Το παιδί L' enfant. Βέλγιο/Γαλλία, 2005. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ζαν-Πιερ και Λικ Νταρντέν. Ηθοποιοί: Ζερεμί Ρενιέ, Ντέμπορα Φρανσουά, Ζερεμί Σεγκάρ. 100 λεπτά. Ενας περιθωριακός νέος αποφασίζει να πουλήσει το νεογέννητο μωρό της φιλενάδας του κι έρχεται σε σύγκρουση μαζί της και στη συνέχεια με ένα κύκλωμα παράνομης υιοθεσίας, σε μια δυνατή, δοσμένη με ευαισθησία και τρυφερότητα, ταινία. Η νέα, βραβευμένη με το Χρυσό Φοίνικα των Κανών, ταινία των αδερφών Ζαν-Πιερ και Λικ Νταρντέν («Η υπόσχεση», «Ροζέτα», «Ο γιος») μου θύμισε, όπως έγραφα και από τις Κάνες, τόσο τον κινηματογράφο του Ρομπέρ Μπρεσόν όσο κι εκείνον του Παζολίνι: του Μπρεσόν χάρη στο απλό, απέριττο στιλ του και του Παζολίνι χάρη στο θέμα του αλλά και τα πρόσωπά του, ιδιαίτερα εκείνο του πρωταγωνιστή του, του νεαρού περιθωριακού μικροαπατεώνα. Η ιστορία στρέφεται γύρω από ένα νεαρό ζευγάρι: τη 18χρονη Σόνια, που μόλις αποφυλακίζεται με το εννιά ημερών μωρό της, και τον 20χρονο κλέφτη Μπρούνο, που ζει πουλώντας αντικείμενα που κλέβει μαζί με μια ομάδα από μαθητές σχολείου. Κάποια στιγμή, για να μπορέσει να συνεχίσει την κάπως πολυτελή ζωή στην οποία έχει συνηθίσει, ο Μπρούνο αποφασίζει να πουλήσει το μωρό της Σόνιας σε ένα κύκλωμα παράνομης υιοθεσίας που θα τον φέρει αντιμέτωπο αρχικά με τη Σόνια και στη συνέχεια με τη συμμορία του κυκλώματος και την αστυνομία. Εκείνο που ενδιαφέρει βασικά τους Νταρντέν είναι η σκιαγράφηση των δύο χαρακτήρων, του Μπρούνο και της Σόνιας. Χαρακτήρες που αλλάζουν σταδιακά μέσα από τις διάφορες καταστάσεις αναγκάζοντάς τους να αντιμετωπίσουν μετωπικά τα προβλήματά τους -το «παιδί» της ταινίας δεν περιορίζεται μόνο στο μωρό αλλά επεκτείνεται και στον ίδιο τον Μπρούνο. Με μια ευκίνητη, στο χέρι, κάμερα, με μικρό συνεργείο και λίγους ηθοποιούς, μ' ένα στιλ λιτό, ρεαλιστικό (δεν πρέπει να ξεχνάμε πως είχαν ξεκινήσει την καριέρα τους στο χώρο του ντοκιμαντέρ), με εικόνες όμορφες, που συχνά στηρίζονται στο φυσικό φως για τις εξαιρετικές συνθέσεις τους (η μελετημένη, με ακρίβεια, φωτογραφία είναι του Αλέν Μαρκοέν), οι Νταρντέν προχωρούν με σιγουριά και μεθοδικότητα για να δημιουργήσουν την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα στην οποία κινούνται τα πρόσωπά τους και να καταλήξουν στο εξαιρετικό, δοσμένο με σασπένς, ταυτόχρονα συγκινητικό, φινάλε τους. Στις αρετές της ταινίας και οι ερμηνείες των δυο νεαρών πρωταγωνιστών της: του Ζερεμί Ρενιέ και της Ντέμπορα Φρανσουά. Ένα «παιδί»... αριστούργημα Oι Bέλγοι αδελφοί Nταρντέν με ελάχιστα, τα στοιχειώδη, «μέσα» και με μια μοναδική σύνθεση ντοκουμέντου και μυθοπλασίας αναστατώνουν το συναίσθημα και ακτινογραφούν μέχρι μυελού οστών τη σημερινή κοινωνία Τώρα που το είδα για δεύτερη φορά μετά το Φεστιβάλ των Καννών, κατάφερα να διεισδύσω πέρα από το κέλυφος της πρώτης εντύπωσης αυτού του χρυσού «Παιδιού» (L' enfant). Τώρα μπορώ να τεκμηριώσω τα ευεργετήματα που εισέπραξα από την πρώτη προβολή αυτού του μικρού αριστουργήματος. Ένα