Back Up Next
Κι αν σου κάτσει;

 

Whatever Works. ΗΠΑ, 2009. Σκηνοθεσία-σενάριο: Γούντι Αλεν. Ηθοποιοί: Λάρι Ντέιβιντ, Ιβάν Ρέιτσελ Γουντ, Εντ Μπέγκλι Τζούνιορ, Πατρίσια Κλάρκσον, Χένρι Κάβιλ, Μάικλ ΜακΚιν. 92'

Ενας μισογύνης άντρας αρχίζει να βλέπει τη ζωή πιο ανθρώπινα, χάρη στη σχέση του με μια νεαρή κοπέλα, σε μια απολαυστική, με έξοχες ατάκες κωμωδία, με φόντο τη Νέα Υόρκη.

Επιστροφή του Γούντι Αλεν στη Νέα Υόρκη, ύστερα από ένα μεγάλο διάλειμμα στο εξωτερικό, αλλά και επιστροφή στο πνεύμα ταινιών όπως ο «Νευρικός εραστής» και «Μανχάταν», είναι η νέα ταινία του «Κι αν σου κάτσει;».

Πρωταγωνιστής της ταινίας ο Μπόρις Γέλνικοφ, ένας αρχικά μισάνθρωπος, ηλικιωμένος φυσικός (παρ' ολίγο, όπως μαθαίνουμε, να κέρδιζε το Νόμπελ Φυσικής), που, χάρη στη γνωριμία του με μια νεαρή κοπέλα που τον ερωτεύεται, αρχίζει ν' αντιμετωπίζει τη ζωή με ανθρωπιά και συμπάθεια.

Απευθυνόμενος, κάθε τόσο, στους ίδιους τους θεατές (στοιχείο που δίνει στον Γούντι την ευκαιρία για μερικά ωραία γκαγκ), ο απογοητευμένος από τους ανθρώπους και τη ζωή του Μπόρις (Λάρι Ντέιβιντ) αφηγείται τη ζωή του: από τον αποτυχημένο γάμο του, που τον οδήγησε να αποπειραθεί να αυτοκτονήσει, μέχρι τη γνωριμία του με τη Μέλοντι (μια απολαυστική Ιβάν Ρέιτσελ Γουντ, που δίνει με τον καλύτερο τρόπο την αφέλεια αλλά και τη χάρη της νεαρής, άβγαλτης κοπέλας): ένα νεαρό κορίτσι, που εγκατέλειψε το σπίτι της στην επαρχία για να έρθει στη Νέα Υόρκη, σε αναζήτηση καλύτερης τύχης, και που, νηστική και άστεγη, ζητεί τροφή και στέγη από τον Μπόρις. Γοητευμένη από τη στάση του Μπόρις απέναντι στη ζωή (της μιλά με καυστικότητα για την απανθρωπιά και τις αδικίες του κόσμου), η Μέλοντι τον ερωτεύεται και σύντομα τον πείθει να παντρευτούν.

Σε λίγο καταφτάνουν στο σπίτι του, πρώτα η εγκαταλειμμένη από τον σύζυγο μητέρα της Μέλοντι, Μαριέτα, που ανακαλύπτει την ελευθερία της και το σεξ στη Νέα Υόρκη, και στη συνέχεια ο πατέρας της (Εντ Μέγκλι Τζούνιορ), που θ' ανακαλύψει τις δικές του, κρυφές μέχρι τότε ερωτικές ομοφυλοφιλικές επιθυμίες. Ενώ στη ζωή της Μέλοντι θα εισβάλει κι ένας νεαρός, ελκυστικός ηθοποιός (Χένρι Κάβιλ), που θα χαλάσει το ειδύλλιό της με τον Μπόρις.

