The Deep Blue Sea 2011, Εγχρωμο, Παραγωγή: Σον Ο'Κόνορ, Κέιτ Ογκμπομ, Σκηνοθεσία: Τέρενς Ντέιβις, Σενάριο: Τέρενς Ντέιβις βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Τέρενς Ράτιγκαν, Φωτογραφία: Φλόριαν Χοφμάιστερ, Μοντάζ: Ντέιβιντ Τσάραπ, Μουσική: Ιαν Νιλ (μουσική επιμέλεια), Πρωταγωνιστούν: Ρέιτσελ Βάις, Τομ Χίντλεστον, Σάιμον Ράσελ Μπιλ, Αν μίτσελ, Τζόλιον Κόι Διάρκεια: 98', Διανομή: Σπέντζος Φιλμ Αναζητώντας την ευθεία γραμμή που ενώνει το μοντέρνο με το κλασικό και την επιθυμία με την εκπλήρωση της, ο Τέρενς Ντέιβις μεγαλουργεί μεταφέροντας το ομώνυμο θεατρικό έργο του Τέρενς Ράτιγκαν σε κάτι που η λέξη «κινηματογραφικά» μοιάζει λίγη για να το περιγράψει. Ένα κομψοτέχνημα αντάξιο των καλύτερων παραδόσεων της βρετανικής κινηματογραφικής παραγωγής. Η Eστερ Κόλιερ ζει μια προνομιούχα ζωή στο Λονδίνο του 1950, παντρεμένη με τον δικαστή Σερ Γουίλιαμ Κόλiερ. Προς έκπληξη όλων, αφήνει τον άντρα της για να μείνει με τον πρώην πιλότο Φρέντι Πέιτζ, τον οποίο έχει ερωτευτεί σφόδρα. Από την πρώτη αριστοτεχνικά δομημένη, κλειστοφοβική και οπερατική σκηνή του «The Deep Blue Sea», είσαι βέβαιος πως βρίσκεσαι μπροστά σε μια ταινία φτιαγμένη για να σε καταπιεί μέσα στη πυκνή μελαγχολία της. Δεν είναι μόνο ο τρόπος με τον οποίο ο Τέρενς Ντέιβις κινηματογραφεί τους ήρωες του καθώς αυτοί προσπαθούν να διασχίσουν τεθλασμένες γραμμές σχίζοντας τα παραπετάσματα ομίχλης φτιαγμένα από τον καπνό των διαρκώς αναμμένων τσιγάρων τους. Ούτε μόνο το ημίφως μέσα στο οποίο γεννιέται και πεθαίνει ο ακραίος έρωτας τους, λες και αν τον αφήσουν να κοιτάξει έστω και για λίγο έξω από το παράθυρο το μεταπολεμικό Λονδίνο θα καεί μέσα στις ίδιες του τις στάχτες. Εδώ, περισσότερο από κάθε άλλη προηγούμενη ταινία του, ο Τέρενς Ντέιβις παραδίδεται αμαχητί στη μελαγχολία, θέλοντας στην πραγματικότητα να ακυρώσει όλα τα κλισέ που κρύβονται πίσω από μια πολυχρησιμοποιημένη και συχνά κακοποιημένη έννοια με μοναδικό στόχο να αναδείξει την ομορφιά που κρύβεται πίσω από «βαθύ μπλε» χρώμα της. Η δική του εκδοχή πάνω στο διάσημο θεατρικό του Τέρενς Ράτιγκαν είναι το αντίθετο από θεατρική με τον ίδιο τρόπο που είναι το αντίθετο από κινηματογραφική. Καταφέρνοντας ωστόσο την ίδια στιγμή να αναδείξει με τον καλύτερο τρόπο το περίτεχνο κείμενο του Βρετανού δραματουργού αλλά και να κάνει σινεμά πράγματα που απλά δεν θα μπορούσαν ποτέ να αποτυπωθούν με μια συμβατική κινηματογραφική γλώσσα. Οχι, ο Τέρενς Ντέιβις δεν φτιάχνει με το «Βαθύ Μπλε του Ερωτα» τη δική του «Σύντομη Συνάντηση», όσο κι αν η φιλοσοφία του πάνω στη ματαιότητα της ανθρώπινης (συν)ύπαρξης πλησιάζει όσο κανενός αυτή του Νόελ Κάουαρντ. Το ενδιαφέρον του δεν επικεντρώνεται στην ανικανοποίητη σύζυγο που θα αναζητήσει τον τρελό έρωτα στο πρόσωπο ενός μπερδεμένου ιδεολογικά και σεξουαλικά αεροπόρου και σίγουρα δεν συγκεντρώνεται στην προαιώνια ενόχη μιας απαγορευμένης αγάπης, όσο κι αν οι καθολικές καταβολές του θα υποστήριζαν το αντίθετο. Ο Ντέιβις στέκεται και αυτός, αμήχανος και προδομένος, μπροστά