Cinema, aspirinas e urubus. Βραζιλία, 2005. Σκηνοθεσία: Μαρσέλο Γκόμες.
Σενάριο: Μαρσέλο Γκόμες, Πάουλο Κάλντα, Καρίμ Ενούζ. Ηθοποιοί: Πέτερ Κέτναθ,
Ζοάο Μιγκέλ. 99 λεπτά.
Ενας Γερμανός που θέλησε να γλιτώσει από τον πόλεμο κι ένας Βραζιλιάνος που
προσπαθεί να ξεφύγει από τη μιζέρια και την ξηρασία της βραζιλιάνικης ενδοχώρας,
συναντιούνται σ' ένα συναρπαστικό, ποιητικό road-movie.
Το σινεμά με τα όνειρά του, η ασπιρίνη με την ανακούφιση στον πόνο και τα
όρνεα που σε περιμένουν σε κάθε στροφή, είναι στο επίκεντρο της ποιητικής αυτής,
πρώτης ταινίας του Βραζιλιάνου σκηνοθέτη Μαρσέλο Γκόμες. Το 1942, στη
βραζιλιάνικη ενδοχώρα, ο ειρηνιστής Γερμανός Γιόχαν, που έχει εγκαταλείψει τη
χώρα του, για να γλιτώσει από τον πόλεμο, ταξιδεύει με ένα καμιόνι, πουλώντας
την άγνωστη τότε ασπιρίνη στους χωρικούς, προσελκύοντάς τους με διάφορα
«εξωτικά» κινηματογραφικά διαφημιστικά που αντιπαραθέτουν το δήθεν υπερσύγχρονο
Σάο Πάολο με τη φτωχή, οπισθοδρομική ενδοχώρα. Στον δρόμο του θα συναντήσει και
θα του προτείνει να τον πάρει μαζί του για βοηθό, τον κακόκεφο Ρανούλφο, φυγάδα
από τον βορρά που έχει πληγεί από ξηρασία, σ' αναζήτηση καλύτερης ζωής στο νότο.
Στην πρώτη του αυτή ταινία, ο Μαρσέλο Γκόμες περιγράφει με ποιητική διάθεση
και επιμονή στη λεπτομέρεια, το ταξίδι τους αυτό, καταγράφοντας ταυτόχρονα τις
διάφορες κοινωνικές και πολιτικές διαφορές. Ταξίδι στο οποίο δεν υπάρχουν
δραματικές εξάρσεις ή συγκρούσεις. Απλώς συναντήσεις, με φτωχά, συνηθισμένα
άτομα που συναντούν στη διαδρομή τους, άτομα που έχουν πληγεί από την ξηρασία,
έτοιμα να αναζητήσουν την τύχη τους στον Αμαζόνιο, όπου παράγεται το καουτσούκ
για τις ΗΠΑ. Συναντήσεις που ο Γκομές και ο κάμεραμάν του, Μάουρο Πινέιρο,
καταγράφουν μέσα από όμορφες, μαγικές εικόνες, θυμίζοντας εκείνες των δημιουργών
του «τσίνεμα νόβο» κι όπου τα όρνεα (του πολέμου ή άλλων κακουχιών) παραμένουν,
τουλάχιστον όσο διαρκεί η ταινία, μακριά.
ΣΙΝΕΜΑ, ΑΣΠΙΡΙΝΕΣ ΚΑΙ ΟΡΝΕΑ
CINEMAS, ASPIRINAS E URUBUS (MOVIES, ASPIRIN AND VULTURES)
του Μαρτσέλο Γκόμες
Υπόθεση: 1942. Δυο άνδρες συναντιούνται κάπου στο κέντρο της ενδοχώρας, στη
βορειοανατολική Βραζιλία. Ο Γιόχαν, ένας Γερμανός που την κοπάνησε από τον
πόλεμο, και ο Ρανούλφο, ένας Βραζιλιάνος που προσπαθεί να ξεφύγει από τη μιζέρια
και την ξηρασία που πλήττει την περιοχή. Οδηγώντας από χωριό σε χωριό,
προβάλλουν μια ταινία στους αγρότες της περιοχής, ανθρώπους που δεν έχουν
ξαναδεί σινεμά στη ζωή τους, με σκοπό να διαφημίσουν τα θαυμαστά αποτελέσματα
ενός φαρμάκου που κάνει θαύματα: της ασπιρίνης. Διασχίζοντας σκονισμένους
δρόμους και κακοτράχαλα μονοπάτια σε περιοχές κάθε άλλο παρά φιλόξενες, οι δυο
άνδρες, παρά τη θέλησή τους, συστήνουν στους συχωριανούς τους περισσότερο ένα
νέο μέσο ψυχαγωγίας παρά ένα καινούριο φάρμακο. Ταυτόχρονα, όμως, αναζητούν
νέους ορίζοντες για τις ζωές τους.