Ο Μπόρις, με τις απολαυστικές, προσβλητικές, συχνά σατιρικές ατάκες του, για τους ανθρώπους και τις αχαριστίες τους, καθώς και για την ίδια τη ζωή, τον θάνατο και τη θρησκεία εκφράζει σίγουρα μια πλευρά του ίδιου του κωμικού και των απόψεών του για τον κόσμο μας. Πλευρά που ο Λάρι Ντέιβιντ, γνωστός κωμικός της τηλεόρασης αλλά και καρατερίστας σε παλιότερες ταινίες του Αλεν, δίνει με μπρίο και εκπληκτική ζωντάνια, ερμηνεία που έχει πολλές πιθανότητες να του εξασφαλίσει υποψηφιότητα στα επόμενα Οσκαρ. Ανάμεσα στους απολαυστικούς διαλόγους που έγραψε για τον Μπόρις ο Γούντι, αναφέρω εκείνο με τον Μπόρις που, όταν βλέπει τη Μέλοντι με τη μητέρα της να ετοιμάζονται να βγουν για να διασκεδάσουν, να τους προτείνει, «γιατί δεν πάτε στο Μουσείο του Ολοκαυτώματος;», ή τον άλλο όταν, αναφερόμενος στον Κουρτζ, πρωταγωνιστή του βιβλίου του Τζόζεφ Κόνραντ «Η καρδιά του σκότους» (και της ταινίας του Κόπολα «Αποκάλυψη, τώρα»), λέει πως «ήταν τυχερός που δεν του έστελναν τους "Τάιμς της Νέας Υόρκης" στη ζούγκλα».

Με την ταινία του αυτή, ο Γούντι Αλεν έφτιαξε μια από τις πιο έξυπνες και καυστικές κωμωδίες του, το καλύτερο φάρμακο για να ξεφύγει κανείς από τα άγχη και τις πιέσεις της σύγχρονης καταπιεστικής ζωής. Μη την χάσετε!

Ερως, ανίκατε γήρας

Σε γνώριμα εδάφη επιστρέφει ο Γούντι Αλεν: στην τεσσαρακοστή ταινία του μιλάει και πάλι για τον έρωτα ενός ηλικιωμένου άντρα και μιας (κατά σαράντα χρόνια) νεότερης γυναίκας. Μετά τα τελευταία, «σκοτεινά», φιλμ του, επέστρεψε στο ανάλαφρο, κωμικό, ολίγον νευρωτικό και άκρως υπαρξιακό στυλ του.

Το μαρτυρεί άλλωστε και ο τίτλος: «Κι αν σου κάτσει;» Αυτή τη φορά δεν επέλεξε την Ευρώπη για τα γυρίσματα. «Πάντα στη Ν. Υόρκη θέλω να γυρίζω» έχει δηλώσει. «Ομως το κόστος είναι πλέον δυσβάστακτο».

Παλιό σενάριο

Ηρωάς του τώρα είναι ο Μπόρις (Λάρι Ντέιβιντ), ένας πανέξυπνος αλλά γκρινιάρης και μισάνθρωπος πυρηνικός φυσικός, πρώην καθηγητής πανεπιστημίου. Κάποια στιγμή γνωρίζει τη νεαρή, χαζούλα, Μέλοντι (Ίβαν Ρέιτσελ Γουντ), που έχει φύγει από τον Μισισιπή και τον παρακαλεί να τη φιλοξενήσει προσωρινά στη Νέα Υόρκη. Ομως ουδέν μονιμότερον του προσωρινού: ο δύστροπος καθηγητής και η «ανεγκέφαλη» νεαρή, που δεν αντιλαμβάνεται καν τις προσβολές του, παντρεύονται. Οι επαρχιώτες γονείς της κοπέλας όμως έχουν σοβαρές αντιρρήσεις...

Η ταινία βασίστηκε σε ένα παλιό σενάριο του σκηνοθέτη, το οποίο έβγαλε και πάλι από το συρτάρι με την απεργία των σεναριογράφων. Τότε είχε βασίσει τον κεντρικό ήρωα στον Ζίρο Μόστελ, συμπρωταγωνιστή του Μπιλ Γουάιλντερ στους «Παραγωγούς» του Μελ Μπρουκς. Μετά τον θάνατο του Μόστελ, όμως, το εγκατέλειψε για να επιστρέψει σε αυτό τριάντα χρόνια αργότερα με τον Λάρι Ντέιβιντ για πρωταγωνιστή. Οταν του έκανε την πρόταση, ο ηθοποιός, συνηθισμένος σε δεύτερους ρόλους, εξεπλάγη. «Σκέφτηκα ότι μάλλον είχε αρχίσει να του στρίβει!»

