The Time That Remains. Παλαιστίνη/Γαλλία/Μαρόκο/Γερμανία, 2009. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ελία Σουλεϊμάν. Ηθοποιοί: Ελία Σουλεϊμάν, Αλί Σουλιμάν, Σάλεχ Μπακρί. 109'. Εξαιρετική, σκηνοθετημένη με ξεχωριστή έμπνευση, ημι-αυτοβιογραφική κωμωδία, γύρω από τη ζωή μιας ομάδας Παλαιστινίων, από το 1948 ώς τις μέρες μας -ειρωνικό, συχνά καυστικό σχόλιο πάνω στην υπό ισραηλινή κατοχή ζωή. Το φτιάξιμο μιας κωμωδίας, έλεγε ο Τσάπλιν, αλλά και άλλοι μεγάλοι κωμικοί, από τον Μπάστερ Κίτον ώς τον Τζέρι Λούις, είναι πολύ πιο δύσκολο από το φτιάξιμο άλλων κινηματογραφικών ειδών. Θα έλεγα μάλιστα πως αυτό είναι ακόμη πιο δύσκολο όταν η κωμωδία αφορά πολιτικά θέματα. Και είναι ευχάριστο ότι από τους λιγοστούς εκείνους σκηνοθέτες που πέτυχαν να συνδυάσουν το πολιτικό θέμα με την κωμωδία είναι αναμφισβήτητα ο Παλαιστίνιος Ελία Σουλεϊμάν, που τα τελευταία χρόνια έχει εγκατασταθεί στη Νέα Υόρκη. Στην προηγούμενη κιόλας ταινία του, «Θεϊκή παρέμβαση» (2002), ο Σουλεϊμάν κατέγραφε, από την κωμική τους πάντα πλευρά και με πολλή έμπνευση, τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε ένα ερωτευμένο ζευγάρι Παλαιστινίων που αναγκαζόταν να συναντηθεί παράνομα, επειδή ο ένας ζούσε στη Ραμάλα και ο άλλος στην υπό ισραηλινή κατοχή Ιερουσαλήμ. Στη νέα του, το ίδιο ευρηματική και πιο ολοκληρωμένη ταινία, «Ο χρόνος που απομένει» (με τον υπότιτλο «Μια ιστορία έρωτα και πόνου»), από τις καλύτερες ταινίες που είδαμε στο φετινό Φεστιβάλ των Κανών, ο σκηνοθέτης στηρίζεται, σ' ένα πολύ μεγάλο μέρος, στα ημερολόγια που έγραψε ο ετοιμοθάνατος πατέρας του, για να μας δώσει μιαν εικόνα τού τι σημαίνει να ζει κανείς υπό ισραηλινή κατοχή. Ενώ, ταυτόχρονα, σχολιάζει, με ειρωνικό, συχνά καυστικό τρόπο, την καταπιεστική πολιτική του Ισραήλ, από το 1948 μέχρι τις μέρες μας, καταγράφοντας, μέσα από την καθημερινή ζωή μιας χούφτας ανθρώπων, την απάνθρωπη μεταχείριση του υπό ισραηλινή κατοχή ενάμισι εκατομμυρίου Παλαιστινίων. Ο Σουλεϊμάν χτίζει την κωμωδία του χρησιμοποιώντας μακρινά, ακίνητα πλάνα και ένα στο στιλ του βωβού κινηματογράφου ύφος, που θυμίζει τις κωμωδίες του Ζακ Τατί και του Μπάστερ Κίτον -ο ίδιος, μάλιστα, ερμηνεύει, στο τελευταίο μέρος της ταινίας, τον εαυτό του μ' ένα ανέκφραστο πρόσωπο παραπλήσιο μ' εκείνο του Κίτον. Η ταινία του ξεκινά το 1948, όταν ο πατέρας του αντιμετώπιζε αγωνιστικά τον πόλεμο ανεξαρτησίας του Ισραήλ, και φτάνει ώς τις μέρες μας όπου η στάση του γίνεται διαλλακτική. Ενώ, ταυτόχρονα, ο σκηνοθέτης παρακολουθεί τη δική του πορεία από απολιτικού νεανία μέχρι πολιτικού ακτιβιστή, για να καταλήξει παρατηρητής/μάρτυρας των όσων συμβαίνουν σήμερα στη γενέτειρά του. Η ταινία αποτελείται από διάφορες φαινομενικά απλές, στημένες με λεπτομέρεια και προσοχή στη σύνθεση, όμορφες σκηνές, διανθισμένες συχνά μ' ένα