Κατά τη διάρκεια του Β' παγκοσμίου πολέμου ένας Γερμανός βρίσκεται στη
Βραζιλία προσπαθώντας να προωθήσει την ασπιρίνη , με το φορτηγάκι του να γίνεται
το μέσο μετακίνησης ανθρώπων που συναντάει στο δρόμο του ανάμεσα στους οποίους
είναι ένας ντόπιος με τον οποίο οι τύχες τους θα συναντηθούν για ένα διάστημα
...
Ένα παράξενο road movie τοποθετημένο στη βραζιλιάνικη ενδοχώρα τη περίοδο που
μαίνεται ο Β' παγκόσμιος πόλεμος με κεντρικό χαρακτήρα έναν Γερμανό δημιουργεί
ασφαλώς περιέργεια και ακούγεται πρωτότυπο όπως και ο τίτλος του που
δικαιολογείται πλήρως. Ο Γιόχαν προβάλλει ένα φιλμάκι με τη μορφή του
κινηματογραφικού επίκαιρου πάνω στην χρησιμότητα της ασπιρίνης και έτσι φέρνει
τους φτωχούς και αγράμματους βραζιλιάνους χωρικούς σε επαφή με το σινεμά και το
ταχύτερα αναπτυσσόμενο φάρμακο. Όσο για τα όρνεα καραδοκούν στην αχανή και άγονη
γη αν και η παρουσία τους στο τίτλο σε οδηγεί να σκεφτείς την αλληγορική
προέκταση της επιλογής.
Εμπνευσμένος από ιστορίες που του είχε αφηγηθεί ο παππούς του , ο 46χρονος
Μαρτσέλο Γκόμες με σπουδές δημοσιογραφίας στη πατρίδα του και κινηματογράφου στο
Μπρίστολ της Αγγλίας , δημιουργεί ένα χαμηλών τόνο οδοιπορικό για ένα Ευρωπαίο
στη λατινική Αμερική με αδιευκρίνιστο προφίλ αν πρόκειται δηλαδή για τυχοδιώκτη
, λιποτάκτη ή φιλειρηνιστή και ένα Βραζιλιάνο που μετακομίζει για μια καλύτερη
μοίρα και ένα πιο ευοίωνο μέλλον. Η πρόσκαιρη φιλία τους δεν είναι τίποτα άλλο
από την σύντομη κοινή πορεία τους προς την περιπέτεια. Ο αντίχτυπος του πολέμου
έχει επιπτώσεις στον Γιόχαν που η καταγωγή του προδίδεται από την παράταιρη
φωτογένεια του , συνέπειες όμως δημιουργεί και η ξηρασία που αναγκάζει τον
Ρανούλφο να εγκαταλείψει το χωριό που γεννήθηκε.
Ο Γκόμες μπολιάζει ταυτόχρονα τη ταινία με επιμέρους στοιχεία που χαρακτηρίζουν
μια ολόκληρη εποχή: το ραδιόφωνο ως το απόλυτο μέσο ενημέρωσης , το ωτοστόπ ως
μέσο κοινωνικής συναναστροφής και επικοινωνίας , το κινηματογράφο και το φάρμακο
ως την διείσδυση του δυτικού εκπολιτισμού σε μια ελάχιστη αναπτυγμένη αγροτική
περιοχή.
Εκτυφλωτικά φωτογραφημένη από τον διευθυντή Μάουρο Πινέιρο και με ένα σάουντρακ
με πρώιμα διαμάντια βραζιλιάνικης μουσικής των δεκαετιών του '30 και του '40
έρχεται με καθυστέρηση τριών ετών και στη χώρα μας η ενθαρρυντική πρώτη δουλειά
ενός δημιουργού που μοιάζει να έχει χαρακτηριστικά για τα οποία αξίζει και της
μελλοντικής προσοχής μας.
Φεστιβάλ Καννών 2005 - Ένα κάποιο βλέμμα: ΕΘΝΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΑΣ Προηγούμενα βραβεία:
«Η Ζωή είναι ένα Θαύμα», Εμίρ Κουστουρίτσα,
«Ελέφαντας», Γκας Βαν Σαντ
Μια από τις πολυσυζητημένες επιλογές του Φεστιβάλ των Καννών στο τμήμα ΕΝΑ
ΚΑΠΟΙΟ ΒΛΕΜΜΑ, η ταινία «Σινεμά, ασπιρίνες και όρνεα» είναι η πρώτη μεγάλου
μήκους ταινία του Μαρσέλο Γκόμες. Ανακαλώντας ιστορίες και αφηγήσεις του
θρυλικού παππού του, ο Βραζιλιάνος σκηνοθέτης υφαίνει μια ενδιαφέρουσα ιστορία
για τον αγώνα δυο - ξένων μεταξύ τους ανδρών- να διεκδικήσουν ένα καλύτερο
μέλλον.