«Μου παραπονιόταν διαρκώς ότι ήταν τεράστιο λάθος μου να τον πάρω για τον ρόλο» λέει ο Αλεν. «Κι όμως, οι ερμηνείες του ήταν φοβερές, συνήθως από το πρώτο κιόλας take».

Ο Γούντι Αλεν κινηματογραφούσε ολόκληρες σκηνές χωρίς διακοπή, σαν να επρόκειτο για θεατρικό έργο, και ενθάρρυνε τους ηθοποιούς του να αυτοσχεδιάσουν. «Το προσπάθησα», λέει ο πρωταγωνιστής του, «αλλά ο χαρακτήρας μου είναι τόσο πιο έξυπνος από μένα, που δεν του ταίριαζαν τα δικά μου λόγια».

Οι ατάκες του Μπόρις, του υπερόπτη μισάνθρωπου που υποτιμά το ανθρώπινο γένος, θυμίζουν αρκετές δηλώσεις του σκηνοθέτη. «Ας πούμε πως είναι μια ακραία έκφανση των συναισθημάτων μου» απαντά ο ίδιος. «Ομως ως ηθοποιός δεν θα μπορούσα να βγάλω αυτό το σαρκαστικό, βιτριολικό χιούμορ».

Στον έρωτα δεν υπάρχουν κανόνες, λέει εδώ. Για κάποιους αυτό ακούγεται λίγο σαν κλισέ, όμως ο Γούντι Αλεν, που ως γνωστόν είναι παντρεμένος με την κατά πολύ νεότερή του Σουν-Γι, καταφέρνει να δώσει και άλλες παραμέτρους στην ταινία του: για παράδειγμα, η συντηρητική μητέρα της πρωταγωνίστριας μετατρέπεται σε σεξουαλικά απελευθερωμένη καλλιτέχνιδα της Νέας Υόρκης, ενώ ο άντρας της, ο Τζον, παραδέχεται τελικά την ομοφυλοφιλία του.

Εδώ άλλωστε ο σκηνοθέτης εκφράζει και μια θεμελιώδη πεποίθησή του: «Κάθε μέρα πρέπει να καταβάλλεις τεράστια προσπάθεια για να επηρεάσεις θετικά τη ζωή σου, αλλά στην πραγματικότητα πολύ λίγα μπορείς να κάνεις. Ο κόσμος είναι ένας αδιάφορος, βίαιος τόπος χωρίς νόημα. Χρειάζεσαι και πολλή τύχη για να τα καταφέρεις...» *

Μοναδικός και απολαυστικός

Κι όμως, στα εβδομήντα και τέσσερα παρακαλώ. Ακμαίος, ευφυής, σύγχρονος, αστραφτερός. Ο Γούντι Άλεν ο μικροσκοπικός. Με μια από τις καλύτερες κομεντί που έχει υπογράψει μέχρι σήμερα. Πράγμα που διαρκώς το γράφω και με έχω βαρεθεί. Πιστέψτε με. Ο αθεόφοβος είναι τρομερός. «Whatever works», δηλαδή «Κι αν σου κάτσει;» με ερωτηματικό. Λάθος. Τού ΄κατσε και μας έκατσε εντελώς. Το πιο έξυπνο γέλιο και θα το ξαναδώ!