καταλυτικό χιούμορ -παράδειγμα εκείνες του Ιρακινού στρατιώτη που πηγαινοέρχεται μπροστά από τους καθισμένους σ' ένα καφενείο της Ναζαρέτ Παλαιστίνιους, ή εκείνη του πλιάτσικου που παρακολουθεί από μακριά ένας κρυμμένος άντρας, ή το τανκ με τους Ισραηλινούς που ελέγχουν κάθε βράδυ δύο Παλαιστίνιους που ψαρεύουν. Μια δυνατή, εικαστικά όμορφη (ιδιαίτερα στις σκηνές της Ναζαρέτ), δοσμένη με ανθρωπιά και μπόλικο χιούμορ, ταινία. Μικροσκοπικός γίγαντας Κορυφαία στιγμή και μέσα στις top της χρονιάς- «Ο χρόνος που απομένει» (Τhe time that remains) του πενηντάχρονου Παλαιστίνιου και αθεράπευτου μινιμαλιστή Ελία Σουλεϊμάν, σκηνοθέτη του «Υadon ilaheyya» (Θεϊκή παρέμβαση). Σαν να συνωμοτούν μαζί ο Μπάστερ Κίτον, ο Ζακ Τατί και ο Οτάρ Ιοσελιάνι. Κομψοτέχνημα πολλών χειροποίητων αραβικών καρατίων. Το μέγιστο, αδιαμφισβήτητο ατού αυτού του μικροσκοπικού γίγαντα είναι η δαντέλα της αισθητικής του γραφής. Μικρές, σύντομες εικόνες συμπυκνωμένων σχολίων με ύφος που τραμπαλίζεται ανάμεσα στο δράμα και την ειρωνεία. Σαν βουβή δραματική κωμωδία με σκίτσα που προκύπτουν από μια βιωμένη μνήμη και από ανώτερο δείκτη αισθηματικής ευφυΐας. Και κοντά σε όλα αυτά- εδώ το εξαιρετικό και η μοναδική επιτυχία- εικόνες βουβές με καλοχωνεμένα και κατανοητά νοήματα, έξω από κάθε αλαζονική και τάχα μου διανοουμενίστικη πρωτοπορία. Με έναν λόγο, ο Σουλεϊμάν ανώτερος σε όλα τα πεδία τα κινηματογραφικά. Το σενάριό του αποσπασματικό αλλά στο βάθος ενιαίο και πυκνό. Η αισθητική του αποστασιοποιημένη, αλλά ταυτόχρονα με συγκίνηση από μια προσωπική μνήμη, έντονα τραυματική. Και on top of that μέσα σε εκατό λεπτά να καθαρίζει με οτιδήποτε αφορά τον βιασμό και την Κατοχή της Παλαιστίνης από τον στρατό του Ισραήλ. Που πάει να πει, αληθινή κινηματογραφική πρωτοπορία εντελώς λαϊκή και προχωρημένη για όποιον πιο πέρα μπορεί να δει! Με δυο λόγια: Η ιστορία σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος αφιερωμένο στον πατέρα και τη μητέρας του σκηνοθέτη από τη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης του 1948. Συλλήψεις, βασανισμοί, εκτελέσεις. Όλα χωρίς δραματικές, μελοδραματικές υπογραμμίσεις, αλλά σαν σκίτσα μιας καθημερινότητας από μαύρο μυθιστόρημα του Όργουελ. Το δεύτερο μέρος εξήντα χρόνια μετά με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον σκηνοθέτη που επανακάμπτει στα πάτρια εδάφη για να φροντίσει την άρρωστη μητέρα του. Οι αλλαγές χαοτικές. Μαζί με την κατοχή και την αντιστασιακή καθημερινή πρακτική πορεύονται και ακολουθούν οι νευρώσεις, οι συμμορίες, τα ναρκωτικά και η παράνοια της εποχής. Διπλή η Κατοχή. Από τη μια η εξωτερική με τα κανόνια του Ισραήλ. Από την άλλη η εσωτερική. Η τρέλα βασιλεύει και ό,τι βγει. Η Παλαιστίνη, μια αισθηματική ανοιχτή πληγή. Μετέωρη, βασανισμένη, απελπισμένη και από την παράνοια εντελώς πειραγμένη! |