Οι τρεις ταφές του Μελκιάδες Εστράδα The three burials of Melquiades Estrada. ΗΠΑ/Γαλλία, 2005. Σκηνοθεσία: Τόμι Λι Τζόουνς. Σενάριο: Γκιγέρμο Αριάγκα. Ηθοποιοί: Τόμι Λι Τζόουνς, Μπάρι Πέπερ, Χούλιο Σεζάρ Σεντίγιο, Ντουάιτ Γιόακαμ, Τζάνουαρι Τζόουνς, Μελίσα Λέο. 121 λεπτά. Ενας Τεξανός αναγκάζει το δολοφόνο του λαθρομετανάστη Μεξικανού φίλου του να τον ακολουθήσει σ' ένα ταξίδι στο Μεξικό για να τον θάψουν, σ' ένα δοσμένο με δύναμη, ανθρωπιά, εικαστικά έξοχο, σύγχρονο γουέστερν, βραβευμένο (για την ερμηνεία και το σενάριό του) στο Φεστιβάλ Κανών. Σύγχρονο γουέστερν, είδος αλληγορίας, είναι η βραβευμένη στις Κάνες ταινία «Οι τρεις ταφές του Μελκιάδες Εστράδα», σκηνοθετημένη από το γνωστό ηθοποιό Τόμι Λι Τζόουνς, εμπνευσμένη από ένα αληθινό γεγονός, που φέρνει στο νου ταινίες όπως «Ο δραπέτης» (Tell Them Willie Boy Is Here) του Αβραάμ Πολόνσκι και «Φέρτε μου το κεφάλι του Αλφρέδο Γκαρσία» του Σαμ Πέκινπα. Οταν ο Μελκιάδες Εστράδα του τίτλου, ένας Μεξικανός λαθρομετανάστης, εργάτης σ' ένα ράντσο του Τέξας, σκοτώνεται τυχαία από τον νεοφερμένο και έτοιμο να χρησιμοποιήσει με το παραμικρό το όπλο του φρουρό των συνόρων Μάικ Νόρτον (Μπάρι Πέπερ), που τον θάβει βιαστικά στην έρημο του Τέξας, ο φίλος του, επιστάτης στο ράντσο, Πιτ Πέρκινς (Τόμι Λι Τζόουνς), απάγει τον φρουρό και τον αναγκάζει να ξεθάψει και να τον βοηθήσει να μεταφέρουν το πτώμα στο Μεξικό για να το θάψουν στο χωριό του όπου βρίσκεται η οικογένειά του. Εκείνο που ενδιαφέρει τον Τζόουνς είναι να δώσει τόσο το θέμα της φιλίας όσο κι εκείνο της μοναξιάς και της αποξένωσης, κάνοντας ταυτόχρονα ένα σχόλιο πάνω στις πολιτιστικές σχέσεις ανάμεσα σε δυο κουλτούρες, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο οι Αμερικανοί αντιμετωπίζουν τους «ξένους», έμμεση αναφορά στον τρόπο που οι στρατιώτες του Μπους σκοτώνουν με το παραμικρό τους άοπλους πολίτες χωρών, όπως το Ιράκ ή το Αφγανιστάν. Αν από τη μια έχουμε τη φιλία ανάμεσα στον Πιτ και τον Μελκιάδες, που οδηγεί τον πρώτο στο να αναζητήσει μια δική του, πιο ανθρώπινη δικαιοσύνη, από την άλλη έχουμε μια ομάδα από ανθρώπους αποξενωμένους, τόσο από τον Νόρτον και τον σερίφη της περιοχής όσο και από τις δυο γυναίκες που παρουσιάζονται στην ταινία: την ξανθή, όμορφη γυναίκα του Νόρτον που προσπαθεί να γεμίσει την ανιαρή ζωή της με άλλες ερωτικές σχέσεις, όπως και την πιο ώριμη σερβιτόρα, παντρεμένη με τον ιδιοκτήτη του σαλούν, «κολλημένη» στη μικρή επαρχιακή πόλη, και που διατηρεί σχέσεις τόσο με τον Πιτ όσο και με