Back Up Next
Το καλοκαίρι που έφυγαν οι γονείς μου

Ο ano em que meus pais sairam de ferias/The Year My Parents Went on Vacation. Βραζιλία, 2006. Σκηνοθεσία: Κάο Χάμπουργκερ. Σενάριο: Κλαούντιο Γκάλπεριν, Μπραούλιο Μαντοβάνι, Αννα Μουιλάερτ, Κάο Χάμπουργκερ. Ηθοποιοί: Μισέλ Χοέλσας, Ντανιέλα Πιέπσικ, Χερμάνο Χάιουτ, Σιμόνε Σπολαδόρε. 104'

Τρυφερή, δραματική κομεντί, με φόντο την υπό στρατιωτικό καθεστώς Βραζιλία, στην περίοδο των αγώνων για το Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου του 1970 και με πρωταγωνιστή ένα 12χρονο αγόρι που, ενώ οι αριστεροί γονείς του «φεύγουν για διακοπές», αναγκάζεται να ζήσει με έναν μοναχικό Εβραίο στην εβραϊκή συνοικία του Σάο Πάολο.

Μια άλλη εικόνα του δικτατορικού καθεστώτος της Βραζιλίας στη δεκαετία του '70 μέσα από την καθημερινή ζωή ενός 12χρονου αγοριού που οι αριστερών πεποιθήσεων γονείς του αναγκάζονται να κρυφτούν («φεύγουν για διακοπές», όπως λένε στον μικρό), μας δίνει στην ταινία του αυτή ο Βραζιλιάνος σκηνοθέτης Κάο Χάμπουργκερ. Φεύγοντας βιαστικά από το Σάο Πάολο, οι γονείς του μικρού Μάουρο (Μισέλ Χοέλσας) τον αφήνουν στην πόρτα του παππού του, χωρίς να ξέρουν πως ο παππούς πέθανε από συγκοπή καρδιάς λίγες ώρες πιο πριν. Αποτέλεσμα: Οι Εβραίοι γείτονες να πείσουν τον ηλικιωμένο Σλόμο (Χερμάνο Χάιουτ), υπεύθυνο για τη συνοικιακή συναγωγή, να αναλάβει τη φροντίδα του μικρού Μάουρο, μανιακού με το ποδόσφαιρο, σε μια περίοδο που η Εθνική Βραζιλίας, μ' επικεφαλής τον Πελέ, αγωνίζεται να κερδίσει το Παγκόσμιο Κύπελλο.

Ο Χάμπουργκερ εστιάζει το ενδιαφέρον του τόσο στη σχέση ανάμεσα στον Μάουρο και τον Σλόμο, με τον Μάουρο να αντιδρά αρχικά εχθρικά αλλά σταδιακά να ενδίδει στη φροντίδα του συμπαθητικού γερο-Εβραίου, όσο και στη σχέση του Μάουρο με τη Χάνα, ένα ξύπνιο κοριτσάκι που βγάζει λεφτά προσφέροντας στα αγόρια της γειτονιάς την ευκαιρία να κρυφοκοιτάζουν τις γυναίκες ενώ δοκιμάζουν φορέματα στο κατάστημα της μητέρας της. Ο σκηνοθέτης προσεγγίζει το θέμα της δικτατορίας έμμεσα, αφήνοντας να διαφανούν η σκληρότητα και η απανθρωπιά του καθεστώτος μέσα από μικρές, καθημερινές σκηνές, διανθίζοντας το μεγαλύτερο μέρος με χιούμορ (και με τη Χάνα) και αποσπώντας πολύ καλές ερμηνείες από τους πρωταγωνιστές του, ιδιαίτερα το δίδυμο Χοέλσας-Χάιουτ.