ένα με τη σειρά: Εικοσάχρονο κλεφτρόνι του δρόμου του Βελγίου, παρέα με πιτσιρικάδες, σημερινούς επίγονους του «Όλιβερ Τουίστ», αρπάζει και πουλάει ό,τι βρει. Σημείο πρώτο και φαρμακερό, αρκεί κανείς να έχει το μυαλό του ανοικτό. H διαδικασία της αγοραπωλησίας είναι ίδια και η διαφορά είναι μόνο μία. Ο Μπρουνό (Ζερεμί Ρενιέ) δεν αγοράζει, απλώς βουτάει. Παράνομος; Φυσικά. Αλλά προσέξτε το σχόλιο και τη διαφορά. Πρώτον, με τον τρόπο του και φυσικά χωρίς να το θέλει «σχολιάζει» αυτό το αλισβερίσι της αγοράς όπου όλα μα όλα έχουν τιμή και όλοι από άνθρωποι έχουν μεταλλαχθεί σε αντικείμενα. Δεύτερον, αγοράζοντας (ας πούμε) ένα καροτσάκι για μωρά και μεταπουλώντας το στη συνέχεια δέκα φορές κάτω από την αρχική του τιμή, σχολιάζει την ευτέλεια αυτής της ίδιας κυρίαρχης πράξης αγοραπωλησίας. Όλα προς πώληση με την εξής διαφορά. Το ίδιο αντικείμενο που τιμάται προς χίλια ευρώ την άλλη αξίζει εκατό. H αξία ενός προϊόντος είναι σχετική, όπως σχετικός είναι και ο χαρακτήρας του Μπρουνό. Έτσι, ενώ ο ήρωάς μας είναι «βρώμικος», παράνομος και περιθωριακός, ταυτόχρονα είναι και αφόρητα συναισθηματικός. Είπαμε, όλα είναι σχετικά. Εκείνος κλέβει αντικείμενα, όμως η δεκαοκτάχρονη Σόνια (Ντεμπορά Φρανσουά) τού έχει κλέψει την καρδιά. Εμποτισμένος λοιπόν από την κυρίαρχη ιδεολογία μιας παγκοσμιοποιημένης αγοράς, αποφασίζει να πουλήσει στη μαφία, προς υιοθεσία, το δικό του μωρό, μόλις εννιά ημερών, να εκποιήσει τον δικό του καρπό. Το υποκείμενο (μωρό) μεταλλάσσεται σε αντικείμενο (πώληση - αγορά). Δηλαδή ο Μπρουνό κλέβει και πουλάει την προέκταση της σάρκας του και τον πυρήνα της ψυχής του! Με τα λύτρα αυτής της ανατριχιαστικής συναλλαγής, επιστρέφει στην ανυποψίαστη Σόνια, λέγοντάς της περίπου «είμαστε νέοι, θα κάνουμε κι άλλα παιδιά», που πάει να πει «θα πουλάμε τον εαυτό μας εσαεί». Όμως εκείνη όχι μόνο δεν συμφωνεί, αλλά κατειλημμένη ολοσχερώς από το ένστικτο της μητρότητας, συγκλονίζεται, πέφτει, λιποθυμάει και σχεδόν δεν αναπνέει. Και όταν ύστερα από μερικές ώρες θα συνέλθει και θα τον διώξει από κοντά της, ο αφασικός αλλά ερωτευμένος Μπρουνό θα φέρει τα πάνω κάτω, θα ρισκάρει την ύπαρξή του για να αγοράσει τη σάρκα και την ψυχή του, να επαναφέρει το μωρό για να ξανακερδίσει τον έρωτά του. Αυτό και το σημείο τομής. Το ένστικτο του συναισθήματος (η καρδιά του Μπρουνό) και το ένστικτο της μητρότητας (η Σόνια) λυτρώνουν το μωρό από την εμπορευματική διαδικασία αλλοτρίωσης. Δηλαδή η καρδιά δεν αγοράζεται, η μητρότητα δεν εκποιείται, το μωρό δεν αντικειμενοποιείται. Ακόμα και σήμερα στην απόλυτη εσχατιά, ο Άνθρωπος παραμένει Άνθρωπος. Έτσι, έπειτα από αυτές τις εξελίξεις το κλεφτρόνι βρίσκεται να αντιδικεί, να αγωνίζεται εναντίον της φάρας του. Τώρα αντίπαλός του δεν είναι ο νόμος (Αστυνομία) αλλά η παρανομία (Μαφία). Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα. Τώρα ο Μπρουνό είναι αναγκασμένος να ενηλικιωθεί, να πάρει τις ευθύνες του και από παιδί να γίνει άντρας. Τώρα λοιπόν μπαίνει το δίλημμα το καυτό. Όλα (η Σόνια, το μωρό και η καρδιά του) ή τίποτα! Τα επιτεύγματα της κινηματογραφικής επεξεργασίας, αντιστρόφως ανάλογα από το «μικρό» τεχνικό και οικονομικό μέγεθος της παραγωγής. Τεράστια, ογκώδη αποτελέσματα, απλά, λιτά, πρωτογενή μέσα αισθητικής έκφρασης. Δαβίδ με μυαλό και εκτόπισμα Γολιάθ, ένα προς ένα τα βασικά: Οι Νταρντέν λειώνουν το ντοκιμαντέρ μέσα στη μυθοπλασία και τη μυθοπλασία μέσα στο ντοκιμαντέρ. Στο χέρι η μηχανή, καρφωμένη στη σάρκα του αφηγηματικού άξονα, δηλαδή στον Μπρουνό. Τα κοντινά πλάνα ζευγαρωμένα με τα μακρινά. Έτσι ο θεατής τη μια στιγμή δέχεται ριπές καυτού αέρα από τα υποκειμενικά, δηλαδή τα δραματικά, πλάνα του ήρωα και την άλλη στιγμή, με τα μακρινά και με το ξετύλιγμα της αγοραπωλησίας, βρίσκει χρόνο και χώρο να σκεφτεί και να προβληματιστεί. Για να καταλάβετε, είναι σαν να εμβολιάζουν με ζωντάνια και γρήγορους ρυθμούς τα «Γλυκά δεκάξι» του Κεν Λόουτς και σαν να μεταδίδουν συναίσθημα και καρδιά στον αριστουργηματικό «Πορτοφολά» του Ρομπέρ Μπρεσόν! Τη μια κυνικός, την άλλη καρδιακός Αδελφοί Νταρντέν, οι αρχιμάστορες του «Παιδιού» Ακολουθώντας, παράλληλα, την ίδια διαδικασία (άνθρωπος - εμπόρευμα), επεξεργάζονται με την ίδια σχετικότητα τα αντικείμενα και τους χαρακτήρες. Προσέξτε μεταμορφώσεις. Το καροτσάκι του μωρού (ζωή) καταλήγει στη συνέχεια άδειο σαν φέρετρο ανοικτό. Το «κάμπριο» με το οποίο το ζευγάρι γλεντούσε στην αρχή, στη συνέχεια μεταβάλλεται σε χαρτόκουτο για να κοιμηθεί ο διωκόμενος Μπρουνό. Το μηχανάκι της ληστείας, από όχημα φυγής και προστασίας μεταβάλλεται σε βαρίδι σύλληψης λόγω βραδυπορίας. Προσέξτε τώρα τις μεταμορφώσεις του ήρωα. Στη μία σκηνή κυνικός, στην άλλη καρδιακός. Σκαρφαλωμένος στην άκρη της τραμπάλας. Πότε από εδώ, πότε από εκεί. Ο Μπρουνό πουλάει το παιδί του, αλλά λόγω καρδιάς το αγοράζει και ζητάει συγχώρεση από τη Σόνια. H πράξη πώλησης είναι εύκολη και αναίμακτη. Όμως η δεύτερη πράξη επαναφοράς του μωρού είναι επικίνδυνη, ακραία, σχεδόν θανατηφόρα. Εύκολα πουλάς την ψυχή σου, δύσκολα κερδίζεις τη ζωή σου. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο διαρκών εναλλαγών και αφού πρώτα με επαγωγική διαδικασία (από τα λίγα στα πολλά) κορυφωθεί η πυραμίδα τόσο των αντικειμένων όσο και των αισθημάτων, οι Νταρντέν επιδίδονται σε ένα εικοσάλεπτο σασπένς, θρυμματίζοντας την αγωνία του θεατή και μεταβάλλοντας σε κουρέλια τα εφέ του χολιγουντιανού θρίλερ! Δεν θα σας αποκαλύψω την κατάληξη της σκηνής, αλλά θα σας μετρήσω τα πρόσωπα και τα «μέσα» που παίρνουν μέρος σ' αυτή την καταδίωξη. Δύο κλεφτρόνια, μια γυναικεία τσάντα, ένα μηχανάκι κι ένα μεσαίου κυβισμού I.X. Αυτά μόνο με μια κινηματογραφική μηχανή, χωρίς ίχνος μουσικής. Αν σ' αυτή την υποδειγματική γεωμετρία, σ' αυτό το αρμονικό... χάος και σ' αυτή την αδαμάντινη δραματουργία προσθέσει κανείς και την ερμηνεία της χρονιάς από τον άγνωστο Ζερεμί Ρενιέ, τότε δεν μένει ίχνος αμφιβολίας. Με τεράστιο μυαλό, ματωμένη καρδιά, συγκίνηση και αληθινά δάκρυα πολλά, η καλύτερη ταινία της χρονιάς! |