμία. Ο Χάιμπο είναι το καζάνι που σιγοκαίει, τσουρουφλίζει όλα αυτά τα κατώτερα παιδιά ενός ανύπαρκτου θεού. Ο καθρέφτης τους, η απελπισία τους, ο μηδενισμός τους, η Αχερουσία τους. Τα πιτσιρίκια της μπάλας λατρεύουν τον Ροναλντίνιο. Τα σκουπίδια αυτής της συνοικίας τρέμουν και λατρεύουν τον Χάιμπο. Ο Μπουνιουέλ δεν είναι με το μέρος του. Και πώς να είναι. Ο Χάιμπο δεν είναι αληθινός χαρακτήρας. Είναι σχήμα, όργανο, εργαλείο, μηχανή. Είναι δραματουργικό στρατήγημα, ο καταλύτης στη χημική ένωση. Μια ένωση εκρηκτική, άκρως διαλεκτική. Απέναντι, βρίσκεται ο δεύτερος πόλος, του απόλυτου Καλού, ο «ματάρας». Καλοκάγαθο, ανυποψίαστο, αθώο πλάσμα. Ούτε μ' αυτόν είναι ο Μπουνιουέλ. Σχήμα κι αυτός. Προβολή αγαθών, αφελών, φιλανθρωπικών αισθημάτων. Αντικείμενο κυριών, σε πολυτελές, μεγαλοαστικό σαλόνι, όπου πίνουν κινέζικο τσάι. Ήρωας του Μπουνιουέλ είναι ο Πέντρο. Στην αρχή, δίπλα στον Χάιμπο. Στο τέλος νεκρός, πεταμένος στα σκουπίδια. Απίστευτο, ανατριχιαστικό, ανελέητο, τρομακτικό. Ο Πέντρο είναι η σύνθεση του Χάιμπο και του «ματάρα». Ο ιμάντας μετασχηματισμού τού Κακού σε Καλό. H μεταμόρφωση του αφύσικου σε φυσικό. H διαδικασία μετάλλαξης του αρνητικού σε θετικό. Ήρωας από την Κόλαση του Άδη. Πώς λέμε λουλούδια μέσα από τα σκουπίδια; Έτσι ακριβώς! Το πιο τρομακτικό, λέει, πλαγίως, ο Μπουνιουέλ, δεν είναι η εικονογράφηση της επίγειας Κόλασης. Ούτε αυτά τα άθλια πιτσιρίκια. Είναι που η κοινωνία χωράει έναν Χάιμπο. Είναι που η κοινωνία θέλει να βλέπει αυτά τα παιδιά σαν καλοκάγαθα πλάσματα επιπέδου «ματάρα». Το χειρότερο, το ανυπόφορο είναι πως δεν θέλουμε, δεν μπορούμε, δεν αντέχουμε έναν Πέντρο. Σπιθαμή χώρου δεν υπάρχει για έναν μικρό ήρωα που μπορεί ν' αλλάξει την κοινωνία. Γι' αυτό στο τέλος, σ' αυτήν τη μεγαλειώδη, ανατρεπτική σκηνή που φέρνει τα πάνω κάτω και λειώνει κάθε ίχνος χριστιανικής παραβολής, το πτώμα του Πέντρο εκσφενδονίζεται στη χωματερή. Γι' αυτό ο νεκρός μεταφέρεται πάνω στο άγιο γαϊδούρι. Γι' αυτό το θηλυκό πλάσμα που τον συνοδεύει μοιάζει με την Παρθένο Μαρία. Γι' αυτό και ο άντρας ταιριάζει με τον Ιωσήφ. Καταραμένος, επίγειος Χριστός είναι ο Πέντρο. Αλλά πώς να μας σώσει, αφού είναι νεκρός; Πώς να τον θυμόμαστε και να τον τιμάμε, αφού τον πετάξαμε στα σκουπίδια; Αυτή και η μεγάλη, των Ολβιδάδος, η ανατριχίλα! Οι άγγελοι μακριά από εδώ Λουίς Μπουνιουέλ: ένας θεός κατέβηκε στη Γη! Το είπα και στην αρχή. Βάλτε το καλά στο μυαλό σας. Ο Μπουνιουέλ με συνοπτικές διαδικασίες σκοτώνει κάθε άλλοθι, γκρεμίζει κάθε