Μαθήματα κινηματρογράφου από τη Βραζιλία

Το ποδόσφαιρο είπατε; Λάθος. Εκτός από μπάλα, οι Βραζιλιάνοι διδάσκουν τους Έλληνες πώς να σκηνοθετούν, να κάνουν ταινίες και να κερδίζουν βραβεία. Παράδειγμα «Το καλοκαίρι που έφυγαν οι γονείς μου» (Ο Αno em Que Μeus Ρais Sairam de Ferias) του Κάο Χάμπουργκερ. Όταν η αληθινή συγκίνηση προκύπτει από λεπτή, ραφιναρισμένη αισθητική επεξεργασία και σοβαρό στοχασμό.

Το στόρι της μιας γραμμής. Δικτατορία του ΄70 και όταν οι αντιστασιακοί γονείς καταλήγουν στη φυλακή, ο ανυποψίαστος 12χρονος γιος με το βαλιτσάκι του και με κομμένη την ανάσα από τις επιδόσεις της Εθνικής Βραζιλίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο, καταλήγει σε μια συνηθισμένη πολυκατοικία περιμένοντας την άφιξη του παππού. Όμως ο παππούς αργεί κι έτσι ο μικρός Μάουρο πέφτει πάνω σε μοναχικό γέροντα της εβραϊκής συναγωγής. Καχύποπτοι και οι δύο. Ο πιτσιρικάς σε εχθρικό έδαφος. Οι απόντες γονείς σε εχθρικό έδαφος πολιτικής. Οι εβραίοι σε εχθρικό έδαφος και αυτοί. Εξαιρετική αναγωγή. Από το άτομο στην ομάδα και από την ομάδα στο κοινωνικό σύνολο. Όλοι αποκομμένοι, μοιρασμένοι, προδομένοι. Κι όμως, περπατώντας σ΄ αυτό το εφιαλτικό ναρκοπέδιο, ο ένας θα συναντήσει τον άλλον. Στην ίδια βάρκα πορευόμαστε. Εβραίοι, χριστιανοί μουσουλμάνοι, άθεοι και βουδιστές. Όσο πιο γρήγορα το συνειδητοποιήσουμε τόσο ευκολότερα για έναν καλύτερο κόσμο θα τραβήξουμε.

Ο Βραζιλιάνος σκηνοθέτης- 46 χρόνων- από το Σάο Πάολο αποδεικνύεται μέγας τσίφτης των χαμηλόφωνων γραμμών, των μουσικών ημιτονίων, των βροντερών σιωπών και των υποδειγματικών ερμηνειών. Καταφέρνει μερικά επιτεύγματα, πρωτόγνωρα για πάρα πολλούς Έλληνες σκηνοθέτες που στο παρελθόν μετέτρεψαν ιστορίες παιδικών χρόνων σε ηθογραφίες νοσταλγίας, ανεκδότων και κοινότοπων περιστατικών. Πρώτα απ΄ όλα, αναφέρεται στο ΄70 χωρίς ίχνος νοσταλγίας και νεκρολαγνείας. Μέγιστο επίτευγμα αυτό. Ύστερα καταφέρνει χωρίς ίχνος πολιτικής ρητορικής, χωρίς στιγμή να ξεκολλήσει από μια προσωπική ιστορία, να υπογράψει μια βαθιά πολιτική ταινία. Και τέλος- το καλύτερο, το απροσδόκητο και μοναδικό- μεταγγίζει τόνους αισθημάτων, αλληλεγγύης και συγκίνησης χωρίς την παραμικρή ευκολία, δίχως μισό δράμι κλισέ και κοινοτοπίας. Χωρίς συζήτηση μέσα στις πιο ανθρώπινες στιγμές αυτής της δύσκολης, άνυδρης καλλιτεχνικής εποχής!

