Ένας άνθρωπος δίχως πεπρωμένο Fateless. Ουγγαρία, 2005. Σκηνοθεσία: Λάγιος Κολτάι. Σενάριο: Ιμρε Κέρτες. Ηθοποιοί: Μαρσέλ Νάγκι, Αρτον Ντιμένι, Ντάνιελ Κρεγκ. 134 λεπτά. Γυμνοί ανάμεσα σε λύκους Eβραίοι, θάλαμοι αερίων, ’ουσβιτς, Nταχάου, Mαουτχάουζεν! Tα ίδια και τα ίδια, αλλά αυτήν τη φορά με το «Fateless» του Ούγγρου Λάγιος Kολτάι κάπως διαφορετικά, πιο αληθινά και περισσότερο ανατριχιαστικά! «H λίστα του Σίντλερ» είναι ο πλήρης ορισμός αγιογραφίας και ηρωικού μελοδράματος. Για να διεγείρει ο Σπίλμπεργκ τους δακρυγόνους αδένες του θεατή, ακολούθησε με συνέπεια την κεντρική, αμερικανική μυθοπλασία, τράβηξε διαχωριστική γραμμή και ακολούθησε με συνέπεια τη φόρμουλα της αγιογραφίας μέχρι κεραίας. Το «Fateless» (Ένας άνθρωπος δίχως πεπρωμένο) σε αντίθετη τροχιά και με σκοτεινή ματιά. Ένοχοι οι Ούγγροι. Και οι ένστολοι και οι πολίτες. Ένοχοι και οι Εβραίοι. Και οι ελεύθεροι και οι μελλοθάνατοι φυλακισμένοι. Ένοχοι φυσικά και οι δεσμώτες των στρατοπέδων. Ένοχοι όλοι. Αυτή είναι και η κολοσσιαία - επί της ουσίας - διαφορά ανάμεσα στον Σίντλερ του Σπίλμπεργκ, τον Πιανίστα του Πολάνσκι και το «Fateless» του Κολτάι (προερχόμενο από το αυτοβιογραφικό οδοιπορικό του Ούγγρου συγγραφέα Ίμρε Κέρτεζ, βραβευμένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2002). H ενοχική διαδικασία προκαλείται από την ιδεολογία και τις ακραίες συνθήκες. Οι Ούγγροι της Αρίας φυλής, από εκδίκηση, φθόνο, αλλά κυρίως για την επιβίωσή τους, περιφρονούσαν, κατέδιδαν τα εβραϊκά μιάσματα με το κίτρινο «παράσημο» στο πέτο. Ο θάνατός σου η ζωή μου. Ταυτόχρονα, πολλοί από τους υποψήφιους μελλοθάνατους, έμπλεοι θεοκρατικών προκαταλήψεων, περίμεναν παθητικά το μοιραίο πιστεύοντας ότι η επίγεια κόλαση είναι θεία τιμωρία. Και φυσικά, τυφλοί και σαρκοβόροι οι χιτλερικοί, τα εκτελεστικά όργανα ενός ανελέητου ιδεολογικού ρατσισμού. Αυτή η διαδικασία εγκληματικής ενοχής και συνενοχής ακολουθούσε κλίμακα επαγωγική. Από το έλασσον στο μείζον: αντί οι διωκόμενοι να συσπειρωθούν και να αντιδράσουν, περίμεναν στο ακουστικό τους τον θάνατό τους. Αντί οι Ούγγροι μαζικά να αντισταθούν, έριχναν το ανάθεμα στους άλλους, τους κατώτερους και διαφορετικούς. Ο φόβος και ο τρόμος είχαν διαρρήξει την κοινωνική συνοχή, είχαν γκρεμίσει τον ιστό και είχαν σπείρει ανάμεσα στους «γυμνούς» χιλιάδες, μεταφυσικές δοξασίες. Καθένας μόνος του. Καθένας για τον εαυτό του. Καθένας «κατώτερος» του άλλου. Ο πλούσιος Εβραίος κατώτερος ακόμα και του ρακένδυτου Ούγγρου. Ο πιο πλούσιος Ούγγρος κατώτερος ακόμα και της τελευταίας ουγγρικής ορντινάντσας. Ο πονηρός Εβραίος ανώτερος από τον αθώο συγκάτοικό του στα