στον παραλογισμό της επιθυμίας καθώς αυτή εξαπλώνεται σαν ιός ακόμη και πάνω στο δέρμα της ηρωίδας του. Μιας επιθυμίας που μπορεί να προσωποποιείται στον «άλλο» ανάγοντας τον σε αντικείμενο του πόθου, αλλά που στην πραγματικότητα είναι βαθύτερη και πηγάζει από την ίδια την ουσία της μελαγχολίας όπως αυτή ορίστηκε μέσα στα χρόνια, είτε ως ασθένεια είτε ως σύμπτωμα μιας συγκεκριμένης ασταθούς πολιτικά, θρησκευτικά και ιδεολογικά εποχής. Δεν είναι τυχαίο πως έξω από το διαμέρισμα που την περισσότερη ώρα διαδραματίζεται η ιστορία της Εστερ, το Λονδίνο προσπαθεί να συνέλθει από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πνιγμένο κι αυτό μέσα στο σκοτάδι και τη θλίψη. Ούτε πως οι ήρωες του θα βρουν καταφύγιο περισσότερες από μια φορές σε στριμωγμένες παμπ όπου οι επιζώντες τραγουδούν τους ύμνους μιας αβέβαιης νίκης. Ο Ντέιβις όμως δεν κάνει ούτε μια ταινία για την Βρετανία, ακόμη κι αν ερήμην του περιγράφει ανατριχιαστικά την ασφυκτική μοναξιά μιας πάλαι πότε αυτοκρατορίας. Η χώρα του «Βαθύ Μπλε του Ερωτα» είναι η ίδια στην οποία γεννήθηκαν και ζουν όλες οι ταινίες ενός από τους σπουδαιότερους Βρετανούς σκηνοθέτες, από την πρώιμη «Τριλογία» του μέχρι το ντοκιμαντέρ του για το Λίβερπουλ, «Of Time and the City». Μια χώρα μεγαλύτερη και απείρως πιο τραυματισμένη από τον αιώνιο πόλεμο ανάμεσα στους κοινωνικούς συμβιβασμούς και την επιθυμία, τις απαγορεύσεις και την καταπάτηση τους, τον χρόνο και την αιώνια αναζήτηση του. Σε μια ευθεία γραμμή που ενώνει το κλασικό με το μοντέρνο, το στιλιζάρισμα με την κομψότητα και το πάθος με την άναρχη κινηματογράφηση του, ο Τέρενς Ντέιβις παραδίδει τελικά με το «Βαθύ Μπλε του Ερωτα» ένα εν δυνάμει αριστούργημα. Ατελές όσο και η ερωτική επιθυμία, ανεξέλεγχτο όσο και τα ενωμένα γυμνά κορμιά δύο εραστών, μελαγχολικό όσο τα γεμάτα απόγνωση βλέμματα των εξαιρετικών όσο ποτέ Ρέιτσελ Βάις και Τομ Χίντλεστον, φορτισμένο όσο το δίλημμα αν αξίζει να πεθάνεις για κάτι που πίστευες πως ήταν η μοναδική σου ελπίδα να ζήσεις... The Deep Blue Sea Η Έστερ (Ρέιτσελ Γουάιζ) εγκαταλείπει τον πολύ μεγαλύτερό σύζυγο της, δικαστή σερ Γουίλιαμ (Σάιμον Ράσελ Μπιλ), καθώς ερωτεύεται έναν γνωστό του, τον νεαρό, άφραγκο, πρώην πιλότο της ΡΑΦ, Φρέντι (Τομ Χίντλστον). Μαζί του θα ζήσει περίπου δέκα δύσκολους μήνες, καθώς ο Φρέντι είναι ανώριμος, παραμελώντας την για να πίνει και να παίζει γκολφ με φίλους, ενώ εκείνη πάντα τον περιμένει στο φτωχικό τους διαμέρισμα, το νοίκι για το οποίο μετά βίας εξοικονομούν. Με αναδρομές στο παρελθόν, παρακολουθούμε την τελευταία μέρα τους μαζί, πριν εκείνος φύγει να κάνει την τύχη του στην Βραζιλία, μέρα που ξεκινάει με απόπειρα αυτοκτονίας της. Ο Βρετανός θεατρικός συγγραφέας Τέρενς Ράτιγκαν (1911–1977) διακρίθηκε στη μεταπολεμική σκηνή καταγράφοντας τις υπόγειες διαδρομές των παθών σε μια συντηρητική Αγγλία της μεσοαστικής και μικροαστικής τάξης (ο ίδιος γκέι σε μια εποχή απαγορευτική για εκδηλώσεις του προσανατολισμού του), για να βρεθεί εκτός μόδας όταν