Με δυο λόγια: Δωδεκάχρονος με την μπάλα στο χέρι και με τα μπογαλάκια του υπό μάλης, καταλήγει έξω από το διαμέρισμα του παππού του. Οι γονείς του λείπουν «σε ταξίδι για δουλειές»- έχει φροντίσει η χούντα της Βραζιλίας γι΄ αυτό- και ο πιτσιρικάς μόνος με όνειρο να κερδίσει το έπαθλο του Μουντιάλ η Εθνική Βραζιλίας, πέφτει πάνω σε γέροντα της πολυκατοικίας. Δύο κόσμοι διαφορετικοί, δύο μοναχικές υπάρξεις ξένες μεταξύ τους, δύο ηλικίες που τίποτα το κοινό δεν τους ενώνει. Ο ένας κόσμος έρχεται, ο άλλος φεύγει.

ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΠΟΥ ΕΦΥΓΑΝ ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΜΟΥ

Το 1970, κι ενώ το στρατιωτικό καθεστώς ελέγχει τα πάντα στη Βραζιλία, ο 12χρονος Μάουρο έχει ένα και μοναδικό όνειρο: να κατακτήσει η Εθνική Βραζιλίας το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου για τρίτη φορά. Όταν ξαφνικά οι γονείς του, λόγω των αριστερών πεποιθήσεων τους, αναγκάζονται να «φύγουν διακοπές» και τον αφήνουν με τον παππού του σε μια γειτονιά του Σάο Πάολο, ο κόσμος του Μάουρο ανατρέπεται. Πόσο μάλλον που τελικά πρέπει να μείνει με το γείτονα του παππού του, τον Σλόμο, έναν μοναχικό Εβραίο ο οποίος είναι υπεύθυνος για τη συνοικιακή συναγωγή. Καθώς περιμένει τηλέφωνο από τους γονείς του, ο Μάουρο αντιμετωπίζει μια σκληρή, συχνά οδυνηρή πραγματικότητα, που όμως έχει και χαρούμενες στιγμές. Θα κάνει αρκετούς νέους φίλους, όπως η Ιρένε, η Χάνα, ο Ράμπι, ο Ίταλο και ο Έντγκαρ, και μαζί τους θα μοιραστεί όχι μόνο την αγάπη του για το ποδόσφαιρο και τα πρώτα του ερωτικά σκιρτήματα, αλλά και το πάθος να ξαναβρεί την ευτυχία που του στέρησε η δικτατορία.

Δεν θυμάμαι αυτή την στιγμή άλλη βραζιλιάνικη ταινία τόσο «ήρεμη». Από την εποχή του Νουόβο Σίνεμα κα μετά το Πιξότε, το Χαμίνι του Σάο Πάολο, ο κινηματογράφος της χώρας του καφέ εξέπεμπε μια ένταση, ένα πάθος, μια γρήγορη γραφή. Ο Cao Hamburger, άγνωστος εδώ, έρχεται να ανατρέψει τον «κανόνα»…

Από τον τίτλο καταλαβαίνουμε την πνευματική συγγένεια με το Ο Μπαμπάς Λείπει σε Ταξίδι για Δουλειές του Kusturica. Και πράγματι το στόρι είναι περίπου κοινό και τα δύο επικεντρώνονται στην παιδική αθωότητα μέσα σε πολιτικά ασταθείς συνθήκες. Όμως εκεί που ο Σέρβος έκανε σάτιρα, ο Βραζιλιάνος επιλέγει περισσότερο να αναπαραστήσει το κλίμα μιας ολόκληρης εποχής μέσα σε μια συγκεκριμένη στιγμή, που κάθε συμπατριώτης του θυμάται σαν «ημέρες ευτυχίας». Είναι το αντίστοιχο με το δικό μας Euro, είναι η πιο άνετη και θεαματικότερη επικράτηση εθνικής ομάδας σε Μουντιάλ, αυτό του Μεξικό το 1970.

Το ποδόσφαιρο παίζει πρωταρχική σημασία στην ανάπτυξη των κοινωνικών σχέσεων μιας γειτονιάς, μέσα σε μια χώρα που έχει διαιρεθεί λόγω της χούντας. Στην λέξη «γκολ» όλοι είναι μια γροθιά και ελεύθεροι από κάθε καθεστώς. Και ο μικρούλης Μάουρο ξεγελιέται με την λαϊκή δύναμη της μπάλας και αντέχει την αναμονή για τους γονείς του, που δεν λένε να επιστρέψουν.