τον σερίφη της περιοχής. Ο Τζόουνς αφηγείται την ιστορία του μέσα από διάφορα φλας-μπακ, με το μεγαλύτερο τμήμα της ταινίας να καλύπτει το μακρινό ταξίδι των δύο αντρών, από την έρημο του Τέξας ώς το Μεξικό, φέρνοντας στο νου διάφορα γουέστερν του Φορντ, αλλά και ταινίες όπως «Ο δραπέτης» και το «Φέρτε μου το κεφάλι του Αλφρέδο Γκαρσία» που προαναφέραμε. Ταξίδι στη διάρκεια του οποίου ο Νόρτον θα έρθει σ' επαφή μ' έναν άλλο, πιο ανθρώπινο κόσμο και σταδιακά θ' αρχίσει να αλλάζει. Ο Τζόουνς χρησιμοποιεί με φαντασία τους χώρους, σχολιάζοντας έμμεσα την ψυχολογική κατάσταση των προσώπων -χώρους, πρέπει να πω, που φωτογραφίζει με τρόπο εκπληκτικό ο κάμεραμαν (και γνωστός σκηνοθέτης) Κρις Μένγκες. Με τον ίδιο τον Τζόουνς στο ρόλο του Πιτ να δίνει με τα σκληρά χαρακτηριστικά, την τραχιά φωνή του και την όλη παρουσία του, και μια μινιμαλιστική παρουσία, μια έξοχη ερμηνεία που δίκαια βραβεύτηκε στις Κάνες. Mόνοι είναι οι γενναίοι! Θεέ μου, τι ταινία είναι αυτή! Ο Tόμι Λι Tζόουνς βγάζει τα εξάσφαιρα του Σαμ Πέκινπα, την καραμπίνα του Tζον Στάρτζες, τις σφαίρες του Kλιντ Ίστγουντ και υπογράφει ένα από τα κορυφαία γουέστερν όλων των εποχών! «The three burials of Melquiades Estrada», οι τρεις ταφές του Μελκιάδες Εστράδα. Τόσο απρόβλεπτο όσο καταστροφικός σεισμός. Τόσο πλήρες όσο ο μινιμαλισμός. Την πρώτη φορά στις Κάννες ανατρίχιασα. Τη δεύτερη φορά στην Αθήνα συγκλονίστηκα. Κάθε φορά η πρώτη φορά. Θα το ξαναδώ! Το υλικό της κεντρικής ιδέας που συνέλαβε και ανέπτυξε ο Μεξικανός Γκιγιέρμο Αριάγκα και που διαδραματίζεται σε κάποιο χωριό των ΗΠΑ στα σύνορα με το Μεξικό μοιάζει με κουρέλι από... μετάξι. Έχει σημασία αυτή η νησίδα γιατί οι σάρκες και η καρδιά του κεντρικού ήρωα είναι φτιαγμένες από το λαθρομεταναστευτικό χώμα αυτής της «νεκρής» γης (no man's land). Έτσι από το πρώτο λεπτό ένας σημαδιακός τίτλος καρφώνεται στην ανάσα του θεατή: Lonely are the brave (μόνοι είναι οι γενναίοι). Το γουέστερν που έχει παγιδεύσει τα εφηβικά μας χρόνια βγαίνει από τον τάφο της Ιστορίας και των μουσείων και με ταχύτητα σφαίρας από μια «γουίτσεστερ» καρφώνεται στο σημείο της καρδιάς. Ο Γκάρι Κούπερ, το «Λίμπερτι Βάλανς», ο Κερκ Ντάγκλας και ο Κλιντ Ίστγουντ στο σαρκίο του Τόμι Λι Τζοουνς. Απίστευτο κι όμως αληθινό! Όλα αρχίζουν για την ταφή ενός λαθρομετανάστη από το Μεξικό! Σ' αυτό το χωριό συμβαίνει κάτι εντελώς συνηθισμένο και καθημερινό. Νεαρός των συνοριακών φρουρών (Μπάρι Πέπερ) σκοτώνει λαθρομετανάστη από το Μεξικό. Δεν το ήθελε, του