Back Up Next
Αθικτοι

Les Intouchables

Γαλλία, 2011, Εγχρωμο, Παραγωγή: Νικολά Ντιβάλ - Αντασόφσκι

Σκηνοθεσία: Ολιβέ Νακάς, Ερίκ Τολεδάνο, Σενάριο: Ολιβέ Νακάς, Ερίκ Τολεδάνο, Φωτογραφία: Ματιέ Βαντεπιέντ, Μοντάζ: Ντοριάν Ριγάλ – Ανσού, Μουσική: Λουντοβίκο Εινόντι, Πρωταγωνιστούν: Φρανσουά Κλουζέ, Ομάρ Σι, Αν Λε Νυ, Οντρέι Φλερότ, Κλοτίλντ Μολέτ, Διάρκεια: 112', Διανομή: FilmTrade

Θα μπορούσε να είναι μία απλοϊκή, κατασκευασμένη, feelgood δραμεντί. Καμιά φορά όμως η κωμωδία έχει μια δύναμη που σε ισοπεδώνει - κι όχι μόνο από τα γέλια.

O Φιλίπ Ποζό ντι Μποργκό ήταν ένας δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας που θεωρούσε ότι η ζωή είναι στα πόδια του. Ταχύτητα, extreme sports, ρίσκο. Μέχρι που ένα ατύχημα με αλεξίπτωτο τον άφησε τετραπληγικό και καθηλωμένο σε καροτσάκι. Ο Ντρις, ένας νεαρός μαύρος από το γκέτο του Παρισιού, σπαταλούσε τη ζωή του τυχοδιωκτικά, αδιέξοδα και τεμπέλικα. Μέχρι που μία αγγελία για προσωπικό βοηθό τον έφερε στην έπαυλη του Φιλίπ και στην ακίνητη ζωή του. Και κάτι απρόσμενο συνέβη. Οι δύο αντίθετοι κόσμοι χάρισαν ελπίδα, αρμονία, ζωή ο ένας στον άλλον.

Η αληθινή ιστορία που αποφάσισαν να μεταφέρουν στην μεγάλη οθόνη οι Ερίκ Τολεντανό και Ολιβιέ Νακάς θα μπορούσε να αποδοθεί ως οσκαρικό δράμα - καθηλώνοντας την ταινία στην ακαμψία του εύκολου μελό. Εκείνοι όμως μπήκαν στο σενάριο με τη φόρα, την τρέλα και την απρόσμενη ικανότητα για γιατρειά που έχει η κωμωδία. Η χειμαρρώδης, politically incorrect, ανοικονόμητη κωμωδία. Αυτή που βγαίνει πηγαία και από την καρδιά.

Δεν είναι το πρώτο συμπέρασμα που βγάζεις παρακολουθώντας το πώς ο ωμός, απαίδευτος, φλύαρος Ντρις εισβάλλει στη ζωή του φινετσάτου, στωικού, ανήμπορου αριστοκράτη. Αρχικά σοκάρεσαι από την χοντροκομμένη σλάπστικ μεταχείριση, δεν πείθεσαι από την ευκολία των αστείων, ξινίζεις. Μέχρι που καταλαβαίνεις ό,τι ένιωσε και ο Φιλίπ. Ξεκινά ως ένα πρώτο γέλιο που σου ξεφεύγει. Καταλήγει με μία διαπίστωση που σε γεμίζει ζεστασιά: ένας ανάπηρος άνθρωπος, ακόμα περισσότερο και από τα πόδια ή τα χέρια του, αποζητά κανονικότητα. Ιση μεταχείριση. Να μην περπατάς γύρω του, πατώντας στα νύχια των ποδιών σου, γιατί τον λυπάσαι. Κι ο φαφλατάς Ντρις, ακόμα και άθελά του, μπήκε στη ζωή του Φιλίπ τραντάζοντάς την συθέμελα. Σοκάροντας το μούδιασμά του, θυμώνοντας τη σπίθα στο βλέμμα του, ξυπνώντας τα όνειρά του.

Θα μπορούσε να είναι μία πολύ εύκολη, απλοϊκή συνταγή αυτή η ταινία. Ακροβατεί παράτολμα ανάμεσα στο τρυφερό feelgood και στην επιτηδευμένη κατασκευή. Οσο όμως νιώθεις ότι το σενάριο και η εικόνα επιτίθενται πληθωρικά στις αισθήσεις σου, τόσο δύο μεγάλα όπλα της την κρατούν αγκυροβολημένη στο σωστό μέρος: οι πρωταγωνιστές της. Ο Ομάρ Σι (ο οποίος κέρδισε και το Σεζάρ ανδρικής ερμηνείας από τον Ζαν Ντιζαρντέν του «The Artist») βάζει κυριολεκτικά φωτιά στην οθόνη. Πάλλεται, πολυλογεί, εκτίθεται, ρισκάρει. Αντικατοπτρισμός του, ο μελετημένος, αριστοτεχνικός Φρανσουά Κλιζέ. Κανονικά αυτός θα έπρεπε να είναι το βραβείο της ταινίας - για την προσοχή του στις λεπτομέρειες, για το πώς αντιδρά σταδιακά στην τρέλα του Σι, για το πώς χτίζει τη σπίθα στο βλέμμα του ή την ένταση στο γέλιο του ανά κύματα. Οπως μόνο ένας βαθιά τραγικός άνθρωπος επιτρέπει στον εαυτό του να συγκινηθεί ή να γελάσει.