Ο Cao Hamburger δεν θέλει να επεκταθεί τόσο στην πολιτική πλευρά του θέματος, όσο στην απλή, λαϊκή, κοινωνική, νοσταλγική. Αγαπάει τα μικρά παιδιά περισσότερο από όλους, ως μια αχτίδα αθωότητας μέσα στις δύσκολες συνθήκες. Και σαν ένας πατέρας, που ξεγελάει το παιδί του για τα πολιτικά, έτσι κι αυτός επιλέγει το ύφος ενός αναίμακτου κινηματογράφου, που εμπεριέχει όμως το συναίσθημα που χρειάζεται να έχει.

Κριτική Σύνοψη

Μια «ευκολόπιοτη», απλή όσο και οι παιδικές μας μνήμες, ευαίσθητη, απλή και νοσταλγική. Ο Cao Hamburger δεν είναι ο πιο έμπειρος σκηνοθέτης, χάνει κάπου τη δομή του, απλώνοντας υπερβολικά τους δεύτερους χαρακτήρες και στερώντας μια αντιπαράθεση του μικρού ήρωα με κάποιον άλλο χαρακτήρα. Πάντως υπάρχει μια πανέμορφη ανασύσταση μιας καίριας εποχής της σύγχρονης βραζιλιάνικης ιστορίας, και ο ταιριαστός παραλληλισμός λαού και ποδοσφαίρου. Δείτε το ακριβώς για να αρπάξετε μια δόση απλότητας και γειτονιάς, που αρχίζει να εκλείπει στις ημέρες μας…

Περισσότερα για την ταινία

ENA ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΟ ΦΙΛΜ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΟ ΧΑΜΠΟΥΡΓΚΕΡ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ Η ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

«Η ταινία περιγράφει την εποχή που ήμασταν παιδιά, τόσο εγώ όσο και οι περισσότεροι συνεργάτες μου» εξηγεί ο σκηνοθέτης Κάο Χάμπουργκερ. «Το σενάριο δεν είναι αυτοβιογραφικό, περιέχει όμως κομμάτια από τις μνήμες όλων μας: των σεναριογράφων Κλάουντιο Γκαλπερίν, Μπράουλιο Μαντοβάνι και Άννα Μουίλαερτ, του art director Κάσιο Αμαράντε, του διευθυντή φωτογραφίας Αντριάνο Γκόλντμαν... Κατά κάποιο τρόπο διηγείται την προσωπική μας ιστορία» λέει ο σκηνοθέτης, που όπως ο μικρός Μάουρο, προέρχεται από καθολική μητέρα και εβραίο πατέρα, ήταν τερματοφύλακας για πολλά χρόνια και είδε τους γονείς του να συλλαμβάνονται από το δικτατορικό καθεστώς. Ο Κάο Χάμπουργκερ αναγνωρίζει με κάθε ευκαιρία τη συμβολή όλων των συντελεστών στο άρτιο αισθητικά και τεχνικά αποτέλεσμα της ταινίας. Ανάμεσα σε αυτούς συναντάμε και τρεις διεθνώς αναγνωρισμένους επαγγελματίες, που πρόσφατα ήταν υποψήφιοι για Όσκαρ – ο καθένας στο δικό του πεδίο: τον σκηνοθέτη Φερνάντο Μεϊρέγες (Η Πόλη του Θεού) που εν προκειμένω εκτελεί χρέη συμπαραγωγού, το σεναριογράφο Μπράουλιο Μαντοβάνι (Η Πόλη του Θεού, Ο Επίμονος Κηπουρός) και τον Ντανιέλ Ρεζέντε στο μοντάζ (Η Πόλη του Θεού, Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας).