από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, άλλοι συγγραφείς όπως ο Τζο Όσμπορν («Τεντώστε τα Αφτιά σας»), άρχισαν μια επιθετική γραφή, μιλώντας έξω από τα δόντια. Τελευταία, επανήλθε στη μόδα αλλά ούτως ή άλλως αρκετά έργα του έχουν μεταφερθεί στην οθόνη όπως τα Χωριστά Τραπέζια (1958), Ο Πρίγκιπας και η Χορεύτρια (1957), Η Σκιά ενός Ανθρώπου (1951) και Ο Δρόμος προς τ΄ Άστρα (1945). Με τη σειρά του, ο πολύ ιδιαίτερος Βρετανός σκηνοθέτης και πάντα σεναριογράφος των έργων του, Τέρενς Ντέιβις, επίσης γκέι, έχει επιλέξει στη μικρή φιλμογραφία του (ασυμβίβαστος, κάνει ανεξάρτητες παραγωγές) αφενός την καταγραφή των παιδικών βιωμάτων του στη μεταπολεμική, μικροαστική, μουντή Αγγλία (μεγάλωσε στο Λίβερπουλ), αφετέρου την έρευνα των ορίων στην ερωτική επιθυμία, είτε λόγω κοινωνικών περιορισμών (Το Τίμημα της Αγάπης, με μια εξαιρετική Γκίλιαν Άντερσον), είτε λόγω της ίδιας της φύσης της επιθυμίας αυτής, όπως στην εδώ περίπτωση. Το θεατρικό του Ράτιγκαν είναι πιο κοντά στην ιδιοσυγκρασία του Τένεσι Γουίλιαμς. Ο νεαρός, εράσμιος Φρέντι εκφράζει κεκαλυμμένα τον ομοφυλοφιλικό πόθο για τα αρσενικά νιάτα. Ο Ντέβις, όμως, εγκύπτει στο γυναικείο βάθος. Η Έστερ δεν τον ερωτεύεται ως ήρωα της ΡΑΦ ή ως παίδαρο, αλλά ως παιδί, ανίσχυρο, που ακουμπά τη ψυχή του πάνω της χωρίς όρους, χωρίς στόχους -Άραγε, η Έστερ μεταθέτει το ελλιπές βάρος ενός πατρικού συντηρητικού συζύγου προς μια λανθάνουσα μητρότητα; Δεν έχει σημασία, τέτοια κίνητρα βρίσκονται πριν το αποτέλεσμα, που είναι ο έρωτας-. Αποκτά, λοιπόν, μαζί του εκείνη τη μέγιστη ψυχική εγγύτητα που την κάνει να νοιώθει ότι ζει πραγματικά, ότι η ίδια δεν είναι πλέον ένας ρόλος στο κοινωνικό παιχνίδι, μια ετικέτα, αλλά ζώσα ψυχή. Η σκηνή του έρωτα δείχνει δυο σώματα άρρηκτα ενωμένα με τρόπο αρμονικό κι απόλυτο, ενώ η αργά περιστρεφόμενη κάμερα από πάνω τους μαζί με το μοντάζ – έρωτας (τότε) και στη συνέχεια το κουλουριασμένο σώμα της Έστερ, μόνη της σε κώμα (τώρα) - μου θύμισε τις βιολογικές μεταμορφώσεις σε ντοκιμαντέρ: κάμπιες που γίνονται χρυσαλίδες και μετά κάτι άλλο, έρωτας που ανθίζει και μετά παράγει πόνο, διπλό κορμί, μονό κορμί. Αλλά όταν μια ψυχή παραδοθεί σε μια τέτοια υπέρβαση, έχουν σπάσει οι δεσμοί που σε συγκρατούν και σε συγκροτούν ως κοινωνική μονάδα. Η εχθρική πεθερά της, της είχε πει: «να προσέχεις το πάθος, οδηγεί σε άσχημα πράγματα, ένας ελεγχόμενος ενθουσιασμός είναι ασφαλέστερος». Η Έστερ δεν αποπειράται να αυτοκτονήσει απλά επειδή ο Φρέντι την παραμελεί. Όταν έχεις φτάσει στην υπέρβαση που φέρνει ο έρωτας, η απώλεια της ζωής δεν έχει τόση μεγάλη σημασία, όπως δεν έχει για έναν που έζησε έναν πόλεμο. Μπορεί να το κάνεις απλά επειδή θύμωσες ή επειδή ούτως ή άλλως, ότι ήταν να ζήσεις, το έζησες. Ούτε είναι τελεσίδικο, είναι παρόρμηση στιγμής. Από τη μεριά του, ο Φρέντι, ένα απλό παιδί που δεν έχει κάνει καμιά υπέρβαση, έχει τη λογική να καταλάβει ότι η απόπειρα της είναι ένα όριο, ένα τέλος. Δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε μια τέτοια δέσμευση. Θα