ξέφυγε! Ο Μελκιάδες κυνηγούσε λαγό και ο εθνοφρουρός με χαρακτηριστικό των ημερών παλιμπαιδισμό αντιδρά στον πυροβολισμό και σκοτώνει τον μετανάστη «λαγό». Ο στρατός με την αστυνομία κουκουλώνουν το περιστατικό αλλά ξεχνούν να λογαριάσουν ένα... φάντασμα, κάποιον τρελό. Φάντασμα αφού οι αξίες του έρχονται και παραμένουν ακλόνητες από το παρελθόν. Τρελός αφού αυτός και μόνο αυτός αρνείται να παραδώσει γην και ύδωρ στον αυτισμό. Είπαμε, μόνοι είναι οι γενναίοι. Ο Τόμι Λι Τζόουνς είχε δώσει υπόσχεση στον «αδελφό» του Μελκιάδες Εστράδα. Μια υπόσχεση που αξίζει όλο το χρυσάφι και όλους τους θησαυρούς της οικουμένης. «Αν πεθάνω» του ζήτησε ο Μεξικανός «να με θάψεις εδώ»! Το «εδώ» είναι μια φωτογραφία («Παρίσι - Τέξας»). Μια φωτογραφία με μια αγγελική γυναικεία φυσιογνωμία, δύο παιδιά και φόντο κάτι χαλάσματα αρχαία. «Εδώ, στο χωριό μου, το Χιμένεζ». Ο Αμερικανός λοιπόν πρέπει δύο πράγματα, ταυτόχρονα, να κάνει. Το πρώτο λέγεται «H εκδίκηση είναι δική μου». Το δεύτερο είναι θεϊκή επιταγή και σκηνή από αρχαία τραγωδία. Στον «Δικαστή» του Τζον Χιούστον ο Πολ Νιούμαν, καβάλα πάνω σε άσπρο άτι, το έχει πει με μια κραυγή: Justice you son's of bitches! Όποιος δεν σέβεται τον θάνατο δεν εκτιμάει και τη ζωή. Έτσι διά της βίας σέρνει τον αφασικό φρουρό και αφού πρώτα τον αναγκάσει να ξεθάψει και να καθαρίσει τον νεκρό, στη συνέχεια καβάλα στα άλογα παίρνουν τον δρόμο να διανύσουν την απόσταση από την πλούσια Αμερική στο τριτοκοσμικό Μεξικό. Επικεφαλής ο Τόμι Λι Τζόουνς, ακολουθεί ο νεκρός, στο τέλος ο αιχμάλωτος ζωντανός. Πίσω τους ξαμολιούνται εποχούμενοι οι αστυνομικοί και οι εθνοφρουροί. Από τη μία πλευρά των συνόρων τα τεθωρακισμένα. Από την άλλη το παλιομοδίτικο γουέστερν. H υπεροπλία των πρώτων σε μονομαχία με αντίπαλο μια σκουριασμένη επαναληπτική καραμπίνα. Πάνω της γραμμένη η αρχαία σκουριά: «Υπόσχεση - Τιμωρία - Λύτρωση». Κάπου εδώ αρχίζει να υφαίνεται σε σταυροβελονιά η έννοια της μετανάστευσης! Λαθρομετανάστης και λαθρεπιβάτης ο Τόμι Λι Τζόουνς, λόγω ιδεών. Λαθρομετανάστης φυσικά ο Μελκιάδες Εστράδα. Μετανάστης (με το ζόρι στην αρχή) και ο Αμερικανός εθνοφρουρός που διασχίζει λαθραία τα σύνορα για να πάει στο Μεξικό. Σόι πάει το βασίλειο της (εσωτερικής/εξωτερικής) ξενιτιάς. Και όσο ο Τόμι Λι Τζόουνς σκαλίζει, χωρίς από τον μύθο να παρεκκλίνει, τόσο βαθιά φτυαρίζει. Πέντε Όσκαρ για έναν νεκρό λαθρομετανάστη Τόμι Λι Τζόους η μεγαλύτερη έκπληξη της χρονιάς. «Ζωντανός» στη μνήμη ο νεκρός Μελκιάδες. «Νεκρός» ο ζωντανός εθνοφρουρός, η