Ο Χάμπουργκερ χρησιμοποιεί ως αφετηρία το θρυλικό Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου του 1970 για να διηγηθεί την ιστορία ενός μικρού αγοριού. Ενός αγοριού που στην αρχή της εφηβείας του έρχεται αντιμέτωπο με μια νέα πραγματικότητα, καλείται να ξεπεράσει αλλεπάλληλα εμπόδια και να συνηθίσει τη ζωή σε μια Εβραϊκή κοινότητα. «Το έργο αναφέρεται στην εξορία» εξηγεί ο σκηνοθέτης. «Στο διάφορα είδη εξορίας, στο πώς ένα 12χρονο αγόρι συνειδητοποιεί ότι η ζωή είναι εφήμερη, στο πώς καταφέρνει να συνυπάρξει με τους άλλους και να επιβιώσει στον κόσμο μας» λέει ο Χάμπουργκερ, που είχε την ιδέα για τη συγκεκριμένη ταινία πριν από πολλά χρόνια, όταν δούλευε στο Λονδίνο σε μια εταιρεία παραγωγής γνωστών παιδικών εκπομπών. «Επίσης ήθελα να περιγράψω το μύθο που δημιούργησε η Εθνική Βραζιλίας στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου το 1970, αλλά και να καταρρίψω ορισμένες προκαταλήψεις ή στερεότυπα που έχουν οι ξένοι για τη Βραζιλία» συμπληρώνει ο σκηνοθέτης.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Το 1970 η Βραζιλία στέφεται για τρίτη φορά Παγκόσμια Πρωταθλήτρια, με την ομάδα των θαυμάτων, τη μαγική ομάδα των Πελέ - Κάρλος Αλμπέρτο – Τοστάο – Γκέρσον – Ριβελίνο, να κερδίζει 6 στους 6 αγώνες. Κι ενώ όλοι οι Βραζιλιάνοι παρακολουθούν ενωμένοι την εθνική τους ομάδα να σηκώνει το Κύπελλο Ζιλ Ριμέ, η δικτατορία ελέγχει απόλυτα και την παραμικρή κίνηση μέσα στη χώρα. Ήταν τα χειρότερα χρόνια της Βραζιλίας όσον αφορά στην ελευθερία έκφρασης και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η δικτατορία, που ξεκίνησε με ένα πραξικόπημα το Μάρτιο του 1964, σημάδεψε τις ζωές των Βραζιλιάνων για περισσότερο από μια εικοσαετία, μέχρι το 1985. Πολλοί φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν, εκτελέστηκαν και εξορίστηκαν στα πλαίσια των κατασταλτικών τακτικών του καθεστώτος ενάντια σε όσους φαίνονταν να αντιστέκονται ή να διαφωνούν. Μέσα από στρατηγικές πολιτικής προπαγάνδας για τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης και με έκτακτα διατάγματα που νομιμοποιούσαν την αντιδημοκρατική πολιτική δράση, το στρατιωτικό καθεστώς ουσιαστικά ακύρωσε το σύνταγμα της χώρας.

Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΜΠΟΜ ΡΕΤΙΡΟ

Τη δεκαετία του 70 το Μπομ Ρετίρο συγκέντρωνε πολλές εθνικές μειονότητες και κουλτούρες, ένα τυπικό παράδειγμα γειτονιάς του Σάο Πάολο. Εκτός από την πολυπληθή κοινότητα των Εβραίων, υπήρχαν ακόμα Ιταλοί, Έλληνες και Άραβες μετανάστες αλλά ακόμα και Βραζιλιάνοι, που όλοι μαζί συμβίωναν ειρηνικά. Σήμερα στην περιοχή βρίσκονται κυρίως Κορεάτες επιχειρηματίες και μετανάστες από τη Βολιβία, αλλά τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του Μπομ Ρετίρο διατηρούνται ακόμα, αφού συνεχίζει να αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα της Βραζιλίας.

