La frontiere de l' aube. Γαλλία, 2008. Σκηνοθεσία: Φιλίπ Γκαρέλ. Σενάριο: Μαρκ Τσολοντένκο, Αρλέτ Λανγκμάν. Ηθοποιοί: Λουί Γκαρέλ, Λόρα Σμετ, Κλεμαντίν Ποϊντάτζ, Εμανουέλ Μπρος. 106' Ο έρωτας και οι απογοητεύσεις του μέσα από την ιστορία ενός φωτογράφου και των δύο γυναικών στη ζωή του σε μια ελεγειακή, εικαστικά πανέμορφη, γυρισμένη σε μαυρόασπρο φιλμ, ταινία. Στον βωβό κινηματογράφο του Λουί Φεγιάντ («Φαντομάς») αλλά και τον πειραματικό του Κοκτό («Το αίμα του ποιητή» και «Ορφέας»), χωρίς να ξεχνά και τα διδάγματα της νουβέλ βαγκ, στρέφεται για έμπνευση στη νέα του αυτή μελαγχολική ταινία ο Γάλλος σκηνοθέτης Φιλίπ Γκαρέλ («Οι συνηθισμένοι εραστές»). Πρωταγωνιστής είναι ένας φωτογράφος, ο Φρανσουά (στο ρόλο ο Λουί Γκαρέλ, γιος του σκηνοθέτη και γνωστός μας από τους «Ονειροπόλους» του Μπερτολούτσι) και οι δύο γυναίκες στη ζωή του: η Καρόλ (Λόρα Σμετ), μια διάσημη, σέξι ηθοποιός, που τη συναντά στη διάρκεια μιας φωτογράφησης, και η Ιβ-Εύα (Κλεμαντίν Ποϊντάτζ). Κάποτε όμως ο Φρανσουά θ' ανακαλύψει πως η Καρόλ είναι παντρεμένη (τους τσακώνει στο κρεβάτι ο σύζυγος που επιστρέφει από το εξωτερικό) και η σχέση τους αρχίζει σταδιακά να εκφυλίζεται, ενώ η εσωστρεφής Καρόλ καταλήγει στο ψυχιατρείο. Στη συνέχεια, ο Φρανσουά τα φτιάχνει με την Ιβ, που θέλει ν' αποκτήσει το παιδί του, ο ίδιος όμως δεν μπορεί να βγάλει απ' το μυαλό του την Καρόλ. Αναμφισβήτητα, το καλύτερο μέρος της ταινίας είναι το πρώτο, που καταγράφει με ξεχωριστή αληθοφάνεια τη σχέση του Φιλίπ με την Καρόλ και που ο έξοχος διευθυντής φωτογραφίας Γουίλιαμ Λουπτσάνσκι ντύνει μέσα στα ερωτικά χρώματα του μαυρόασπρου φιλμ, θυμίζοντας έντονα την περίοδο της νουβέλ βαγκ - αξίζει ν' αναφέρω πως εκτός από την προηγούμενη συνεργασία του με τον Γκαρέλ είχε παλιότερα συνεργαστεί και με τον Γκοντάρ. Στο δεύτερο μέρος, και παρά τα πάντα ωραία πλάνα του Λουπτσάνσκι και τις αναφορές (σε διάφορες συνεντεύξεις) του Γκαρέλ στο έργο του Αραγκόν («Ο ουρανός των αγγέλων») και του Θεόφιλου Γκοτιέ («Το πνεύμα»), τα πράγματα, με την εισβολή του υπερφυσικού, παίρνουν μια πιο εγκεφαλική στροφή. Πρόκειται για μια μοναδική, αν και δύσκολη, ταινία που έχει πολλά να προσφέρει στον υπομονετικό θεατή που αναζητεί κάτι το ξεχωριστό στον κινηματογράφο. Το πάθος των νεκρών Μπορεί σήμερα να ανασυσταθούν το κλίμα, η ατμόσφαιρα, το ύφος και το ήθος της Νouvelle Vague; Του Νέου Γαλλικού Κύματος της δεκαετίας του εξήντα, του Γκοντάρ και του Τριφό; Όχι λέει πλαγίως ο Φιλίπ Γκαρέλ του ασπρόμαυρου, με έντονα κοντράστ «La Frontiere de L΄ Αube» (Τα σύνορα της αυγής). Προσπαθεί. Η αποτυχία του όμως είναι ένδοξη δήλωση αδυναμίας συνολικής! Ο Φρανσουά (Λουί Γκαρέλ), γοητευτικός φωτογράφος, ερωτεύεται ένα από τα μοντέλα του, την Καρόλ. Μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε. Έτσι, εκείνη διαρκώς να πίπτει, να τρελαίνεται και να «φεύγει». Η κατάληξη- αυτοκτονία αναμενόμενη και προδιαγεγραμμένη. Έπειτα από καιρό ο Φρανσουά, αν και στοιχειωμένος από το φάντασμα της Καρόλ, τα φτιάχνει με μια δεύτερη γυναίκα, το ακριβώς αντίθετο της πρώτης, της νεκρής. Ζουν με άνεση, ετοιμάζουν διάδοχο με άνεση. Το φάντασμα όμως επιστρέφει και του λέει: «Κάθε φορά που θα κοιτάζεσαι στον καθρέφτη θα με βλέπεις». Έτσι κι αυτός αρχίζει να «πέφτει» και να φεύγει. Οι άνθρωποι ναι, αλλά η Αγάπη ποτέ δεν πεθαίνει. Η πολιτική και ιδεολογική σημειολογία του Γκαρέλ, εμφανής και καταλυτική. Δύσκολη η σχέση με την Καρόλ (Λορά Σμετ), πανεύκολη με την Ιβ (Κλιμεντίν Πουαντάτζ). Περιθωριακή η πρώτη. Μεγαλοαστή η δεύτερη. Της επανάστασης η Καρόλ, της συμφιλίωσης η Ιβ. «Θα πατήσουμε τον χρονοδιακόπτη, όχι τη βόμβα», το μοτίβο των δύο καταραμένων εραστών. «Επανάσταση στους δρόμους με όλο τον λαό, χωρίς βία, χωρίς σταγόνα αίμα». Απόλυτος ρομαντισμός. Ανέφικτη μια τέτοια επανάσταση. Ανέφικτος ένας τέτοιος, απόλυτος έρωτας. Αίσθηση πάθους, ασυμμετρίας, επομένως αναρχίας. Αφού δεν ολοκληρώθηκε ο Μάης του ΄68 δεν ολοκληρώνεται και το πάθος των δύο εραστών. Επομένως, χωρίς πάθος πεθαίνουν οι ιδέες. Χωρίς πάθος πεθαίνουν τα αισθήματα. Χωρίς πάθος πεθαίνει και ο σημερινός κινηματογράφος. Άρα- δηλώνει πλαγίως ο Γκαρέλ- σήμερα οι ταινίες μοιάζουν σαν δύο σταγόνες νερό. Αρνούμαι να συμβιβαστώ. Το μόνο που αξίζει να κάνεις ως καλλιτέχνης με πάθος ασίγαστο αλλά κρυφό, είναι να σκηνοθετήσεις μια Ωδή γι΄ αυτό τον υπέροχο, ανεπανάληπτο κόσμο των νεκρών. Άσε το κακό να μπει, λένε οι Σουηδοί. Άσε τη χαμένη επανάσταση για να την θυμηθείς, μπας και σωθείς, λέει ο Γκαρέλ. Δύο τα υπέρτατα πλεονεκτήματα του Γκαρέλ. Το πρώτο, η φωτογραφία, το καδράρισμα, η ατμόσφαιρα, η α-χρονική διαδρομή μεγάλων αισθημάτων, ρομαντικών πλασμάτων. Χάρμα η εικαστική επεξεργασία. Το δεύτερο, η φάτσα και η γοητεία τού μόλις 26 χρόνων Λουί Γκαρέλ (γιος του σκηνοθέτη). Το πρόσωπο, οι γωνίες, οι φωτοσκιάσεις, οι πόζες και το ήθος του παραπέμπουν από τον Ρεμπό μέχρι τον Ίαν Κέρτις των Joy Division του ασπρόμαυρου «Control» με πρωταγωνιστή τον Σαμ Ράιλι. Έχει τρελάνει τις Γαλλιδούλες. Το απόλυτο γαλλικό επιχείρημα εναντίον Μπραντ Πιτ και Λεονάρντο Ντι Κάπριο. Θεός! ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ Η Καρόλ μια διάσημη ηθοποιός ζει μόνη στο Παρίσι αφού ο σύζυγός της μένει τον περισσότερο καιρό λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων στο Χόλιγουντ. Στα πλαίσια μιας φωτογράφησης γνωρίζεται με τον Φρανσουά, έναν νεαρό καλλιτέχνη, με τον οποίο σύντομα η έλξη που αναπτύσσεται μεταξύ τους θα οδηγήσει σε μια παθιασμένη ερωτική σχέση. Όταν εμφανίζεται απρόσμενα ο σύζυγος της Καρόλ για λίγες ημέρες, οι δύο εραστές αναγκάζονται να διακόψουν απότομα. Ο Φρανσουά αποφασίζει να αφήσει οριστικά την Καρόλ και παρά τις εκκλήσεις της να ξαναβρεθούν, εκείνος μένει σταθερός στην απόφασή του. Δύο χρόνια αργότερα και ενώ ετοιμάζεται να παντρευτεί με τη νέα του σύντροφο Ιβ, θα βιώσει μια εμπειρία που θα τον φέρει αντιμέτωπο με το παρελθόν του ... Τυπικός Φ. Γκαρέλ, μας φέρνει "νεοκυματικές" μνήμες που γνωρίσαμε εξαντλητικά προ 40ετίας παρουσιάζοντάς τες από τον ιδιαίτερα αποστασιοποιημένο αλλά καθόλου παραμορφωμένο φακό του. Η τεχνητή αποδραματοποίηση, ο μινιμαλισμός, η ασπρόμαυρη φωτογραφία με τις έντονες αντιθέσεις, ο έντονος κόκκος και τα κοντινά πλάνα ξεγυμνώνουν την καλλιτεχνική δημιουργία και παρασύρουν μόνο τους μυημένους σε έναν αισθητικό χείμαρρο κινηματογραφικής έκστασης και αντισυμβατικής γραφής, μακριά από τους κανόνες του μέσου θεατή. Ποτέ δεν συμπάθησα τη θέση / δόγμα "με την πρώτη λήψη", θεωρώντας τη, πρόχειρη, επιπόλαια και αρπακολατζίδικη, όμως στην περίπτωση του Γκαρέλ, ο αυτοσχεδιασμός είναι η ουσία και ο τρόπος επικοινωνίας του με την Τέχνη. Η δραματική ιστορία του φωτογράφου με το τραγικό τέλος που ερμηνεύει ο γιός του σκηνοθέτη Λουίς Γκαρέλ, είναι το πρόσχημα για εξιλέωση. Ένα συγγνώμη στην Καρόλ, που της αφιερώνει και την ταινία, είναι η αφορμή για να μας υποβάλλει στο δικό του προσωπικό ύφος: την ελεγεία ενός έρωτα, τις επιπτώσεις του στη ζωή των ανθρώπων μιας ανταγωνιστικής κοινωνίας, τα όρια ανάμεσα στον παράφορο έρωτα και την ψυχικά αποκλίνουσα συμπεριφορά. Κοιτώντας τον κόσμο μέσα από την ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων φανερώνει τις ανθρώπινες αδυναμίες του έρωτα, τις ψυχολογικές εμμονές, το πάθος της επαναστατημένης νεότητας και την έσχατη λύση, το θάνατο. Προφανώς πρόκειται για προσωπική αυτοβιογραφική ιστορία, που δεν αργεί να μετατραπεί σε μια φανταστική τραγωδία, ποιητική αδεία. Η πολιτική συνείδηση παραμένει στο παρασκήνιο, αλλά όχι εντελώς αμέτοχη στα γεγονότα που αφηγείται. Άλλωστε είχε εξαντληθεί την προηγούμενη ταινία του, πάνω στο Μάη του '68. Μια αφήγηση για ειδικό και έμπειρο κινηματογραφόφιλο κοινό, καθώς απουσιάζει η γνωστή συνταγή της κινηματογραφικής συρραφής. Τα κλισέ λείπουν αλλά το στόρι μπορεί να μην ικανοποιήσει απόλυτα τους οπαδούς αυτού του συγκεκριμένου σινεφίλ είδους. Κυρίως γιατί επιχειρείται η ψυχρή δημιουργία τεχνητών εντυπώσεων, λίγο "δήθεν", σαφώς χωρίς ωραιοποίηση, αυτό όμως δεν αρκεί. Η μόνη αισθητική παρέκλιση - η χρησιμοποίηση της μουσικής επένδυσης από τη βιόλα - δίνει στην ταινία έναν έντονα απόκοσμο, ιμπρεσσιονιστικό ρυθμό και έναν αφηρημένο τόνο που θυμίζει Αλέν Ρενέ. Όπως και να έχει το πράγμα, πρόκειται για ταινία που απευθύνεται σε εκπαιδευμένο κοινό, ιδιαίτερη, αργή στην εξέλιξη, εγκεφαλική και απρόβλεπτη, χωρίς να σου δίνει έτοιμες λύσεις και ορθολογιστικό προβληματισμό. Μια ωδή θανάτου θα έλεγα καλύτερα καθώς τα ψυχικά αδιέξοδα υπερνικούν την ανθρώπινη φύση και την καταβάλλουν. Η λύτρωση θα έρθει με αυτοθυσία, την αυτοκτονία, δηλαδή την αποδοχή της πρόσκλησης της Καρόλ να έρθει, ξανά, κοντά της. Εκ πρώτης όψεως διακρίνεται έντονα ο πεσσιμισμός στις σχέσεις του ήρωα από την αντισυμβατική θέση του αλλά η κατάθλιψη που σου προκαλεί πετυχημένα, θα έρθει από το πρώτο αντικείμενο του πόθου του, που είναι "παράνομο" (παντρεμένη). Και είναι εσκεμμένη γιατί υποψιάζεσαι πια ότι η μόνη λύση - όταν τα "βρει" με τον εαυτό σου - δεν είναι άλλη από το να βρεθεί κοντά της, με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο χρειαστεί. Δείτε την μόνο αν είχατε κάποια ανάλογη εμπειρία με αυτό το είδος κινηματογράφου, καθώς δε χωράει συναισθηματισμός ούτε πειραματισμός στην σοβαρή απόφαση κάποιου να ταξιδέψει στο σύμπαν του "κινηματογράφου του δημιουργού". Περισσότερα για την ταινία Μια ρομαντική ιστορία για τα όρια μεταξύ αγάπης και αφοσίωσης Κάννες 2008 - Επίσημο Διαγωνιστικό Πρόγραμμα Philippe Garrel Σκηνοθέτης, σεναριογράφος, παραγωγός, ηθοποιός, διευθυντής φωτογραφίας, μοντέρ, συγγραφέας κινηματογραφικών διαλόγων O Philippe Garrel γεννήθηκε στο Παρίσι το 1948. Σε ηλικία δεκατριών χρονών γυρίζει την πρώτη μικρού μήκους ταινία του, Une plume pour Carole, την οποία καταστρέφει αμέσως μετά. Το 1964 κάνει μια καινούργια αρχή με το φιλμ Les Enfants desaccordes, το οποίο ακολουθούν και πολλές άλλες μικρού μήκους δουλειές. Ήδη από την πρώτη του δημιουργία, αυτός ο Βενιαμίν της Νουβέλ Βαγκ τραβάει την προσοχή των κριτικών και μέσα σε λίγες ταινίες θα επιβάλει το προσωπικό του σύμπαν με έναν αμίμητο τόνο και ένα ύφος που διατηρήθηκαν από την αρχή μέχρι το τέλος ενός έργου που