Ασπιρίνες για τον πόνο
Σινεμά για τα όνειρα…
Ένα road movie σε μια άγνωστη Βραζιλία
Για την χαρά, τον πόνο, τα όνειρα… τη ζωή
Το «Σινεμά, ασπιρίνες και όρνεα» είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Marcelo
Gomes. Ο σκηνοθέτης αναφέρει ότι η ιδέα για την ταινία ήρθε από μια συζήτηση με
τον παππού του, Ρανούλφο Γκόμες. Ο Ρανούλφο Γκόμες, που γεννήθηκε στην Paraiba,
μετά από μια παρατεταμένη περίοδο ξηρασίας στην περιοχή τη δεκαετία του ʼ40,
αποφάσισε να μεταναστεύσει στη νοτιο-ανατολική πλευρά της Βραζιλίας, με την
ελπίδα να βρει εκεί μια καλύτερη ζωή.
«Γυρίζοντας αυτήν την ταινία, μια από τις βασικές επιδιώξεις μου ήταν να συνδέσω
τις εμπειρίες διαφορετικών μεταξύ τους ανθρώπων, οι οποίοι αναζητούν περιπέτεια
και ποντάρουν σε ρίσκα, κάτι μάλλον απαραίτητο για να συνεχίσουν να ζουν.
Κινητήρια δύναμη σε αυτό το φιλμ είναι η επιθυμία για ζωή. Μια επιθυμία που
σπινθηρίζει στα μάτια των ηρώων, παρά τις δυσκολίες και τις αντίξοες
κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που αντιμετωπίζουν. Αρνούμενοι τον πόλεμο και την
ξηρασία, τα δύο δεινά της εποχής, οι δυο τυχοδιώκτες προσπαθούν να βρουν τον πιο
σύντομο δρόμο που θα τους οδηγήσει στην πραγματοποίηση των ονείρων τους...»,
αναφέρει ο σκηνοθέτης.
Γυρισμένη το 2003 στη Βραζιλιάνικη ενδοχώρα, η ταινία εναποθέτει όλα τα μέσα
και τις τεχνικές στα χέρια των χαρακτήρων – από τη φωτογραφία και τους διαλόγους
ως την καλλιτεχνική διεύθυνση και τη μουσική. «Είναι μια ταινία χαρακτήρων, στην
οποία η κάμερα βρίσκεται πάντα στη διάθεσή των ηρώων», εξηγεί ο σκηνοθέτης.
Το «Σινεμά, ασπιρίνες και όρνεα» περιέχει διάφορες αναφορές σε κοινωνικοπολιτικά
θέματα, τα οποία αποκαλύπτονται σιγά σιγά μέσω της αφήγησης. Εξαιτίας αυτού, η
ταινία εξερευνεί την περίεργη διαδικασία εκσυγχρονισμού της Βραζιλίας, τη
συμμετοχή της στον πόλεμο και τον πολιτικό αποκλεισμό πληθυσμών σε απομονωμένες
και φτωχές περιοχές.
Ο διευθυντής φωτογραφίας Μάουρο Πινέιρο δημιουργεί έναν κόσμο κατάλευκο, με
υπερφωτισμένα πλάνα που τονίζουν τη ζέστη και τον καυτό ήλιο της ερήμου. Η έρημη
γη, γεμάτη από δηλητηριώδη φίδια, έντομα και όρνεα, είναι ο βασικός
πρωταγωνιστής σε αυτήν την ιστορία. Ο Τόμας Άλβες ντε Σούζα, καταφέρνει να
συγκεντρώσει τον ανθό της βραζιλιάνικης μουσικής της δεκαετίας 1930 - '40.
«Τα πάντα στην ταινία είναι απλά και συμπυκνωμένα. Η φωτογραφία μεταφράζει το
αίσθημα της δυσφορίας και της τυφλότητας, που προκαλεί το φως της ενδοχώρας στον
Γιόχαν. Η ίδια ιδέα χρησιμοποιείται στην καλλιτεχνική διεύθυνση, το κάστιγκ και
τα μακριά πλάνα. Όλα αυτά προσδίδουν μια συγκεκριμένη αλήθεια στα συναισθήματα
των χαρακτήρων», εξηγεί ο Gomes.
|