Ο ΤΕΛΙΚΟΣ ΤΟΥ ΜΟΥΝΤΙΑΛ 1970

Στον τελικό του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος Ποδοσφαίρου το 1970, όταν η Βραζιλία νίκησε την Ιταλία με 4-1, το στάδιο Αζτέκα του Μεξικού κατακλύστηκε από φιλάθλους. Σε μια πανηγυρική τελετή, οι διοργανωτές ανακήρυξαν τον Πελέ «παράδειγμα προς μίμηση για τους νέους όλου του κόσμου». Η Εθνική Βραζιλίας καθιερώθηκε ως η καλύτερη ομάδα ποδοσφαίρου όλων των εποχών. Ο προπονητής της ομάδας, Μάριο Ζαγκάλο έγινε ο πρώτος ποδοσφαιριστής στα χρονικά που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο τόσο ως αθλητής (1958, 1962) όσο και ως προπονητής. Ο Πελέ έγινε επίσης ο πρώτος παίκτης στην ιστορία που συμμετείχε σε τρεις νίκες του Μουντιάλ.

ΣΥΝΤΟΜΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ

Συμφωνείτε ότι η ταινία σας δεν συντάσσεται με ένα συγκεκριμένο κινηματογραφικό είδος?

Πράγματι, δεν μπορείς να την κατηγοριοποιήσεις κάπως. Αλλά δεν θεωρώ ότι πρόκειται για μια δύσκολη ταινία, εμπλέκει τον θεατή και κατά κάποιο τρόπο θα την έλεγες αιθέρια. Αυτό είναι ένα από τα ενδιαφέροντα στοιχεία της. Αν έπρεπε να την χαρακτηρίσω, θα έλεγα ότι είναι μια ταινία για την απουσία, τη μοναξιά και το πώς μπορείς να βγεις κερδισμένος μέσα από αυτές. Είναι ένα φιλμ για τα εμπόδια που τελικά ξεπερνιούνται.

Από μια άλλη άποψη, ασχολείται και με το θέμα της εξορίας, με το πώς είναι να αισθάνεται κανείς ευάλωτος...

Η ιστορία περιγράφει ένα αγόρι εξόριστο μέσα στην ίδια του την πατρίδα. Ένα αγόρι που μόλις εξοικειώνεται με το νέο του περιβάλλον, αναγκάζεται να φύγει και πάλι. Τελικά αυτό που μαθαίνει ο Μάουρο είναι ότι στη ζωή δεν μπορείς να ελέγξεις τίποτα, υπάρχουν απλά κύκλοι που κλείνουν και τίποτα δεν είναι παντοτινό.

Γιατί επιλέξατε μια Εβραϊκή κοινότητα για να περιβάλλετε την ιστορία του Μάουρο?

Ένα από τα στοιχεία που θίγει η ταινία είναι η πιθανότητα συνύπαρξης διαφορετικών εθνικών μειονοτήτων, όπως φαίνεται στη σκηνή του ποδοσφαιρικού αγώνα ανάμεσα σε Ιταλούς, Εβραίους και μαύρους. Δεν αποτελεί το κεντρικό αντικείμενο του έργου, αλλά είναι ένα από τα σημαντικά θέματα που αγγίζει. Επίσης η σχέση του Μάουρο με το σπίτι του Εβραίου παππού του είναι ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο: όπως οι ιστορίες των προγόνων μας γίνονται κομμάτι της ύπαρξής μας, έτσι και το σπίτι του παππού του Μάουρο, η νέα αυτή κουλτούρα μέσα στην οποία καλείται να ζήσει, γίνεται κομμάτι της δικής του ζωής.

Γιατί διαλέξατε τον χαρακτήρα του τερματοφύλακα?