ύβρις των θεών. Ταυτόχρονα (προσέξτε τα αντίθετα ζευγάρια) Μεξικανός ο Αμερικανός Τόμι Λι Τζόουνς και Αμερικανός ο νεκρός Μεξικανός. Όπως το στοχάστηκε και το έγραψε στους «Αργοναύτες» ο Γιώργος Σεφέρης: «Τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη». Πάμε παρακάτω: Ουτοπία η φωτογραφία («Τοπίο στην ομίχλη») και φυσικά «Έγκλημα και τιμωρία» το οδοιπορικό από τον τόπο της εκτέλεσης στον ου-τόπο της κάθαρσης. Έτσι όχι μόνο εκδίκηση, πράγμα που το έχουμε δει σε εκατοντάδες γουέστερν, αλλά κι ένα βήμα πιο 'κεί. Ο τιμωρός δεν πρέπει να σκοτώσει και στον φονιά να μοιάσει, αλλά να τιμωρήσει ώστε ο αφασικός παλίμπαις μέσα από το μαρτύριό του να βιώσει στο πετσί του το μαρτύριο του λαθρομετανάστη κι έτσι να ταυτιστεί με την κατάσταση του Άλλου, του «εχθρού». Καταλάβατε; Μέσα απ' αυτή την εμπειρία που προαναγγέλλει βία αλλά τελικά δεν τη δημιουργεί, να επέλθει ολοκληρωτική λύτρωση και εκεχειρία. Του Τόμι Λι Τζόουνς με τον φονιά, του φονιά με τον νεκρό και του νεκρού με την ανάπαυση της ψυχής του σ' αυτό τον μη τόπο, τον ιερό! Υπέροχο! Όλοι πρώτοι, εξαιρετικοί, με την εξής σειρά: Όσκαρ σεναρίου στον Μεξικανό Γκιγιέρμο Αριάγκα των «21 γραμμαρίων». Μέγιστος γνώστης της σεναριακής γραφής, εμπνευσμένος από τις καλύτερες στιγμές των «μοναχικών» γουέστερν, συλλαμβάνει και ξεδιπλώνει μια ιστορία πέρα από τα σύνορα του είδους και μετατρέπει την «καραμπίνα» σε εργαλείο όχι μόνο δραματουργίας αλλά και σχολιασμού της σημερινής κοινωνίας. Όσκαρ σκηνοθεσίας στον Τόμι Λι Τζόουνς. Αφαιρεί κάθε περιττό λίπος, κάθε μεταμοντέρνα ανοησία και αφοσιώνεται αποκλειστικά και μόνο στη δωρική, τη λιτή γραφή της απόλυτης οικονομίας. Δεύτερο Όσκαρ, α' ανδρικού ρόλου αυτή τη φορά, στον Τόμι Λι Τζόουνς. Ακολουθώντας το παράδειγμα των αρχετυπικών ηρώων του γουέστερν, από τον Γκάρι Κούπερ μέχρι τον Κλιντ Ίστγουντ, διαχειρίζεται την ερμηνεία με τις σπίθες του βλέμματος και με τις σταγόνες του ιδρώτα του. Όσκαρ β' ανδρικού ρόλου στον Μπάρι Πέπερ. Παίζει με το σώμα την κραυγή, το «τυφλό» βλέμμα, την απελπισία, τον εξευτελισμό, δηλαδή ενσαρκώνει και σχολιάζει την περίπτωση ενός συνηθισμένου, σημερινού νέου που σκοτώνει από ψηλά παίζοντας με τα πλήκτρα γεμάτος χαζή χαρά. Με απλά λόγια, ο διασυρμός του είναι θεϊκός! Όσκαρ φωτογραφίας στον Κρις Μένγκες που ζωγραφίζει το άνυδρο τοπίο με αναφορές στις καλύτερες στιγμές του Τζον Φορντ και του Χάουαρντ Χοκς. Για να μη μακρηγορώ. Με κατέκτησε ολοκληρωτικά. Στοίχειωσε τα όνειρά μου. Το κλείδωσα στην καρδιά μου! |