Ποταμιαία ευφυΐα. Ποταμιαίος μισάνθρωπος. Ποταμιαία κωμωδία. Ασταμάτητο από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό. Σαν πολυβόλο. Με ΙQ εντυπωσιακό. Και με σκανδάλη και σφαίρα όλο χαμόγελο ειρωνικό. Δεν το πίστευα. Αρκεί να σας διηγηθώ την ιστορία να σας φύγει το σφράγισμα στο λεπτό. Ένας συνταξιούχος, καραφλός Εβραίος (Λάρι Ντέιβιντ) που περιφέρεται από καφενείο σε καφενείο στο Μανχάταν το γνωστό- κατεβάζει από την ταραγμένη και πανέξυπνη κούτρα του οτιδήποτε του έρθει και το εκτοξεύει εναντίον ανθρώπων, πολιτικών και αφασικών μυαλών. Ο πλήρης ορισμός του μισανθρωπισμού. Μια γκρίνια με σουρεαλιστικά επιχειρήματα χωρίς τελειωμό. Φανταστείτε ούτε γάτα δεν αντέχει στο διαμέρισμά του το φτωχό. Μόνος, έρημος και μονίμως επιθετικός. Σε ό,τι ανθρώπινο μπροστά του κυκλοφορεί. Ας πούμε. Για να βγάλει τα προς το ζειν, παραδίδει μαθήματα σκακιού σε μικρά παιδιά της γειτονιάς. Ε, δεν θα το πιστέψετε. Μόνο που δεν απλώνει χέρι να μετατρέψει το κεφάλι τους σε ταμπούρλο. Μικρά ζόμπι τα ανεβάζει, ανθρώπινα φυτά τα κατεβάζει. Ένας τύπος κουτσός. Μέσα και έξω. Ανάπηρος. Ολοσχερώς. Με βερμούδα και με φόντα επιστημονικά. Διότι, όπως λέει, θα μπορούσε να κερδίσει Νόμπελ Φυσικής με αντικείμενο την Κβαντομηχανική.

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Αυτό που διακηρύσσει μονίμως. Ανεφάρμοστες οι τέλειες θεωρίες. Γιατί; Οι άνθρωπο είναι ατελείς. Ψέματα; «Σαν είδος αποτύχαμε». Η εσχατολογία και η ιδεολογική τρομοκρατία πάνε σύννεφο. Όλα τα σοβαρά διατυπωμένα ανάλαφρα και ανεκδοτολογικά. Αυτή η μέγιστη αρετή του κωμικού. Αυτή και του Γούντι Άλεν του μικροσκοπικού. Παράδειγμα; «Μαστογραφία, μαστολίφτινγκ, κολονοσκόπηση, καρδιογραφήματα, αξονικές τομογραφίες, γιατί όλα αυτά; Στο τέλος στην κάσα θα καταλήξουμε και άντε γεια!». Ο παραληρηματικός μισανθρωπισμός δεν έχει τελειωμό: «Ο πατέρας μου αυτοκτόνησε επειδή κάθε μέρα διάβαζε πρωινές εφημερίδες με πολεμικούς τίτλους φρίκης». Ακόμα πιο ριζοσπαστικά: «Η Αμερική διαθέτει το χειρότερο πολιτικό σύστημα στη Δύση. Τα περισσότερα κολέγια παράγουν ανεγκέφαλα ζόμπι».

Ποια η σημασία αυτού του αστείου κλόουν που περιφέρεται κουτσαίνοντας σαν Ριχάρδος; Πρώτον, αυτοσαρκασμός. Ο ίδιος ο Γούντι Άλεν τα πιστεύει και τα υπογράφει όλα αυτά τα ακραία και αιρετικά. Δεύτερον, τα πιστεύει από τη μια, τα απορρίπτει από την άλλη. Πώς φαίνεται αυτό; Μα φυσικά από τη μορφολογία, την κατάσταση και την ποταμιαία εξυπνάδα ενός ανθρώπου που ζει τόσο μοναχικά. Ο μισανθρωπισμός του η ασπίδα της μοναξιάς του. Η συστηματική άρνησή του, το άσυλο της τρυφερής- στο βάθος- καρδιάς του. Η επιθετικότητά του, η άμυνά του. Το σακατεμένο πόδι του, η μαύρη ψυχή του. Κι όμως, τα δυσάρεστα και αντιπαθητικά προκύπτουν από μια δεύτερη ματιά. Αν ο θεατής επιθυμεί να δει λίγο πιο μακριά. Γιατί με την πρώτη, επιπόλαιη ματιά, θα πέσει κάτω από άφθονα χαχανητά. Είπαμε η κωμωδία είναι δράμα συν απόσταση και χρόνος!