γειτονιά αγγέλων. Ωμός ρεαλισμός, σαν άψητο μπον φιλέ χωρίς ίχνος σαλμονέλας. Στιγμή σε ησυχία. Στιγμή πεταμένη. Στιγμή φλυαρίας. Στιγμή ανάπαυσης. H οικονομία του χρόνου και η λιτότητα στην αφήγηση κάνουν τις κονσέρβες του Χόλιγουντ να μοιάζουν με ταινίες Αγγελόπουλου. Μόνο ογδόντα λεπτά. Καθαρό, κατακόκκινο, ζουμερό, θρεπτικό φιλέτο. Κι αυτή είναι μόνο μία από τις αρετές του. H δεύτερη αρετή, μοναδική για την εποχή, προφητική για την επερχόμενη πλημμυρίδα της γαλλικής νουβέλ βαγκ, του βρετανικού φρι σίνεμα, κάθε σχολής νεωτερισμού και κάθε σκηνοθέτη που ήθελε και θέλει να αποκοπεί από τη «θεατρικότητα» του στούντιο, να συναντηθεί με τον ρεαλισμό του δρόμου, να γκρεμίσει τα στερεότυπα, να γυμνωθεί, να ματώσει και να αποτυπώσει στο σελιλόιντ τον ιδρώτα του, σαν ο Βαν Γκονγκ να ζωγραφίζει με το αίμα του, είναι το πεζοδρόμιο και τα αυθεντικά πορτρέτα από γνήσια Πινακοθήκη, αληθινών, ζωντανών τεράτων. Όλες οι σκηνές στον δρόμο. Όλα τα εσωτερικά σε κοτέτσια με ανθρώπους. Όλες οι σκηνές μέσα στη σκόνη. Όλα τα πρόσωπα από ερασιτέχνες. Όλα τα πορτρέτα αγιογραφίες αγγελικών δαιμόνων! H τρίτη αρετή του Μπουνιουέλ, ο μηχανισμός, η δομή και η αρχιτεκτονική του, το μεγαλούργημά του, είναι η σταυροβελονιά τού υφαντού του. Μια βελονιά ρεαλισμός, μια δεύτερη συμβολισμός και σουρεαλισμός. Εντελώς πηγαία, φυσικά, σαν τρεχούμενα, γάργαρα νερά. Τη μια στιγμή η παρθένα είναι αθώα, ανυποψίαστη κοπέλα. Την άλλη αλείφει τους μηρούς της με γάλα, άφθονο παχύρρευστο υγρό σαν σπέρμα! Τη μια στιγμή ο ζήτουλας είναι κακομοίρης, ρακένδυτος, ανήμπορος, μόνος και τυφλός. Την άλλη ορμάει με κτηνώδη μανία να διακορεύσει την παρθένα. Τη μια στιγμή ο Πέντρο είναι συνένοχος σε φόνο με καδρόνια και κοτρόνες. Την άλλη, μεταμορφωμένος ήρωας να σταυρωθεί ώστε από τις αμαρτίες το πλήθος να λυτρωθεί. Έτσι, διαρκώς μέσα από το θετικό να προκύπτει το αρνητικό. Μέσα από τον ωμό ρεαλισμό να προβάλει το σουρεαλιστικό. Μέσα από τον ύπνο, το όνειρο, ο εφιάλτης, ο μαντατοφόρος κακών. Μέσα από το συνειδητό το ασυνείδητο. Μέσα από το καθημερινό το κοινωνικό. H μάνα του Πέντρο να κάνει έρωτα με τον Χάιμπο, τον υποψήφιο δολοφόνο του παιδιού της. Ο Πέντρο φίλος, σύμμαχος με τον εχθρό του. Ο καλός «ματάρας» να έχει μεταβληθεί σε ζωντανό δεκανίκι του απροστάτευτου, αλλά κατά βάθος, κτηνώδους τυφλού. Εν τέλει, τι είναι όλοι; Καλοί ή κακοί; Τίποτα από τα δύο. Ό,τι ανθρώπινο, αυτό και εντελώς φυσικό. Αφού λοιπόν Κόλαση, τότε κολασμένα και τα παιδιά. Οι άγγελοι ζουν μακριά, πολύ μακριά! |