κρεματόρια του ’ουσβιτς. Όλοι όμως - ανώτεροι και κατώτεροι - νόστιμο κρέας στα στόματα των αχόρταγων λύκων. Αυτό, λέει ο Κέρτεζ, είναι και το πραγματικό Νταχάου! H διάρρηξη του ιστού (του κοινωνικού, αλλά και του οικογενειακού) σημειώνεται από το πρώτο καρέ, όταν μαθαίνουμε ότι ο πατέρας του δεκατετράχρονου ήρωα είναι χωρισμένος και παντρεμένος με δεύτερη γυναίκα. Πληροφορία σημαδιακή, αφού ο μικρός Γιούρι επέπλεε με το ένα πόδι στην πατρική και με το άλλο στη μητρική βάρκα. Ο χωρισμός και η σύγχυση ήταν διάχυτα στη μικρή κοινότητα των οικογενειακών φίλων. Μερικοί εναποθέτουν τα πάντα στον Θεό τους. ’λλοι ψιθυρίζουν ευχολόγια. ’λλοι διασπείρουν πως, τάχα μου, ο Χίτλερ θα διαπραγματευθεί τη λήξη του πολέμου με αντάλλαγμα τους Εβραίους. Ακόμα και ο πατέρας του μικρού Γιούρι εθελοτυφλεί πιστεύοντας ότι το υπόλοιπο του πολέμου θα το περάσει σπάζοντας πέτρες σε γερμανικό νταμάρι καταναγκαστικής εργασίας! Έτσι ο μικρός αμνός, ανοχύρωτος από οικογένεια, φυλή, πίστη και αλληλεγγύη, κατέρχεται προς την Αχερουσία λίμνη. Κάθοδος με συμβολική σημασία. Πρώτα, για εξακρίβωση ταυτότητας, τον κατεβάζουν από το λεωφορείο. Ύστερα τον στριμώχνουν σε μια αποθήκη. Έπειτα οι αμνοί αρχίζουν να παίζουν τυφλόμυγα για να περάσει η ώρα! Στη συνέχεια οι αρχές, οι εθνικές και ουγγρικές τον γδύνουν από ταυτότητα και τιμαλφή και τον επιβιβάζουν σε τρένο για σφαγή. Κάποιος ψιθυρίζει «Νταχάου». Ο διπλανός του αρχίζει να σκαλίζει τη γεωγραφία. Νταχάου, Νταχάου, μπας και είναι στη Γερμανία; Έτσι, ανυποψίαστα, καρτερικά, μοιρολατρικά, σχεδόν αφασικά, ένας ένας οι γυμνοί αμνοί κατέληγαν στους θαλάμους αερίων. Ο Λάγιος Κολτάι, με διεθνή καριέρα διευθυντή φωτογραφίας, εφορμά στο πρόσφορο γι' αυτόν πεδίο, αφού η εξιστόρηση δεν απαιτεί εργαλεία κλασικής δραματουργίας. Το κείμενο του Κέρτεζ βρίθει από σιωπηρές, νεκρικές πομπές και ασπρόμαυρες κολασμένες περιγραφές. H διαδοχή σκηνών στα «άδεια» τοπία των στρατοπέδων μοιάζει με ζωντανή Πινακοθήκη. Ο Γκόγια με το πινέλο και την παλέτα του Σατανά. Οι μαύρες ρίγες, τα χλωμά πρόσωπα, τα διάφανα, ανθρώπινα κόκαλα, οι νιφάδες του χιονιού, το θαμπό άσπρο τοπίο και ο γκρίζος ορίζοντας χορεύουν στα έγκατα της κόλασης, φλεγόμενα από ανείπωτο εσωτερικό ψύχος! Το κλάσμα του δευτερολέπτου, όπου η τραμπάλα ανάμεσα στον τρόμο και στην αυτοεγκατάλειψη καταλήγει στην κραυγή «δεν αντέχω άλλο». Ο πλανήτης σε ελεύθερη πτώση, με κατεύθυνση τη μαύρη τρύπα! Και για να ξεμπερδεύω με τη βασανιστική εμπειρία, αν ο Κολτάι μείωνε τους χρόνους και αν δεν αλληθώριζε προς την αμερικανική αστερόεσσα θα είχε υπογράψει τον επιθανάτιο ρόγχο του Σίντλερ και του Πιανίστα! |