διακρίνεται από μια συνέχεια. Οπαδός της πρώτης λήψης, ερωτευμένος με το ασπρόμαυρο φιλμ, ο Philippe Garrel δίνει στις ταινίες του ποιητικούς και μυστηριώδεις τίτλους όπως Le Vent de la nuit, με πρωταγωνίστρια την Catherine Deneuve. Το 1982 κερδίζει το βραβείο Jean-Vigo για το φιλμ LEnfant secret ενώ το 1991 κερδίζει το πρώτο του Αργυρό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ της Βενετίας για τη δημιουργία του Jentends plus la guitare. Το 2005 επιβραβεύεται με ένα ακόμα Αργυρό Λιοντάρι καλύτερης σκηνοθεσίας για την ταινία Les Amants reguliers, μια γεμάτη ευαισθησία αναφορά στον Μάη του 68, όπου εμπιστεύεται τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον γιο του, τον Louis Garrel, τον οποίο ξανασυναντά για δεύτερη φορά στο φιλμ La Frontiere de laube. Επιλεγμένη φιλμογραφία / Filmographie selective 2008 - La Frontiere de laube 2004 - Les Amants reguliers 2001 - Sauvage innocence 1998 - Le Vent de la nuit 1993 - La Naissance de lamour 1990 - Jentends plus la guitare 1983 - Liberte la nuit 1979 - LΕnfant secret 1978 - Le Bleu des origines 1975 - Un ange passe 1974 - Les Hautes Solitudes 1970 - La Cicatrice interieure 1967 - Marie pour memoire Λουί Γκαρέλ (Φρανσουά) Ο Λουί Γκαρέλ γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου του 1983 στο Παρίσι. Είναι γιος του σκηνοθέτη Φιλίπ Γκαρέλ και τόσο ο παππούς του Μορίς Γκαρέλ, όσο και ο νονός του Ζαν-Πιερ Λεό, είναι και οι δύο διάσημοι ηθοποιοί. Το 2003 έγινε γνωστός όταν πρωταγωνίστησε στην ταινία του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι "Οι Ονειροπόλοι" (The Dreamers). Έχει συνεργαστεί με τον Κριστόφ Ονορέ σε τρεις ταινίες (Ma mere, Dans Paris, Les Chansons d'amour) καθώς και με τον Φρανσουά Οζόν. Για την ερμηνεία του στην προηγούμενη ταινία του πατέρα του "Αταίριαστοι Εραστές" (Les amants reguliers) το 2005 κέρδισε το βραβείο Σεζάρ του πιο ελπιδοφόρου νέου ηθοποιού. Το 2008 υπέγραψε τη σκηνοθεσία και το σενάριο στη μικρή μήκους ταινία "Mes Copains" (Οι φίλοι μου) η οποία προβλήθηκε στις Κάννες στα πλαίσια του Δεκαπενθημέρου των Σκηνοθετών. Λορά Σμε(Καρόλ) Η Λορά Σμε είναι κόρη του Τζόνι Χάλιντεϊ και της Ναταλί Μπε. Σε ηλικία δεκαέξι ετών εγκατέλειψε το σχολείο και ξεκίνησε μαθήματα υποκριτικής. Το 2004 ήταν υποψήφια για το Σεζάρ της πιο ελπιδοφόρου νέας ηθοποιού για την ερμηνεία της στην ταινία "Les Corps impatients" για την οποία κέρδισε το βραβείο Ρόμι Σνάιντερ. Αγαπημένη της ταινία είναι "Η νύχτα του κυνηγού" του Τσαρλς Λότον, η πρώτη ταινία που είδε στο σινεμά. |