Δεν υπάρχει κανένας Αθικτος στη ζωή και δε θα βρείτε και κανέναν στην ταινία. Στοιχηματίζουμε όμως ότι ούτε εσείς θα παραμείνετε βλέποντάς την.

«Αθικτοι» (Intouchables).

Παμπόνηρη και τσαχπίνικη κομεντί δύο πανέξυπνων σκηνοθετών. Των Ερίκ Τολεντανό και Ολιβιέ Νακάς. Με ένα ντουέτο χαρισματικών ερμηνειών. Από Φρανσουά Κλουζέ - που στην όψη και το στυλ παραπέμπει στον Ντάστιν Χόφμαν - και τον «άγνωστο» μαύρο Ομάρ Σι.

Τρία τα κρατούμενα. Πρώτο, αυτό της παραγωγής. Πλανώνται - βλακωδώς - όσοι εκλαμβάνουν το γαλλικό σινεμά ως κουλτούρα βαριά. Το 'χω ξαναπεί. Οι γαλλικές τράπεζες και οι παραγωγοί επενδύουν τρελά λεφτά. Ακόμα και σε αμερικανικές ταινίες. Οσο για τις «εμπορικές» τους επιδόσεις, έχουν βαλθεί να αντιγράφουν και ταυτόχρονα να τροποποιούν με επιδεξιότητα τις αμερικανικές συνταγές. Παράδειγμα αυτή η ιστορία. Που αναφέρεται στο θρυλικό αμερικανικό «είδος» του «Buddy Buddy». Ας πούμε, φιλαράκια. Δεύτερο κρατούμενο, το στόρι αυτής της μικροσκοπικής, ως μεγέθους, παραγωγής. Οπου καθηλωμένος με δύο θρυμματισμένους σπονδύλους, ζάπλουτος επιχειρηματίας αποφασίζει να ρισκάρει προσλαμβάνοντας ως προσωπικό του νοσοκόμο κάποιον νεαρό μικροκακοποιό, μαύρο μετανάστη από Σενεγάλη (Ομάρ Σι). Το αποτέλεσμα αυτής της ετερόκλητης και ασύμβατης συνύπαρξης καταλήγει σε αποχυμωτή χαράς, δημιουργίας, φιλίας και αληθινής ζωής. Ο αυθεντικός και γεμάτος ενέργεια Σενεγαλέζος απελευθερώνει τον άρρωστο, με αποτέλεσμα η θετική αύρα του να εκτοπίζει διαρκώς το αρνητικό πεδίο του πλούσιου. Ετσι ο αυτοσαρκασμός αποδεικνύεται θαυματουργός. Οπως, «είμαι σαν κατεψυγμένο φιλέτο σε τηγάνι». Οπως, «πού βρίσκεις έναν παραπληγικό; Εκεί όπου τον άφησες». Με αυτόν τον τρόπο ένα περιστατικό εκ πρώτης όψεως θλιβερό και απωθητικό μεταποιείται στο αντίθετό του με εργαλεία το χιούμορ, την αυθεντικότητα και τον σαρκασμό. Be yourself, ρεεε!

Τρίτο κρατούμενο, το επιμύθιο. Το υπογάστριο της ιστορίας. Με δεύτερη ανάγνωση φυσικά. Τι θέλει να πει ο ποιητής; Προσέξτε το καλά. Γιατί το βαθύτερο νόημα είναι πονηρό. Και ιδεολογικό - πολιτικά εντελώς σοσιαλδημοκρατικό. Το οικονομικό σύστημα παράλυτο. Η ολιγαρχία καθηλωμένη. Με απλά λόγια, η ελίτ άρρωστη, ημιθανής και διασωληνωμένη. Ποιος ο προμηθευτής χαράς και ζωής; Ποιος ο υποστηρικτής; Μα φυσικά ο εργαζόμενος, ο μαύρος, ο μετανάστης, ο φτωχός. Με το χρήμα δεν αγοράζεις αληθινή ζωή. Ομως με τον λαό εξακολουθείς να κατέχεις την εξουσία έστω και «νεκρός». Ακούγεται σαν αλληγορία από ιστορίες του Μπουνιουέλ. Και είναι. Χωρίς τον σουρεαλισμό του μεγάλου Ισπανού και χωρίς τον κοινωνικό του σαρκασμό. Με έναν λόγο, δούρειος ίππος γαλλικός. Αμ πώς!

Back Home Up Next