Oslo, 31. august Νορβηγία, 2011, Εγχρωμο Παραγωγή: Χανς-Γιόργκεν Οσνες, Ινγκε Σέτερ Σκηνοθεσία: Γιόακιμ Τρίερ, Σενάριο: Γιόακιμ Τρίερ, Εσκιλ Βοκτ, Φωτογραφία: Γιάκομπ Ιρε Μοντάζ: Ολιβιέ Κουτέ, Γκίσλε Τβέιτο, Μουσική: Τόργκνι Αμνταμ, Ολα Φλότουμ Πρωταγωνιστούν: Αντερς Ντάνιελσεν Λι, Χανς Ολαβ Μπρένερ, Ινγριντ Ολάβα Διάρκεια: 95', Διανομή: Ama Films Επίσημη συμμετοχή στο Ενα Κάποιο Βλέμμα του Φεστιβάλ Καννών, πρώτη προβολή στην Ελλάδα στις Νύχτες Πρεμιέρας. Ο Τρίερ ο νεότερος σ' ένα αρχετυπικά σκανδιναβικό road movie εσωτερικών διαδρομών. Ο Αντερς είναι ένας νεαρός που βρίσκεται στα τελικά στάδια της αποτοξίνωσης. Σε λίγο καιρό θα έχει επανέλθει πλήρως και θα είναι έτοιμος να συνεχίσει καθαρός τη ζωή του. Γι’ αυτό και παίρνει ένα 24ωρο πάσο από το κέντρο αποτοξίνωσης, για να δώσει μια συνέντευξη για δουλειά. Η ταινία παρακολουθεί αυτή τη μία ημέρα, όπου ο Αντερς βρίσκεται σ’ επαφή με το πρόσφατο παρελθόν του, το οποίο παραμένει ίδιο μπροστά στη δική του εσωτερική αλλαγή. Καθώς ο ήρωας διασχίζει την πόλη του, το Οσλο, έρχεται συνεχώς αντιμέτωπος με όλες τις ευκαιρίες της ζωής του που έχασε. Οι δικοί του άνθρωποι είδαν ήδη μια φορά τον Αντερς να αυτοκαταστρέφεται, οπότε δυσκολεύονται να δείξουν εμπιστοσύνη για το μέλλον του. Η απογοήτευσή του εξελίσσεται με ηρεμία και εσωτερικότητα, την ίδια ακριβώς που χαρακτηρίζει τον άλλο ήρωα της ταινίας, το Οσλο. Γι’ αυτό και, χάρη στην καλά μελετημένη – παρότι δείχνει απλή – σκηνοθεσία, ενώ ο θεατής παρακολουθεί τον ήρωα, γίνεται ταυτόχρονα μάρτυρας κι άλλων ιστοριών της πόλης, κι άλλων κατοίκων που συνθέτουν το χαρακτήρα της. Η ταινία είναι ελεύθερη διασκευή του μυθιστορήματος του Πιερ Ντριέ Λα Ροσέλ, «Le Feu Follet», το οποίο είχε μεταφέρει στο σινεμά και ο Λουί Μαλ το 1963. Εκεί όμως που ο Γάλλος σκηνοθέτης είχε φουσκώσει την ιστορία με πάθος και συναισθηματικό πλούτο, ο Γιοακίμ Τρίερ αντιμετωπίζει την ιστορία με την απλότητα ενός Μπρεσόν του 21ου αιώνα. Εκεί όπου ο ήρωας του Λουί Μαλ έβραζε με πύρινη αγωνία για να βρει κάπου να ανήκει, μια θέση στη ζωή των γύρω του, ο Αντερς πνίγει την εσωτερική του ταραχή κι αναζητά με ανέκφραστο πρόσωπο ένα κίνητρο για να συνεχίσει να ζει, χωρίς δράματα, χωρίς εκρήξεις. Και τα πράγματα δε θα μπορούσαν αν είναι διαφορετικά, μια και η ταινία είναι ξεκάθαρα σκανδιναβική, όχι με την επιθετικότητα και την κατάθλιψη που θα αντιμετώπιζε το θέμα ο Λαρς φον Τρίερ, αλλά με την ήσυχη, υποτονική μελαγχολία και σοβαρότητα του Μπέργκμαν. Εάν ο Μπέργκμαν έκανε κωμωδία, δε θα διέφερε και πολύ από τα δράματά του. Ετσι και ο Αντερς, αν ήταν ευτυχισμένος, δε θα έδειχνε πολύ διαφορετικός απ’ ό,τι τώρα, στην πιο παράξενη και απαιτητική στιγμή της ζωής του. Ο πρωταγωνιστής δεν είναι απλώς υπέροχος, είναι, κατά κάποιον τρόπο, ο ίδιος ο Αντερς που παραμένει έκπληκτος και μπερδεμένος παρατηρητής της ζωής. Αν κάτι, η ταινία παραείναι flat για να σε εμπλέξει συναισθηματικά, σε κάτι που στην ουσία είναι ένα παιχνίδι συνείδησης και ανταπόκρισης στη ζωή. Ομως ο παράξενα νοσταλγικός, ντροπαλά γλυκός τόνος της σε αφήνει με μια αίσθηση αισιοδοξίας που, κρίνοντας από την ιστορία, πραγματικά δεν ξέρεις από πού έχει έρθει! Ο τρόπος με τον οποίο ο Αντερς και, φυσικά, ο Γιοακίμ Τρίερ αντιμετωπίζουν την αμηχανία τους για το παρόν και το μέλλον του ανθρώπου, περιγράφεται με διακριτικά, απαλά χρώματα και… στωικότητα: τα πράγματα μάλλον δε θα πάνε άσχημα, ούτε και ιδιαίτερα καλά, αλλά το σημαντικό είναι η διαδρομή να συνεχίζεται και ο καθένας να έχει, όσο μπορεί, τον έλεγχο της πορείας του. Είτε αυτή είναι τρέχοντας με ταχύτητα στον κατήφορο, είτε είναι εκτοξευόμενος σε νέα σύμπαντα, είτε είναι, απλώς, οδηγώντας ποδήλατο στο ίσιωμα, ενώ ο καλοκαιρινός ήλιος κάνει όλα γύρω να μοιάζουν θαμπά σε μια υπαρξιακή ραστώνη. |