Όμως «η μοίρα κάποια στιγμή σου χτυπάει την πόρτα». Έτσι ο Μπόρις Γιέλνικοφ (αυτό το όνομά του, κάτι μεταξύ Εβραίου και Ρώσου) μια μέρα, εντελώς τυχαία πέφτει πάνω σ΄ ένα άστεγο, κατάξανθο μικρό λουλούδι της Νέας Ορλεάνης. Εδώ ο Γούντι Άλεν συναντάει το «Χαμίνι» του Τσάρλι Τσάπλιν. «Οι πορείες μας διασταυρώθηκαν από την αστρονομική αλληλουχία των γεγονότων». Η Αστροφυσική και η Κβαντομηχανική με Ποίηση ερωτική. Άσε που το όνομά της είναι Μελοντί Σελεστίν (Ίβαν Ρέιτσελ Γουντ). Και άσε που το μόνο πράγμα που κέρδισε με το σπαθί της, ήταν κάποιο έπαθλο σε πασαρέλα ομορφιάς κάποιας μικροαστικής γειτονιάς. Αταίριαστοι αλλά στο βάθος ομοιοπαθείς. Αδέσποτοι. Μοναχικοί. Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Τα ετερόκλητα έλκονται. Εξωτερικά ιλιγγιώδης η διαφορά. Ηλικίας, μόρφωσης, ιδεολογίας, καταγωγής. Εσωτερικά φτυστοί.

Ε, και; Εκείνη τον εκλιπαρεί. Εκείνος υποκύπτει και τη φιλοξενεί. Έτσι σιγά σιγά ο ένας δίνει και γεμίζει του άλλου τη μοναχική ζωή. Έτσι παντρεμένοι χωρίς ντροπή. Ο Ριχάρδος, ο Σκρουτζ, ο μισάνθρωπος Αϊνστάιν με ελεύθερη καρδιά. Η πλήρης ανατροπή. Κι αυτή είναι μόνο η αρχή. Στο «αχούρι» των δυο ετερόκλητων πιτσουνιών εισβάλει η μάνα της Μελοντί (Πατρίτσια Κλάρκσον). Θεούσα, συντηρητική και εγκαταλειμμένη από σύζυγο στην επαρχία τη μικρή. Μεγαλοχωριάτα δηλαδή. «Μόλις την είδα κατάλαβα ότι προέρχεται από σαρκοφάγα φυτά». Πολιτιστικό σοκ. Μη βιάζεστε. Γιατί η Μαριέττα (το όνομα της θεούσας μητρός) τα φτιάχνει με καλλιτέχνη κι εκείνος με τη σειρά του σε φίλο και γκαλερίστα τη σπρώχνει. Εντός ολίγων ημερών η Μαριέττα αναδεικνύεται σε φωτογράφο τρομερή. Με έκθεση παρακαλώ. Και όχι μόνο αυτό. Κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι και με τον καλλιτέχνη αλλά και με τον γκαλερίστα. Η γελοιογραφία του «Ζιλ και Τζιμ» του Φρανσουά Τριφό. Και το πιο μουρλό. Την ίδια στιγμή, αυτή η αχαλίνωτη σεξουλιάρα μαμά, δεν εγκαταλείπει την ιδεολογία της επαρχίας τη συντηρητική. Συνωμοτεί προκειμένου η κορούλα της ένα όμορφο αγόρι να βρει και σαν καλή κοπέλα να αποκατασταθεί. Η σχιζοφρένεια της εποχής. Αποτυπωμένη σ΄ αυτήν τη Μαριέττα την τρελή.

Χωρίς κανένα δισταγμό, υποκλίνομαι σ΄ αυτό το απροσμέτρητο, διαβολεμένο μυαλό. Οι ατάκες, η ανθολογία μιας ιδιοφυίας. Οι καταστάσεις, το αναποδογύρισμα δραμάτων υπαρξιακών. Οι ερμηνείες στις πεντάδες των επερχόμενων Όσκαρ. Χωρίς τον Γούντι Άλεν η Αμερική θα ήταν σκέτη πλαστική χειρουργική. Κι όμως, ελάχιστοι βλέπουν τις ταινίες του σ΄ αυτήν τη χώρα την παρανοϊκή. Θεέ μου, τι ντροπή!

Back Home Up Next