Η ταινία δεν αναφέρεται στο ποδόσφαιρο, αλλά η αναλογία του μοναχικού τερματοφύλακα είναι εύστοχη. Κάποτε έπαιζα κι εγώ σε αυτή τη θέση και το είχα αισθανθεί προσωπικά: ο τερματοφύλακας είναι ο παράξενος τύπος μέσα σε μια ομάδα γιατί είναι ο μόνος που πιάνει τη μπάλα με τα χέρια, δεν κάνει επιθέσεις ούτε πετυχαίνει γκολ, που μπορεί να γίνει ήρωας αλλά και αποδιοπομπαίος τράγος. Υπάρχει ένα ρητό στη Βραζιλία που λέει ότι η ζωή ενός τερματοφύλακα είναι τόσο δύσκολη, ώστε ακόμα και το γκαζόν δεν φυτρώνει εκεί που στέκεται.

Πώς επιλέξατε τους συνεργάτες σας για την ταινία?

Λένε ότι το 90% της δουλειάς του σκηνοθέτη είναι να διαλέγει την ομάδα και τους ηθοποιούς του. Προσωπικά συμφωνώ απόλυτα. Τους διάλεξα έναν προς έναν, ενώ με αρκετούς από αυτούς είχαμε συνεργαστεί στο παρελθόν. Όπως το ποδόσφαιρο, έτσι κι ο κινηματογράφος είναι μια ομαδική δουλειά και η ίδια η ομάδα καθορίζει τελικά το χαρακτήρα του κάθε έργου.

Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ΚΑΟ ΧΑΜΠΟΥΡΓΚΕΡ

Το φιλμ Το Καλοκαίρι που Έφυγαν οι Γονείς μου αποτελεί τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη και την πρώτη μεγάλου μήκους που απευθύνεται σε ενήλικες.

Διακρίσεις:

“Filhos do Carnaval” (τηλεοπτική σειρά):

Υποψηφιότητα στα International Emmy Awards (2006)

Η σειρά χαρακτηρίστηκε από τους κριτικούς ως το καλύτερο πρόγραμμα της χρονιάς στη Βραζιλιάνικη τηλεόραση.

Σκηνοθετικό ντεμπούτο: Castelo Rá-Tim-Bum

Σημαντικότερες τηλεοπτικές σειρές: “Castelo Rá-Tim-Bum”, “Danger, Danger, Danger!”

ΜΙΣΕΛ ΧΟΕΛΣΑΣ (Μάουρο)

Ο 12χρονος Μισέλ Χοέλσας δεν είχε ποτέ πριν επαφή με την τηλεόραση ή τον κινηματογράφο. Μετά από τη συμμετοχή του στην ταινία, προς έκπληξη όλων, αποφάσισε ότι μεγαλώνοντας θα ήθελε να γίνει διευθυντής φωτογραφίας.

ΧΕΡΜΑΝΟ ΧΑΪΟΥΤ (Σλόμο)

Ο Χερμάνο Χάιουτ δεν είναι επαγγελματίας ηθοποιός. Είχε πάντα μια ερασιτεχνική σχέση με την υποκριτική και το θέατρο, κυρίως μέσω Εβραϊκών θιάσων.

ΠΑΟΥΛΟ ΑΟΥΤΡΑΝ (Μότελ) – Ειδική Συμμετοχή

Πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους σύγχρονους Βραζιλιάνους ηθοποιούς. Έκανε το ντεμπούτο του το 1949, στα μέσα της δεκαετίας του 50 ίδρυσε τη δική του θεατρική ομάδα, έχει συνεργαστεί με τα σημαντικότερα ονόματα της Βραζιλίας και παραμένει ενεργός ακόμη και σήμερα.

Διακρίσεις:

O País dos Tenentes: Βραβείο Καλύτερου Ηθοποιού – Φεστιβάλ Κινηματογράφου Μπραζίλια

Σημαντικότερες ταινίες: Terra em Transe, O Enfermeiro, Oriundi με τον Άντονι Κουίν, Memórias Póstumas de Brás Cubas, A Máquina, O Poeta de Sete Faces.

Back Home Up Next