πάρει, λοιπόν, την απόφαση να φύγει για Ρίο, αναλαμβάνοντας μια δουλειά που του υποσχέθηκαν. Στα τελευταία πλάνα μετά τον χωρισμό, βλέπουμε την Έστερ, αφού έχει κλάψει μπροστά στη φωτιά (στην ίδια εστία που το πρωί στάθηκε να εισπνεύσει το γκάζι), να κοιτάζει από το παράθυρο με ένα αδιόρατο χαμόγελο στα χείλη, μια δύναμη στα μάτια. Ναι, έχει ζήσει το καλύτερο, μπορεί να συνεχίσει να πορεύεται, ίσως για χάρη αυτού του βιώματος που κουβαλά. Για να το κρατάει. Για να υπάρχει. Είναι πολλά που σου έρχονται στο μυαλό. Η Σύντομη Συνάντηση του Ντέιβιντ Λιν έρχεται να κάνει ένα δίπτυχο όσον αφορά το τέλος μια εποχής. Η πρώην αυτοκρατορία, ρημαγμένη από τον πόλεμο και η δίψα για μια ρομαντική ανάταση. Η πιο αληθινή στιγμή που έζησε η Έστερ με τον άντρα της ίσως να ήταν κάτω στο μετρό, ενώ έπεφταν οι βόμβες στο μεγάλο Blitz, όπου οι άνθρωποι μαζεμένοι τραγουδούσαν την παραδοσιακή μπαλάντα «Molly Malone». Δεν ήταν ο σερ και η λαίδη, ήταν δυο άνθρωποι ενώπιον του θανάτου. Ύστερα, ο χειρισμός των διαλόγων φέρνει στο νου τη μεγάλη γαλλική παράδοση από την nouvelle-vague του Φρανσουά Τριφό μέχρι τις λεπτές καταγραφές του Κλοντ Σοτέ (Μια Καρδιά το Χειμώνα, Η Νέλι και ο Κύριος Αρνό). Ύστερα, πάλι, η σκιά του καθολικισμού (η Έστερ είναι κόρη ιερέα) αποδεικνύεται καθοριστική και φέρνει στο νου τους Γκράχαμ Γκριν, Ίβλιν Γουό κ.α. Δοκιμάζοντας με την γλώσσα της το δέρμα του κοιμώμενου Φρέντι, κυριολεκτικά «τρώει το μήλο» που την εξορίζει από το κοινωνικό της κύρος, αλλά την πάει στον αληθινό παράδεισο μιας αυτοπραγμάτωσης. Ο Ντέιβις επιλέγει δυο ηθοποιούς που αποδεικνύονται ιδανικοί. Η Ρέιτσελ Γουάιζ υιοθετεί μια εσωτερική ερμηνεία, μακριά από τις χολιγουντιανές οσκαρολάγνες πιρουέτες, ζει την ηρωίδα της κι αφήνει προς τα έξω να βγει ότι είναι φυσικό να βγει. Σε πείθει, σε κάνει να σέβεσαι αυτό που της συμβαίνει. Αναλόγως και ο Τομ Χίντλστον, ενσαρκώνει τον νέο που η εφήμερη αξία του ως πιλότου με το τέλος του πολέμου τον έχει αφήσει στα κρύα του λουτρού και η δίψα για ζωή αντιμάχεται την αναγνώριση της αξίας του έρωτα της Έστερ. Ο δε θεατρικός Σάιμον Ράσελ Μπιλ επίσης αποδίδει όλες τις πτυχές ενός πληγωμένου ευπατρίδη, από την αγανάκτηση και την μνησικακία, μέχρι τον στοχασμό και την κατανόηση, στον τόνο πάντα του ελέγχου και της αξιοπρέπειας. Δεν βγαίνει από τα όρια, αλλά αγωνίζεται να καταλάβει. Τα μισοφωτισμένα δωμάτια και οι παμπ, με λίγα φώτα που εστιάζουν στις φιγούρες, άλλοτε έντονα κοντράστ, καπνοί των τσιγάρων που λες και θέλουν να ανάγουν τα ανθρώπινα στον κόσμο του παραμυθιού (φωτογραφία του Φλόριαν Χοφμάιστερ) δίνουν μια ελεγειακή διάσταση που ολοκληρώνεται με το «κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα» του Σάμιουελ Μπάρμπερ. Ο τίτλος του έργου είναι η μισή φράση από το ρητό «between the devil and the deep blue sea», με άλλα λόγια «μπρος γκρεμό και πίσω ρέμα» ή «από τη Σκύλα στη Χάρυβδη». Στην παρούσα περίπτωση, θα λέγαμε: Κοινωνία ή Ιερό Όργιο και Μέθεξη; Αυτό αναρωτιόταν κι ο Ευριπίδης στις «Βάκχες»… |